Η Sinéad O’Connor δεν συμβιβαζόταν και δεν συγκρινόταν με καμία και κανέναν
Η μοναδική περίπτωση μιας εκπληκτικά ταλαντούχας, αλλά βασανισμένης γυναίκας, που αγωνίστηκε μόνη της κόντρα σε όλα: στην ψυχολογική και σωματική βία που υπέστη ως παιδί, αλλά και στην παντοδύναμη μουσική βιομηχανία.
«Αν ελπίζω σε κάτι ως καλλιτέχνιδα, είναι να εμπνεύσω τους ανθρώπους να γίνουν αυτό που πραγματικά είναι», έγραφε η Sinéad O’Connor στην αυτοβιογραφία της με τίτλο “Rememberings”, η οποία κυκλοφόρησε το 2021.
Αυτό το φωτεινό πλάσμα, με τα τόσα σκοτάδια μέσα του, η ταλαντούχα τραγουδοποιός και ερμηνεύτρια από την Ιρλανδία με τη σπαρακτική φωνή, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 56 ετών.
Πέρα από το υπέροχο Nothing Compares 2 U που της χάρισε παγκόσμια αναγνώριση, ήταν μια σπάνια περίπτωση αντισυμβατικής ποπ καλλιτέχνιδας με πανκ ψυχή, που στα τραγούδια της, αλλά και δημοσίως, μιλούσε για θέματα τα οποία λίγοι τολμούσαν να αγγίξουν: παιδική κακοποίηση, ιστορία της Ιρλανδίας, πόλεμος, ζητήματα ψυχικής υγείας, οργανωμένη θρησκεία. Γι’ αυτό και η μουσική βιομηχανία την πολέμησε. Δεν μπόρεσε να την υποτάξει στα στενά της όρια, στις συχνά ανέμπνευστες απαιτήσεις της.
Όσο γρήγορα εκτοξεύτηκε η φήμη της Sinéad O’Connor στα τέλη της δεκαετίας του 1980, τόσο απότομη ήταν και η πτώση της λίγα χρόνια αργότερα. Όμως τη διαδρομή της, την όρισε η ίδια. Κάποιοι τη χαρακτήριζαν με ευκολία «περίεργη», παρακολουθώντας όμως τη στάση της απέναντι στη ζωή, δεν μπορείς παρά να την περιγράψεις ως μια σχεδόν αναρχική φιγούρα, που καμία σχέση δεν είχε με τη βιομηχανία της pop στην οποία την κατέτασσαν. Η τόλμη της ήταν πρωτόγνωρη για την εποχή. Όταν κοντραριζόταν με θεσμούς που θεωρούσε σαθρούς, όπως αυτός της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας, το έκανε με ανυπέρβλητη ειλικρίνεια, σφοδρότητα και αυθεντικότητα.
Αυτή η βαθιά βασανισμένη γυναίκα, αγωνίστηκε μόνη της κόντρα σε όλα: στην ψυχολογική και σωματική βία που υπέστη ως παιδί από τη μητέρα της (μιλάμε για σοκαριστικές περιγραφές γεγονότων που την τραυμάτισαν για μια ζωή), στη σεξουαλική κακοποίηση, στη θρησκευτική καταπίεση, αλλά και στην παντοδύναμη τότε μουσική βιομηχανία.
Η Sinéad Marie Bernadette O’Connor γεννήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1966 στο Glenageary του Δουβλίνου. Οι γονείς της χώρισαν όταν ήταν οκτώ ετών και η Sinéad, μαζί με δύο από τα τέσσερα αδέλφια της, πήγε να ζήσει με την ψυχικά άρρωστη και κακοποιητική μητέρα της. Στο τραγούδι “Fire on Babylon” του 1994 αναφέρεται σε αυτό το θέμα, ενώ υποστήριζε τα κακοποιημένα παιδιά σε όλη της τη ζωή. «Η αιτία όλων των προβλημάτων του κόσμου, όσον αφορά εμένα, είναι η παιδική κακοποίηση», είχε δηλώσει το 1991.
