Deep Purple & Saxon: Νικώντας τον χρόνο ξανά!
Ο ακλόνητος υποδειγματισμός του βρετανικού heavy rock: εντυπώσεις, στοχασμοί και ευφορία από την classic rock ημέρα του φετινού Rockwave Festival!
Είσαι ο 78χρονος Ian Gillan, ο άνθρωπος του οποίου η φωνή, όπως λέει ο αστικός μύθος, έκανε τα γυαλιά να ραγίζουν, η φωνή του “Child In Time”, “του Highway Star”, του “Smoke On The Water”. Ανεβαίνεις στη σκηνή ενός φεστιβάλ στην εξοχή μιας χώρας στην οποία έχεις έλθει ουκ ολίγες φορές τα τελευταία 40 τουλάχιστον χρόνια. Θα τραγουδήσεις μπροστά σε 10.000, τραγούδια που έχουν καθορίσει τη ζωή και την καρριέρα σου για σχεδόν 55 χρόνια.
Είσαι ο 72χρονος Peter Rodney “Biff” Byford, o ορφανός από μητέρα γιος ενός αλκοολικού κακοποιητή ανθρακωρύχου, που κατάφερε κοντά στα 30 του να γίνει, καίτοι μόλις “nearly good looking”, η φωνή ενός εμβληματικού συγκροτήματος για το heavy metal. Έχεις κατορθώσει να ανταπεξέλθεις την μερική απώλεια ακοής, το τριπλό bypass του 2019, τον covid. Ανεβαίνεις στη σκηνή σε μια χώρα που σε έχει δει live σε πέντε διαφορετικές δεκαετίες και πάντα σε αποθεώνει. Αυτή τη φορά, παίζεις πριν από τους headliners που είναι ένα από τα δικά σου ινδάλματα.
Είσαι ο 63χρονος Brian Tatler, κιθαρίστας και βασικός συνθέτης των βρετανών Diamond Head (του γκρουπ που γνωρίζεις καλά ότι πολύ πιθανόν να είχαν απομείνει μια υποσημείωση στην ιστορία του metal, αν δεν τους ανέφεραν ως επιρροή οι Metallica), o οποίος αναπληρώνει τον βασικό κιθαρίστα των Saxon, τον 72χρονο Paul Quinn, που αποφάσισε να ανακοινώσει επισήμως την απόσυρσή του από το βαρύ πρόγραμμα των περιοδειών της μπάντας στην οποία συμμετέχει, περίπου μια ολόκληρη ζωή.
Καθώς το απόγευμα της 7ης Ιουλίου 2023 γίνεται βράδυ στην μικρή τεχνητή κοιλάδα όπου δεσπόζει η σκηνή του Φεστιβάλ, τί βλέπεις;
Βλέπεις μια λαοθάλασσα –σίγουρα έχεις παίξεις πολλές φορές στην καρριέρα σου σε πολλαπλάσια- η οποία κ α ι σ’ αυτή την ηλιόλουστη γωνιά του πλανήτη αδημονεί με τη δύναμη εκατοντάδων χιλιάδων προσωπικών εμπειριών που έχουν εντυπωθεί στο μυαλό της, για τη μέθεξη με ελιξίριο τα τραγούδια που θα παίξεις. Τα τραγούδια, τα οποία έχεις διαπιστώσει πολλές φορές μέχρι τώρα που το χαρακωμένο σου πρόσωπο σου υπενθυμίζει κάθε μέρα ότι δεν θα ξαναγίνεις ποτέ νεώτερος, αποκτούν τέτοια δύναμη όταν το μυαλό σου δίνει την να τα ανακαλέσεις και να τα υλοποιήσεις.
