Hot or Not #70: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα
Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Όλα όσα μάς άρεσαν (+) Η πιο ώριμη στιγμή των Rootless RootΣτην τέταρτη τους εμφάνιση στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου – μετά από πολλά χρόνια εμπειριών σε μεγάλες σκηνές της Ελλάδας και φεστιβάλ του εξωτερικού – οι Rootless Root παρουσίασαν την πιο ώριμη δουλειά τους. Ώριμη από κάθε άποψη: Η εικαστική (Πάρις Μέξης), χορογραφική, ερμηνευτική, η μουσική (Βασίλης Μαντζούκης) και -last but not least – η φωτιστική (Περικλής Μαθιέλης) αφήγηση απέδωσαν ένα «όλον» ποιητικό αλλά και συχνά χορταστικό ως θέαμα. Τόσο τα μικρότερα σχήματα όσο και τα σύνολα (ίσως εκεί εντοπίστηκαν κάποιες αδυναμίες συγχρονισμού) της ομάδας λειτουργούσαν δυναμικά περνώντας το νήμα από τη μια στην επόμενη δράση.
Με τη θεαματική έναρξη και το συγκινητικό φινάλε οι Rootless της Λίντα Καπετανέα και του Γιόζεφ Φρούτσεκ δείχνουν την επιμονή τους να εμπνέονται από υλικά που εντάσσουν στα σώματα της χορογραφίας – εδώ κυριάρχησαν τα υφάσματα και τα σχοινιά. Είχαν, ωστόσο την δυνατότητα να επιλέξουν και καλούς περφόρμερς: Γιώργος Δερέσκος, Αναστάσης Καραχανίδης, Χρήστος Στρινόπουλος, Aλέξανδρος Βαρδαξόγλου, Μαρία Μπρέγιαννη. Οι δύο τελευταίοι ξεχώρισαν αισθητά, ο μεν πρώτος για την ευγλωττία του σε δύο πεδία (το υποκριτικό και το σωματικό) και η δεύτερη για την καθηλωτική ενέργεια της κίνησης της που μας θυμίζει την Λίντα Καπετανέα στο ξεκίνημα της. Αν και πολλά σημεία της παράστασης αντιτίθενται δραματουργικά στον τίτλο της, η «Σιωπή» είναι μια παράσταση προοπτικής που της αξίζει να συναντηθεί και με το κοινό του εξωτερικού. Συμμετέχει, εξάλλου, στο πρόγραμμα προβολής της ελληνικής παραστατικής δημιουργίας, Grape.
Στέλλα Χαραμή
Τα καλοκαιρινά ραντεβού στις συναυλίες του Σωκράτη Μάλαμα είναι κάτι σαν ιεροτελεστία. Με το που δοθεί το σήμα της πρώτης ανακοίνωσης των καλοκαιρινών του εμφανίσεων τρέχεις να προλάβεις εισιτήρια πριν σκάσουν τα απανωτά sold out και βρεθείς να “ζητιανεύεις” τελευταία στιγμή από γνωστούς κι αγνώστους. Για καλή μου τύχη βρήκα εισιτήριο για την Κυριακή 2 Ιουλίου, την έξτρα δηλαδή ημερομηνία που προστέθηκε στις ήδη sold out ημερομηνίες που είχαν αρχικά ανακοινωθεί. Σε ένα κατάμεστο Κατράκειο, που καθόλου δεν μάς έκανε εντύπωση, βρεθήκαμε με την παρέα σε ένα ακόμη live του Μάλαμα, που ποτέ δεν θα σταματήσει να έχει αυτή τη σχεδόν μαγική επίδραση πάνω μας.
