Συν & Πλην: «Ιππόλυτος» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Ιππόλυτο» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Υπολογίζεται πως στα 1200 π.Χ. από την Αρχαία Αίγυπτο καταφθάνει ένας μύθος γραμμένος σε πάπυρο. Αφηγείται την ιστορία δύο αδελφών, εκ των οποίων ο ένας είναι παντρεμένος και διαβιούν όλοι μαζί κάτω από την ίδια στέγη. Η γυναίκα, ωστόσο, επιθυμεί τον μικρότερο αδερφό και ‘κουνιάδο’ της, γεγονός που προκαλεί την οργή του τελευταίου – ο οποίος, παρόλα αυτά, ορκίζεται να μην αποκαλύψει τίποτα στον αδερφό του. Εκδικούμενη την απόρριψη, αλλά και με το φόβο να εκτεθεί στο νόμιμο σύζυγο της, η γυναίκα κατηγορεί τον μικρό αδερφό για βιασμό. Μα η αλήθεια αποκαλύπτεται και ο σύζυγος σκοτώνει την ‘άπιστη’ γυναίκα.
Παραλλαγή αυτού του παραμυθιού – που λέγεται πως διαθέτει πολλές εκδοχές από την Αφρική έως την Ινδία, μεταξύ αυτών την βιβλική διήγηση της Γυναίκας του Πετεφρή – αποτελεί η τραγωδία του Ευριπίδη. Το έργο παρασταίνεται για πρώτη φορά τον 5ο αιώνα π.Χ., στα 428 π.Χ. Εδώ ήρωες είναι η Φαίδρα, κόρη του βασιλιά Μίνωα, ο ήρωας και βασιλιάς της Αθήνας Θησέας (που έχει σκοτώσει τον αδερφό της, Μινώταυρο) και ο νόθος του γιος του (καρπός του έρωτα του για μια Αμαζόνα, την Ιππολύτη), Ιππόλυτος.
Η αφήγηση ξεκινά με την αποκάλυψη του δόλιου σχεδίου της θεάς Αφροδίτης, να εκδικηθεί το νεαρό Ιππόλυτο που περιφρονεί τις σαρκικές απολαύσεις, έχοντας τάξει το παρθενικό του σώμα και το πνεύμα του στην αγνότητα, και στην, επίσης παρθένο κυνηγό, Άρτεμη. Στο σχέδιο της αναμένεται να εμπλέξει και τη μητριά του Ιππόλυτου, ενάρετη μέχρι τότε, Φαίδρα, εμφυσώντας της έναν ασίγαστο πόθο για το νεαρό πρόγονό της, που σωματοποιεί τα συμπτώματα του σε σωματική και ψυχική αρρώστια. Η Τροφός που συμπονά βαθιά τον πόνο και τη φλόγα της, αποκαλύπτει την αλήθεια στον Ιππόλυτο. Με περίσσευμα έπαρσης, ειρωνείας και βδελυρίας ο νόθος γιος όχι μόνο την απορρίπτει, αλλά την εξευτελίζει. Η Φαίδρα, για την οποία «είναι ντροπή το πάθος της» – αφού «είμαι γυναίκα, πλάσμα μισητό σε όλους» – παίρνει τη ζωή της μα το πράττει με μνησικακία. Ενοχοποιεί τον Ιππόλυτο ως υπεύθυνο της αυτοχειρίας της. Τώρα, η μοίρα του είναι στα χέρια του Θησέα, γιου του Ποσειδώνα.
Σε δραματουργική επεξεργασία, διασκευή της Κατερίνας Ευαγγελάτου και σε μετάφραση του Κώστα Τοπούζη, η ανάγνωση του «Ιππόλυτου» εδώ δεν εστιάζει τόσο στο σύμπαν της αδάμαστης ανθρώπινης επιθυμίας ως «κανόνα συμφοράς»· αλλά στην σύγκρουση της ανθρώπινης βούλησης με την «αβάσταχτη μοίρα» που μπορεί να διαμορφώνουν εξωγενείς παράγοντες κι όχι οι ίδιοι οι φορείς του δράματος. Ο προδιαγεγραμμένος θάνατος του Ιππόλυτου και της Φαίδρας από την – σύμφωνα με το μύθο – θέληση της Αφροδίτης είναι το αποτέλεσμα μιας συνυπευθυνότητας: Ο άνθρωπος έχει την ευθύνη των πράξεων του, των επιλογών και της διαχείρισης των παθών του αλλά οι ανθρώπινες, φυσικές σχέσεις γίνεται να διογκωθούν και από υπερφυσικούς παράγοντες της ζωής: Του πεπρωμένου ή ανώτερων δυνάμεων που τους ξεπερνούν και τους συνθλίβουν.
Η παράστασηΣε συνέχεια των, μεγάλης κλίμακας, σκηνοθετικών εργασιών της η Κατερίνα Ευαγγελάτου αποδεικνύει κι εδώ την έγνοια της για πλήρεις και εντελείς παραστάσεις, όπου όλα δουλεύουν ρολόι. Ο μηχανισμός του «Ιππόλυτου» πράγματι την δικαιώνει στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις λειτουργικές πτυχές της παράστασης. Το πλήγμα έρχεται από το έλλειμα θερμοκρασιών και εντάσεων, το οποίο αποσπασματικά εξασφαλίζουν κάποιες ερμηνείες, στιγμές της live κινηματογράφισης, της μουσικής, των χορογραφικών επιλογών.
