Συν & Πλην: «Μήδεια» στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τη «Μήδεια» σε σκηνοθεσία Φρανκ Κάστορφ που ανέβηκε στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου.
Η «Μήδεια», το αρχέτυπο που ανέδειξε ως θεατρικό υποκείμενο ο Ευριπίδης, δεν ορίζει αμιγώς τη Μήδεια όπως την οραματίζεται ο Φρανκ Κάστορφ. Είναι η ραχοκοκαλιά της πλοκής (ας μην αγνοούμε πως πρόκειται για ένα κείμενο έξοχης πλοκής) αλλά τα μέλη του δραματουργικού σώματος, τα κύτταρα, οι ιστοί, οι νευρώνες, τα αισθητήρια όργανα κινούνται από ένα πλούσιο διακειμενικό συγκερασμό (η δραματουργία είναι του Γρηγόρη Λιακόπουλου) που αποκαλύπτει, με εκπληκτική διαύγεια, πόσο ακόμα ιχνοστοιχεία εμπεριέχει το «σύστημα» της Μήδειας.
Αντλώντας από τα λογοτεχνικά έργα του Χάινερ Μύλλερ «Ρημαγμένη όχθη», «Μήδειας υλικό» και το «Τοπίο με αργοναύτες» – όλα κείμενα που μεταποιούν τις μορφές του Ευριπίδη μέσα από τα φίλτρα του 20ου αιώνα (εδώ σε μετάφραση της Ελένης Βαροπούλου) – καθώς και αποσπάσματα από έργα του Αρθούρου Ρεμπώ «Μια εποχή στην κόλαση» και «Εκλάμψεις» (μετάφραση: Στρατής Πασχάλης), η «Μήδεια» του Κάστορφ μετατρέπεται σε μια εμπόλεμη ζώνη ανθρωπολογικού και φιλοσοφικού στοχασμού. Εκεί συνυπάρχουν οι έννοιες και οι επιπτώσεις του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού, της αχαλίνωτης εξουσίας, των μεγάλων κενών της δημοκρατίας, των δεινών του πολέμου, το ξεπούλημα όλων των αξιών στο βωμό του κέρδους, της περιβαλλοντικής καταστροφής φτάνοντας και σε θέματα ακραιφνώς συνδεδεμένα με το μύθο της Μήδειας: Την θέση της γυναίκας στο ιστορικό διηνεκές, τον ανδροκεντρικό κόσμο, τους απόκληρους και τους εξόριστους, την ερωτική προδοσία που συντρίβει τους ανθρώπους, την ερεβώδη εξέγερση του προδομένου.
Ναι, η ευριπίδεια Μήδεια τόσο ως λόγος όσο και ως συναισθηματική κατάσταση εγκαθίσταται πυρηνικά στην σύνθεση έργου του Κάστορφ: Συναντάμε τη Μήδεια που συνειδητοποιεί πως ο Ιάσονας για τον οποίο θυσίασε τα πάντα «ό,τι αγαπούσε το ξεχνά και θέλει άλλα». Τη Μήδεια που μεταμορφώνεται σε θηρίο και ως αγρίμι ανήμερο κι αδάμαστο «θα δείξει τώρα τον κρυφό της χαρακτήρα». Τη Μήδεια που νιώθει έρημη σε ξένο τόπο. Την απάτριδα Μήδεια. Την ερωτευμένη νεκρή της οποίας «ο θάνατος δεν έχει άλλο από το δικό σου κορμί» – όπως λέει στον Ιάσονα. Την απατημένη Μήδεια, η γλώσσα της οποίας στάζει δηλητήριο ουρλιάζοντας στον προδότη ερωμένο «πάρε το σπέρμα σου, τους καρπούς της προδοσίας σου και παραγέμισε τον κόλπο της πουτάνας σου». Τη Μήδεια που, τυφλωμένη από την ανάγκη της εκδίκησης, αποκόπτει ακόμα και τα παιδιά από την καρδιά της.
Ο μοχλός της ‘κλασικής’ Μήδειας που αξιοποιεί ο Κάστορφ είναι ο ασυγκράτητος θυμός της ηρωίδας. Κι αυτή η φρενήρης δύναμη του ανθρώπινου συναισθήματος μοιάζει να πυροδοτεί την καιόμενη βάτο ενός πλέγματος σύγχρονου ποιητικού λόγου που, μέσα από πλείστες αντιφάσεις, αναγεννά το μύθο από τις στάχτες του και τον επανατοποθετεί στον 21ο αιώνα. Η Μήδεια, πλέον, είναι το τοπίο ενός κόσμου που εκπίπτει με ταχύτατο ρυθμό, είναι η φωνή κάθε θνητής αδυναμίας που οδηγεί τον πλανήτη στην άβυσσο, είναι ο άνθρωπος στο πιο υψηλό και στο πιο χαμηλό του σημείο. «Ελπίδα μου είναι η τελευταία πνοή. Ελπίδα μου είναι η πρώτη μάχη», επαναλαμβάνεται συχνά στο έργο, καλώντας και πάλι τους συγγραφικούς κραδασμούς του Χάινερ Μύλλερ από την συλλογή του «Δύστηνου αγγέλου».
