MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
21
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Έρνεστ Χέμινγουεϊ: Ο νομπελίστας λογοτέχνης μέσα από τα σοφά του λόγια

Σαν σήμερα, 124 χρόνια πριν, γεννήθηκε ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ένας από τους σπουδαιότερους νομπελίστες συγγραφείς του 20ού αιώνα, το έργο και οι σκέψεις του οποίου εμπνέουν τους ανθρώπους μέχρι και σήμερα.

Έρνεστ Χέμινγουεϊ
Έρνεστ Χέμινγουεϊ
author-image Ειρήνη Μωραϊτη

Στις 21 Ιουλίου του 1899, γεννήθηκε στο Ιλλινόις των ΗΠΑ ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ένας από τους πιο σημαντικούς δημοσιογράφους και συγγραφείς του 20ού αιώνα, ο οποίος κατάφερε με τα έργα και τη δράση του να επηρεάσει όχι μόνο την εποχή του, αλλά και τις μεταγενέστερες γενιές.

Ο πατέρας του Χέμινγουεϊ ήταν γιατρός και έτσι ο συγγραφέας μεγάλωσε σε μία αρκετά εύπορη οικογένεια, όμως και σε μία πολύ συντηρητική πόλη ταυτόχρονα. Πέρα από την ιατρική, ο πατέρας του αγαπούσε εξίσου τη φύση και τα αθλήματα, μεταλαμπαδεύοντας και στον γιο του αυτές τις αγάπες.

Η πρώτη επαφή του Χέμινγουεϊ με τη δημοσιογραφία και ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος

Ο Χέμινγουεϊ ασχολήθηκε με διάφορα αθλήματα όσο ήταν μαθητής, και πέρα από τις φιλολογικές του διακρίσεις, ο συγγραφέας ήταν γνωστός και για τις εκπληκτικές του επιδόσεις στο αμερικανικό ποδόσφαιρο και το μποξ. Στα σχολικά του χρόνια όμως, είχε και την πρώτη του επαφή με τη δημοσιογραφία, η οποία στην συνέχεια έγινε μία από τις μεγαλύτερες αγάπες του.

Γράφοντας διάφορα άρθρα για το περιοδικό του γυμνασίου του, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ συνειδητοποίησε πως ο κόσμος της δημοσιογραφίας τον ενθουσίαζε τόσο, όσο να αφιερώσει τη ζωή του σε αυτόν. Έτσι, αντί να συνεχίσει τις σπουδές του σε κάποιο κολέγιο, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε να εργαστεί ως δημοσιογράφος. Το 1917, ξεκίνησε να αρθρογραφεί στην εφημερίδα The Kansas City Star, από την οποία, παρόλο που έμεινε μόλις 6 μήνες, κατάφερε να πάρει όσα εφόδια θα χρειαζόταν για την υπόλοιπη σταδιοδρομία του.

Όταν το ίδιο έτος έκλεισε και επίσημα τα 18 του χρόνια, προσπάθησε να καταταχθεί στον αμερικανικό στρατό, θέλοντας να πολεμήσει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εξαιτίας όμως της μειωμένης όρασής του από το αριστερό μάτι, η αίτησή του απορρίφθηκε και ο ίδιος θέλοντας να προσφέρει τη βοήθειά του με κάθε τρόπο, έγινε εθελοντής οδηγός ασθενοφόρου στον Ερυθρό Σταυρό.

Τον Απρίλιο του 1918 ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ έφτασε στο ιταλικό μέτωπο και η εικόνα της βαρβαρότητας του πολέμου που αντίκρισε, χαράχτηκε βαθιά μέσα του. Κάθε μέρα, ερχόταν σε επαφή με τραυματισμένους στρατιώτες, τους οποίους μετέφερε στο ιατρικό κέντρο, ενώ ταυτόχρονα ήταν υπεύθυνος και για την περισυλλογή των πτωμάτων από το μέτωπο, γεγονότα που σημάδεψαν τον ίδιο και το έργο του.

Το γεγονός όμως που του άλλαξε τη ζωή συνέβη τον Ιούλιο του ίδιου έτους, όταν έτυχε να βρίσκεται στο πεδίο της μάχης την ώρα που ένας όλμος προσγειωνόταν δίπλα του. Ο ίδιος σώθηκε από καθαρή τύχη, χάρη σε έναν νεαρό στρατιώτη, ο οποίος βρισκόταν μπροστά του και έχασε ακαριαία τη ζωή του, σταματώντας με το σώμα του τη θανατηφόρα πορεία των θραυσμάτων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ«Ο άνθρωπος είναι οι επιλογές του»: O μεγάλος φιλόσοφος Ζαν-Πωλ Σαρτρ μέσα από τα σοφά λόγια του12.09.2018

Η είσοδος του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στον κόσμο της λογοτεχνίας

Όταν ο πόλεμος τελείωσε, ο Χέμινγουεϊ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες και άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος και ανταποκριτής της εφημερίδας Toronto Star Weekly. Το 1921 παντρεύτηκε τη Χάντλυ Ρίτσαρντσον, την πρώτη από τις 4 συζύγους του και για ένα διάστημα έζησαν στο Παρίσι. Εκεί, ο Χέμινγουεϊ γνώρισε αρκετούς σημαντικούς λογοτέχνες της εποχής του, οι οποίοι στη συνέχεια τον παρακίνησαν να ασχοληθεί με τη συγγραφή.