Η ενέργειά του πάντα η ίδια, αστείρευτη, να καλωσορίζει εμάς τα «πουλάκια του» και να μάς ευχαριστεί που για μια ακόμη φορά θα γίνουμε παρέα του. Εκείνος να μάς λέει ιστορίες για Πριγκηπέσες, Νεράιδες και Ξωτικά κι εμείς να φωνάζουμε δυνατά τους στίχους, να αγκαλιαζόμαστε με τους φίλους μας και να νιώθουμε κάθε φορά το ίδιο αυτό ρίγος. Στο πλευρό του, όπως πάντα, η μοναδική Ιουλία Καραπατάκη με τη μαγική φωνή της που “αγγίζει” με μεγάλη επιτυχία παραδοσιακά, ρεμπέτικα, λαϊκά και πιο έντεχνα, να μάς ξεσηκώνει, να μάς συγκινεί βαθιά. Αντίστοιχα και ο Πέτρος Μάλαμας, ο γιος του Σωκράτη, που έχει δέσει απόλυτα με την υπόλοιπη μουσική παρέα και μάς χάρισε κι εκείνος στιγμές με αγαπημένα κομμάτια. Ένα σχεδόν γεμάτο 4ωρο που πέρασε “σαν νεράκι” και μάς χόρτασε με μελωδίες, ιστορίες και συγκινήσεις που θα κουβαλάμε μαζί για το υπόλοιπο καλοκαίρι. Μέχρι να ‘ρθεί το επόμενο και να ανταμώσουμε ξανά…
Ευδοκία Βαζούκη
Αν είσαι λάτρης του παραδοσιακού φαγητού, θες να ανακαλύψεις τις πιο “καλτ” και vintage γωνιές της Αθήνας, να πάθεις πλάκα με τα πόσα πράγματα κρύβουν οι τοίχοι ενός μέρους… πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείς Το Ειδικόν! Εδώ και περίπου έναν αιώνα, στη γωνία Ψαρών και Σαλαμίνος, ανάμεσα στον Πειραιά και τα Ταμπούρια, η μπακαλοταβέρνα Το Ειδικόν έχει ανοιχτές τις πόρτες της και εγώ ένα μεσημέρι καθημερινής της εβδομάδας που μας πέρασε, έτυχε να περάσω από αυτή. Με το που μπήκα μέσα, κατάλαβα αμέσως πως δεν μιλάμε για μία απλή πειραϊκή ταβέρνα, αλλά για ένα μέρος το οποίο σφύζει από γεύσεις, αλλά και ιστορία…
Τρία αδέρφια από τα Τρίκαλα, δημιουργούν το Ειδικόν το 1920. Χωρίς να το ξέρουν τότε, πρόκειται για ένα οινοπαντοπωλείο που σε βάθος χρόνου θα αγκαλίασει τους πρόσφυγες που θα έρθουν από τη Μικρά Ασία ενώ ταυτόχρονα θα γίνει στέκι των ρεμπετών της Πειραϊκής. Ύστερα, θα αποτελέσει καταφύγιο στην Κατοχή και θα γίνει θύμα των Δεκεμβριανών. Στις μεταπολεμικές δεκαετίες, θα περάσουν από αυτό και θα διασκεδάσουν άνθρωποι κάθε λογής, από γνωστούς μέχρι άσιμους, από τα πιο λαϊκά στρώματα εως την enfant gâté της πόλης. Μόνο από αυτά τα λίγα, καταλαβαίνεις πως το Ειδικόν είναι αναπόσπαστο μέρος της αθηναϊκής ιστορίας και πως οι τοίχοι αυτού του μέρους μάλλον κρύβουν μέσα τους πολλά μυστικά.
Το μενού είναι απλό και λιτό, καθώς τα πιάτα είναι πάνω κάτω τα ίδια από τότε που άνοιξε. Στο Ειδικόν μπορείς να φας: ομελέτα με κορν μπιφ, πατάτες τηγανητές κομμένες στο χέρι, αυγά μάτια, συκωτάκι, κλασικούς κεφτέδες, φάβα και σαλάτα ντομάτα με ρίγανη. Εννοείται να πιείς και δύο-τρία ποτηράκια από τη ρετσίνα της δικής τους παραγωγής. Συνιστώ ανεπιφύλακτα να κάτσεις μέσα έτσι ώστε να μπορέσεις να θαυμάσεις τους τοίχους του γεμάτους φωτογραφίες με όσους έχουν περάσει σε αυτόν τον αιώνα λειτουργίας του αλλά και να απολαύσεις το vintage ντεκόρ του. Μία πολύ αυθεντική και γευστική εμπειρία που τη συνιστώ ανεπιφύλακτα σε όσους αγαπάνε την ιστορία και το καλό φαΐ.
