Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Το φετινό πρώτο ετήσιο προσκύνημα στην Επίδαυρο με βρήκε κάτω από έναν υπέροχο έναστρο ουρανό να χαζεύω το ενδιαφέρον εικαστικό τοπίο που έχει στηθεί στην ορχήστρα του αργολικού θεάτρου για την παράσταση «Βατράχια» – το επιδαύριο ντεμπούτο της Έφης Μπίρμπα, που ανυπομονούσα από την πρώτη κιόλας στιγμή να δω. Το εικαστικό αυτό τοπίο αποτελείται από έναν καθρέφτη που «ντύνει» όλη της την επιφάνεια της ορχήστρας (στοιχείο που προσέφερε ένα γοητευτικό παιχνίδι με τις αντανακλάσεις κατά τη διάρκεια της κίνησης των ηθοποιών επί σκηνής) και έναν τεράστιο μπόγο καλυμμένο με ύφασμα, όπου πάνω του σκοινιά συγκρατούν σφιχτά καρέκλες και τραπέζια – μια μινιμαλιστική εικαστική εγκατάσταση που μάλιστα στο τέλος αποκαλύπτει κάτω από το ύφασμα μια γιγάντια, εντυπωσιακή καρδιά. Πολύ σύντομα έπιασα τον εαυτό μου να χάνεται στην ονειρική διάσταση που έδωσε στην όλη ατμόσφαιρα η σκηνοθέτις με τη γεμάτη συνειρμούς ματιά της. Στα πιο εντυπωσιακά στοιχεία της παράστασης οι στιγμές που ο Χορός των γυναικών με υπέροχα φορέματα με κρινολίνα κινείται με απόλυτο συγχρονισμό κινήσεων σαν καλο-κουρδισμένες κούκλες που βαδίζουν πάνω σε νερό – μία αίσθηση που προσφέρει ο αντικατοπτρισμός τους πάνω στην επένδυση του καθρέπτη που ανέφερα πριν. Οι ερμηνείες, πραγματικά, όλων των ηθοποιών ήταν καθηλωτικές – ωστόσο δεν γίνεται να μην κάνω ειδική αναφορά στον συγκλονιστικό μονόλογο της Ηλέκτρας Νικολούζου. Εν ολίγοις, Μπίρμπα- Σερβετάλης μάς χάρισαν μια επιτυχημένη αισθητηριακά σύγχρονη διασκευή που πραγματεύεται την αξία της ποίησης και της ομορφιάς στην κοινωνία μας, δημιουργώντας την συγκινησιακή φόρτιση εκείνη που θέλαμε (και περιμέναμε) να μάς δημιουργήσει.
Ευδοκία Βαζούκη
Άνδρες, γυναίκες και παιδιά διαφόρων ηλικιών ντυμένοι από πάνω μέχρι κάτω στα ροζ ξεχύνονται εδώ και 3 εβδομάδες στους κινηματογράφους για την πολυσυζητημένη «Barbie» της Greta Gerwig, την ταινία φαινόμενο που κοντεύει ήδη τα 1 δισεκατομμύριο δολάρια στο box office (έχοντας ξεπεράσει κατά πολύ το ανταγωνιστικό «Oppenheimer» του Nolan, προς έκπληξη όλων).
Η ταινία αφορά τη διασημότερη κούκλα του κόσμου της εταιρείας Mattel, την οποία δικαίως ενσαρκώνει η Margot Robbie κι ανεβάζει την ταινία πολλά επίπεδα, όχι μόνο για την συγκλονιστική ομορφιά της, αλλά και την πολυεπίπεδη ερμηνεία της. Το κάδρο ανοίγει με μια παρωδία του «2001: A space Odyssey» και την Barbie να καταλαμβάνει τον κόσμο και τα όνειρα των μικρών κοριτσιών. Στη συνέχεια μεταφερόμαστε στη φανταστική χώρα της Barbie, όπου όλα λειτουργούν ιδανικά για εκείνη και τις υπόλοιπες ξεχωριστές κούκλες. Παράλληλα, συνυπάρχουν μαζί τους οι Ken, που η μόνη τους δουλειά είναι κυριολεκτικά «παραλία» και βρίσκονται σε δεύτερη μοίρα, πλήρως εξαρτημένοι από τις Barbies.
