Guns ‘N’ Roses: Live and let Live στο Ο.A.K.A
Εξηλεκτρισμένες αισθήσεις, αλήθειες και παραβολές από τη μεγαλύτερη συναυλία του καλοκαιριού στις 22 Ιουλίου στο Ο.A.K.A.
“You wanted the best, but they didn’t f@ckin’ make it ! Here’s what you get … From Hollywood California… Guns an’ f@ckin’ Roses !!!”
Η συναυλία του καλοκαιριού γνωρίζαμε καλά ποιά θα είναι από τον Φεβρουάριο, όταν και ανακοινώθηκε. Ποιοί Arctic Monkeys, Prodigy και Siouxsie; Ποιοί Helloween, Madrugada, Ghost και Echo & The Bunnymen;
Εδώ μιλάει το θυμικό. Ο διακαής πόθος. Να δούμε, at last, once in a lifetime, αυτούς που υπήρξαν το τελευταίο χρονολογικά μεγάλο συγκρότημα της ροκ εποχής. “Νot in this lifetime” είχε δηλώσει ο ίδιος ο Axl σε συνέντευξη to 2012, ερωτώμενος για το ενδεχόμενο επανασύνδεσης με τους Slash και Duff McKagan. Έχοντας από πολύ νωρίτερα εγκαταλείψει για δεκαετίες την ελπίδα να τους δουν ζωντανά, οι εγχώριες ροκ γενιές μεγάλωσαν με τα τραγούδια τους, αλλά χωρίς το live βίωμα, την μέθεξη μιας ζωντανής παράστασης.
Ναι, ο Slash και ο Duff ήρθαν στην Μαλακάσσα το 2005 (με τους Velvet Revolver, support στους Sabbath), όμως ήταν σαν η ξαδέρφη σου πάσχισε ανεπιτυχώς να χωρέσει στο τζην που φόραγε στην πενταήμερη. Έλειπε η δόνηση, η ενότητα, η διάθεση και βέβαια, η αυθεντική φωνή.
Ναι, ο Axl με τα ράστα του, δυνατός και σε φωνητική φόρμα, ήρθε, 17 Ιουλίους πίσω, στο Rockwave της Μαλακάσσας, μ’ ένα δυνατό line up, με Bumblefoot στην κιθάρα και guest εμφάνιση του Izzy Stradlin στο encore του “Paradise City”. Όμως ήταν οι δικοί του Guns ‘Ν’ Roses, όχι οι «κανονικοί».
Και τέλος, όντως, υπήρχε κι εκείνο το άδοξο βράδυ της 24ης Μαίου 1993, πάλι στο Ο.Α.Κ.Α., τότε που ακόμη στις συναυλίες το κοινό άναβε στις μπαλάντες αναπτήρες, γιατί κινητά ακόμη δεν υπήρχαν, εκείνο το βράδυ που οι μόλις 7.000 φανατικοί περίμεναν κανά δίωρο τον Axl να βγει. Πορεί να ήταν όλη η σύνθεση της “Use Your Illusion Tour” παρούσα, όμως εκείνη την συναυλία σχεδόν την έθαψε ο χρόνος. Κανείς απ’ όσους θα συναντήσετε δεν την βάζει στις σημαδιακές ή στις καλύτερές του.
Υπήρχε λοιπόν εξαρχής από το άκουσμα της είδησης ότι η High Priority φέρνει τους Guns ‘N’ Roses στην Ελλάδα, το υπέδαφος αυτό που κάνει μια συναυλία μεγάλη, πριν καν παιχτεί η πρώτη νότα: μια πάνδημη ανάγκη που κραύγαζε κι αλυχτούσε να εκπληρωθεί.
Από τις 60.000 περίπου που συνέρρευσαν το απόγευμα του Σαββάτου στο Ο.Α.Κ.Α., ελάχιστοι μπορούσαμε να φανταστούμε ότι θα καλούμασταν να εκθέσουμε αυτή μας την ανάγκη στον κίνδυνο μιας εκπλήρωσης που μπορεί να εκτραπεί σε διάψευση, μέσα στον χειρώτερο καύσωνα των τελευταίων πολλών χρόνων, με την χώρα παραδομένη σχεδόν στο χάος των εμπρησμοπυρκαϊών. Και όμως.
Η σκιά του στεγάστρου Καλατράβα έκανε επαρκώς τη δουλειά της όσο το ανακουφισμένο από την αποπνικτική ζέστη πλήθος συνέρρεε από πιθανά κι απίθανα μέρη της Ελλάδας για να ζήσει το ποθούμενο και οι ελάχιστα γνωστοί αλλά με βαρύ συναυλιακό παλμαρέ δίπλα σε πρώτα ονόματα “The Last Internationale” έκαναν την αδρεναλίνη να ξεκινά τις προβλεπόμενες διαδρομές στις φλέβες με τον παλιακό και δεμένο ήχο τους. Cudos στην τραγουδίστρια Delila «κοιμήθηκα Ελένη Τσαλιγοπούλου και ξύπνησα Janis Joplin» Paz, η οποία ανέλαβε το βαρύ φορτίο, με τον ήλιο καταπρόσωπο, να μετατρέψει την ανυπομονησία σε συμμετοχή.