Βλέπεις ανήλικους με μπόλικα πάνω τους τα μπλουζάκια Deep Purple του μπαμπά, νεαρούς με περισσότερο ζωγραφιστό μελάνι πάνω τους από την παραγωγή ενός μικρού τυπογραφείου, μουσάτους με κρίκους σε απίθανα σημεία του προσώπου, κοπέλες βαμμένες για την τελετή αποφοίτησης της Wednesday Adams, ατσούμπαλα φρικιά με πολυκαιρισμένα t-shirt Sepultura, μηχανόβιους, ποζεράδικες χαίτες με extension και χωρίς, συνομήλικά σου παπουδοειδή με ξεβαμμένα τατού με το μυαλό γεμάτο ιστορίες από συναυλιακά χιλιόμετρα που χάνονται στο χρόνο, ενθουσιώδεις συναυλιαστές του κάγκελου μ’ ένα μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπό τους.
Βλέπεις μια ενθουσιώδη ετερόκλητη οικογένεια, ένα selfie nation ανυπόμονο να σε ζήσει. Γι’ αυτούς, ναι, γι’ αυτούς θα βάλεις τα δυνατά σου να ξαναπαίξεις.
Τα μέλη αυτής της μεγάλης οικογένειας βρεθήκαμε όλοι και αυτή τη φορά εκεί, στη Μαλακάσσα, στον πιο παλιό για τη χώρα μας συναυλικό θεσμό του καλοκαιριού.
Saxon: αρχετυπικό heavy metalΚάθε φορά που εμφανίζονται ενώπιόν μας σχήματα του μυθικού μεγέθους των Deep Purple και αποδεδειγμένες ποιότητες του επιπέδου Saxon, το να βρίσκεσαι στο κοινό προσλαμβάνει ένα ειδικό βάρος. Λέγεται «δίνω το παρών στην εποχή του ζωντανού ροκ, του ροκ των προπατόρων. Πόσες φορές θα έχω την ευκαιρία να τους δω ακόμη;».
Οι Saxon, με αδιαφιλονίκητο ηγέτη τον Biff Byford μέσα στην μαύρη του στολή, ναύαρχος επί τιμή ενός επίγειου στόλου, μπήκαν δυνατά με το “Motorcycle Man” και συνέχισαν με τα “Carpe Diem” και “Thunderbolt”, τρία κομμάτια υψηλών ταχυτήτων, τα οποία αποδεικνύουν δύο πράγματα: πρώτον, ότι γρήγορο και κοφτό μεταλλικό στυλ με τα στεντόρεια φωτνητικά που τους έβαλε στην κορυφή του N.W.O.B.H.M. το 1980 το έχουν δικαιωματικά πατεντάρει, γράφοντας και παίζοντας κομμάτια – ευχάριστες αλλά και αξιόπιστες παραλλαγές του πρωτοτύπου και δεύτερον ότι ο 70χρονος Nigel Glockler πίσω από τα ντραμς κοντράρει σε ακρίβεια και σταθερότητα αρκετούς ομοτέχνους του με τη μισή ηλικία.
Το σετ των Saxon είναι όπως πάντα βασισμένο στην ιερή τριάδα των δίσκων που τους καθιέρωσαν στην Αγγλία, τα “Wheels Of Steel”, “Strong Arm Of The Law” και “Denim & Leather”: εκτός από τα τρία ομώνυμα (που παίζονται με το παροιμιωδώς αταλάντευτο σφρίγος, σα να μην πέρασε μέρα από το ’86, το ’90, το ’96, το 2000, το 2013 το 2018, όλες τις φορές που μας έχουν επισκεφθεί), εξαπολύουν τα “Heavy Metal Thunder”, “Dallas 1 Pm”, “20.000 Ft”, με την αφοσίωση και την απλότητα δόγματος. Αυτό είναι. Το ξέρετε, σας δίνει ζωή. Δεν φθείρεται, δεν αλλάζει.
Δικαιολογημένα o Biff ενθάρρυνε τους Βρετανούς στην απογραφή πληθυσμού του 2010 να δηλώσουν ως επίσημη θρησκεία το heavy metal. Εδώ εμείς, που είμεθα -κατά πλειοψηφία- της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας θα προκαλούσαμε σχίσμα έτσι κι έπεφτε απλώς και μόνον η ιδέα.