Ανδρομάχη Αρβανίτη
Ο Wes Anderson είναι από τους σκηνοθέτες που μπορείς να αναγνωρίσεις τις ταινίες του (ακόμα κι αν δεν τις έχει δει) από ένα και μόνο καρέ. Ο δημιουργός εδώ και 20 χρόνια έχει ξεχωρίσει για την vintage αισθητική, τα παστέλ χρώματα, την συμμετρία, τις απόλυτες one-shot σκηνές και τα σενάρια που με κωμικά στοιχεία δημιουργούν μελαγχολία και γεννούν ερωτήματα. Η τελευταία ταινία του, που παρακολούθησα 3 βδομάδες μετά την κυκλοφορία της, κυμαίνεται στο ίδιο ξεκάθαρο φάσμα του, πηγαίνοντας όμως ένα βήμα παραπέρα.
Ο λόγος που απέφυγα τις πρώτες προβολές είναι γιατί από τα trailer η ταινία μου φάνηκε να μην έχει ξεκάθαρο στόχο. Ο κεντρικός άξονας δεν αφορά αυτή την φορά κάποιο πιο βαρύ ζήτημα, όπως ας πούμε στο French Dispatch. Προς έκπληξη μου, τo Asteroid City αποτελεί μια ταινία επιστημονικής φαντασίας που εξερευνά θεματικές όχι μόνο όπως οι επιστημονικές ανακαλύψεις (όπως πίστευα στην αρχή), αλλά και την υποκριτική, τη φωτογραφία και γενικότερα την τέχνη. Ένα ταξίδι όπου τα πρόσωπα μέσα από την επιστήμη και τις τέχνες αναζητούν τον σκοπό της ζωής τους.
Το σενάριο αφορά ένα συνέδριο αστρονόμων σε μια φανταστική πόλη της Νεβάδα το μακρινό 1955. Η συνάντηση των ηρωών διαταράσσεται από την επίσκεψη μιας εξωγήινης μορφής, κάνοντας τους να αναθεωρήσουν τα πάντα γύρω τους. Όμως υπάρχουν 2 διαστάσεις: ο φανταστικός κόσμος με τα παστέλ χρώματα και ο ασπρόμαυρος, ο πραγματικός κόσμος που σου υπενθυμίζει ότι αυτό που παρακολουθείς είναι πλασματικό. Ο διαχωρισμός αυτός, όσο αινιγματικός κι αν μοιάζει αρχικά, καταφέρνει να μη γίνεται κουραστικός και εξυπηρετεί ακριβώς αυτό που θέλει να περάσει ο Anderson: την αναζήτηση του νοήματος του να υπάρχεις.
Οι ταινίες του πλέον μοιάζουν με συνέδριο μεγάλων ηθοποιών, αφού το καστ είναι πάντα πληθωρικό με κάθε λογής σπουδαία ονόματα. Ο Anderson θα μπορούσε να στηρίζεται καθαρά στα αριστοτεχνικά του visuals ή στους διάσημους πρωταγωνιστές, όμως κάθε φορά φροντίζει να αγγίζει όλο και πιο ανθρώπινα ζητήματα μέσω του δικού του ξεχωριστού τρόπου αφήγησης. Το τελικό μήνυμα που κρατάω από την ταινία είναι πως δεν χρειάζεται να βρεις το απόλυτο νόημα της ύπαρξης σου, αρκεί να βρίσκεις πράγματα που σε ενθουσιάζουν και να σε παρακινούν να τα ανακαλύψεις, να νιώσεις ζωντανός μέσα από αυτά. Σίγουρα, το τι θέλει να πει δεν γίνεται ποτέ τελείως ξεκάθαρο και έχει αποδείξει πως πιθανότατα να μην τον ενδιαφέρει κι όλας. Ωστόσο, το Asteroid City αποτελεί μια κινηματογραφική εμπειρία που γεννά διαφορετικά συναισθήματα και ερωτήματα στον καθένα και θα πρότεινα να σπεύσετε σε κάποιο θερινό, όσο ακόμα γίνονται προβολές του!