Η παραδοσιακή καθυστέρηση των Guns θα διαρκέσει ευτυχώς μόνον ένα μισάωρο. Με το σούρουπο σε καθίζηση πάνω απ’ το αχνιστό Ο.Α.Κ.Α., το κάπως προβλεπέ μοντέρνο visualize εκκινεί την αντίστροφη μέτρηση. Και τότε, η αγριοφωνάρα της εισαγωγής (“Ladies and Gentelmen…”) δίνει το λάσο στη μπασογραμμή του “Ιt’s So Easy”, προκαλώντας την πρώτη μαζική έκρηξη.
Δέος. Είναι όντως αυτοί αυτοί και είναι όντως εδώ μπροστά μας. Και ο ήχος, τους δυνατός, καθαρός και να μας χτυπάει δεόντως.
O 59χρονος Duff McKagan, ο ανθρωπος που στα 30 του γλύτωσε από θαύμα την έκρηξη του συκωτιού του, για να γίνει έκτοτε ένα νευρώδες πανκ ντούκι στην καλύτερή του φόρμα.
Ο 58χρονος ογκόλιθος Saul Hudson, ο ανθρωπος που έπρεπε να έχει πεθάνει περισσότερες φορές κι απ΄τον χάρο τον ίδιο, ο επονομαζόμενος Slash, εκεί, με το αδιαφανές Ray Ban, το ημίψηλο και την Gibson Les Paul παιχνιδάκι στα χέρια του.
Ο 57χρονος Richard «κοιμήθηκα ξαδερφάκι του Ron Wood, ξύπνησα Στάθης Ψάλτης πρωταγωνιστής στο Ριχάρδος ο Γ’» Fortus, πιστός στρατιώτης του Axl εδώ και 22 χρόνια, με πίσω του τον επίσης 57χρονο Frank Ferrer, εύχαρι κλώνο του Isaac Hayes με τυμπανιστικό στυλ ακρίβειας και δύναμης (με μια ιδέα swing στην ωμή δύναμη του Matt Sorum, έτσι όπως έχουν εντυπωθεί στ’ αυτιά μας οι βινυλικές εκτελέσεις).
Πιο πίσω δεξιά η 33χρονη Melissa Reese, το θηλυκό πολυεργαλείο των πλήκτρων που είναι λες και ξεπήδησε από manga που απεικονίζει μάχη μέχρις εσχάτων μεταξύ κομπάρσων από το σετ της Barbarella (την ταινία του ’68, όχι την ντίσκο της Καλλιθέας) με το μπαλέτο της μεσαίας περιόδου του μακαρίτη του Φλωρινιώτη.
Και βέβαια, πρωτίστως, ο ένας και ακαλούπωτος τραγουδιστής τους, που ξεπηδά από τα παρασκήνια διαβεβαιώνοντάς μας ότι «την αδερφή μας είδε με το φόρεμα το Κυριακάτικο, να σουφρώνει το χείλι όσο πιο καλά μπορεί».
Γνωρίζουμε από πριν ότι ο 62χρονος Axl, το πολλαπλώς κακοποιημένο τόσο από τον βιολογικό, όσο και από τον θετό του πατέρα παιδί, που μέχρι να ενηλικιωθεί είχε συλληφθεί στην Indiana καμιά δεκαριά φορές, αυτός που για να επιβιώσει ανέπτυξε ένα υπερφυσικό εγώ και έναν μουσικό εκλεκτισμό που συνορεύει (αν δεν ταυτίζεται) με την νεύρωση στο ν’ αναπαραχθούν ακριβώς οι ήχοι που κατοικοεδερεύουν στον εγκέφαλό του, είναι το δυνατό και το αστάθμητο στοιχείο της συναυλίας. Γνωρίζουμε ότι αυτός είναι το κλειδί.
Και πράγματι. Με τα κιλάκια των τελεταίων δύο δεκαετιών να μην εμποδίζουν την -λελογισμένη πάντως- επί σκηνής κινησιολογία του και το πορτοκαλί μαλλί θειάς από το επίνειο επαρχιακής πόλης που έχει βγει στη λαϊκή αποφασισμένη να βρει «τα φρέσκα τα ροδάκινα», το ξεκίνημά του μπορεί να είναι ασταθές, όμως λίγο πριν το “Welcome To The Jungle” ζεσταίνεται και οδηγεί το πλήθος στην δεύτερη στιγμή παράκρουσης μετά την έναρξη.