Η Margot Robbie λοιπόν είναι η απεικόνιση της original, στερεοτυπικής Barbie: δεν είναι ούτε γιατρός, ούτε έχει κερδίσει Nobel, ούτε έχει γίνει πρόεδρος όπως οι άλλες εκδοχές του παιχνιδιού. Είναι απλώς το αντικειμενικά όμορφο πρότυπο γυναίκας που δεν χρειάζεται να προσπαθήσει για κάτι περισσότερο. Πάντα δίπλα της, να παρακαλεί για ένα της βλέμμα, ο δικός της Ken, ο ανέλπιστα συναρπαστικός στον ρόλο, Ryan Gosling. Κι εκεί που όλα ρέουν όπως πάντα στην Barbieland, η ηρωίδα μας αποκτά συνείδηση: αρχίζει να αγχώνεται, να σκέφτεται τον θάνατο, να κοιμάται και να ξυπνάει άσχημα και να βγάζει κυτταρίτιδα. Όσο ο δικός της κόσμος γκρεμίζεται, πρέπει να ταξιδέψει στον πραγματικό κόσμο, για να μπορέσει να καταλάβει τι πάει λάθος με εκείνη.
Φτάνοντας στη δική μας διάσταση, η Barbie και ο Ken θα έρθουν αντιμέτωποι με κάτι που δεν περίμεναν: επικρατεί πατριαρχία κι οι γυναίκες ακόμα παλεύουν για μια δίκαιη αντιμετώπιση. Όσο η Barbie καταρρακώνεται, τόσο η αυτοπεποίθηση του Ken φτάνει στα ύψη, αφού συνειδητοποίει ότι το σύμπαν είναι τελικά ανδροκρατούμενο και μπορεί κι εκείνος να πάρει τον έλεγχο των πάντων γύρω του. Από αυτό το σημείο της ταινίας, όλα παίρνουν την κάτω βόλτα κι η ιστορία εξελίσσεται σε μια μάχη των φύλων για το ποιος θα υπερισχύσει στην Barbieland. Αναδεικνύοντας τα προβλήματα της σύγχρονης γυναίκας σε μια πατριαρχική κοινωνία αλλά και την καταδικασμένη μονοδιάστατη ταυτότητα του άντρα, η ταινία αγγίζει θέματα που δεν περιμένεις να δεις σε live-action μιας κούκλας.
Η Gerwig κατάφερε να φέρει μαζί ένα απόλυτο all-star cast που τράβηξε τον κόσμο στις αίθουσες, εξερεύνησε βαθιά θέματα και περιέλαβε αρκετά meta αστεία, μένοντας όμως πιστή στην ανάδειξη του παιχνιδιού. Η ιστορία καταλήγει βαθιά υπαρξιακή, χωρίς όμως να κουράζει και το πρωταγωνιστικό δίδυμο ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Η Margot Robbie περνάει από δεκάδες συναισθήματα, πονάει και ενθουσιάζεται βαθιά και σε παρασύρει σε ένα ταξίδι αυτό-αναζήτησης ( που ποτέ δεν θα περιμέναμε σε ταινία Barbie.) Παράλληλα, ο Gosling μετατοπίζει με το υποκριτικό του ταλέντο την προσοχή κι έχει όλα τα βλέμματα πάνω του, αφού ερμηνεύει τραγουδάει και χορεύει καθ’ όλη τη διάρκεια με πάθος αλλά και πλήρη κατανόηση του χαρακτήρα του. Σίγουρα, η ταινία δεν προσφέρει ολοκληρωμένη ματιά και λύσεις στα θέματα που θίγει -άλλωστε απλώνεται τόσο που θα ήταν αδύνατο- αλλά προβληματίζει βαθιά ενώ πιάνεις τον εαυτό σου να ξεκαρδίζεται κάθε λεπτό που περνά. Ο χαμός με το ροζ είναι δικαιολογημένος λοιπόν, κι η Gerwig έφερε εις πέρας ένα έργο που δύσκολα να κατάφερνε να δέσει με συνοχή κάποιος άλλος. Αν δεν το έχετε κάνει ήδη, διαλέξτε ένα καλοκαιρινό, ροζ outfit και βυθιστείτε στον κόσμο της Barbie για 120 λεπτά.