Δεν μπορώ να θυμηθώ πιο επιδραστική, επί της ουσίας, με τεκμηριωμένη άποψη, κυριολεκτικά δονούμενη απόδοση της «Μήδειας» από αυτή του Φρανκ Κάστορφ. Ελεύθερος από τα βάρη της ημεδαπής ανάγνωσης – ελάχιστοι Έλληνες δημιουργοί έχουν ακολουθήσει τον ίδιο δρόμο – εξαργυρώνει την ευρυμάθεια και την συνθετική του σκέψη πάνω στα ερείπια του αρχαίου δράματος με τον πιο γόνιμο τρόπο. Μια ωρολογιακή βόμβα αναστοχασμού για τον σύγχρονο πολιτισμό που εξερράγη και χάρη στην υψηλή αισθητική και ερμηνευτική ποιότητα. Ιδιαίτερα εκτιμητέα και η διάθεση αυτοϋπονόμευσης του σκηνοθέτη. Και τελικώς, μια επανεκκίνηση της εκκρεμούς συζήτησης για το τι είδους Επίδαυρο θέλουμε.
Τα Συν (+) Το έργοΒάσει του τρόπου εργασίας του Φρανκ Κάστορφ, όπου η συνειρμική σκέψη έχει έναν κεντρικό ρόλο στην επεξεργασία του έργου, το τελικό κείμενο της «Μήδειας» του δουλευόταν, γραφόταν και σβηνόταν, ανανεωνόταν και εμπλουτιζόταν μέχρι και λίγες εβδομάδες πριν την επιδαύρια πρεμιέρα του. Ένας εγκατεστημένος προσωπικός τρόπος εργασίας του Γερμανού σκηνοθέτη που κορυφώνεται (και εδώ) σε ένα διακειμενικό κολάζ, φαινομενικά, ετερόκλητων λογοτεχνικών υλικών. Ας συγκρατήσουμε τον όρο «φαινομενικά». Γιατί το τελικό κείμενο της «Μήδειας» (πιθανώς και η πιο μεγάλη εκδοχή του, καθώς η παράσταση προοριζόταν για μεγαλύτερης διάρκειας) αποτέλεσε μια στερεή, τεκμηριωμένη, εμπνευσμένη πρόταση για το πως ένα έργο του αρχαίου δράματος ή μια αρχετυπική ιστορία μπορεί να λειτουργήσει ως γόνιμη σπορά: Η καστορφική Μήδεια είναι ένα κατεπείγον σχόλιο σε κορυφαίες οντολογικές αναζητήσεις και συνάμα μια εκκωφαντική αναρώτηση για την ελεύθερη πτώση του ανθρώπινου πολιτισμού. «Το σπουδαιότερο πράγμα στον κόσμο είναι το Χρυσόμαλλο Δέρας», λέει με αισθησιακή φωνή ο Ιάσονας στη Μήδεια πριν την εγκαταλείψει οριστικά. Είμαστε το είδος που βουλιάζει στα σκουπίδια του, το είδος που εκκινεί πολέμους και εθνοτικά μίση, που καταδιώκει και βασανίζει τους ξένους γιατί, αγάπες μου, το χρήμα είναι το μόνο που μετράει. Αυτό μας λέει, περίπου, ο Κάστορφ επί σχεδόν 3.5 ώρες κι ας έχει να χάσκει μισογκρεμισμένο το σήμα της Coca Cola στην κορυφή του σκηνικού της παράστασης.
Συνεπής στην σκηνοθετική διαλεκτική του που ανδρώθηκε στην στέγη της Φολσκμπύνε κατά την δεκαετία του ’90 και διέπεται από μια έντονα ακυρωτική διάθεση των κατεστημένων (θεατρικών και μη), ο Φρανκ Κάστορφ επαληθεύει πως παραμένει ένας αναρχικός illuminati. Παρά την ηλικία των 72 ετών και την, σχεδόν 40χρονη πορεία του ως σκηνοθέτης εξακολουθεί να δονεί τα θεμέλια αντίληψης της θεατρικής πράξης, αρχικά ως ενορχηστρωτής της δραματουργικής σύνθεσης και εν συνεχεία ως εμψυχωτής μιας παράδοξης, αλλά ακραία γοητευτικής, περφόρμανς.
