Νικηφόρος Βρεττάκος: Ο ποιητής «του φωτός και της αγάπης»
Σαν σήμερα, έφυγε από την ζωή ο Νικηφόρος Βρεττάκος, ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές που εξύμνησε την αγάπη ως πανάκεια όλων.
Ο αγαπημένος ποιητής της αγάπης με τη μεγάλη και χαμογελαστή καρδιά, ο Νικηφόρος Βρεττάκος, έφυγε από τη ζωή ήρεμος, με θέα τον επιβλητικό Ταΰγετο, στις 4 Αυγούστου 1991, στο οικογενειακό του κτήμα, στην Πλούμιτσα Λακωνίας.
Ήταν αναμφισβήτητα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές. Ο «ποιητής του φωτός και της αγάπης», όπως όλοι τον αποκαλούν, εξέφρασε με το έργο του το όραμα της Ειρήνης και της Δικαιοσύνης, που τόσο πολύ υποστήριζε.
Γεννημένος στις 19 Δεκεμβρίου 1911 στις Κροκεές Λακωνίας, ο Νικηφόρος Βρεττάκος έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο αγαπημένο του οικογενειακό κτήμα στην Πλούμιτσα, όπου πάντα έβρισκε την ηρεμία και την αναζωογόνησή του. Μόλις ολοκλήρωσε το Λύκειο το 1929, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα για να ξεκινήσει τις ακαδημαϊκές του σπουδές.
Το όνειρό του αυτό το διεκόπη άδοξα από οικονομικούς και οικογενειακούς λόγους, που τον ανάγκασαν να εργαστεί και να ‘παγώσει’ τις σπουδές του. Οι λόγοι αυτοί όμως, δεν στάθηκαν ικανοί να τον απομακρύνουν από το άλλο του μεγάλο όνειρο, την ποίηση. Στα τέλη του 1929 εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Κάτω από σκιές και φώτα», η οποία κέρδισε γρήγορα την προσοχή του αναγνωστικού κοινού.
Η δεκαετία του ‘30 ήταν αναμφίβολα η περίοδος της ακμής του, καθώς εξέδωσε 6 ποιητικές συλλογές, από τις οποία με διαφορά ξεχωρίζουν «Η Επιστολή του Κύκνου» του 1937 και «Το Ταξίδι του Αρχάγγελου» του 1938.
Το 1940 τιμήθηκε για πρώτη φορά με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη συλλογή του «Το μεσουράνημα της φωτιάς», ενώ το δεύτερο Κρατικό Βραβείο ήρθε το 1956, για τον συγκεντρωτικό τόμο «Τα ποιήματα 1929-1951». Τίποτα δεν μπορεί να δηλώσει την αξία του έργου του περισσότερο, από το γεγονός πως είχε προταθεί τέσσερις φορές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Το 1955 τον βρήκε να παράγει σημαντικότατο έργο ως δημοτικός σύμβουλος Πειραιά (1955-1959), αφήνοντας ως αξιοσημείωτη παρακαταθήκη την ίδρυση του Πειραϊκού Θεάτρου του Δημήτρη Ροντήρη, του Ιστορικού Αρχείου, της Φιλαρμονικής Πειραιώς, και της Δημοτικής Πινακοθήκης.
Όταν ολοκληρώθηκε η αυτοεξορία του, την οποία πραγματοποίησε στην Ελβετία μετά το πραξικόπημα των συνταγματαρχών, επέστρεψε το 1967 στην Αθήνα κατά την περίοδο της Μεταπολίτευσης και το 1982 τιμήθηκε με το τρίτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης της καριέρας του για την ποιητική σύνθεση «Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη». Στις 26 Φεβρουαρίου 1986 εξελέγη μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Λίγους μήνες πριν ‘σβήσει’ αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Το έργο του ο Πόλεμος που κυκλοφόρησε το 1935, απαγορεύτηκε κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά. Μάλιστα το έκαψαν, ανακηρύσσοντας το περιεχόμενο του ως «επικίνδυνο» και «παραπλανητικό» για το ολοκληρωτικό καθεστώς.
Η λογοκρισία του εμφανίστηκε και με έναν διαφορετικό τρόπο, μετά το τέλος του πολέμου. Τότε κυκλοφόρησε το «Δυο άνθρωποι μιλούν για την ειρήνη του κόσμου», το περιεχόμενό του οποίου ενόχλησε το ΚΚΕ, στο οποίο είχε ενταχθεί από το 1941, καθώς συμφωνούσε με τις πολιτικές του αντιλήψεις.
Το κόμμα όμως, θεώρησε ότι με το έργο του αυτό ο Νικηφόρος Βρεττάκος έδειχνε πως δεν συμφωνούσε με την πολιτική γραμμή τους και τον διέγραψε.
Ακολουθούν πέντε αγαπημένα ποιήματά του, που δίνουν μία χαρακτηριστική εικόνα του πηγαίου ταλέντου του Έλληνα ποιητή, που πίστευε πως μέσα από την αγάπη και την ομόνοια ο άνθρωπος μπορεί να καταφέρει τα πάντα και να ξεπεράσει κάθε εμπόδιο.