Σπύρος Χαϊντούτης
Την προηγούμενη εβδομάδα επέλεξα να περάσω ένα πολύ όμορφο τετραήμερο στη Σύρο, τη δικαίως επονομαζόμενη “αρχόντισσα” των Κυκλάδων, και δε θα μπορούσα να μην φτιάξω το πρόγραμμα των διακοπών μου έτσι ώστε να προλάβω να παρακολουθήσω και ένα μέρος του φετινού Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του νησιού, γνωστού και ως SIFF, το οποίο συνέπεσε με τις μέρες που θα βρισκόμουν εκεί. Με τίτλο Passage, δηλαδή “πέρασμα”, οι υπεύθυνοι του Φεστιβάλ επέλεξαν στην 11η διοργάνωσή του να φωτίσουν με τον δικό τους ξεχωριστό και κινηματογραφικό τρόπο την καθολική έννοια της μετάβασης αλλά και τον ολοζώντανο διάλογο ανάμεσα σε όλους εμάς τους θεατές με τον “κόσμο του κινηματογράφου”, κάθε φορά που ερχόμαστε σε επαφή με αυτόν. Όπως πάντα, έτσι και φέτος, το SIFF επέλεξε να δώσει έμφαση στο νησί που για πάνω από μία δεκαετία το φιλοξενεί με αγάπη, και πραγματοποίησε τόσο τις προβολές όσο και τις δράσεις του σε ιστορικά σημεία της Σύρου.
Την προηγούμενη Παρασκευή λοιπόν, το SIFF ξεκίνησε για 11η φορά το κινηματογραφικό του ταξίδι στον “εξωτικό” θερινό κινηματογράφο “Παλλάς”, με μία από τις πιο χαρακτηριστικές Ιρανικές ταινίες, το «Ο Άνεμος θα μας Πάρει» του Αμπάς Κιαροστάμι. Με το πανέμορφο αεράκι του νησιού να μας χαρίζει τη δροσιά του, παρακολουθήσαμε έπειτα και την ταινία μικρού μήκους “FIT” της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη και κατευθυνθήκαμε λίγα μέτρα πιο μακριά, στο Cantina Analogue για το διασκεδαστικό πάρτι έναρξης του Φεστιβάλ. Τη δεύτερη μέρα ξυπνήσαμε με μία ιδιαίτερη προσμονή για τη συνέχεια του προγράμματος του SIFF, το οποίο περιλάμβανε μία πολύ διαφωτιστική παρουσίαση και συζήτηση στο ιστορικό Θέατρο Απόλλων, για το τραγικό ναυάγιο του αλιευτικού “Αντριάνα” της 14ης Ιουνίου, το οποίο μετέφερε εκατοντάδες ψυχές που είχαν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν την πατρίδα και για μέρες πάλευαν με τα κύματα, μέχρι η μοίρα να τους στείλει στα όχι και τόσο πρόθυμα, όπως δείχνουν τα στοιχεία της Forensis, χέρια της ελληνικής ακτοφυλακής, γεγονός που κόστισε τη ζωή σε πάνω από 600 ανθρώπους. (Ρίξτε μία ματιά εδώ, στην πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα του οργανισμού για το συμβάν). Το βράδυ της ίδιας μέρας, και ενώ είχαμε ενδιάμεσα απολαύσει το μπάνιο μας σε μία από τις πιο όμορφες παραλίες του νησιού, τις Αγκαθωπές, πήραμε τον σύντομο από εκεί δρόμο προς την Ντελαγκράτσια, όπου είχε στηθεί ένα πολύ ειδυλλιακό ντράιβ-ιν σινεμά. Εκεί, φιλοξενήθηκαν 3 ακόμα ξεχωριστές ταινίες, ενώ η αξέχαστη αυτή μέρα έκλεισε με ένα ακόμα διασκεδαστικό πάρτι στην παραλία Κόμιτο.
Δυστυχώς για μένα, αυτό ήταν και η τελευταία μου επαφή με το Φεστιβάλ, καθώς ανειλημμένες υποχρεώσεις με καλούσαν την Κυριακή πίσω στην Αθήνα, όμως η, αν και σύντομη, γλυκιά γεύση που πήρα με μάγεψε και με έκανε να υποσχεθώ στον εαυτό μου πως του χρόνου θα προσπαθήσω να ξανά βρεθώ στο, χωρίς υπερβολές, στολίδι των Κυκλάδων, τη Σύρο, και να παρακολουθήσω ολόκληρη τη διοργάνωση αλλά και να απολαύσω για ακόμα μία φορά τις ομορφιές του, πλέον, αγαπημένου μου νησιού. Σίγουρα λοιπόν, θα πρότεινα σε όσους επιλέξουν του χρόνου να περάσουν τις διακοπές τους στη Σύρο, να επισκεφτούν το νησί τις ημέρες του SIFF και να προμηθευτούν εγκαίρως την πρώτη μέρα του Φεστιβάλ ένα από τα ημερήσια πάσο για τις δράσεις του!