Μια ομάδα άξιων ερμηνειών συναποτελεί τη διανομή του «Ιππόλυτου», ορίζοντας εξ αρχής την προσδοκία ενός ανάλογου επίπεδου ερμηνειών. Και πράγματι, ενώ κανείς από τους Κόρα Καρβούνη, Μαρία Σκουλά, Έλενα Τοπαλίδου, Γιάννη Τσορτέκη, Δημήτρη Παπανικολάου και Ορέστη Χαλκιά δεν αποδρά από το πλαίσιο της καλής (ή τουλάχιστον δόκιμης) απόδοσης, δεν έρχονται από πουθενά ερμηνευτικές υπερβάσεις. Επί μέρους, η Κόρα Καρβούνη στο ρόλο της Φαίδρας δίνει έμφαση στην διαχείριση της επιθυμίας ως «κατάρα» και «ζημιά» ενώ αξίζει να επισημανθεί η νεκρική της σιωπή, η ερμηνεία της όσο το σώμα της είναι βορά στον Κάτω Κόσμο. Ο Γιάννης Τσορτέκης έχει ένα δύσκολο έργο: Άμα τη εμφανίσει του, πρέπει να διανύσει μια απόσταση από το μηδέν έως το 100: Θρηνεί την ακριβή του γυναίκα, οργίζεται τυφλά για το γιο του κι έπειτα θρηνεί κι εκείνον. Ψήγματα συγκίνησης διακρίνονται στην ερμηνεία του ενώ αξιοπρόσεχτες είναι και οι εκφραστικές του δυνατότητες. Ο Ορέστης Χαλκιάς εκμεταλλεύεται τη σωματική του ευελιξία που τον καθιστά ταιριαστό με το ρόλο, αλλά, καθώς βουτάει κατευθείαν στα βαθιά, χάνει σε πολλά σημεία της καθαυτής ερμηνείας: Τόσο στον υστερικό μισογυνιστικό του λόγο που τον παρουσιάζει με μια κωμική ελαφρότητα, όσο και στην άνευρη απάντηση των άδικων κατηγοριών που του επισύρονται. Ο Δημήτρης Παπανικολάου στο σύντομο καθήκον του Εξάγγελου έχει την απαιτούμενη δραματικότητα ενώ για το τέλος αφήνουμε την Έλενα Τοπαλίδου και την Μαρία Σκουλά: Τις πιο συνεπείς, σε εύρος, ερμηνείες της παράστασης.
Η Μαρία Σκουλά στον, επίσης, μικρό ρόλο της Τροφού, είναι μια ειλικρινής φορέας της ανάγκης του ερωτικού πάθους. Υπερασπίζεται με θέρμη την λαγνεία, την κατανοεί και την καθαγιάζει – παρότι στο τέλος η πράξη της αποδεικνύεται καταστροφική. Η δε Έλενα Τοπαλίδου στο ρόλο της Αφροδίτης (και δευτερευόντως της ΄Αρτεμις) φέρει όλα τα χαρακτηριστικά μιας θεάς που περιπαίζει τα ανθρώπινα: Είναι αγέρωχη, υπεροπτική, αξιοποιεί το σωματικό της κεφάλαιο στο έπακρο και το κυριότερο συμπυκνώνει μια ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ιδέα: Παρακολουθεί τη σκηνική δράση με μια hand cam, όπως ακριβώς ένα θεϊκό πλάσμα σκηνοθετεί και ορίζει τις ζωές των θνητών. Μακράν, η πιο εποικοδομητική παρουσία του θιάσου.
Η ιδέα και ο σχεδιασμός βίντεοΜάλλον και η Επίδαυρος (μαζί και το κοινό της) θα πρέπει να αποδεχτεί την ιδέα ότι η οπτική απεικόνιση είναι, πλέον, μια αφηγηματική δυνατότητα στην παραστατική διαδικασία και πως ο ηθοποιός και το έργο του μπορεί να υπάρχει ταυτόχρονα στην φυσική αλλά και στην μεγεθυμένη ψηφιακή του παρουσία. Αν και ευρέως διαδεδομένη πια, αυτή η ιδέα πιστώνεται στην σκηνοθεσία της Κατερίνας Ευαγγελάτου γιατί δικαιολογείται απόλυτα δραματουργικά. Η θεά Αφροδίτη είναι η σκηνοθέτρια του «Ιππόλυτου»: Εκείνη έχει την απόλυτη εξουσία της μοίρας του και των υπόλοιπων ηρώων. Όσο για την αποτύπωση των βίντεο και την κινηματογράφιση από τον Παντελή Μάκκα, το αισθητικό αποτέλεσμα είναι σύγχρονο και ελκυστικό.