Δύο κομμάτια δείχνουν την διαχρονική διασύνδεση των Saxon με το ελληνικό κοινό, την εθνοκεντική εφαρμογή του δόγματος, σα να λέμε. Πρώτα παίζουν – μετά από δημοσκόπηση δευτερολέπτων ανάμεσα σ΄αυτό κλαι το “Never Surrender”, την οποία εισαγάγει ο Biff- το “Ride Like The Wind”, τη διασκευή του Christopher Cross που έβγαλαν σε single του ’88, που μπορεί να πάτωσε διεθνώς, όμως τουλάχιστον στη χώρα μας θυμίζει τις μέρες στα τέλη των ‘80s, όταν η ραγδαία πολλαπλασιαζόμενη βάση των μεταλλομανών γούσταρε ν’ αγκαλιάζει, έστω και ως guilty pleasure, τις μελωδικές απόπειρες σιτεμένων της ηρώων. Και δεύτερον, παίζουν το εμβατηριακό “Crusader”, κομμάτι που έχει εκθρέψει γενιές στην υπόγα της Victoria και στο γεμάτη καθρέφτες OMΠΡΕ. Ο Biff περιφέρεται επιβλητικός και o οστεώδης Brian Tatler βάζει τον δικό του, πιο μελωδικό ήχο στο σόλο, σε ένα από τα highlight της βραδιάς.
Το απογειωτικό “747 (Strangers In The Night)” είναι το τελευταίο κομμάτι, πριν επανέλθουν για encore με την αναμενόμενα γκαζωμένη “Princess Of The Night” και χαιρετίσουν την για καλά ζεσταμένη Μαλακάσσα. Όποιος πρόλαβε, τους πρέσβεις (ξανα)είδε.
Oι -Perfect Strangers – Deep PurpleΑναμένοντας τους Deep Purple αναπόφευκτα ανακαλείς αισθήσεις. Ποιο είναι το πρώτο κομμάτι που σε πήρε περιχαρής να σου πει ότι έμαθε στην κιθάρα ο παθιασμένος φίλος σου από το γυμνάσιο; Πόσες και πόσες συζητήσεις δεν έχεις κάνει για το “Made In Japan” και για το “Perfect Strangers”, τον φοβερό εκείνο δίσκο της επανανσύνδεσης, αυτόν που σε πρώτο χρόνο γνώρισε σε μας τα εφηβάκια του ’80 έναν θρύλο της προηγούμενης δεκαετίας. Πόσοι και πόσοι εξηντάρηδες δεν είχαν διεξάγει σκοτωματικούς τσακωμούς για το αν οι Deep Purple ή οι Pink Floyd διεκδικούσαν τα πρωτεία της ροκοσύνης στο μυαλό της μουσικόφιλης νεολαίας της μεταπολίτευσης.
Το πόσο αντιφατικά ήταν τα συναισθήματα όταν τους είδαμε για πρώτη φορά ως Deep Purple στη Λεωφόρο, το Σεπτέμβριο του ’91, με τον Joe Lynn Turner στη φωνή, να τρώει κράξιμο, αλλά να επιβάλλεται στο τέλος και τον Blackmore να αλλάζει όλα τα σόλο και να δείχνει αδιάφορος. Το ντουέτο του Ian Gillan με τον Μιχάλη Ρακιντζή που κόντεψε να γίνει ανέκδοτο στο πρώτο μισό των ‘90s, ασχέτως αν εμείς παλεύαμε να πείσουμε τους προβοκάτορες ότι κάθε καλλιτέχνης εμβέλειας Gillan μπορεί να κάνει ό,τι γουστάρει. Την απελευρωμένη από τη σκιά του Blackmore σύνθεση με τον βιρτουόζο Steve Morse που κατάφερε, παρά την δυσκίνητη πριμαριστή του συμβολή και σήκωσε στο πόδι το Λυκαβηττό το 2001. Την οικουμενική απόδειξη του πόσο κωμωδία μπορεί να είναι το ‘Rock n’ Roll Hall Of Fame’, που μέχρι το 2016 αρνείτο, παρά τα poll των μουσικόφιλων να τους εντάξει στις τάξεις του.
