Οι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας μιλούν για τη ζωή μετά τη φωτιά
Τι μπορεί να αλλάξει ένα καλλιτεχνικό εργαστήριο σε μια τραυματισμένη περιοχή όπως η Βόρεια Εύβοια. ΄Οσοι συμμετείχαν στο «Μέλισμα» ΕΛΣ, καλλιτέχνες, κάτοικοι και συντελεστές μας μιλούν για την εμπειρία.
Σε ένα λευκό χαρτί Α4 και με ημερομηνία 18 Ιανουαρίου 2023, η Μαρία Καπετανάκη, κάτοικος της Λίμνης Ευβοίας, κρατάει μερικούς στίχους που έγραψε. Για το απόγευμα που μαύρισε, για τα πουλιά που πέταξαν μακριά, για το ρετσίνι που δάκρυσε. Και για το πρόσταγμα – παράκληση του τέλους: «Να αναγεννηθείς» γράφει. Η κ. Καπετανάκη είναι εκπαιδευτικός, πυρόπληκτη και ετοιμάζεται, αυτό το απόγευμα, να φύγει για τις γειτονικές Κεχριές κοντά στο Μαντούδι, για την πρόβα του «Τόπου Ατέλειωτου»: Της παράστασης που γεννήθηκε μέσα από το εργαστήριο «Μέλισμα», μια πρωτοβουλία του Τμήματος των Εκπαιδευτικών και Κοινωνικών Δράσεων της Λυρικής Σκηνής. Εκεί στη σκιά των πεύκων, στον περίβολο του Αρχοντικού Τομπάζη (ή ό,τι απέμεινε από αυτό), μαζί με 45 άλλους κατοίκους της Βόρειας Εύβοιας, κοιτάζει κατάματα το τραύμα της καταστροφής, αναζητάει τη μνήμη της ζωής πριν τη φωτιά και ψηλαφίζει την επόμενη μέρα. Μπαίνει στο αυτοκίνητο. Στη διαδρομή, όπου πέφτει το βλέμμα είναι όλα καμένα, όσο κι αν σε ξεγελάει το φως του ήλιου. Είναι ένας τόπος ατέλειωτα καμένος.
Ανάγκη για εξωστρέφειαΩστόσο, η διαδρομή της, τους τελευταίους 10 μήνες δεν περιγράφεται μόνο από αυτό. Αλλά και από μια εσωτερική ψυχική διαδρομή στην οποία την έβαλε το «Μέλισμα», όπως ξεκίνησε στα τέλη Σεπτεμβρίου. «Σκεφτήκαμε πως ήταν μεγάλη ανάγκη για την περιοχή για μια εξωστρέφεια. Όμως, καθώς ο τόπος έχοντας χάσει τον προσανατολισμό του, οι κάτοικοι δεν καταλάβαιναν τον λόγο ύπαρξης μας εκεί και ήταν λογικό· είχαν θέσει ως προτεραιότητα την επιβίωση τους. Μιλάμε για ανθρώπους που ζούσαν ως ρετσινάδες και ως ελαιοκόμοι. Τελικά, παρά την αμηχανία με την οποία μας αντιμετώπισαν αρχικά, κάμφθηκαν και ξεκινήσαμε μια σειρά εργαστηρίων με άξονα τη μουσική, το θέατρο, το χορό και τα εικαστικά» εξηγεί ο συντονιστής του προγράμματος, Λεωνίδας Παναγόπουλος.