Μπορεί κάπου στη μέση η απόδοσή του να γίνεται άνιση –τα αδισκογράφητα “Hard Skool” και “Absurd” είναι low points, το “Rocket Queen” το ψιλοσκοτώνει, όμως σε σημεία του “Estranged” είναι ανατριχιαστικός, ενώ το “Live And Let Die” που θέλει λίγες ανάσες το σκίζει- όμως σε συναυλίες σαν κι αυτή ποτέ δεν πας με τα αυτιά σου οπλισμένα να ρίξουν. Πας με την καρδιά και ιδίως με τα μάτια σου ανοιχτά για ό,τι συμβαίνει και προκύπτει από τη σκηνή. Και αυτό που βλέπουν τα μάτια μας είναι έναν σιτεμένο αλλά ανυποχώρητο frontman, αυτόν που κατατάχθηκε σε άπειρες λίστες με τους καλύτερους όλων των εποχών, να αναγνωρίζει τα όριά του, αλλά με την πώρωση στο μάτι να ξεχειλίζει, να προσπαθεί, όσο πιο πολύ μπορεί.
Και να υποκλίνεται συχνά, ευχαριστώντας μ’ έναν τρόπο που στις μέρες της παντοκρατορίας του –φυσιολογικά- δεν είχε καθόλου μέσα του:
“Thank you ! You’re very kind !”Ο Axl είναι πανταχού παρών, σχεδόν αποσπά την προσοχή από τον εντυπωσιακά ρέοντα, στρογγυλο ήχο του Slash (που αλλάζει περισσότερες κιθάρες απ’ ό,τι ο Axl μπλουζάκια) και το εντυπωσιακό παράστημα (και την φωνή – το διέλυσε το “I Wanna Be Your Dog” !) του Duff. Είναι, δε, η δύναμη των ίδιων των τραγουδιών τέτοια, που δεν έχουν και τόση σημασία τα σκαμπανεβάσματα στη φωνή, ούτε το look του Axl. Το “Civil War”, το “Live And Let Die”, το “Estranged”, είναι μαζική απαίτηση της συλλογικής μας ανάγκης τέτοια για να ακουστούν για πρώτη φορά υπό τον Αττικό ουρανό από αυτούς που τα έγραψαν και τα έκαναν να σημαίνουν χίλια πράγματα για εκατομμύρια ανθρώπους, που αυτό που βλέπεις τριγύρω είναι ένα συγκρότημα που έχει παρασύρει κατά κύματα, ένα ολόκληρο στάδιο. Κάτι καθόλου δεδομένο και καθόλου εύκολο.
Eίναι τρομερό να βλέπεις το πλήθος να βράζει όσο μπαίνουν τα τύμπανα του “You Cοuld Be Mine” και να φεύγουν νερά στον αέρα και χοροπηδητές απροσμένων ηλικιών και ανυπόπτου κοινωνικού μπακγκράουντ να αλληλοσπρώχνονται με το που μπαίνει το ριφ – απτή απόδειξη του ότι το κομμάτι έχει βιωθεί τόσες φορές, ώστε ο συναυλιαστής γνωρίζει ακριβώς πώς πρέπει να οδηγήσει τον εαυτό του στο να αφεθεί να εκραγεί.
Είναι τρομερό να βλέπεις τα φορτωμένα δαχτυλίδια δάχτυλα του Axl να χαϊδεύουν τα πλήκτρα στο “November Rain”, ανακατεύοντας το μεγαλείο της εισαγωγής του με τον κόμπο στο στομάχι σου και πειθαναγκάζοντας τα δάκρυα από χιλιάδες ζευγάρια μάτια σε αρένα και κερκίδα να ξεπηδήσουν λυτρωτικά.
Είναι αξέχαστο να ακούς το “Knockin On Heaven’s Door”, αυτόν τον παιάνα που ο πατήρ πάντων και πασών Dylan επιφύλαξε για την ιστορική σεκάνς του Pekinpah, αυτό που ο Clapton reggaeοποίησε συνεσταλμένα το ’75, να αποδίδεται στην πλήρη του ανάταση, με πλήρη συμμετοχή του κοινού, στίχο προς στίχο.
Την πιο σταθερή ερμηνευτικά φάση του ο Axl μας την κρατούσε για το τέλος. Από το “November Rain”, μέχρι και το τέλος, τα δίνει όλα και το κοινό είναι πλέον δικό του. Στο “Reckless Life” σε τρυπάει ανελέητα, στο “Nightrain” βλέπεις ότι το φχαριστιέται κι αυτός, μαέστρος, δε, στη θάλασσα από κινητά που φωτίζει το Ο.Α.Κ.Α., με μπαγκέτα του τον απλούστατο, σφυριχτό σκοπό. Τα χορωδιακά χρόνια πολλά στον Slash, τον τελευταίο σε χρονολογκή σειρά πλήρη guitar hero της ροκ ιστορίας, που κάθε 23 Ιουλίου γιορτάζει την απρόσμενη μακροβιότητά του, οδηγεί στο καταληκτικό βεζουβιακό πάρτυ: “Paradise City”, μέσα σε ένθεη μανία και αλλαλαγμούς.