Η νύχτα έχει πέσει στη Μαλακάσσα, τα drones σαν hi-tech νυχτερίδες έχουν πυκνώσει τις πτήσεις τους και η εμφάνιση των Deep Purple, ενισχυμένη από ένα πεντακάθαρο κεντρικό ψηφιακό backdrop ξεκινά μετά από την συμφωνική εισαγωγή “Mars The Bringer Of War” του Gustav Holst (τον οποίο ανάθεμα κι αν γνωρίζαμε, αν δεν υπήρχαν οι Emerson Lake & Powell με κείνο το lp του ’86) και το backdrop να έχει το In Rock βουνό Rushmore με τις μορφές των Purple σμιλεμένες στα βράχια με το “Highway Star”.
Με τον 44χρονο Βορειοϊρλανδό Simnon McBride στην κιθάρα εδώ κι έναν χρόνο (ο Steve Morse ανακοίνωσε επίσημα την αποχώρησή του μετά το 1995) και τον μέγιστο Don Airey στα πλήκτρα εδώ και 22 χρόνια, οι Purple είναι από τα ελάχιστα συγκροτήματα της γενιάς τους που αντί να αλλάξουν με νεώτερα μέλη τη ρυθμική τους βάση, ώστε μπάσο και ντραμς να έχουν μεγαλύτερη ευελιξία και αντοχή για να εξυπηρετήσουν το τέμπο των τραγουδιών, έχουν αλλάξει μόνον την κιθάρα. Κι αυτό, εφόσον ο «νέος» McBride είχε ήδη αποκτήσει χημεία παίζοντας με τον Ian Gillan και τον Don Airey σε διάφορα προσωπικά project.
Ήχος καθαρός και σαρωτικα΄δυνατός, φωτισμοί πλουμιστά ψυχεδελικοί, με το μωβ να περικλείει και να χρωματίζει τα πάντα, μοτίβο ανάλογο μ’ εκείνο των Jethro Tull που είδαμε πρόσφατα. Ο Paice με τα χρωματιστά του γυαλιά και την υποψία λευκοπερούκας, ο Glover με τη μπαντάνα, το αμάνικο φανελλάκι και το γυαλί πιο νέος απ’ ό,τι το ’79 ή το ’88, ο Airey προσηλωμένος σαν αρχιταμίας πάνω από το bunk με τα πλήκτρα να χώνει το πρώτο σόλο και ν’ ακολουθεί ο McBride, που παίζει καρφί το αθάνατο κιθαριστικό σόλο, με το πλήθος να το τραγουδά νότα προς νότα.
Το τράνταγμα έρχεται από την παρουσία του Gillan. Αποφασιστικός, καθηλωτικά λιτός, φιτ με το τζην και το λευκό πουκάμισο, δείχνει να κατευθύνει με σχετική άνεση τους Γκιλλανισμούς που ο ίδιος έχει καθιερώσει. Ώσπου, στο “Into The Fire” που ακολουθεί καπάκι, με τη βοήθεια της γιγάντιας οθόνης, το παρατηρείς. Το χέρι του τρέμει. Όχι από συγκίνηση, ούτε από κάποια στιγμιαία ταραχή. Τρέμει. Όσο και να γραπώνει το μικρόφωνο, το παρατηρείς. Είναι κάτι που η ηλικία του δεν χρειάσζεται να το ονοματίσει, το έχουμε δει. Το έχουμε αναγνωρίσει σε οικείους και μη. Ου γαρ έρχεται μόνον. Κι όμως, εκεί, από το σημείο που το παρατηρείς και μετά, νιώθεις να σε κυκλώνει και να σε κατακλύζει τελικά το πόσο μεγάλη μορφή έχει υπάρξει και είναι αποφασισμένςο να μείνει, μέχρι τέλους, ο Ian Gillan.