Ειρήνη Μωραΐτη
Κυριακή απόγευμα ο συνδυασμός ζέστη και Αθήνα από μόνος του οδηγεί (μερικοί σκληροπυρηνικοί θα λέγανε στη παραλία αλλά ας το παραδεχθούμε λίγοι είμαστε που αντέχουμε την κίνηση της επιστροφής) σε Netflix and chill. Οπότε κ εμείς ανοίξαμε air condition, πήραμε μια αναπαυτική θέση στο καναπέ και ανοίξαμε την δημοφιλή πλατφόρμα. Το πρώτο που έβγαλε αυτό και είδαμε. Μια δραματική – αισθηματική Ισπανική μίνι σειρά 5 επεισοδίων που έχει μπει στα Τop 10 του Netflix. «Μια Τέλεια Ιστορία/ Un cuento perfecto», λοιπόν, της συγγραφέως Elísabet Benavent, την οποία γνωρίσαμε από την πετυχημένη σειρά «Βαλέρια». Κάνει το θαύμα της και σε αυτή την σειρά όπου την απολαμβάνεις εύκολα σ’ ένα απόγευμα για να περάσει ευχάριστα η ώρα. Δεν θα δεις «μεγάλες» ερμηνείες, αλλά θα καταλάβεις πολλά για τις ανθρώπινες σχέσεις και πόσο περίπλοκες μπορούν να γίνουν, σε συνδυασμό με υπέροχες εικόνες και τοπία που προβάλει. Για την ακρίβεια η ιστορία δεν ήταν ακριβώς…τέλεια αλλά μάς δίδαξε ότι όταν κάτι σου προκαλεί αγχος τότε μπορεί και να μην είναι το ιδανικό για εσένα. Η σειρά ακολουθεί την Μαργκότ, μια κληρονόμο μιας μεγάλης ξενοδοχειακής αυτοκρατορίας που το σκάει από τον γάμο της, αρχίζει να νιώθει χαμένη, μέχρι που γνωρίζει τον Νταβίντ ο οποίος επιβιώνει με τρεις δουλειές και κοιμάται στον καναπέ με τους καλύτερους του φίλους. Όταν η τύχη ενώσει τους δρόμους τους, θα ανακαλύψουν ότι έχουν περισσότερα κοινά από όσα νομίζουν και ότι είναι οι μόνοι ικανοί να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον να ανακτήσουν τους συντρόφους τους. Όμως το υπέροχο χάος του Νταβίντ είναι αυτό που θα βοηθήσει την Μαργκότ να βρει τον δρόμο της μέσα από ένα αναπάντεχο ταξίδι. Οι δυο τους ξεκινούν με αφετηρία την Ισπανία, συνεχίζουν στην Ελλάδα και τα ελληνικά νησιά, κι εκεί ανακαλύπτει ο καθένας αυτό που χρειάζεται για τον εαυτό του και καταλήγουν ποιος ξέρει που…
Βασιλική Αγγελούδη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Το Λοκάλι. Άλλο ένα διαμαντάκι στην περιοχή του Ψυρρή που άργησα να ανακαλύψω. Μόλις 7 λεπτά μακριά από τον σταθμό του μετρό στο Μοναστηράκι, το all-day café bar ξεπετιέται σαν μικρή όαση μπροστά στο χαώδες κέντρο της Αθήνας. Το βράδυ της Πέμπτης με την όμορφη παρέα μου, ψάχναμε κάπου να κάτσουμε, καταλήγοντας εν τέλει σε ένα αδιέξοδο, στον αριθμό 44 της οδού Σαρρή, εκεί που κάποτε στεγαζόταν το Σινέ Ψυρρή. Η ταράτσα ήταν γεμάτη, όμως καθίσαμε στον κήπο, ο οποίος ήταν εξίσου όμορφος. Χρωματιστά φωτάκια, χαλαρή pop μουσική σε συνδυασμό με τα καταπράσινα δέντρα που στολίζουν τον κήπο, συνθέτουν μία ιδανική επιλογή για ένα χαλαρό ποτό στην καρδιά της πόλης. Εγώ προτίμησα μια δροσιστική λευκή σαγκριά που απόλαυσα πολύ, ενώ οι φίλοι μου πήραν διάφορα πολύχρωμα κοκτέιλ. Πρόκειται για ένα μαγαζί παντός καιρού και