Στην πορεία προσέλκυσαν το ενδιαφέρον 150 κατοίκων, ηλικίας από 8 έως 65+ ετών και ενώ η βάση των εργαστηρίων ήταν στις Κεχριές άρχισαν να καταφθάνουν άνθρωποι από την Αγία Άννα, τα Βασιλικά, τη Λίμνη, τις Ροβιές, το Μουρτιά, το Αχλάδι, την Ιστιαία, το Μαντούδι. «Για πολλά χρόνια οι τοπικές κοινότητες συμμετείχαν σε χορωδίες, χορευτικούς συλλόγους για να σπάσουμε την ανία του χειμώνα. Όλα αυτά είχαν αδρανήσει με τον covid. Κι έτσι δειλά – δειλά, μπήκαμε στην ιδέα του ‘Μελίσματος’, όπου πολλοί άνθρωποι και πολλές τέχνες ενώθηκαν. Ήμασταν κάτι σαν χορωδία και κάτι σαν σύνολο Χορού που τελικά έφτασε να κορυφώνεται σε μια εκπληκτική παράσταση. Εκτίμησα πολύ τον τρόπο προσέγγισης μας· κανείς από τους ανθρώπους του εργαστηρίου δεν μας έφερε σε δύσκολη θέση, παρότι τελικά όλοι, με έναν τρόπο, ξεπεράσαμε τον εαυτό μας. Γιατί η ιστορία μας περιστρεφόταν γύρω από τις εικόνες καταστροφής που ζήσαμε και ζούμε», συνεχίζει η κ. Καπετανάκη.
Μετά από περίπου δέκα συναντήσεις που οργανώνονταν με συχνότητα 20ημέρου και καθώς πλησίασαν προς την Άνοιξη, οι κάτοικοι ήταν σίγουροι πως αυτή η ιστορία – η δική τους ιστορία – μπορούσε και έπρεπε να καταγραφεί ως παραστατικό τεκμήριο. Οι συμμετέχοντες δεν ήταν πια εκεί μόνο από την θέση των πληγωμένων επιζησάντων, αλλά ως μια ομάδα ανθρώπων που ήθελε να εκφράσει σκέψεις και συναισθήματα, μνήμες και προσδοκίες. «Ήταν φορές που αισθανθήκαμε ότι οι κάτοικοι ήταν η φωνή του δάσους. Η μαρτυρία τους ήταν ό,τι είχε απομείνει από τη φύση της Εύβοιας και από τη ζωή στην Εύβοια πριν τη φωτιά. Συνεπώς, δεν ξέρω αν μιλάμε για μια προσπάθεια επούλωσης του τραύματος αλλά για μια απόπειρα όπου πολλοί άνθρωποι – οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν γνωρίζονταν μεταξύ τους – συντονίζονται σε ένα σκοπό που τους ενώνει και τους δένει ψυχικά», παρατηρεί ο Λεωνίδας Παναγόπουλος.
Σχέση φύσης και ανθρώπουΗ δύναμη του θεάτρου της κοινότητας είναι και παραμένει για την Ελένη Ευθυμίου – που ανέλαβε τον κύριο όγκο των σκηνοθετικών καθηκόντων (σε συνεργασία με τη Μαριλένα Κατρανίδου) – μια πολύ οικεία συνθήκη. Έχει, σχεδόν, ξεχάσει πως είναι να δουλεύεις με επαγγελματίες ηθοποιούς, καθώς έχει εστιάσει σε ιστορίες που αφηγούνται μη καλλιτέχνες, έχοντας τις ζήσει παράλληλα. Φυσικά, αυτή τη φορά το τραύμα των αφηγητών ήταν πολύ πιο έντονο. «Αποφασίσαμε να δημιουργήσουμε μια πιο μεγάλη εικόνα. Να μην μιλήσουμε μόνο για το συμβάν των πυρκαγιών αλλά να το δούμε ως αφορμή. Και με πιο ποιητική διάθεση, να οργανώσουμε μια περίεργη και επώδυνη επέτειο μεν, αλλά να πάμε παρακάτω. Συνεπώς, επεκταθήκαμε στο θέμα της σχέσης ανθρώπου και φύσης, στο πως μπορεί η φυσική καταστροφή να ανατρέψει έναν οργανωμένο τον τρόπο ζωής ενώ με την βοήθεια μιας επιστημονικής ομάδας περιβαλλοντολόγων στην παράσταση άρχισε να μπαίνει και η πολιτική ανάγνωση της καταστροφής», εξηγεί η σκηνοθέτρια της παράστασης.