Μετά από μερικές μικρές περιπέτειες με το νόμο, στάλθηκε σε ένα σκληρό καθολικό αναμορφωτήριο. Εκεί, η ζωή της άρχισε να αλλάζει χάρη στην αδελφή Μάργκαρετ, η οποία την πήγε σε ένα πανκ ροκ κατάστημα ρούχων στο Δουβλίνο όπου, εκτός από ρούχα, της αγόρασε την πρώτη της κιθάρα και ένα βιβλίο με συγχορδίες για τραγούδια του Μπομπ Ντίλαν. Στη συνέχεια, της έφερε έναν δάσκαλο κιθάρας, ο οποίος με τη σειρά του έφερε σε επαφή την έφηβη O’Connor με τους In Tua Nua, ένα συγκρότημα που είχε υπογράψει στη νεοϊδρυθείσα δισκογραφική εταιρεία των U2. Στα 15 της συνυπέγραψε μαζί τους το κομμάτι “Take My Hand”. Παρόλο που η O’Connor ήταν πολύ μικρή για να περιοδεύσει, έδωσε συναυλίες στο Δουβλίνο, προσελκύοντας τελικά την προσοχή της δισκογραφικής εταιρείας Ensign με έδρα το Λονδίνο. Σε ηλικία μόλις 18 ετών υπέγραψε το πρώτο της συμβόλαιο και κατάφερε να φύγει από το Δουβλίνο. «Ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου», θα γράψει στο “Rememberings”.
Αντιδρώντας στις απαιτήσεις της δισκογραφικής, ξυρίζει το κεφάλι τηςΣτις αρχές της καριέρας της, όπως αφηγείται η ίδια, στελέχη της Ensign Records της ζητούσαν να σταματήσει να κόβει τόσο κοντά τα μαλλιά της και να αρχίσει να φοράει κοντές φούστες με ψηλές μπότες και κάποια «γυναικεία» αξεσουάρ, όπως σκουλαρίκια, κολιέ, βραχιόλια «και άλλα θορυβώδη αντικείμενα τα οποία δεν υπήρχε περίπτωση να φορέσω δίπλα σε μικρόφωνο». Όταν συζήτησε αυτές τις απαιτήσεις με τον μάνατζέρ της, εκείνος την προέτρεψε να ξυρίσει το κεφάλι της. Κι έτσι κι έκανε, την επόμενη κι όλας μέρα. Ήταν 19 ετών κι ετοιμαζόταν για την πρώτη επαναστατική της πράξη κόντρα στη μουσική βιομηχανία, λίγο πριν βγει ο πρώτος της δίσκος.
Στη βιογραφία της αφηγείται ότι πήγε σε ένα ελληνικό μπαρμπέρικο στην Ιρλανδία και είπε στον νεαρό Έλληνα κομμωτή «θέλω να μοιάσω με αγόρι», πράγμα που χρειάστηκε να του εξηγήσει και με χειρονομίες «μιας και δεν μιλούσα καθόλου ελληνικά». Εκείνος σάστισε τόσο, που έτρεξε στο τηλέφωνο – καλώντας μάλλον τον ιδιοκτήτη του κουρείου – ενώ είχε βουρκώσει. Την παρακάλεσε, ενώνοντας τα χέρια του σαν σε προσευχή, λέγοντας πως έχει πανέμορφα μαλλιά, όμως εκείνη ήταν αποφασισμένη. Σε κάθε τούφα που της έκοβε, μονολογούσε, «τι θα πει ο πατέρας σου, τι θα πει ο αδερφός σου, τι θα πει το αγόρι σου!», φοβούμενος τυχόν επιθέσεις από τους δικούς της. «Κατάφερα να τον πείσω ότι είμαι η μόνη που ορίζω τη μοίρα μου, παρά το γεγονός ότι είμαι γυναίκα». Όταν ολοκλήρωσε το ξύρισμα του κεφαλιού της, η Sinéad το λάτρεψε. «Τώρα κανείς δεν θα νοιάζεται για το τι φοράω». Πού να φανταζόταν ότι εκείνη τη στιγμή είχε δημιουργήσει ένα στιλ που θα θεωρούνταν εμβληματικό.
