Σαν σήμερα 10 Ιουλίου το 2015 έφυγε από τη ζωή ο Αιγύπτιος ηθοποιός Ομάρ Σαρίφ, ο οποίος πέρασε στην ιστορία του κινηματογράφου για την ερμηνεία του στις ταινίες «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962) και «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (1965). Η κληρονομιά που άφησε πίσω του ξεπέρασε τα όρια της βιομηχανίας του θεάματος, για τον λόγο αυτό το 2005 βραβεύτηκε από την Unesco για τη συμβολή του στη διάδοση της πολυπολιτισμικότητας και του ανοιχτού διαλόγου.
Γεννημένος στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, στις 10 Απριλίου του 1932, ο Ομάρ Σαρίφ (Michael Demitri Shalhoub το πραγματικό του όνομα) άργησε να ακολουθήσει την κλίση του προς την υποκριτική. Πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη εμφανίστηκε το 1954, όταν και πρωταγωνίστησε στην ταινία του Youssef Chahine, «Siraa Fil-Wadi» («Struggle in the Valley»), στο πλευρό της μετέπειτα συζύγου του Faten Hamamah. Ακολούθησαν οι συμμετοχές σε πολυάριθμες αιγυπτιακές παραγωγές, καθιερώνοντας τον ως μια από τις μεγαλύτερες, εγχώριες κινηματογραφικές προσωπικότητες.
Η καριέρα του πήρε μια απρόσμενη τροπή, όταν ο παραγωγός Sam Spiegel και ο σκηνοθέτης David Lean τον επέλεξαν για τον ρόλο του Sherif Ali στην εμβληματική ταινία «Ο Λόρενς της Αραβίας» (1962). Από εκείνη τη στιγμή ο ηθοποιός μετατράπηκε σε έναν αστέρα διεθνούς βεληνεκούς, λαμβάνοντας μια σειρά από πρωταγωνιστικούς ρόλους σε μεγάλου προϋπολογισμού διεθνείς παραγωγές, με πιο αξιοσημείωτους τον ρόλο του Yuri Zhivago στην ταινία «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (1965, πάλι σε σκηνοθεσία David Lean) και τον ρόλο του Nick Arnstein στην ταινία «Ένα Αστείο Κορίτσι» (1968, σκηνοθεσία William Wyler) , στο πλευρό της σπουδαίας Barbra Streisand.
Ωστόσο, αν και η διεθνής σταδιοδρομία του στη μεγάλη οθόνη είχε αρχίσει με καλούς οιωνούς, η συνέχεια (από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1970 και έπειτα) δεν υπήρξε τόσο εντυπωσιακή. Η σημαντικότερη αιτία της πτώσης, που ακολούθησε, ανάγεται στον εθισμό του στη χαρτοπαιξία. Aπό ένα σημείο και έπειτα δεχόταν οποιονδήποτε ρόλο, μόνο και μόνο για να ξεπληρώνει τα χρέη του από τον τζόγο. Το αποτέλεσμα, σύμφωνα και με τον ίδιο, 25 χρόνια συμμετοχής σε μετριότατες έως κάκιστες ταινίες, τηλεταινίες και μίνι σειρές, με ελάχιστες εξαιρέσεις.
Από ένα σημείο και έπειτα φαίνεται να αφοσιώθηκε περισσότερο στο μπριτζ παρά στο σινεμά, συμμετέχοντας σε διεθνή τουρνουά, γράφοντας άρθρα για το παιχνίδι στην εφημερίδα Chicago Triburne , καθώς και αρκετά βιβλία. Επιπλέον, τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε εξαιτίας του τρόπου ζωής του (κάπνισμα, αλκοόλ), καθώς και τα προβλήματα διαχείρισης θυμού (στις αρχές της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα του απαγγέλθηκαν δύο φορές κατηγορίες για βιαιοπραγία) δεν βοήθησαν την κατάσταση. Αν και το 2003 μας θύμισε αναπάντεχα πόσο σπουδαίος ηθοποιός υπήρξε κάποτε με τον ρόλο του στη γαλλική ταινία «Ο κύριος Ιμπραΐμ και τα λουλούδια του Κορανίου» (σκηνοθεσία François Dupeyron).