Σπύρος Χαϊντούτης
Εδώ και περίπου πέντε χρόνια έχω την “Φάλαινα” στην bucket list μου με must-visit μπαράκια του κέντρου – κι όμως μέχρι και αυτή την εβδομάδα δεν είχα βρει την ευκαιρία να το επισκεφτώ. Τη Δευτέρα, λοιπόν – μία ημέρα που οποιαδήποτε άλλη γειτονιά πέρα από τα Εξάρχεια θα ήταν λίγο-πολύ “νεκρή” – πήγα για ποτό στην (γεμάτη από κόσμο) Ασκληπιού και συγκεκριμένα στο μικροσκοπικό μπαράκι που ακούει στο όνομα “Φάλαινα”. Μιας και το επέτρεψε ο καιρός, εμείς κάτσαμε στα εξωτερικά τραπεζάκια και μπορεί η μουσική (εκείνο το βράδυ έπαιζε κυρίως ξένο hip-hop αν θυμάμαι καλά) να μην ακουγόταν τόσο καλά εκεί που καθόμασταν, τα vibes ωστόσο ήταν εξίσου όμορφα και χαλαρά με το εσωτερικό του μαγαζιού. Γενικά, πρόκειται για ένα μπαράκι με ξεκάθαρη αισθητική, καλά ποτά, χαλαρή διάθεση, καλές μουσικές και μπορώ να καταλάβω γιατί είναι από τα πιο πολυσυζητημένα μαγαζιά της περιοχής. Εγώ ήπια μια απλή μπίρα, οι φίλοι μου όμως με ενημέρωσαν ότι σερβίρουν και καταπληκτικά signature cocktails – και μου έδωσαν έτσι έναν λόγο να επισκεφτώ ξανά τη “Φάλαινα” και μάλιστα πολύ σύντομα.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
View this post on Instagram
Προσοχή! Ακολουθούν ανατριχιαστικές και πολύ σοκολατένιες περιγραφές. Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Σοκολάτας, είπα να μοιραστώ μαζί σας μία νέα ανακάλυψη, μία εξαιρετική επιλογή για όσους είναι πρόθυμοι να υποκύψουν σε γλυκούς πειρασμούς.
Ένα ζωηρό απόγευμα τις περασμένης βδομάδας, βρεθήκαμε με την παρέα μου στα πολύχρωμα στενά του Ψυρρή και συγκεκριμένα στη Ζουμπουρλού, μια κομφεταρία πιτασερί, όπως δηλώνει η ίδια, στην οδό Αισχύλου. Το ευστοχο λογοπαίγνιο “πιτασερί” έγκειται στις εκλεκτές, χειροποίητες πίτες, ενώ απο ό,τι έμαθα αργότερα “κομφεταρία” είναι ο όρος που απέδιδαν οι γαλλομαθείς στα ζαχαροπλαστεία της Πόλης. Το ενδιαφέρον όνομα συνοδεύεται με μια πλήθώρα ενδιαφερόντων και ακαταμάχητων γλυκών και αλμυρών. Η Ζουμπουρλού αποτελεί μια προσιτή επιλογή και για το πρωί και για το βράδυ. Έτσι, μπορείς είτε να απολαύσεις έναν χαλαρό καφέ, ένα όχι και τόσο χαλαρό κοκτέιλ, είτε να επικεντρωθείς κατευθείαν στις γλυκές ατασθαλίες. Ή στις αλμυρές, αναλόγως τις προτιμήσεις.