Η απαίτηση για τερματισμό της εγκυμοσύνης τηςΛίγο πριν από την κυκλοφορία του πρώτου της άλμπουμ, “The Cobra and the Lion”, που θα την έκανε σταρ, ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος. Η δισκογραφική εταιρία, της σύστησε ένα γιατρό για να τερματίσει την εγκυμοσύνη. Όταν επισκέφθηκε το γιατρό, εκείνος της είπε χαρακτηριστικά, «η δισκογραφική σου έχει ξοδέψει εκατό χιλιάδες λίρες για την ηχογράφηση του δίσκου. Είναι χρέος σου προς εκείνους, να μη γεννήσεις αυτό το παιδί». Της είπε κι άλλα πολλά, όπως ότι μια γυναίκα μουσικός δεν μπορεί να έχει παιδιά, διότι μια γυναίκα δεν μπορεί να αφήνει τα παιδιά και να φεύγει για περιοδείες. Όπως ήταν επόμενο, η Sinéad O’Connor δεν υπάκουσε στις απαιτήσεις τους και κράτησε το παιδί. Ήταν όμως χρεωμένη εκατό χιλιάδες λίρες. Έπρεπε να ηχογραφήσει εξ αρχής το δίσκο, μόνη της.
“The Lion and the Cobra”Η εταιρεία υπολόγιζε ότι ο δίσκος θα πουλούσε περίπου 25.000 αντίτυπα- αντ’ αυτού, πούλησε 2.500.000 κόπιες παγκοσμίως. Το “The Lion and the Cobra” χάρισε στην O’Connor μια υποψηφιότητα για Grammy το 1989 για την καλύτερη γυναικεία ροκ φωνητική ερμηνεία (το βραβείο κέρδισε η Tina Turner). Ως ένδειξη υποστήριξης προς τους καλλιτέχνες που μποϊκοτάρισαν την τελετή για να διαμαρτυρηθούν για την απόφαση των βραβείων Grammy να μην μεταδώσουν τηλεοπτικά το βραβείο για την καλύτερη ραπ ερμηνεία, η O’Connor εμφανίστηκε με το λογότυπο των Public Enemy στο πλάι του κεφαλιού της.
Την ήδη μεγάλη επιτυχία του πρώτου δίσκου της, ξεπέρασε η αμέσως επόμενη δουλειά της, το βραβευμένο με Grammy άλμπουμ “I Do Not Want What I Haven’t Got”, το οποίο περιλάμβανε το πιο επιτυχημένο της single, τη διασκευή του τραγουδιού Nothing Compares 2 U, του Prince. Το κομμάτι έφτασε στην κορυφή των charts στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ιρλανδία και τις ΗΠΑ, βοηθούμενο και από το εντυπωσιακό βίντεο που σκηνοθέτησε ο John Maybury, εστιάζοντας με κοντινό πλάνο στο πρόσωπό της καθώς τραγουδούσε. Κατά τη διάρκεια της ερμηνείας της στα γυρίσματα του βίντεο, δάκρυα κυλούν από τα μάτια της καθώς – όπως είχε δηλώσει – το τραγούδι της θύμιζε την απώλεια της μητέρας της, η οποία είχε πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα το 1985.
Υποσχέθηκε να σταματήσει να ερμηνεύει ζωντανά το τραγούδι το 2015, αλλά το επανέφερε για την τελευταία της περιοδεία λίγα χρόνια αργότερα.
Στο βιβλίο “Rememberings”, η Sinéad O’Connor περιγράφει και μια τρομακτική συνάντηση με τον Prince, ο οποίος την προσκάλεσε στην έπαυλή του και αφού της έκανε διάφορες παρατηρήσεις για τον τρόπο που μιλά στις συνεντεύξεις, τη χτύπησε με ένα σκληρό αντικείμενο που ήταν χωμένο στη μαξιλαροθήκη του. Η σκηνή εξελίσσεται σαν να παρακολουθείς ταινία θρίλερ. Η O’Connor αφηγείται πως προσπάθησε να το σκάσει με τα πόδια στη μέση της νύχτας, μόνο και μόνο για να την ακολουθήσει ο Prince με το αυτοκίνητό του, να πηδήξει έξω και να την κυνηγήσει γύρω από τον αυτοκινητόδρομο.
