MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΠΗΓΑΜΕ / ΕΙΔΑΜΕ

Hot or Not #72: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα

Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.

Monopoli Team | 23.07.2023 Φωτογραφία εξωφύλλου: Θεόφιλος Τσιμάς

Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑHot or Not #71: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα12.09.2018

(+) Όλα όσα μάς άρεσαν

(+) O Mάριο Μπανούσι ξανά στο δρόμο της διεθνούς αναγνώρισης

Η θεματική της απώλειας επιστρέφει για τον Μάριο Μπανούσι. Σε απόσταση αναπνοής από το – μεγάλης κλίμακας – ντεμπούτο του ως σκηνοθέτης στην Πειραματική Σκηνή του Εθνικού συμμετέχει στο Φεστιβάλ Αθηνών (εντός της πλατφόρμας Grape) με την «Taverna Miresia»: Το βίωμα του θανάτου ενός αγαπημένου ανθρώπου για τους οικείους που μένουν πίσω. Ο πόνος, η απόγνωση, ο θρήνος, η μοναξιά κατακλύζουν την παράσταση αυτού του πολύ νέου και ‘δυσανάλογα’ ώριμου δημιουργού.

Αυτή τη φορά, μετά το «Goodbye Linditta» η τελετή αποχαιρετισμού ξεκινά με τον ίδιο το μελλοθάνατο παρόντα. Λούζεται σ’ ένα υποτυπώδες ντους, σαν να λούζεται στις πηγές του Αχέροντα πριν να χαθεί στο Σύμπαν. Ντύνεται στα μαύρα και αποχωρώντας πίσω του αφήνει ένα αδειανό σακάκι.

Γύρω του τέσσερις γυναίκες πενθούν. Η μία με σπαρακτικά, απόκοσμα μοιρολόγια (Σαβίνα Γιαννάτου). Η άλλη, η μικρότερη (Κατερίνα Κρίστο) ξερνώντας αντιδραστικά το φαγητό – που ίσως κάποτε η ίδια τάισε, φροντίζοντας. Η τρίτη (Ευτυχία Στεφάνου)  ξεσπά με οργή σε ό,τι τον θυμίζει. Η τέταρτη (Χρυσή Βιδαλάκη) νιώθοντας το είδωλο του εαυτού της να γκρεμίζεται. Όλες στο τέλος γυμνές, ολομόναχες μοιράζονται την ίδια ενωτική σιωπή του αμετάκλητου τέλους. Παρότι, η νέα σκηνοθεσία του Μάριο Μπανούσι δεν έχει το ίδιο έντονο εικαστικό ενδιαφέρον με την προηγούμενη δουλειά – τουλάχιστον όχι για το πρώτο μισό της παράστασης – επιτυγχάνει στη συνέχεια να δημιουργήσει εγκάρσιες συναισθηματικές τομές, να δώσει την διάσταση του μεταφυσικού στο συμβάν του θανάτου και να γεννήσει εικόνες υπερεαλισμού που ‘χωρούν’ το τέλος. Μια ακόμα σημαντική στιγμή για έναν καλλιτέχνη – ο οποίος μολονότι έχει μόλις αρχίσει να γίνεται γνωστός – υπογράφει μια δουλειά «Taverna Miresia» που κάλλιστα μπορεί να ταξιδέψει στο εξωτερικό· γιατί μπορεί να συγκινήσει το ίδιο δυνατά, παντού.
Στέλλα Χαραμή