Η σκηνοθεσίαΜια πολυμετωπική προσπάθεια οργανώνει σκηνοθετικά η Κατερίνα Ευαγγελάτου και παραδίδει μια, εν πολλοίς, άρτια παράσταση. Η εικαστική, αισθητική και οπτική ταυτότητα της παράστασης προκρίνεται δυναμικά και με εντέλεια. Η σκηνοθεσία εξασφαλίζει σφιχτό ρυθμό, ωραία ατμόσφαιρα και, σε γενικές γραμμές, ερμηνείες, καλού επιπέδου. Παρόλα αυτά, η προσήλωση στην «σωστή εκτέλεση» αποστεγνώνει την ανάγνωση από συγκινήσεις, ενώ ο Χορός (κατά την εξέλιξη της δράσης) μοιάζει συχνά μετέωρος.
Αξιοποιώντας κάθε σπιθαμή της ορχήστρας, η Εύα Μανιδάκη κατασκευάζει το σκηνικό ενός βάλτου για να κατοικήσουν οι μελλοθάνατοι. Μια δυστοπία φτιαγμένη από φυσικά υλικά (στάχυα, πέτρα, λάσπη και νερό). Ειδικά το τελευταίο γίνεται ο υγρός τάφος της Φαίδρας – αν και σύμφωνα με τον Ευριπίδη αυτοκτονεί δια του απαγχονισμού. Το σώμα της επιπλέει ανάμεσα σε σκοτεινά νερά και νούφαρα, αναβιώνοντας μια παρεμφερή σκηνή από το video clip του τραγουδιού του Nick Cave «Where the wild roses grow».
Σε άριστη συνομιλία με την, γενικά, υποβλητική ατμόσφαιρα της παράστασης και κυρίως το visual υλικό (δίνοντας συχνά την αίσθηση ενός clip) έρχεται η βαριά, μελαγχολική με επιρροές post rock ηλεκτρονική μουσική που συνθέτει ο Αλέξανδρος Δράκος-Κτιστάκης.
Τα Πλην (-)Ο ‘περιορισμός’ του τραγικού μεγέθους στο ανέβασμα των τραγωδιών, η – τρόπον τινά – αντιμετώπιση των έργων ως ιερά κειμήλια έχει, μοιραία και μάλλον λογικά, εκλείψει από τις πιο σύγχρονες σκηνοθετικές προσεγγίσεις της τραγωδίας. Ωστόσο, το κενό στον «Ιππόλυτο» δεν εντοπίζεται σε αυτήν την πλευρά της συζήτησης· αλλά στην ανάγκη των δραματικών κορυφώσεων, των εξάρσεων που παράγουν οι ερμηνευτές ή προκύπτουν μέσα από άλλες λύσεις. Ο, δικαιολογημένα, μελαγχολικός τόνος ενός έργου όπου όλοι οι ήρωες πεθαίνουν ή ακυρώνονται ψυχικά είναι δεδομένος στο έργο του Ευριπίδη, από το πρώτο λεπτό. Ωστόσο, αυτή η επιλογή μοιάζει να οδηγεί σε μια αποστειρωμένη ερμηνεία της απελπισίας τους, που στερεί από την παράσταση αυτό που έχει περισσότερο ανάγκη: Την ψυχή.
Ο ΧορόςΠαρότι μερικές από τις σκηνές όπου ο Χορός κυριαρχεί στη σκηνή προσφέρουν ένα ύψος ενθουσιασμού – κυρίως λόγω του κινησιολογικού σχεδιασμού (από τον Αλέξανδρο Σταυρόπουλο) – το γενικότερο στοίχημα διαχείρισης του Χορού στον «Ιππόλυτο» μοιάζει χαμένο. Με ελάχιστες παρεμβάσεις στην εξέλιξη της πλοκής, η παρουσία του τόσο από τον 6μελή γυναικείο Χορό, όσο και από τον 12μελή Χορό των κυνηγών έχει, σχεδόν, διακοσμητικό ρόλο. Η δε σκηνή του επιλόγου, όπου οι νέοι μένουν ολόγυμνοι στη σκηνή δραματουργικά δεν βρίσκει κάποια μετάφραση, με εξαίρεση μια εικαστικά ενδιαφέρουσα εικόνα σαν (εγκαταλελειμμένοι από την εξουσία) Πρωτόπλαστοι μέσα στο σκηνικό τοπίο της Εύας Μανιδάκη.
Οι ψείρες στους ηθοποιούς που ερμηνεύουν πρωταγωνιστικό ρόλο έχουν, κατά καιρούς, ανοίξει μεγάλες συζητήσεις για την χρησιμότητα τους. Αυτή τη φορά, το πρόβλημα ήταν (παρακολουθήσαμε την πρεμιέρα της Επιδαύρου) αμιγώς τεχνικό, αφού κάποιες ερμηνείες τορπιλίστηκαν από το μικροφωνισμούς, αποσυντονίζοντας τους θεατές από το άκουσμα του λόγου.
Το άθροισμα (=)Σύγχρονου και υψηλού επιπέδου αισθητική απόδοση του «Ιππόλυτου» που υπολείπεται σε δραματικές εντάσεις.