Πιάνει το σταντ, καρφώνει το μιρόφωνο πάνω. Συγκεντρώνεται. Τα “No Need To Shout” από το πρόσφατο άλμπουμ και το ημισυμφωνικό “Uncommon Man” (απ’ το δέκα χρόνια παλιό [απίστευτο…] “Now What?”) δένουν άψογα ανάμεσα στα παλιά. Και η φωνή εκεί. Με θαυμαστή ισορροπία στο ρυθμό, με οικονομία στις ψιλές, αλλά εκφραστικότητα στην άρθρωση των στίχων. Ένας Gillan που αρνείται να παραδώσει τα όπλα. Το ξέρει ότι η ασθένειά του είναι ορατή, όμως εκείνος ξαναεγκαταλείπει το σταντ και με την ίδια αφοσίωση συνεχίζει. Το σόλο του McBride και το αναμενόμενο παιχνίδισμα των πλήκτρων από τον Airey περιλαμβάνει και ολίγη από Ζορμπά πριν καταλήξει στην εισαγωγή του “Lazy”, το οποίο πάντα ανεβάζει παλμούς.
Την φωνή, υποχρεωμένος πια, ακολουθείς και στο “When A Blind Man Cries”, Ο χώρος που αφήνει η θλιμμένη μελωδία, της επιτρέπει να σε συνεπάρει. 51 χρόνια παλιά κι όμως αναλλοίωτη, με τον McBride να προσθέτει δικές του παρεκβάσεις και τον Gillan να είναι αδύνατον να μη σε συγκινήσει.
Ακολουθεί το “Anya”, από το αδικοχαμένο “The Battle Rages On” του ’93, που υπενθυμίζει την συναυλική του επίδραση για να φτάσει η στιγμή που αποτελεί την επιτομή παλιάς και νέας γενιάς Purpleιστών, το “Perfect Strangers”, με τα τύμπανα του Paice να οδηγούν, τον Gillan να δυσκολεύεται αλλά ολόκληρη τη μπάντα να το τιμά εν μέσω ιαχών αγαλλίασης. Το “Space Truckin’” και το ουρανομήκες “Smoke On The Water” γίνεται για νιοστή φορά ιδανική αποκορύφωση με ολόκληρο το πλήθος των Malakassian fields να το τραγουδά νότα προς νότα και τις οθόνες των κινητών όλες στον αέρα.
Τα encore “Hush” και “Black Night” ήρθαν ως επιδόρπιο μιας μεστής βραδιάς. Οι Deep Purple, ζωντανή ροκ οντότητα 55 χρόνια τώρα, υποκλίνονται, χαμογελούν και μας χαιρετούν.
Καθώς τα πλήθη αποχωρούν από την classic rock ημέρα ενός ακόμη Rockwave, την ικανοποίηση του ότι μετείχε κανείς σ΄αυτήν συνοδεύει μια εύλογη απορία: Πόσοι καλλιτέχνες στην ιστορία της μουσικής, ασχέτως είδους, έχουν το προνόμιο να υποστηρίζουν τη μουσική τους ζωντανά χρόνο το χρόνο επί μισό αιώνα και πλέον, σπρώχνοντας ολοένα και πιο πίσω και εν τέλει αφηφώντας με τέτοιο θάρρος και αποφασιστικότητα το τέλος;
Ή μήπως και το θεωρούμενο βιολογικό τέλος -ή η εν ζωή ανακωχή με το χρόνο, την οποία επέλεξαν, εν προκειμένω, ο Paul Quinn και ο Steve Morse– είναι κι αυτό ένας στενόθωρος ιδεασμός; Μήπως το “Crusader” και το “Perfect Strangers” είναι φτιαγμένα για να παίζονται και τους επόμενους αιώνες από 150μελείς ορχήστρες στα Carnegie Hall του μέλλοντος, όπου οι επερχόμενες γενεές θα τιμούν με την ζωντανή υλοποίηση και τον εμπλουτισμό την αρχική μουσική ιδέα «κλασσικών» ροκ συνθετών όπως οι Deep Purple και οι Saxon, όπως γίνεται σήμερα με τον Μότσαρτ και τον Μπετόβεν;