γούστου. Είτε είστε του καφέ, του φαγητού, είτε του ποτού, το Λοκάλι σερβίρει όλη μέρα αμέτρητες επιλογές. Και από κάτι κλεφτές -και λιγάκι πεινασμένες- ματιές που έριχνα σε γύρω τραπέζια, νόστιμα και προσεγμένα πιάτα. Το κλίμα που αποπνέει, πολύ χαλαρό και ευχάριστο. Με έκανε να θέλω να ξαναπάω κι ας μην είχα καν φύγει ακόμα. Σίγουρα θα επιστρέψω, με διάθεση να υποκύψω σε κάθε πειρασμό που θα βρεθεί μπροστά μου…
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Την προηγούμενη εβδομάδα είχα την ευκαιρία να επισκεφτώ την Καλαμάτα με αφορμή το εξαιρετικό φεστιβάλ κλασικής και τζαζ μουσικής «Διεθνείς Μουσικές Ημέρες Καλαμάτας». Την πρωτεύουσα της Μεσσηνίας δεν κουράζεσαι να την περπατάς και να ανακαλύπτεις τις πολυάριθμες εκπλήξεις που κρύβει για τον επισκέπτη της. Σε μια από αυτές τις εξερευνήσεις, στο ιστορικό κέντρο της πόλης και συγκεκριμένα στη γωνία των οδών Αμφείας 5 και Γερμάνου, πέσαμε πάνω στο ζαχαροπλαστείο με ζαχαρωτά «Laoura’s candy shop». Μπαίνοντας μέσα «ταξίδεψα» στην παιδική μου ηλικία, όταν το σπίτι της γιαγιάς μου ήταν γεμάτο γλυκά κεράσματα για τα εγγόνια της. Στον παιχνιδιάρικο και πολύχρωμο κόσμο του «Laoura’s candy shop» θα βρει κανείς μεγάλη ποικιλία με γλειφιτζούρια, καραμέλες, marshmallow, ζελεδάκια και άλλα ζαχαρωτά και γλυκίσματα. Εγώ επέλεξα δύο κλασικά χρωματιστά γλειφιτζούρια με extra πινελιά θαλάσσια ζωάκια στο μπροστινό μέρος. Από το μαγαζί έφυγα με ένα τεράστιο χαμόγελο και τον αυθόρμητο «παιδικό» ενθουσιασμό μου στα ύψη.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Κάθε καλοκαίρι η κατάσταση στις παραλίες – της Αθήνας και των περισσότερων νησιών – γίνεται όλο και χειρότερη. Όλοι μπορούν να καταλάβουν για ποια “κατάσταση” μιλάω. Οι ξαπλώστρες και τα beach bar φαίνονται να εξαπλώνονται σε όλο και περισσότερες αμμουδιές, την ίδια στιγμή που οι τιμές των “σετ” αυξάνονται σε ολο και πιο αστρονομικά ποσά. Το να επισκέπτεσαι κάθε χρόνο την αγαπημένη σου παραλία – εκείνη που πήγαινες από μικρή – και να βλέπεις την φυσική ομορφιά να δίνει την θέση της σε επιχειρήσεις που εννοείται δεν σέβονται ούτε τη φύση, ούτε όμως και τους λουόμενους, είναι απερίγραπτα απογοητευτικό. Εννοείται υπάρχουν και εξαιρέσεις. Για παράδειγμα στη Σίφνο φέτος μου έκανε τρομερά θετική εντύπωση το γεγονός ότι στις περισσότερες από τις πιο δημοφιλείς παραλίες του νησιού (συγκεκριμένα στη Χρυσοπηγή, την Χερρόνησο, το Αποκοφτό, αλλά και στο Κάστρο), είτε δεν υπάρχει ίχνος ξαπλώστρας, με τα δέντρα να σου χαρίζουν απλόχερα την απαραίτητη σκιά, είτε όσα beach bar υπήρχαν, σέβονταν σε μεγάλο βαθμό την παραλία και τη φυσική της ομορφιά, χωρίς να παρεμβαίνουν στη φύση και εννοείται χωρίς να βάζουν δυνατά μουσική, σεβόμενοι ότι μερικοί άνθρωποι πάνε στη θάλασσα, για να χαλαρώσουν. Νομίζω, αυτές οι αμμουδιές είναι