Στη «Μήδεια» του ενέπλεξε πολλά στοιχεία της μεθοδολογίας του: Έφτιαξε μια παράσταση πολυσυλλεκτικής αφηγηματικής συνοχής αλλά με ισχυρό πυρήνα. Έχτισε μια εκρηκτική σκηνική ενέργεια (διαθέτοντας αξιολογότατους ηθοποιούς). Δανείστηκε στοιχεία νατουραλισμού για να τον απορρίψει. Ζήτησε τραγικό μέγεθος και το υπονόμευσε ακαριαία. Τοποθέτησε τους ηθοποιούς του από τον «επικίνδυνα» ανοιχτό ορχηστρικό χώρο της Επιδαύρου σε ένα κουτί λίγων τετραγωνικών (και πάλι πίσω), ζητώντας τους διαρκώς άλλες ποιότητες ερμηνείας (που απείχαν παρασάγγας μεταξύ τους). Χρησιμοποίησε live κινηματογράφιση (αγαπημένο του μέσο) υψηλού επιπέδου. Κατέθεσε με πολλούς τρόπους μιαν απόλυτα συγκροτημένη άποψη στο πως να υπάρξει κανείς σε ένα μνημείο χωρίς να αγνοεί ούτε το έργο – μνημείο ούτε το χώρο – μνημείο· και μαζί κατέθεσε λίγη από τη σοφία του στο πως επανιδρύεται το, ‘παραζαλισμένο’ με ιεροσύνη και επίκτητα στερεότυπα, είδος της αρχαίας τραγωδίας.
Το ελληνικό δυναμικό του θεάτρου διακρίνεται στην πλειονότητα του για την ευελιξία, την προσαρμοστικότητα και την διαθεσιμότητα του. Και φυσικά δεν είναι η πρώτη φορά που συνεργάζεται με κορυφαίους ξένους σκηνοθέτες του ριζοσπαστισμού. Η οκταμελής ομάδα – Στεφανία Γουλιώτη, Αγγελική Παπούλια, Μαρία Ναυπλιώτου, Σοφία Κόκκαλη, Ευδοκία Ρουμελιώτη, Νίκος Ψαρράς, Αινείας Τσαμάτης και Νικόλας Χανακούλας – που συνεργάστηκε, ωστόσο, με τον Κάστορφ προχώρησε αυτά τα επιτεύγματα ένα βήμα παρακάτω, κυρίως επειδή έφτασε πολύ πιο απελευθερωμένη ενωπίω του επιδαύριου κοίλου.
Κι έτσι δεν υπήρξε ούτε ένας ή μία ηθοποιός που δεν είχε «τη στιγμή του» (ή και περισσότερες από μια στιγμές) στη διάρκεια της παράστασης, μεταβάλλοντας διαρκώς τα εκφραστικά του/της μέσα: Από τον μικρό ασφυκτικό χώρο και την κάμερα σε απόσταση αναπνοής να καταγράφει την τραγωδία δωματίου μέχρι την αναγκαία τοποθέτηση της φωνής στην ορχήστρα.
Θα θυμόμαστε για καιρό την Στεφανία Γουλιώτη κάτω από τον ερμηνευτικό πυρετό της «Δημοκρατίας» του Ρεμπώ (και μάλιστα σε άψογα γαλλικά) δίνοντας πίσω στο έργο αυτό το χαρακτήρα της προφητείας. Ήταν μια γνήσια ρεσιταλική εμφάνιση. Την Αγγελική Παπούλια να γίνεται ψυχικό παρανάλωμα μιλώντας για την προδοσία που βιώνει η Μήδεια. Τη Μαρία Ναυπλιώτου ως μια οριακή, κολασμένη φιγούρα (η κάμερα εστίαζε στο σκοτεινό της βλέμμα) που υφαίνει τον ιστό της σαν γυναίκα αράχνη. Την έκπληξη της Ευδοκίας Ρουμελιώτη που, κατά το επιδαύριο ντεμπούτο της, κατάφερε να αποδώσει την ψυχική της ερημιά ψιθυρίζοντας «Θεέ μου, έλεος κρύψε με». Την Σοφία Κόκκαλη ως αφηγήτρια του ανείπωτου τρόμου της Κρέουσας. Εκτός από τις, κατά μόνας ερμηνείες, οι πέντε Μήδειες, δημιουργούσαν κι ένα δυναμικό σύνολο μέσα από συνεκφωνήσεις με χαρακτηριστικότερη εκείνη των μαρτυριών των γυναικών της Μακρονήσου (ναι, μέχρι εκεί έφτασε η διακειμενική διάθεση του Κάστορφ).