Πίσω στον εφιάλτη του ’21Η Μαρία Καπετανάκη ανακαλεί την πρώτη φορά που κατασκήνωσε στο βουνό ως παιδί, την πρώτη φορά που συνειδητοποίησε πως το δάσος είναι ζωντανός οργανισμός, ο οποίος ζει και αναπνέει μαζί με τους ανθρώπους. Ανακαλεί τις εφιαλτικές ημέρες του Αυγούστου του 2021. Στην αρχή έτρεξε να βοηθήσει ως εθελόντρια για τα γύρω χωριά, μέσα σε δυο ημέρες είχε γίνει πυρόπληκτη με βαλίτσες χέρια. Και όταν πια, βρήκε τη δύναμη ν’ αντικρίσει το σπίτι της, θυμάται να οδηγεί σε αυτό που πιστεύει πως είναι η κόλαση.
«Παντού μαύρο», λέει χαρακτηριστικά. «Αλλά στο δρόμο, καθώς οδηγούσα συνάντησα μια ζωντανή χελώνα. Σταμάτησα, την έβαλα στο αυτοκίνητο και την άφησα σε ένα δασύλλιο που είχε σωθεί ως εκ θαύματος». Σήμερα, δύο χρόνια μετά, αντικρύζει το βουνό πάνω τη Λίμνη και ομολογεί πως έχει ξεχάσει την εικόνα του ως πυκνού δάσους. «Είναι ειλικρινά πολύ οδυνηρό να βλέπουμε καμένα δέντρα μέχρι εκεί που φτάνει το μάτι μας. Ήδη ζούμε μεγάλες αλλαγές στο τοπικό κλίμα. Συγγενικά μου πρόσωπα ρητίνευαν 17.000 δέντρα κι από αυτά επέζησαν τα 200. Μετά τη φωτιά, όλοι οι ντόπιοι εργάζονται σε δασικές εργασίες, αλλά μετά τι; Από την άλλη, σκέφτομαι πως το έδαφος της Βόρειας Εύβοιας είναι σαν σιταποθήκη. Θα δώσει και πάλι καρπούς» ελπίζει.
Για να πάρουν δύναμηΘα γίνει τελικά η Εύβοια ένας τόπος ατέλειωτος; Έχει φέρει η παράσταση ίχνη ελπίδας ή κουράγιου ανάμεσα στους κατοίκους της; Η Ελένη Ευθυμίου πιστεύει πως είναι πολύ προσωπική η διαδικασία για το πόσο βαθιά ένα έργο τέχνης μπορεί να αγγίζει τον καθένα. Ακόμα κι αυτός ήταν και είναι ο πρωταγωνιστής μιας κατάστασης. «Ο ρόλος μας εδώ είναι πολύ ευαίσθητος. Τα συμβάντα είναι τόσο πρόσφατα, δεν έχουν αφομοιωθεί ακόμα από τους ανθρώπους της Εύβοιας οπότε λίγο να παρεκκλίνουμε μπορούμε να χάσουμε τον έλεγχο. Δεν έχουμε καμία λύση να δώσουμε στην τραγικότητα των πραγμάτων. Δεν εστιάσαμε καν στο υπάρχον τραύμα – πόσο μάλλον στη θεραπεία του. Μας απασχολεί μόνο να ακούσουμε την ιστορία από τα χείλη των Ευβοιωτών και να την μεταδώσουμε με τον τρόπο που εκείνοι θέλουν. Μακάρι, αυτός ο χώρος που τους δίνεται να τους κάνει να πιστέψουν στην επόμενη μέρα. Μακάρι να πάρουν δύναμη από αυτό και να τονώσουμε το ενδιαφέρον τους για δράση», σχολιάζει η Ελένη Ευθυμίου.