φωτεινά παραδείγματα, που αποδεικνύουν ότι δεν χρειάζεσαι τίποτα περισσότερο από πλούσια δέντρα για σκιά και μια πετσέτα για να χαρείς το μπάνιο σου. Και μιας και μιλάμε για “πετσέτες”, τις τελευταίες εβδομάδες γίνεται όλο και περισσότερο λόγος για το λεγόμενο “κίνημα της πετσέτας”, όπως το έχουν ονομάσει για να διακωμωδούν μάλλον όλους εμάς, που πράγματι ελπίζουμε να πάρει τις διαστάσεις ενός κινήματος το αυτονόητο που ζητάμε: να τηρούνται οι νόμοι και να μην καταπατωνται οι παραλίες μας, από επιχειρηματίες που τοποθετούν διπλάσιο και τριπλάσιο αριθμό ομπρελών από ότι τους επιτρέπεται. Γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτές οι παραλίες είναι δικές μας, ανήκουν σε όλους μας και θα έπρεπε να έχουμε όλοι ίση πρόσβαση σε αυτές, χωρίς καμία παρεμπόδιση.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Είχα παρακολουθήσει πέρσι το «Τι ζούμε, ρε;» και ήθελα οπωσδήποτε να δω και τη νέα παράσταση. Το δροσερό, γεμάτο από κόσμο Άλσος ήταν για ακόμη μια φορά ιδανικό για τη στέγαση αυτής της πλούσιας παραγωγής και του υπέρλαμπρου καστ που συντονιζόταν από τη σκηνοθεσία του Θοδωρή Αθερίδη και του Φωκά Ευαγγελινού. Ωστόσο δε βρήκα τα θέματα της επιθεώρησης της Δήμητρας Παπαδοπούλου τόσο
ευρηματικά και σίγουρα όχι επικαιροποιημένα. Αναμοχλεύθηκαν τα περσινά, αυτή τη φορά όμως πιο ξεκρέμαστα και ακατάληκτα. Μου έλειψαν αναφορές σε σημαντικά επίκαιρα θέματα (ανασφάλεια στις μεταφορές, αναφορές στην Επίδαυρο ή στους καλλιτέχνες, νέοι και εξωτερικό, παιδεία κ.α) κάτι που μάλλον οφείλεται στη κειμενική ακαμψία και γενικολογία. Σαν νέα θεατής επίσης αισθάνθηκα ότι το κείμενο δεν απευθύνεται στη νεολαία και σε προβλήματα που μπορούν να υποστούν γόνιμη κριτική/επιθεώρηση, όπως επίσης μέρη του έργου όπως τα slangs και οι νεωτερισμοί ήταν κάπως παρωχημένοι (όλοι ξέρουμε τι σημαίνει το τσίλαρε!). Το κομμάτι με τα ριάλιτι που καταλαμβάνει σημαντικό μέρος των σκετς, απλά αναπαριστούσε τη κατάσταση στην υπερβολή της χωρίς μια εναλλακτική ανάγνωση, ενώ και οι φωνές όλων αναμειγνύονταν και χάνονταν ατάκες μέσα την ένταση και τον ειρμό του λόγου. Άλλα θέματα του κειμένου όπως οι σχέσεις αντρών γυναικών αλλά και τα φύλα θα μπορούσαν να θίγονται με πιο πρόσφατες αναφορές. Ακόμα και στα πολιτικά δεν είδαμε κάτι παραπάνω από αυτά που όλοι σκεφτόμαστε. Σε μια πιο συνολική νότα, η τρίωρη παράσταση είναι ευχάριστη και πραγματικά πλούσια στο στήσιμό της, αν και δεν αποσπάει τόσο το γέλιο του κόσμου ειδικά στο
δεύτερο μέρος της. Είναι απόλαυση να παρακολουθείς τους ηθοποιούς και τους χορευτές να υπηρετούν αυτό το ύφος και να κάνουν show επί σκηνής. Ο Λευτέρης Ελευθερίου και ο Θανάσης Αλευράς αναμφίβολα διακρίνονται ερμηνευτικά. Η αίσθηση που έχω όμως είναι ότι η παράσταση είχε μια αμηχανία και πολλές ανεκπλήρωτες προοπτικές.
Λίνα Ρόκα