(+) Τρεις ημέρες στην καρδιά του Ελικώνα γεμάτες μουσική και παρέα

Φωτογραφία: Ευδοκία Βαζούκη

Τη στιγμή που η Αθήνα έβραζε από την επέλαση του καύσωνα, εγώ βρισκόμουν για τρεις ημέρες με την παρέα μου στην καρδιά του Ελικώνα – σε υψόμετρο 1.000 μέτρων και κάτω από τη φυσική σκιά των ελάτων – για ένα από τα μεγαλύτερα κατασκηνωτικά φεστιβάλ της χώρας, το Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας. Έχω ήδη γράψει αναλυτικά για την εμπειρία μου, ωστόσο εδώ θέλω να μιλήσω για το πόσο αναζωογονητικό ήταν αυτό το τριήμερο και πόσο πολύ το είχαμε ανάγκη να βρεθούμε για λίγο μακριά από τα πυρακτωμένα τσιμέντα της πόλης και την θερινή δυστοπία που προκαλούν ταυτόχρονα η έλλειψη δροσερού δημοσίου χώρου στην Αττική και η ασφυκτική ατμόσφαιρα από τις φωτιές που την κυκλώνουν. Μέσα σε μόλις 1,5 περίπου ώρα βγαίνεις από το αυτοκίνητο και βρίσκεσαι σε έναν αλπικό παράδεισο όπου απολαμβάνεις ανάσες δροσιάς, πατώντας παύση σε ό,τι άφησες πίσω: καύσωνα και υποχρεώσεις. Για τρεις ημέρες η μουσική γίνεται η καλύτερη αφορμή, γνωρίζεις κόσμο, οι έγνοιες σου αρχίζουν και τελειώνουν στο φαγητό και στο αν θα κρυώνεις (ναι, καλά ακούσατε) τη νύχτα στη σκηνή, διαδρομές μέσα στη φύση, δροσερές βουτιές στην θάλασσα, χαλάρωση, χορός, ύπνος κάτω από τα αστέρια. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;
Ευδοκία Βαζούκη

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ10ο Φεστιβάλ Δάσους Αρβανίτσας: Ήμουν κι εγώ εκεί12.09.2018

(+)  Ιδιαίτερη σύλληψη, εικαστικό κομψοτέχνημα από τους Bijoux de Kant

@Karol Jarek

Μια από τις πιο ιδιαίτερες παραστάσεις του «Grape» – του προγράμματος προώθησης της ελληνικής παραστατικής τέχνης από το Φεστιβάλ Αθηνών — ανέβασαν οι Bijoux de Kant υπό τον τίτλο «Τραγούδια του ελληνικού λαού». Επρόκειτο για ένα ορατόριο όπου η drag perfomer Νίνα Νάη – κατά κόσμον ο βαρύτονος Γιώργος Ιατρού – ερμήνευε αποκλειστικά τραγούδια του Γιάννη Κωνσταντινίδη, ο οποίος έγινε γνωστός από μικρά αριστουργήματα του ελαφρού τραγουδιού, αλλά είχε αφήσει πίσω του μια σπουδαία κληρονομιά κλασικών συνθέσεων και δημοτικών τραγουδιών.

Λαμβάνοντας υπόψιν πως ως Κωνσταντινίδης υπέγραφε μόνο τα «σοβαρά» του έργα και ως Γιαννίδης τα πιο «mainstream», δηλαδή ορμόμενος από την διττή υπόσταση του ως καλλιτέχνη, ο σκηνοθέτης των Bijoux Γιάννης Σκουρλέτης καλεί επί σκηνής τη Νίνα Νάη για ένα μουσικό θέαμα διπλής ανάγνωσης. Δημοτικά και ελαφρά τραγούδια ερμηνεύονται σε οπερατική, λυρική φόρμα με την συνοδεία του πιανίστα Γιώργου Ζιάβρα. Παρά τη φτωχή δραματουργία, η παράσταση παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον πέραν από το μουσικό – με κορυφαία στιγμή την τρυφερή ερμηνεία του «Πόσο λυπάμαι» – αλλά και για το εικαστικό της σύμπαν:  Τα σκηνικά του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, τα κοστούμια της Daglara και τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς.

Κι ενώ η παράσταση εξελίσσεται ως ένα εγκεφαλικό drag pot pu ri, κορυφώνεται σε ένα ποιητικό μεν, αμήχανο δε μονόλογο από την drag perfomer Daglara που προσπαθεί να νοηματοδοτήσει και την Ελλάδα ως ένα τόπο χαμένης ταυτότητας ή ταυτότητας σε μεγάλη σύγχυση. Γεγονός που, αν και ισχύει μέχρι κεραίας, φάνηκε δραματουργικά ξεκομμένο από την υπόλοιπη προσπάθεια.
Στέλλα Χαραμή