Λίγο αργότερα, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ κάλυψε δημοσιογραφικά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, κάνοντας κάποιες από τις πιο σημαντικές ανταποκρίσεις για την καταστροφή της Σμύρνης  και την ανταλλαγή πληθυσμών στη Θράκη. Το 1922, έχοντας σχεδόν ολοκληρώσει τον κύκλο του ως αρθρογράφος, ξεκίνησε να εισάγεται στον κόσμο της λογοτεχνίας. Σε ένα μόλις χρόνο, το πρώτο του βιβλίο ήταν ήδη έτοιμο και είχε τον τίτλο «Τρία διηγήματα και δέκα ποιήματα».

Ο εκδότης Ρόμπερτ Μακάλμον ενθουσιάστηκε τόσο με τη δουλειά του Χέμινγουεϊ, που έσπευσε να εκδώσει το βιβλίο στο Παρίσι, τον ίδιο χρόνο. Έπειτα από αυτήν την ένθερμη ανταπόκριση στη λογοτεχνική δουλειά του, ο συγγραφέας άρχισε να φιλοτεχνεί όλο και περισσότερα βιβλία, ολοκληρώνοντας μέσα σε τέσσερα χρόνια μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, μεταξύ των οποίων ήταν και ένα από τα πιο εμπορικά έργα του, το «Αποχαιρετισμός στα όπλα», στο οποίο εξιστορούσε τις εμπειρίες του από το ιταλικό μέτωπο.

Έχοντας ήδη λάβει υψηλή θέση στους λογοτεχνικούς κύκλους της εποχής του, ο συγγραφέας γνωρίζει τη Γερτρούδη Στάιν, η οποία τον συστήνει στη θρυλική «Χαμένη Γενιά» της Μονμάρτης, τον κύκλο των εξόριστων Αμερικανών συγγραφέων του Παρισιού, μέσα στον οποίο ο Χέμινγουεϊ γρήγορα ξεχωρίζει για το ταλέντο του.

Η μεγάλη αναγνώριση και το τέλος του σπουδαίου συγγραφέα
Photo Credits: Wikimedia Commons

Photo Credits: Wikimedia Commons

Η λογοτεχνία δεν κατάφερε να πάρει τη θέση της δημοσιογραφίας στην καρδιά του Έρνεστ Χέμινγουεϊ τόσο εύκολα. Το 1937, ταξίδεψε μέχρι την Ισπανία, με σκοπό να καλύψει τον Ισπανικό Εμφύλιο. Εκεί, γνώρισε την ανταποκρίτρια Μάρθα Γκέλχορν, την οποία και παντρεύτηκε, ενώ όταν τελείωσε ο πόλεμος εγκαταστάθηκαν μαζί στην Κούβα.

Στην Κούβα, η οποία έμελλε να γίνει αργότερα η βάση του συγγραφέα μέχρι και το τέλος της ζωής του, ολοκλήρωσε το κλασικό πλέον μυθιστόρημά του, «Για ποιον χτυπάει η καμπάνα», το οποίο είχε εμπνευστεί από τις εμπειρίες του από τον Ισπανικό Εμφύλιο.

Έχοντας αρχίσει να κουράζεται από τις πολεμικές ανταποκρίσεις, ο Χέμινγουεϊ αποφάσισε να καλύψει για μία τελευταία φορά έναν πόλεμο, όταν η Αμερική αποφάσισε να συμμετάσχει και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1944 λοιπόν, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ ταξίδεψε μέχρι το Λονδίνο και διάφορες άλλες ευρωπαϊκές πόλεις, αντλώντας για ακόμα μία φορά έμπνευση για το επόμενο λογοτεχνικό του εγχείρημα, το «Απέναντι από το ποτάμι και μέσα στα Δέντρα», το οποίο όμως δεν έλαβε καθόλου καλές κριτικές, με τους περισσότερους να αμφισβητούν το ταλέντο του.

Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, αδιαφορώντας γι’ αυτούς που τον αμφισβητούσαν, εκδίδει τον Σεπτέμβριο του 1952 τη σπουδαία νουβέλα του «Ο Γέρος και η Θάλασσα», η οποία λαμβάνει εξαιρετική αναγνώριση από το κοινό αλλά και από την κριτική επιτροπή των βραβείων Πούλιτζερ, χαρίζοντας στον συγγραφέα το βραβείο του 1953.

Η μεγαλύτερη διάκριση από όλες όμως ήρθε για τον συγγραφέα έναν χρόνο αργότερα, όταν κέρδισε το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1954. Εκείνο το διάστημα όμως, ο Χέμινγουεϊ είχε επιστρέψει στην Κούβα, όπου η υγεία του ήταν αρκετά εύθραυστη, μετά από δύο σοβαρά αεροπορικά δυστυχήματα που είχε βιώσει. Έτσι, δεν μπόρεσε να ταξιδέψει στη Σουηδία για την απονομή. Τα επόμενα χρόνια, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας φαινόταν πως «έσβηνε» και σιγά-σιγά χανόταν από τον εαυτό του.

Το 1960 διαγνώστηκε με κατάθλιψη και παράνοια και αναγκάστηκε να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική. Στην κλινική, δέχτηκε περίπου 15 θεραπείες με ηλεκτροσόκ, οι οποίες και υπέγραψαν το τέλος του, καθώς οι επιπτώσεις τους επιδείνωσαν ακόμα περισσότερο την ψυχολογία του. Στις 2 Ιουλίου του 1961, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ δεν άντεξε να ζήσει για ακόμα μία μέρα σε έναν κόσμο που του έδωσε πολλές χαρές αλλά ακόμη περισσότερες λύπες και έφυγε από τη ζωή αυτοπυροβολώντας το κεφάλι του με κυνηγετικό όπλο, λίγο πριν κλείσει τα 62 του χρόνια.

Οι σκέψεις του Έρνεστ Χέμινγουεϊ μέσα από 15 φράσεις του

Πέρα από το σπουδαίο λογοτεχνικό του έργο, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ή αλλιώς ο «Papa», όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν οι φίλοι και οι θαυμαστές του, άφησε πίσω του και 15 σπουδαίες φράσεις γεμάτες νόημα, οι οποίες αντανακλούν τον τρόπο που έβλεπε τη ζωή και εμπνέουν μέχρι και σήμερα.

«Δεν υπάρχει πιο πιστός φίλος από ένα βιβλίο».

«Η ευτυχία σε έξυπνους ανθρώπους είναι το πιο σπάνιο πράγμα που ξέρω».

«Ο καλύτερος τρόπος για να μάθεις αν μπορείς να εμπιστευτείς κάποιον, είναι να τον εμπιστευτείς».

«Δεν μπορείς να ξεφύγεις από τον εαυτό σου, πηγαίνοντας απλά από το ένα μέρος στο άλλο».

«Το πιο επίπονο πράγμα όταν αγαπάς κάποιον τόσο πολύ, είναι το ότι χάνεις τον εαυτό σου και ξεχνάς πως και εσύ είσαι ξεχωριστός».

«Η δειλία είναι απλώς η έλλειψη της ικανότητας να αναστείλεις τη λειτουργία της φαντασίας».

«Οι κριτικοί είναι κάποιοι που παρακολουθούν μια μάχη από ένα απρόσιτο σημείο και μετά κατεβαίνουν κάτω και πυροβολούν τους επιζήσαντες».

«Σαν συγγραφέας, δεν πρέπει να επικρίνεις, πρέπει να κατανοείς».

«Ο πεζός λόγος είναι αρχιτεκτονική, δεν είναι εσωτερική διακόσμηση».

«Ποτέ μην μπερδεύεις την κίνηση με τη δράση».

«Σε ό, τι αφορά την ηθική, γνωρίζω μόνο ένα πράμα: είναι ηθικό εκείνο ύστερα από το οποίο νοιώθεις τον εαυτό σου καλύτερα και είναι ανήθικο, αν νοιώθεις χειρότερα».

«Δεν είναι δύσκολο να κουμαντάρεις τη ζωή σου, όταν δεν έχεις τίποτα να χάσεις».

«Πρέπει να γράφεις μεθυσμένος και να διορθώνεις νηφάλιος».

«Πίνω για να κάνω τους άλλους ανθρώπους πιο ενδιαφέροντες».

«Είμαστε όλοι μαθητευόμενοι σε μια τέχνη που κανένας ποτέ δεν γίνεται μάστορας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ«Η υπομονή είναι πικρή, αλλά ο καρπός της γλυκός»: Ο σπουδαίος φιλόσοφος Ζαν-Ζακ Ρουσσώ, μέσα από τα λόγια του12.09.2018

Περισσότερα από Ιστορίες