Στην απελπισμένη αναζήτησή μας για λίγη δροσούλα, επιλέξαμε να καθίσουμε στον άνετο και ευάερο χώρο της ταράτσας. Και δεν μετανιώσαμε. Με μία πρώτη ματιά στο μενού δεν ξέρεις τι να πρωτοδιαλέξεις. Λαχταριστές πάστες, δροσερές τάρτες, πρωτότυπα ροφήματα, ανατολίτικες πίτες ημέρας και ό,τι άλλη λιχουδιά μπορείς να σκεφτείς. Επειδή, όμως είχαμε κάνει την έρευνα μας απο το σπίτι (τέτοιες είμαστε), ένα ήταν εκείνο που μας κέντρισε το ενδιαφέρον: το προφιτερόλ μπουένο. Στην αναβαθμισμένη του εκδοχή. Έξι κόκκινα κρεμώδη σου, τα οποία λούζονται με σως μπουένο μπροστά στα μάτια μας. Δέκα στα δέκα χωρίς δεύτερη σκέψη.
Η ποικιλία όσων μπορεί να σου προσφέρει η Ζουμπουρλού είναι πολύ μεγαλύτερη απο αυτά που περιγράφω. Εξαιρετική εξυπηρέτηση, ευγενέστατο προσωπικό, όμορφος χώρος και αμέτρητες επιλογές για κάθε γούστο, είναι οι λόγοι που θα το ξαναπροτιμήσω σύντομα. Σημειώνω άλλη μια βδομάδα που είπα ότι θα κόψω τη ζάχαρη και κατέληξε στα χαμένα. Ωστόσο, άξιζε και με το παραπάνω. Απο Δευτέρα…
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα, στην Πειραιώς 260 στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, την παράσταση «Το ρόδο είναι ρόδο», σε κείμενο της Κατερίνας Λούβαρη Φασόη και σκηνοθεσία Παντελή Δεντάκη. Πρόκειται για τη συγκλονιστική αληθινή ιστορία της Δήμητρας της Λέσβου, μιας τρανς γυναίκας που έζησε την εγκατάλειψη, την περιθωριοποίηση, τη βία, γνωρίζοντας ένα τραγικό και άδοξο τέλος. Στη σκηνή μας συστήνεται ως Διονυσία, μια απομονωμένη γυναίκα που ζει με τις γάτες της. Το πρόσωπο που συναντάμε στο πρώτο μέρος της παράστασης ζει μια ζωή «φτωχή» σε υλικά αγαθά αλλά «πλούσια» σε αξίες, συναισθήματα και όνειρα. Ένα αγνό πλάσμα η οποία παρά τις «πληγες» που κουβαλούσε μέσα της εξακολουθούσε να βλέπει τους ανθρώπους με τα μάτια της άδολης ψυχής της και της ταλαιπωρημένης μεγάλης της καρδιάς που δεν σταματούσε να ελπίζει, να αποζητά την αγάπη, την καλοσύνη και την αποδοχή, να δείχνει αλληλεγγύη στους καταφρονημένους αυτού του κόσμου, να συγχωράει εκείνους που την αδίκησαν και την έβλαψαν -μετανοημένους και μη.
Και κάπου εκεί ανάμεσα σε ιστορίες της ζωής της, όμορφα φορέματα, μουσικές από τραγούδια της Σωτηρίας Μπέλλου και εμβληματικές άριες, έρχεται η σκληρή πραγματικότητα και η ακροδεξιά βία της οποίας η Διονυσία γίνεται το επόμενο θύμα. Ως θεατής ομολογώ πως με σόκαρε απίστευτα και κάπου θεώρησα ότι δεν χρειαζόταν σε τέτοιο βαθμό για να περαστούν τα ουσιώδη μηνύματα της παράστασης. Δεν μπορούσα, όμως, να σταματήσω να αναρωτιέμαι αν είμαστε μια «κοινωνία τεράτων» που δημιουργεί συνεχώς νέα «τέρατα» έτοιμα να κατασπαράξουν οτιδήποτε αγνό και όμορφο μόνο και μόνο επειδή λογίζεται ως «διαφορετικό», έτοιμοι να διαλύσουν εκείνους που θεωρούν «αδύναμους», εκείνους, ωστόσο, που αντιστεκόμενοι στην βαρβαρότητα αποδεικνύονται, εν τέλει, πιο δυνατοί από τους υπόλοιπους.