(+) Χορεύοντας κάτω απ’ τα αστέρια

Φωτογραφία: Facebook/Athens Boogie

Τέταρτη βράδυ και κάνουμε βόλτες στους υπέροχους δρόμους της Αθήνας. Η βόλτα μας έχει καταλήξει στον κάτω πεζόδρομο της Ερμού, αυτόν που περνά έξω από τον αρχαιολογικό χώρο του Κεραμικού και καταλήγει απέναντι από την Τεχνόπολη. Εκεί στο τέλος, καθώς πλησιάζουμε, ακούμε μια μουσική βγαλμένη από εποχή 20s – 40s. Πάμε πιο κοντά στα λεγόμενα «μάρμαρα» και βλέπουμε τον κόσμο να χορεύει κάτω από τα αστέρια. Όλο το σκηνικό είναι βγαλμένο από μια άλλη εποχή και η ενέργεια των ανθρώπων που χορεύουν είναι απίστευτη. Έχει στηθεί αυτοσχέδιο Lindy Hop και Swing πάρτι. Ο κόσμος πάρα την ζέστη συνεχίζει να χορεύει τον έναν χορό μετά τον άλλον στους ρυθμούς της μπάντας Jeepers Creepers Jazz Band. Τσάρλεστον, λιντι και φυσικά shim sham είναι μερικοί από τους χορούς που απολαύσαμε. Η δυναμική της μπάντας σε βάζει στο mood να θες να χορέψεις. Δεν περνάει λίγη ώρα και μάς ζητάνε να χορέψουμε. Εκεί δεν θέλει ντροπές, αρπάζεις τον/την παρτενέρ και αμέσως μπαίνεις στον ρυθμό της μουσικής. Εάν δεν σου ζητήσει κανένας ζήτα εσύ οι άνθρωποι είναι πολύ ανοιχτοί. Ο ένας χορός φέρνει τον άλλον και ο ιδρώτας γίνεται πολύ καλός φίλος μας αλλά δεν μάς πτοεί αυτό. Το μόνο κακό είναι ότι δεν έχει κοντά περίπτερο να προμηθευτείς τα απαραίτητα. Οπότε εάν τύχει και πετύχεις κάποιο τέτοιο πάρτι φέρε το νερό σου, θα σου χρειαστεί. Συνήθως τώρα το καλοκαίρι γίνονται κάθε Τετάρτη βράδυ περισσότερες πληροφορίες για τα προσεχώς πάρτι θα βρεις στις εκδηλώσεις του Facebook γράφοντας αυτοσχέδιο «lindy hop street party».
Βασιλική Αγγελούδη

(+) Αυτή η Barbie έφυγε απόλυτα ευχαριστημένη από την κινηματογραφική αίθουσα

Την πρώτη κιόλας μέρα «τρέξαμε» -σχεδόν κυριολεκτικά- στο σινεμά με την παρέα μου για να δούμε την «Barbie» της Greta Gerwig. Γεμάτη αίθουσα, ροζ outfit γύρω μου και μεγάλη ανυπομονησία. Η ταινία από την αρχή κιόλας με άφησε έκπληκτη. Ήθελα πολύ να είναι όλα όσα μας είχε υποσχεθεί τόσο καιρό αλλά τελικά κατέληξε να είναι κάτι περισσότερο από ό,τι μπορούσα να σκεφτώ.

Πιο αναλυτικά και -χωρίς spoiler παρακαλώ πολύ-, η Margot Robbie ήταν η καλύτερη επιλογή για τον ρόλο όπως περιμέναμε και ο Ryan Gosling ως Ken έδωσε μια πολύ δυνατή ερμηνεία, τόσο καλή που στο διάλειμμα άκουγα να μιλάνε περισσότερο για αυτόν. Δεν είναι και η ερμηνεία της ζωής του -ας μη τρελαθούμε! Ειδικά όταν έχουν περάσει άλλοι κι άλλοι ρόλοι -προσωπικός αγαπημένος ο ρόλος του στην ταινία «Lars and the Real Girl». Όσον αφορά την πλοκή, έχουμε ήδη πάρει μια καλή γεύση από τα trailer -η Barbie πηγαίνει στον πραγματικό κόσμο για να βρει τον εαυτό της- αλλά σίγουρα εκτυλίσσονται πολύ περισσότερα πράγματα ταυτόχρονα. Η ταινία καταλήγει να είναι μια ωδή στην υπαρξιακή κρίση, στην αναζήτηση του αληθινού μας εαυτού, στην ανάγκη μας να ξεχωρίζουμε και να προσπαθούμε να σπάσουμε τα δεσμά που μας θέτει η κοινωνία αλλά και ένα σχόλιο στα φύλα, την πατριαρχία και τον φεμινισμό. Κι αν η ιδέα της ενασχόλησης με όλα αυτά τα ζητήματα μέσα από την ιστορία της κούκλας που προσπάθησε να εδραιώσει την γυναίκα στον μοντέρνο κόσμο ενώ ταυτόχρονα μπήκε συχνά στο στόχαστρο για τα μη ρεαλιστικά πρότυπα που θέτει, δεν είναι καταπληκτική, τότε δεν ξέρω τι είναι! Φυσικά, μιλάμε και για μια έντονα εμπορική ταινία, δεν γίνεται να περιμένει κανείς το πλέον φιλοσοφικό και υπαρξιακό ταξίδι. Αλλά είναι ό,τι πιο φρέσκο έχει δει το σινεμά τα τελευταία χρόνια, έχει απίστευτο χιούμορ και ξέρει πολύ καλά πού κατατάσσεται!
Φωτεινή Νικολίτσα