“Worship the Survivors” είχε πει προφητικά ο John Lennon στην τελευταία του συνέντευξη. Και αυτό είδαμε το Σάββατο το βράδυ στο Ο.Α.Κ.Α.. Τους πλέον απρόβλεπτους επιζώντες, αυτούς για τους οποίους από το ξεκίνημά τους, οι άνθρωποι των δισκογραφικών έλεγαν: «Θα κάνουν σπουδαία πράγματα. Αν τα καταφέρουν να παραμείνουν ζωντανοί».
Ε, λοιπόν, οι τρεις (συν ένας που εντάχθηκε στην περίοδο και για την περιοδεία των Illusion, ο 60χρονος πληκτράς Dizzy Reed) παρέμειναν ζωντανοί. Και ο Steven Adler ζει, αλλά δεν μπορεί να παίξει και ο Izzy δεν πολυθέλει. Εκατομμύρια δολλάρια και δεκάδες προσωπικές διαμάχες έχουν πλέον εξαλείψει την δυνατότητα να δούμε και τους πέντε αρχικούς Guns στη σκηνή.
Ζουν όλοι, όμως αυτούς τους τρεις, Axl, Slash και Duff μαζί λοιπόν, αποτελούσε ιστορική ανάγκη να τους δούμε live και τους είδαμε. Στάθηκαν επάξιοι της ροκ μνημης που έχουν βοηθήσει να σμιλευτεί, σ΄έναν κόσμο φουλ στα προηχογραφημένα καμώματα που περνάνε για «μουσική».
Όσο για κείνους που εντός ή εκτός συναυλίας ήρθαν προαποφασισμένοι για άκαιρες συγκρίσεις, για ντελικατέσσεν θάψιμο ή, γενικώς, υποβαστάζοντας το πηγούνι με τον σε πόζα μουσικοσκεπτικιστή δείκτη τους, εμείς που το ευχαριστηθήκαμε, δεν έχουμε τίποτε να χωρίσουμε αλλά και ελάχιστα να μοιραστούμε μαζί τους. Ένα απ’ αυτά θα ήταν η παράφραση από κείνο που έγραψε και τραγούδησε ο άλλος Μπήτλ. Αυτό που έκανε τον Axl να πιάσει εκείνο το παλιό τραγούδι – θέμα του James Bond και να να το μετατρέψει σε mantra rockaria ζωής: «Ζήσε κι άσε τους άλλους (αντί του «ψοφολογήσουν») περί αλλοτρίων να τυρβάζουν. Όποιος αντέξει».
Οι Guns ‘Ν’ Roses, με εμφανίσεις όπως αυτή του Ο.Α.Κ.Α., διάρκειας τριών σχεδόν ωρών, με τον πυρήνα της αυθεντικής τους σύνθεσης ατόφιο και θεληματικό, με τα κλασσικά τους κομμάτια σε πλήρη στοίχιση («τί να κάνουμε μανάρι μου, το “Don’t Cry” θα στο βάλω να το ακούσεις στο σπίτι – και στις δύο βερσιόν») και μια συλλογική επί σκηνής απόδοση που δεν απηχεί μόνον επαγγελματισμό, αλλά «περνάει» και προς τα κάτω, εμπλέκει τον θεατή, αντέχουν.
Και θα αντέξουν για πολύ, δεκαετίες ακόμη, στη συλλογική μνήμη της συναυλικής Ελλάδας, καθώς επισφράγισαν τη θέση που είχαν στo μουσικό μας θυμικό με την ιστορική συναυλία του Σαββάτου.
Setlist : It’s So Easy / Bad Obsession / Chinese Democracy / Slither / Pretty Tied Up / Mr. Brownstone / Welcome to the Jungle / (με σύντομ η εισαγωγή το “Rumble” του Link Wray) Double Talkin’ Jive/ Hard Skool / Absurd / Estranged / Live and Let Die / Rocket Queen / Down on the Farm / You Could Be Mine / T.V. Eye / Anything Goes / Civil War / (μετά από εισαγωγή ένα πέρασμα από το βασικό θέμα του “Voodoo Child” του Hendrix) Sweet Child o’ Mine / November Rain / Reckless Life / Wichita Lineman / Locomotive / Knockin’ on Heaven’s Door / Nightrain / Patience / (μετά από χορωδιακό happy birthday to You για τον Slash) / Paradise City