Την άγρια επίθεση των νεαρών θα διαδεχθεί το συγκλονιστικό και σκηνοθετικά ευρηματικό τρίτο μέρος όπου σε έναν μεταφυσικό «μη-τόπο» η Διονυσία περιγράφει τους βασανιστικούς τελευταίους μήνες της ζωής της έως τον θάνατο, συστήνοντας εκ νέου τον εαυτό της με όλη την αλήθεια της, προχωρώντας σε έναν μικρό «απολογισμό-αποχαιρετισμό» καθώς βρίσκει την πολυπόθητη γαλήνη στον γλυκό «ύπνο» του θανάτου.
Από την παράσταση κρατάω φυσικά την εξαιρετική ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου στον ρόλο της Διονυσίας, μιας γυναίκας που δεν γίνεται να μην αγαπήσεις και να μην την συναισθανθείς. Δεν γίνεται να μην χαμογελάσεις με τις μικρές χαρές της, να μην κλάψεις με τον πόνο της. Και αυτό χάρη σε μια ερμηνεία που ξετύλιξε στη σκηνή με σεβασμό και γενναιοδωρία τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο της ηρωίδας και όλο εκείνο το «δυσβάσταχτο» φορτίο που κουβαλούσε σε όλη τη ζωή της. Και αν κρατάω κάτι ακόμα από την παράσταση είναι η δική μου ελπίδα πως οι άνθρωποι θα κάνουμε τα αδύνατα δυνατά καθημερινά ώστε να απαλλαγούμε από τις προκαταλήψεις και το μίσος, τις διακρίσεις και τη βία. Γιατί ο σεβασμός, η αποδοχή και η αγάπη για τον άλλον είναι κάτι που πρέπει να δίνεται απλόχερα.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Με ενδιέφερε τόσο πολύ το θέμα που είχε επιλέξει ο Δημήτρης Μπαμπίλης για τη συμμετοχή του στο Φεστιβάλ Αθηνών καθώς ξεπερνάει το προσωπικό και εκτινάσσεται στο παγκόσμιο ενδιαφέρον συζήτησης. Είχα, λοιπόν, εκ των προτέρων, θεωρήσει ως ιδανική τη θεματολογία για την συμμετοχή του στην πλατφόρμα του Grape. Παρόλα αυτά, πολύ συχνά, ούτε οι προσδοκίες δικαιώνονται, ούτε το αποτέλεσμα συναντάει τις καλές προθέσεις.
Με εκκίνηση την έρευνα πεδίου – τις καταστροφικές πυρκαγιές που κυριολεκτικά ισοπέδωσαν το νησί της Εύβοιας – ο σκηνοθέτης επιχείρησε να ανοίξει ένα διάλογο για την σημασία του τέλους της ανθρωπότητας, είτε αυτή πυροδοτηθεί από μια περιβαλλοντική, ανθρωπιστική είτε ακόμα και μια καπιταλιστική (οικονομική- τεχνολογική) κρίση. Παρά την ενδιαφέρουσα (και λογική) αφετηρία του τοπικού, η δραματουργία αναλώθηκε σε ένα χαοτικό ξέσπασμα πιθανοτήτων που στάθηκε πολύ μακριά από το θέατρο ντοκουμέντο, το θέατρο λόγου ή έστω και το δραματοποιημένο αναλόγιο.
Οι ηθοποιοί Μάγια Ανδρέου, Γιώργος Βουρδαμής, Λάμπρος Γραμματικός, Ειρήνη Κυριακού, Μανώλης Μανουσάκης (ως μουσικός της παράστασης), Αντώνης Παπανικολάτος επιδόθηκαν σε ένα διαλογικό κρεσέντο επιχειρημάτων και θέσεων που ενδεχομένως επικρατούν για την καταστροφή του κόσμου, το οποίο ήταν δύσκολο – αν όχι αδύνατο – να συνδεθεί με το ενδιαφέρον και το συναίσθημα του θεατή (εμού προσωπικά, τουλάχιστον). Δυστυχώς, δηλαδή, η παράσταση επαλήθευσε τον τίτλο της.
Στέλλα Χαραμή