Ἀφῆστε αὐτὸν τὸν ὄμορφο κόσμο νὰ διαιωνίζεται
ἀνακυκλώνοντας τὸ αὔριο μὲς στὶς πηγές του ὅπως
τὸν καιρὸ ποὺ γεννήθηκα ὡς ν᾿ ἀναδύεται,
κάθε πρωί, γιὰ πρώτη φορά, μὲς
ἀπ᾿ τὶς ρόδινες γάζες τῆς γέννας του.
Σβῆστε στὸν ἥλιο τὴν κακὴ φωτιά.
Μὴ μᾶς σκοτώνετε!
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὸ νερό.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τὰ δέντρα.
Μὴ μοῦ ξεσκίστε αὐτὲς τὶς θεῖες σελίδες ποὺ τὶς γράψανε
τ᾿ ἀσύλληπτο φῶς κι ὁ ἀσύλληπτος χρόνος
κι ὅπου σταθῶ μὲ περιβάλλουν.
Μὴ μοῦ σκοτώσετε τῆς γῆς τὸ ποίημα!…
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιότητα,
ἀνάβοντας τὸ ἄστρο: «Ἀγάπη».
Ἐπιστρατέψετε τὴν αἰωνιόττητα, ἀνάβοντας
ψηλότερα ἀπ᾿ ὅλα, πάνω ἀπ᾿ τὸ ἕτοιμο
βάραθρο, τὸ ἄστρο: «Ἀνθρώπινο μέτωπο!»…
…Σᾶς παρακαλοῦμε:
Ἀφῆστε μας τὰ πράγματα. Μὴ μᾶς τὰ καῖτε.
Ἀφῆστε τὰ ἔντομα νὰ βρίσκουνε τ᾿ ἄνθη τους.
Δίχως πανί, δίχως κουπί, ἂν μᾶς σέρνει
ὁ γιαλός μας,
δίχως ἄστρο ἂν μᾶς θέλει ἡ νύχτα,
δίχως ἥλιο ἂν μᾶς καλεῖ ἡ ημέρα,
ποῦ εἶναι ο κόσμος;
Δὲν ξέρω, μὰ δὲν ἔμεινε καθόλου σκοτάδι.
Ὁ ἥλιος χύθηκε μέσα μου ἀπὸ χίλιες πληγές.
Καὶ τούτη τὴ λευκότητα ποὺ σὲ περιβάλλω
δὲ θὰ τὴ βρεῖς οὔτε στὶς Ἄλπεις, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἀγέρας
στριφογυρνᾶ ὡς ἐκεῖ ψηλὰ καὶ τὸ χιόνι λερώνεται.
Καὶ στὸ λευκὸ τριαντάφυλλο βρίσκεις μιὰ ἰδέα σκόνης.
Τὸ τέλειο θαῦμα θὰ τὸ βρεῖς μοναχὰ μὲς στὸν ἄνθρωπο:
λευκὲς ἐκτάσεις ποὺ ἀκτινοβολοῦν ἀληθινὰ
στὸ σύμπαν καὶ ὑπερέχουν. Τὸ πιὸ καθαρὸ
πράγμα λοιπὸν τῆς δημιουργίας δὲν εἶναι τὸ λυκόφως,
οὔτε ὁ οὐρανὸς ποὺ καθρεφτίζεται μὲς στὸ ποτάμι,
οὔτε ὁ ἥλιος πάνω στῆς μηλιᾶς τ᾿ ἄνθη. Εἶναι ἡ ἀγάπη.
Πᾶνε κι ἔρχονται οἱ ἄνθρωποι πάνω στὴ γῆ.
Σταματᾶνε γιὰ λίγο, στέκονται ὁ ἕνας
ἀντίκρυ στὸν ἄλλο, μιλοῦν μεταξύ τους.
Ἔπειτα φεύγουν, διασταυρώνονται, μοιάζουν
σὰν πέτρες ποὺ βλέπονται.
Ὅμως, ἐσύ,
δὲ λόξεψες, βάδισες ἴσα, προχώρησες
μὲς ἀπὸ μένα, κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα μου,
ὅπως κι ἐγώ: προχώρησα ισα, μὲς ἀπὸ σένα,
κάτω ἀπ᾿ τὰ τόξα σου. Σταθήκαμε ὁ ἕνας μας
μέσα στὸν ἄλλο, σὰ νάχαμε φτάσει.
Βλέποντας πάνω μας δυὸ κόσμους σὲ πλήρη
λάμψη καὶ κίνηση, σαστίσαμε ἀκίνητοι
κάτω ἀπ᾿ τὴ θέα τους –
Ἤσουν νερό,
κατάκλυσες μέσα μου ὅλες τὶς στέρνες.
Ἤσουνα φῶς, διαμοιράστηκες. Ὅλες
οἱ φλέβες μου ἔγιναν ἄξαφνα ἕνα
δίχτυ ποὺ λάμπει: στὰ πόδια, στὰ χέρια,
στὸ στῆθος, στὸ μέτωπο.
Τ᾿ ἄστρα τὸ βλέπουνε, ὅτι:
δυὸ δισεκατομμύρια μικροὶ γαλαξίες καὶ πλέον
κατοικοῦμε τὴ γῆ.