Παρά τις μικρότερες συμμετοχές τους οι άνδρες ερμηνευτές ήταν εφάμιλλοι του συνόλου, κυρίως ως εκφραστές του κυνισμού του άνδρα και ηγεμόνα. Σε αυτό το πεδίο πρέπει να ξεχωρίσουμε ιδιαιτέρως τον Αινεία Τσαμάτη για το ηδυπαθές ύφος με το οποίο στάθηκε ως Ιάσωνας και το Νικόλα Χανακούλα για την προκλητική έπαρση του ως Κρέων. Όσο για το Νίκο Ψαρρά εκείνος απέδωσε τα μέγιστα ερμηνεύοντας την παραμάνα.
Ένας από τους παλαιότερους εισηγητές της live κινηματογράφισης μέσα στη θεατρική πράξη, ο Φρανκ Κάστορφ δεν δίστασε να επιχειρήσει το ίδιο και στην κλίμακα της Επιδαύρου. Με την κάμερα του Αντρέας Ντίνερ παρακολουθούσαμε τους ηθοποιούς, κατά πόδας, εντός κι εκτός των κλειστών χώρων αναδεικνύοντας εκφράσεις, ανάσες, καρδιοχτύπια, μορφασμούς, λεπτομέρειες που το μεγάλο θέαμα ακυρώνει για τους περισσότερους θεατές.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζε και το ήδη κινηματογραφημένο υλικό που μεταδιδόταν στην ευμεγέθη οθόνη, καταγεγραμμένο κυρίως στην ελληνική επικράτεια: Μακέτες μεγάλων έργων, ξενοδοχειακοί κολοσσοί, εικόνες από διυλιστήρια και γειτονιές ασφυκτικά ντυμένες στο τσιμέντο, malls, πινακίδες «For sale» μέχρι και συνθήματα της ΚΝΕ ενάντια στον καπιταλισμό. Εκφάνσεις ενός κόσμου που δυστυχεί μέσα σε ένα όργιο κατανάλωσης για λίγους. Αλλά όπως ειπώθηκε σοφά «κι αν πέσουν τα πλούτη είναι τύχη βουνό, μα ευτυχία όχι».
Το πρώτο βλέμμα στις προθέσεις του Φρανκ Κάστορφ εντυπώνεται στο εύγλωττο σκηνικό του Αλεξάνταρ Ντένικ: Μια κατασκήνωση μέσα σε ένα βούρκο από πλαστικά. Και επιδρά σε όλη την διάρκεια της πολύωρης αφήγησης (προστίθενται και πλαστικές καρέκλες, ίδιον κακογουστιάς της μεταπολίτευσης) καθώς οι ήρωες εκεί μάχονται να επιπλεύσουν – μάταια. Μέσα σε αυτό το αποτροπιαστικό σκηνικό, οι Μήδειες και οι άνδρες της εξουσίας αλλάζουν συνεχώς χρυσοποίκιλτα κοστούμια (κάποια έλκουν την αισθητική τους από την αρχαία Κολχίδα, άλλα από το μεσοπολεμικό Βερολίνο) ως εξωφρενική υπόμνηση της διεστραμμένης σύγχρονης κουλτούρας. Μέχρι και ο νυφικός χιτώνας, μέσα στον οποίο η Κρέουσα θ’ αφήσει μαρτυρικά την τελευταία της πνοή, είναι μάρκας Dior – haute couture. H εξαιρετική δουλειά ανήκει στην ενδυματολόγο Αντριάνα Πράγκα Περέτσκι.
Η μουσικήΔιάσπαρτα μέσα στην παράσταση ακούγονται τραγούδια εν είδει ειρωνικού σχολίου – των Doors, της Αρλέττας και στο φινάλε του Ντέμη Ρούσσου και των Joy Division. Όμως, τα υποβλητικά ηχοτοπία της παράστασης που τονώνουν την πλοκή και αφήγηση φέρουν την υπογραφή του Γουίλιαμ Μίνκε.
Τα Πλην (-) Η διάρκεια της παράστασηςΜολονότι, η δραματουργική σύνθεση ήταν άξια θαυμασμού, η διάρκεια της ήταν αποτρεπτική. Ίσως όχι για ένα συμβατικό θέατρο με κανονικά καθίσματα αλλά σίγουρα για το θέατρο της Επιδαύρου όπου η ακινησία του συνωστισμού καθιστά βασανιστική την παρακολούθηση από ένα χρονικό όριο και πάνω.
Το άθροισμα (=)Πρότυπο ανάγνωσης και ανακατασκευής της «Μήδειας» και συνάμα μια ιστορική στιγμή μετατόπισης για τα σύγχρονα επιδαύρια ήθη, δια χειρός Φρανκ Κάστορφ.