Στην αυτοβιογραφία της δεν θα μπορούσε να μην αναφερθεί και στη θρυλική πλέον εμφάνισή της στην τηλεοπτική εκπομπή Saturday Night Live, τον Οκτώβριο του 1992, όπου τραγούδησε ζωντανά μια a capella εκδοχή του “War” του Bob Marley. Είχε όμως αλλάξει τους στίχους, για να μιλήσει για την κακοποίηση παιδιών μέσα στη Ρωμαιοκαθολική εκκλησία και στο τέλος του τραγουδιού έσκισε μια φωτογραφία του Πάπα Ιωάννη Παύλου ΙΙ, σε ζωντανή μετάδοση. Επικράτησε πανζουρλισμός. Οι παραγωγοί της εκπομπής δεν είχαν την παραμικρή ιδέα – στις πρόβες η Sinéad O’Connor είχε κρατήσει τη φωτογραφία ενός παιδιού πρόσφυγα. Και δεν επρόκειτο για μια οποιαδήποτε φωτογραφία του Πάπα, αλλά αυτή που βρισκόταν στον τοίχο της κρεβατοκάμαρας της μητέρας της «από την ημέρα που ο γαμιόλης ενθρονίστηκε το 1978». Οι αντιδράσεις σφοδρές. Κόσμος διαδήλωνε εναντίον της. Η Madonna δεν την υποστήριξε, o ηθοποιός Joe Pesci έφτασε μέχρι και να πει δημοσίως ότι αν το είχε κάνει αυτό σε δική του εκπομπή, θα την είχε χτυπήσει. Η καριέρα της – ή μάλλον η πρώτη φάση της – έδειξε να τελειώνει μετά από αυτό – αν και η ίδια θεωρούσε ότι η κίνηση αυτή την έβαλε στην ορθή πορεία.
Και τι θα πει, άλλωστε, «επιτυχημένη καριέρα», με ποια κριτήρια μετριέται η επιτυχία; «Ήμουν πολύ νέα όταν εκτοξεύτηκε η καριέρα μου. Ποτέ δεν είχα, ή δεν βρήκα το χρόνο, για να ανακαλύψω τον εαυτό μου», θα πει στο “Rememberings”, «αλλά νομίζω ότι σε αυτό το βιβλίο θα δείτε ένα κορίτσι που καταφέρνει να βρει τον εαυτό του, όχι μέσω της επιτυχίας στη μουσική βιομηχανία, αλλά με το να χάσει τα λογικά του. Το θέμα είναι ότι αφού κανείς τα χάσει, τα ξαναβρίσκει και παίζει το παιχνίδι καλύτερα. Τώρα είμαι μεγαλύτερη και διαφορετική. Άρα αυτό εδώ είναι μόνο το πρώτο μέρος από τα απομνημονεύματά μου. Η πρόθεσή μου είναι να ζήσω μια μεγάλη σε διάρκεια ζωή και να κρατάω ημερολόγια αυτή τη φορά, ώστε να μην ξεχνώ».
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, είχε σταματήσει να κάνει μεγάλες δισκογραφικές επιτυχίες, αλλά ποτέ δεν σταμάτησε να κάνει μουσική. Εκτός από τα δικά της τραγούδια, η O’Connor ερμήνευσε με τον δικό της τρόπο ιρλανδικά λαϊκά τραγούδια, reggae και θρησκευτική μουσική, αποδεικνύοντας ότι μπορούσε να υποστηρίξει σχεδόν κάθε μουσικό είδος, ενώ η φωνή της παρέμενε αναλλοίωτη.
Το 2018 ασπάστηκε το Ισλάμ και υιοθέτησε το όνομα Shuhada Sadaqat («αληθινός μάρτυρας»). Άρχισε επίσης να επαναδιεκδικεί τη μουσική της κληρονομιά, παίζοντας μια σειρά από sold-out συναυλίες και αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές. Το 2021, ανέφερε στο “Rememberings” πως ήταν σε καλό δρόμο με την ταλαιπωρημένη ψυχική της υγεία, μετά από πολλές προσωπικές περιπέτειες. Ωστόσο, το 2022 η απώλεια του δεκαεπτάχρονου γιου της, Shane, οδήγησε τη Sinéad O’Connor να ακυρώσει τις συναυλίες της, λόγω της συνεχιζόμενης θλίψης που της προκάλεσε το τραγικό αυτό γεγονός.
—
Με πληροφορίες από:
Rememberings, αυτοβιογραφία της Sinéad O’Connor (Ιούνιος 2021)
https://www.nytimes.com/2021/05/18/arts/music/sinead-oconnor-rememberings.html
https://www.vulture.com/article/sinead-oconnor-nothing-compares-grammys.html
https://www.theguardian.com/music/2012/sep/21/sinead-o-connor-pope-photo
https://www.rollingstone.com/music/music-news/sinead-oconnor-dead-obituary-200764