Αξιοσημείωτοι ρόλοιΣτη διάρκεια της εκτενέστατης κινηματογραφικής του πορείας, η οποία διήρκεσε μέχρι το τέλος της ζωής του το 2015, ο Ομάρ Σαρίφ ανέλαβε περισσότερους από 118 ρόλους. Αν και εξαιρετικά ταλαντούχος, ωστόσο τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο τον προσλάμβαναν κυρίως για να παίξει τον ρόλο του «ξένου»: Από τον Genghis Khan, τον τσάρο Νικόλαο Β΄ έως τον Τσέ Γκεβάρα και έναν ναζί αξιωματούχο.
Sherif Ali / «Λόρενς της Αραβίας» (1962) του David LeanΠρόκειται για μια καθοριστική στιγμή στην καριέρα του. Ως ο μελαγχολικός, μυστηριώδης και συνάμα δυναμικός Sherif Ali, ηγέτης μιας αραβικής φυλής και μετέπειτα σύμμαχος του Lawrence (Peter O’Toole), ο Ομάρ Σαρίφ κέρδισε διεθνή αναγνώριση, μια υποψηφιότητα για όσκαρ β΄ανδρικού ρόλου, καθώς και χρυσή σφαίρα β΄ανδρικού ρόλου.
Yuri Zhivago/ «Δόκτωρ Ζιβάγκο» (1965) του David LeanΑπό πολλούς η ενσάρκωση του ρομαντικού ποιητή – γιατρού Yuri Zhivago από τον Ομάρ Σαρίφ, ο οποίος βιώνει μια σειρά από κακουχίες και έναν παράφορο έρωτα με τη σύζυγο ενός πολιτικού ακτιβιστή (Julie Christie) στη Ρωσία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και της Οκτωβριανής Επανάστασης, θεωρήθηκε ως η σημαντικότερη της καριέρας του, χαρίζοντάς του χρυσή σφαίρα Α΄ανδρικού ρόλου.
Στην ταινία ο Ομάρ Σαρίφ ενσαρκώνει κατά μια ειρωνεία της τύχης τον χαρτοπαίχτη Nick Arnstein. Μειλίχιος, αξιαγάπητος και αμφιλεγόμενος ταυτόχρονα συντρίβεται κάτω από της πίεση της φήμης και της οικονομικής επιτυχίας της συζύγου του και ηθοποιού Fanny Brice (Barbra Streisand). Στο έργο ο ηθοποιός επιδεικνύει και τις φωνητικές του ικανότητες συμμετέχοντας σε ορισμένα τραγουδιστικά μέρη.
Το αξιοσημείωτο με τη συγκεκριμένη ταινία δεν είναι τόσο ο ρόλος του διεφθαρμένου Έλληνα αστυνομικού, Abel Zacharia, τον οποίο υποδύθηκε ο Ομάρ Σαρίφ, αλλά το γεγονός ότι ο ίδιος και ο συμπρωταγωνιστής του Jean-Paul Belmondo βρέθηκαν για γυρίσματα στην Αθήνα και τον Πειραιά. Η παραμονή τους στη χώρα μας καλύφθηκε εκτενώς από τον τύπο της εποχής, ενώ οι σκηνές καταδίωξης στους δρόμους του Πειραιά υπήρξαν παροιμιώδεις για την εποχή.
Agent Cedric/ Άκρως… τρελό και απόρρητο (1984) των Jim Abrahams και David ZuckerΑν και γνωστός για τις ερμηνείες του σε μια πληθώρα δραματικών ρόλων, ωστόσο ο Ομάρ Σαρίφ απέδειξε και το ταλέντο του στην κωμωδία, με τον ρόλο του ξεκαρδιστικού Agent Cedric, σε αυτή την παρωδία των κατασκοπικών ταινιών με θέμα τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, απέναντι σε έναν πρωτοεμφανιζόμενο Val Kilmer.
Με τον ρόλο ενός μουσουλμάνου μαγαζάτορα, ο οποίος σχηματίζει μια τρυφερή φιλία με ένα αγόρι εβραϊκής καταγωγής, ο Ομάρ Σαρίφ έκανε ένα δυναμικό «comeback» στη μεγάλη οθόνη. Για την ερμηνεία του κέρδισε το βραβείο César καλύτερου ηθοποιού. Ο ίδιος σημείωσε: «Πίστεψα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή να κάνω την ταινία… σαν μια μικρή δήλωση για την ανάγκη για συνύπαρξη και αλληλοκατανόηση».