Πράγματι, οι κάτοικοι – τουλάχιστον όπως το διατυπώνει η κ. Καπετανάκη διατηρεί μέσα της με μεγάλη ζεστασιά την όλη διαδικασία. «Ίσως είναι μια ευκαιρία για την τοπική κοινωνία να δει τα πράγματα όπως έγιναν. Να έρθει αντιμέτωπη με την αλήθεια και την ουσία της κατάστασης, ακόμα κι αν είναι πικρή. Γιατί το δάσος θα αναγεννηθεί. Το ζήτημα είναι αν εμείς θα το προσέξουμε, αν εμείς θα είμαστε επαρκείς στην περίπτωση που προκύψουν νέες καταστροφές».
Καθώς εξελισσόταν το χρονικό των εργαστηρίων, ένα ακόμα project του «Μελίσματος» ήταν σε λειτουργία. H ομάδα του Karavan project – μια κολεκτίβα κινηματογραφιστών, εικαστικών, ανθρωπολόγων, αρχιτεκτόνων, ερευνητών – εκκινώντας από τις εκπαιδευτικές δράσεις της Λυρικής Σκηνής στη Βόρεια Εύβοια επέκτεινε την έρευνα στον ευβοϊκό τόπο, χαρτογραφώντας το φυσικό περιβάλλον, ακούγοντας τις αφηγήσεις του νησιού. Μαζί δηλαδή με τους συμμετέχοντες της παράστασης, οι άνθρωποι του Karavan βρέθηκαν σε αναζήτηση και άλλων ηρώων εκτός της παραστασιακής δράσης. «Πρόκειται για χαρακτήρες με πραγματικό αλλά και συμβολικό περιεχόμενο. Μας μιλούν πρόσωπα που είχαν ένα συμβιωτικό χαρακτήρα με το δάσος, μια μελισσοκόμος, μια ιδιοκτήτρια φάρμας αλόγων για θεραπευτική ιππασία, ένας ξυλουργός, ένας βοσκός, μια μαγείρισσα σε ταβέρνα της περιοχής. Η συνομιλία μαζί τους μας οδηγεί σε μια ταινία – φιλμικό δοκίμιο. Φέρει όλα τα δίπολα άνθρωπος – τόπος, ανθρώπινος και μη ανθρώπινος κόσμος, καταστροφή – αναγέννηση» εξηγεί ο Στρατής Βογιατζής, κοινωνικός ανθρωπολόγος, κινηματογραφιστής κι ένας εκ της ομάδας των, Karavan.
Tο ντοκιμαντέρ που αναμένεται να ολοκληρωθεί στο τέλος του 2023 (και στη συνέχεια να έχει πορεία κι εκτός της εμβέλειας της Λυρικής, συμμετέχοντας σε φεστιβάλ) βουτάει μέσα στις στάχτες της φωτιάς. Παρόλα αυτά, σύμφωνα με τον Στρατή Βογιατζή, έχει ελπίδα. «Η ελπίδα δεν είναι για όλους ωστόσο. Η φύση λειτουργεί σε άλλους χρόνους ανάκαμψης και θα αναγεννηθεί, την ώρα που εμείς συνεχίζουμε να λειτουργούμε ανθρωποκεντρικά. Στη φύση, η ζωή και ο θάνατος είναι ένα αδιάσπαστο δίπτυχο, συνεπώς η ελπίδα για τη φύση έρχεται. Απλώς, εμείς δεν θα είμαστε εμείς εδώ για να την μοιραστούμε. Για τον άνθρωπο, λοιπόν, έχω λίγη ελπίδα. Καμιά φορά, ξυπνάει σε μικρές οάσεις, μέσα στις δράσεις κάποιων κοινοτήτων, μέσα σε ενέργειες οικολογικής αφύπνισης. Τότε, ξαφνικά, ανανεώνεται για λίγο η πίστη μου στο ανθρώπινο είδος. Ωστόσο, αν θέλουμε να είναι πραγματικά επιδραστική η στροφή πρέπει να είναι μαζική κι όχι αποσπασματική», τονίζει.