(+) Κάτω απο τα αστέρια, με την συντροφιά του Πιανίστα

Φωτογραφία: Ειρήνη Δερμιτζάκη

Με πολλή τόλμη, κόντρα στη ζέστη, πήγαμε με την παρέα μου την περασμένη Τετάρτη, σε μία από τις προβολές του 6ου  Stroggylo Open Air Film Festival. Συγκεκριμένα, παρακολουθήσαμε τον Πιανίστα (The Pianist) του Roman Polanski. Εντάξει, για να είμαι ειλικρινής ντρέπομαι λίγο να το πω, άλλα θα το πω. Δεν είχα δει ποτε τον οσκαρικό Πιανίστα. Είναι μια από αυτές τις iconic ταινίες που μένουν θαμμένες για πολύ καιρό στην λίστα με εκείνες που –ο κόσμος να χαλάσει- πρέπει να δεις τουλάχιστον μία φορα στη ζωή σου. Από εκείνες που έχεις δει αμέτρητα στιγμιότυπα, έχεις διαβάσει περί τίνος πρόκειται, ξέρεις τα πάντα τέλος πάντων. Ωστόσο, δεν έχει τύχει να καθίσεις να την δεις ποτέ ολοκληρωμένα. Δεν ξέρω για σας, έχω αρκετές από αυτές (Βλέπε Scarface. Ναι, είπαμε ντρέπομαι).

Ο χώρος πολύ ζεστός, κυριολεκτικά και μεταφορικά, μας απέπνεε την νοσταλγική και οικεία αίσθηση των σχολικών προβολών. Αφού πήραμε τα απαραίτητα -νερά, πατατάκια ρίγανη και nachos-, καθίσαμε, έτοιμοι να απολαύσουμε το αντιπολεμικό αριστούργημα του Polanski. Η ταινία, παρουσιάζει ωμά και κοφτά τις συνθήκες που επικρατούσαν στην Πολωνία, κατά την περίοδο του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και συγκεκριμένα σε βάρος των Εβραίων. Μας έπιασε λίγο η καρδούλα μας, αλλά άξιζε. Μέσα από την καθηλωτική ερμηνεία του Andrien Brody, αποτυπώνεται η ολοκληρωτική απελπισία εκείνων των ανθρώπων, αλλά και η τρομερή δύναμη ψυχής και η θέληση για ζωή, παράλληλα με την αγάπη για την μουσική.

Το Stroggylo Open Air Film Festival, στον Άγιο Δημήτριο θα μας κρατάει συντροφιά καθημερινά, μέχρι και τις 26 Αυγούστου, με μία εντυπωσιακή ταινιοθήκη, γεμάτη απο κλασικές, αλλα και καινούριες ταινίες.
Ειρήνη Δερμιτζάκη