Δημιουργία στα καμέναΟ «Τόπος ατέλειωτος» και τα εργαστήρια που τον γέννησαν είναι μια από τις λίγες πράξεις δημιουργίας σε ένα καταστραμμένο περιβάλλον. Πολλοί μιλούν για μια πορεία δύο βασανιστικών οδηγικών ωρών όπου ακόμα εξουσιάζει η καταστροφή κι ίσως σποδαρικά κάποια μικρά νεογέννητα πεύκα. Παρουσιάστηκε ανάμεσα σε πεύκα που διασώθηκαν, στον περίβολο του αρχοντικού Τομπάζη. «Το τοπίο από μόνο του έχει σημασία γιατί ενώ είναι ένας χώρος με δέντρα ζωντανά, ο ορίζοντας του είναι πνιγηρός. Σε βάθος πεδίου διακρίνεις νεκρή φύση αλλά και μια φύση που παλεύει να αναγεννηθεί. Είναι ένα ζωντανό σκηνικό και προκαλεί σημαινόμενα σ’ ότι κι αν ειπωθεί», παρατηρεί η Ελένη Ευθυμίου.
Να προστατευθεί ο τόπος
Ίσως γι’ αυτό, εκτός από το αναμενόμενο συγκινησιακό φορτίο όλων όσων συμμετείχαν σε αυτήν την προσπάθεια, έσπευσαν να δουν την παράσταση περισσότεροι από 600 μόνιμοι κάτοικοι της Βόρειας Εύβοιας, κατακλύζοντας (με λίγη ζωή ακόμα) αυτόν τον ελάχιστο ζώντα χώρο. Η παράσταση δόθηκε την Κυριακή, μέσα στο πρώτο κύμα του καύσωνα και μια μέρα πριν η χώρα παραδοθεί σε ένα καινούργιο κύκλο καταστροφής, όπου δέντρα, ζώα και άνθρωποι ξαναπιάσουν το θρήνο για πολλούς άλλους τόπους. Ο τόπος της Εύβοιας, πάντως, τουλάχιστον μετά τον ενθουσιασμό και τη μετωπική συνάντηση με τον πόνο, «δεν έχει χάσει την αξία του» θα υπενθυμίσει η Μαρία Καπετανάκη. «Εγώ θα πω ότι η Βόρεια Εύβοια έχει νοσήσει και πρέπει να γίνει καλά. Αν προστατευτεί κατάλληλα, ο τόπος δεν θα εκπέσει. Κι εμείς εδώ, οι κάτοικοι που μείναμε πίσω, δεν πρέπει να συμβιβαστούμε με τίποτα λιγότερο» λέει.
Η παράσταση, ως μια ελάχιστη χειρονομία διασποράς του λόγου των Ευβοιωτών, θα ξαναπαιχτεί αυτή τη φορά εκτός του φυσικού της χώρου, τον προσεχή Σεπτέμβριο στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ.
Για τον “Τόπο Ατέλειωτο” εργάστηκαν οι:
Μουσική σύνθεση: Γιώργος Δούσος
Κείμενα: Ελένη Ευθυμίου, Μαριλένα Κατρανίδου, Γιώτα Κουιτζόγλου, Ομάδα θεατρικής
έκφρασης και δημιουργικής γραφής των συμμετεχόντων
Έρευνα: Μαριλένα Κατρανίδου, Γιώτα Κουιτζόγλου
Δραματουργική επεξεργασία: Ελένη Ευθυμίου
Σκηνοθεσία: Ελένη Ευθυμίου, Μαριλένα Κατρανίδου
Σκηνικά, κοστούμια: Διδώ Γκόγκου
Χορογραφία: Πωλίνα Κρεμαστά
Φωτισμοί: Ζωή Μολυβδά-Φαμέλη
Διδασκαλία μουσικής σύνθεσης: Σοφία Καμαγιάννη
Ηχοληψία: Κώστας Μπώκος