(+) Οι Arctic Monkeys έκαναν το θαύμα τους

“Don’t get emotional, that ain’t like you” τραγουδούσε ο Alex Turner και πώς να μη γίνεις συναισθηματικός (ακόμα κι αν δεν είναι του χαρακτήρα σου) όταν βλέπεις επί σκηνής μία από τις καλύτερες μπάντες της τελευταίας δεκαετίας (και κάτι παραπάνω) να δίνει ένα live που μόνο μία σπουδαία μπάντα θα μπορούσε να δώσει. Χωρίς υπερβολές, εφέ και πολλά λόγια, οι Alex Turner, Jamie Cook, Nick O’ Malley και Matt Helders μάς κράτησαν μαγνητισμένους, με τα μάτια καρφωμένα στη σκηνή – ή στις γιγαντοοθόνες αν δεν είχες προλάβει να φτάσεις από νωρίς για να εξασφαλίσεις μία “καλή” θέση. Ειλικρινά τα πολλά λόγια είναι περιττά και η Στέλλα Χαραμή τα είπε όλα στο review της, το μόνο που θα ήθελα να τονίσω κι εγώ είναι το πόσο εκτίμησα το πραγματικά πολύ σωστά επιμελημένο setlist τους. Ένα αναπάντεχα μεγάλο κομμάτι του κοινού είχε μείνει στην εποχή του ΑΜ – στο “Do I Wanna Know” και τα υπόλοιπα hits αυτού του δίσκου έγινε πραγματικός χαμός – και αυτό έγινε αρκετά έντονο, όταν έπαιζαν κομμάτια από το Tranquility Base Hotel & Casino και το The Car – που παρεμπιπτόντως είναι οι δικοί μου αγαπημένοι από τους δίσκους τους. Ωστόσο, νομίζω ότι μετά από αυτή την εμφάνιση κέρδισαν και αυτό το κοινό, που ανακάλυψαν μία άλλη, πιο ώριμη πλευρά της μπάντας που πριν από δέκα χρόνια μάς έκανε να “λιώνουμε” (και αυτό δεν το λέω καθόλου ειρωνικά) κάθε φορά που ακούγαμε τον στίχο “I wanna be your vacuum cleaner / Breathing in your dust”.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου

(-) Και κάτι που δεν μάς άρεσε

(-) Βάκχες του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Έλενας Μαυρίδου

©Μάριος Κουρουνιώτης

Είχα πάει με ενθουσιασμό στις «Βάκχες» του Ευριπίδη στο Θέατρο Βράχων και με την έναρξη της παράστασης ένιωσα ότι πρόκειται για κάτι καλό. Μέχρι που απογοητεύτηκα. Η παράσταση ενώ έχει όλα τα συστατικά της επιτυχίας, αποτυγχάνει να γοητεύσει και να συμπαρασύρει. Η χαοτική σκηνοθεσία αφαιρεί τη μέθεξη με τα βακχικά μυστήρια, ενώ οι ερμηνείες είναι υπερβολικά έντονες, με αποτέλεσμα να χάνεται η ένταση από σημεία του έργου που ξεχωρίζουν. Οι νέοι ηθοποιοί του χορού σκορπίζονται στο χώρο και σε άσκοπους κύκλους, μιλούν απανωτά με τα ταμπούρλα που είναι πολύ δυνατά σε σχέση με τις φωνές των ηθοποιών, κάνοντας αδύνατο να προσέξει κανείς το κείμενο ενώ και άλλοι ρόλοι, όπως του Τειρεσία μοιάζουν αβοήθητοι στη σκηνή. Ο συνδυασμός της παραδοσιακής μουσικής, του φυσικού ήχου της λύρας και του νταουλιού με το ηχοτοπίο και το sound design της σύγχρονης μουσικής τεχνολογίας που ενσωματώνεται στο έργο, όπως γνωρίζουμε από το σκηνοθετικό σημείωμα, μοιάζουν έρμαια στοιχεία σε μια απόπειρα μύησης με τη διονυσιακή λατρεία που ενίοτε προκαλεί απορία.

Πρόκειται για μια παράσταση που απαιτεί έντονη σωματικότητα, πάθος και ανάγνωση που βυθίζεται όμως σε αυτά που θέλει να κάνει και σε αυτά που μπορεί. Η κινησιολογία και τα σκηνικά δεν αξιοποιούνται κατάλληλα, ούτε δημιουργούν συμβολικά περιθώρια για διεύρυνση της υπόστασης του μύθου. Τα φώτα του Περικλή Μαθιέλλη σώζουν κάπως το εγχείρημα και οι σκιές που δημιουργούνται είναι υποβλητικές ανά σημεία.  Ενώ διαθέτει κάποια καλά στοιχεία η παράσταση εν τέλει μοιάζει με μια άγουρη και ερασιτεχνική απόπειρα που δεν μαγνητίζει, ούτε εντυπωσιάζει.
Λίνα Ρόκα

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις