Έγραφα από πολύ μικρή. Την πρώτη μου ιστορία την έγραψα εφτά χρονών – και σ’ αυτή βασίστηκε και το μετέπειτα βιβλίο μου «Το δέντρο που είχε φτερά». Κι ενώ πάντα έγραφα πεζογραφία επίσημα, πρωτοεμφανίστηκα ως θεατρική συγγραφέας με το έργο «Η μυστική συνταγή της Φραντσέσκα Ντρίμερ» που βραβεύτηκε το 2000.
Με τη λογοτεχνία για παιδιά και νέους ξεκίνησα μάλλον τυχαία,έπειτα από παρότρυνση ενός καλού μου φίλου, θεατροπαιδαγωγού, του Ηλία Πίτσικα. Μου είχε ζητήσει ένα μικρό θεατρικό για την ομάδα του. Κι επειδή άρεσε τόσο εκείνη η ιστορία, με παρότρυνε να την αναπτύξω και να γράψω βιβλίο. Και κάπως έτσι έγινε η αρχή με τους περίφημους «Ονειροφύλακες» που εκδόθηκαν από τις εκδόσεις Πατάκη το 2004. Και μετά απλά… κόλλησα, επειδή το να βλέπω τον κόσμο μέσα από τα μάτια των παιδιών και των νέων ήταν κάτι που με γοήτευε, κι εξακολουθεί να με γοητεύει, ενώ μ’ έκπληξη κι ανακούφιση συνειδητοποιώ ότι μου ταίριαξε και κάπως σαν να με παρηγορούσε.
Όταν γράφεις για παιδιά και νέους το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν μπορείς παρά να είσαι όσο πιο ειλικρινής γίνεται και παράλληλα να μη νοσταλγείς. Τα παιδιά δεν νοσταλγούν, η ζωή είναι μπροστά τους. Θα πρέπει λοιπόν να είσαι απαλλαγμένη από την όποια νοσταλγία σου. Θα πρέπει να μπορείς ν’ αντικρίζεις τον κόσμο με όσο γίνεται πιο καθαρό και ανάλαφρο βλέμμα – ακόμα και όταν αναφέρεσαι σε πιο δύσκολα θέματα. Ίσως αυτή να είναι η μεγαλύτερη δυσκολία. Δεν έχεις το δικαίωμα να μεταφέρεις την όποια δική σου απαισιοδοξία ή ματαίωση – ακόμα κι όταν απευθύνεσαι σε εφήβους που βρίσκονται στην κατεξοχήν ηλικία της αμφισβήτησης. Και όταν γράφεις για μικρά παιδιά, θα πρέπει όχι να γονατίζεις και να μπουσουλάς, λογοτεχνικά μιλώντας, αλλά να βλέπεις τον κόσμο από το ύψος τους.
Με δεδομένο ότι πρόκειται μάλιστα για το ένα από τα δύο σημαντικότερα διεθνώς βραβεία της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους, δεν μπορώ παρά να αισθάνομαι ιδιαίτερα χαρούμενη και συγκινημένη.
Η σειρά παιδικών βιβλίων «Οι μεγάλοι… μικροί» προέκυψε κυρίως από μία παιδική μου διαπίστωση.Θυμάμαι ακόμη την έκπληξή μου, όταν εκεί γύρω στα δέκα μου χρόνια έμαθα ότι ο Κολοκοτρώνης, σε αντίθεση με αυτό που τον φανταζόμουν, γίγαντα δηλαδή, ήταν μάλλον κοντός. Και τότε και μόνο τότε σαν να συνειδητοποίησα ότι ήταν κι εκείνος άνθρωπος… αληθινός. Εκείνη η επίγνωση δεν με είχε κάνει να τον βλέπω υποτιμητικά, το αντίθετο θα έλεγα: είχα γοητευτεί κι ενδιαφερθεί να μάθω περισσότερα για εκείνον. Αυτή η παιδική ανάμνηση αναδύθηκε από κάποιο συρτάρι του μυαλού μου, όταν πριν από αρκετά χρόνια διάβαζα μια συνέντευξη του τότε Προέδρου της Δημοκρατίας Κωστή Στεφανόπουλου που μεταξύ άλλων περιέγραφε κι ένα περιστατικό με ποδήλατο από τα παιδικά του χρόνια. Δεν διαβάζουμε συχνά σε συνεντεύξεις αξιωματούχων αναφορές στην παιδική τους ηλικία.
Συνδυάζοντας λοιπόν την ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια μ’ εκείνη την εντύπωση,Η παιδική ηλικία είναι μια περίοδος την οποία οι ενήλικοι, τόσο άδικα και αδικαιολόγητα θέλουμε να ξεχνάμε.
σκέφτηκα ότι μπορεί να είχε ενδιαφέρον ένα βιβλίο όπου θα παρουσίαζε σημαντικές προσωπικότητες στα παιδικά τους χρόνια. Και πόσο μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα είχε για τα παιδιά να προσεγγίσουν όλους αυτούς τους σημαντικούς ανθρώπους μέσα από το παιδικό τους ανάστημα! Μέσα από το παιδικό τους βλέμμα, τη δική τους διαφορετική από των ενηλίκων οπτική. Η σκέψη εκείνη όλο κι ωρίμαζε μέσα μου και ήρθε το πλήρωμα του χρόνου να μετουσιωθεί η σκέψη σε βιβλίο ή μια σειρά βιβλίων. Και κάπως έτσι προέκυψε έπειτα από συζητήσεις με τον Θοδωρή Τσώλη, υπεύθυνο έκδοσης των παιδικών βιβλίων στο Μεταίχμιο, η σειρά μας «Οι Μεγάλοι… μικροί».
Το συγκεκριμένο βιβλίο της σειράς αναφέρεται σε εμβληματικούς Έλληνες μουσικούς.Από όσους αναφέρω στις σελίδες του, η αλήθεια είναι πως πιο πολύ μ’ ενθουσίασε η ιστορία αυτού που με δυσκόλεψε και με παίδεψε περισσότερο. Την ξεχώρισα εξαρχής επειδή ήταν η πιο δύσκολη ως προς το ύφος αλλά και ως προς το περιεχόμενο που ήταν πιο ποιητικό κι εσωτερικό – έτσι το ένιωσα, γι’ αυτό και μ’ ενθουσίασε όταν επιτέλους την τελείωσα. Και αυτή είναι η ιστορία «Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» που αναφέρεται στον Μάνο Χατζιδάκι.
Έχοντας διαβάσει δεκάδες βιογραφικά στοιχεία, από μια, ευκολονόητα, μεγάλη λίστα άξιων ανθρώπων, αυτό που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι το πώς πολλοί και πολλές είχαν παιδική ή και εφηβική ηλικία που, στο πλαίσιο της «αυτοεκπληρούμενης προφητείας», δεν προμήνυε τη λαμπρή εξέλιξή τους. Κι εκεί ακριβώς θεώρησα ότι βρήκα την απάντηση που αναζητούσα. Ίσως αυτό που να ενδιέφερε ακόμα περισσότερο τα παιδιά αναγνώστες θα ήταν αν τους μιλούσαμε για κάποια μικρή ή μεγάλη δυσκολία που είχαν αντιμετωπίσει εκείνοι οι σπουδαίοι άνθρωποι στην παιδική τους ηλικία. Θα μπορούσε ν’ αποτελέσει μια βάση συνάντησης -αν όχι ταύτισης- αλλά ταυτόχρονα, ευελπιστούσα, και πηγή έμπνευσης για τα παιδιά αναγνώστες.
Το να υπενθυμίζεις ένα παλιότερο γεγονός, δεν σημαίνει τίποτα στα παιδιά και τους νέους.Ο Γκάτσος το έχει γράψει ιδανικά: «τα παιδιά δεν έχουν μνήμη, τους προγόνους τους πουλούν». Και δεν μπορείς, φυσικά, να κατηγορήσεις τα παιδιά γι’ αυτό, επειδή είναι η αλήθεια: δεν θυμούνται την ιστορία ή τον πολιτισμό. Κι ως εκ τούτου δεν τα αφορά. Για να τα αφορά θα πρέπει η ιστορία, το παρελθόν και ο πολιτισμός μας να παραμένουν ζωντανοί σε μια καθημερινότητα, να μπορείς, με κάποιο τρόπο, να συνδεθείς μαζί τους. Πώς να συνδεθείς κι άρα να σε αφορά κι άρα να το επικαλείσαι και να το θυμάσαι όταν δεν το γνωρίζεις; Και αυτοί που έχουν ευθύνη γι’ αυτό, από τη μια η οργανωμένη πολιτεία μέσω των θεσμών της, π.χ. της εκπαίδευσης, δεν φροντίζει αναλόγως, αλλά και οι πολίτες από την άλλη πλευρά μοιάζει να μην ενδιαφερόμαστε για την ιστορία και τον πολιτισμό μας.
Πόσοι συνεχίζουν να ακούνε μουσική του Χατζιδάκι σε αντίθεση με τα τραγούδια, αμφιβόλου ποιότητας και καλλιτεχνικής αισθητικής αξίας, που συνεχώς προβάλλονται από τα ΜΜΕ; Πόσοι, για να μείνουμε στη μουσική που είναι και πιο «απτό» παράδειγμα, αντιλαμβάνονται ότι τα τραγούδια που παίζονται στα «παραδοσιακά» πανηγύρια καμία έως ελάχιστη σχέση έχουν με την παραδοσιακή μας μουσική, αυτή την οποία τόσο φρόντισε να διασώσει και να μας γνωρίσει η Δόμνα Σαμίου;
Τα παιδιά είναι οι καθρέφτες μας.Το να ρίχνουμε σ’ αυτά το ανάθεμα είναι μια πάγια τακτική των ενηλίκων, ίσως για να μην έρθουμε αντιμέτωποι με τις δικές μας μεγάλες ευθύνες. Άρα, η διατήρηση της ιστορίας και του πολιτισμού μας είναι κάτι που θα πρέπει να μας ενδιαφέρει εμπράκτως και συνεχώς κι όχι μόνο στα λόγια και με λόγους στις εθνικές επετείους. Έτσι θυμάσαι πραγματικά. Διατηρώντας τα… χνάρια που σε πείσμα της λήθης παραμένουν, και πατώντας σ’ αυτά προσπαθείς να δημιουργήσεις εκ νέου κάτι άξιο της ιστορίας και της παράδοσής σου. Αλλιώς ούτε να υπερηφανευόμαστε όποτε το θυμόμαστε μπορούμε, αλλά ούτε και να μεμψιμοιρούμε που η παράδοσή μας χάνεται…
Έχω την αίσθηση ότι ήταν μάλλον εσωστρεφή κι ευαίσθητα παιδιά και πιθανότατα δεν είχαν πολλούς φίλους. Οπότε θα ήθελα να δω αν θα τα κατάφερνα να γίνω φίλη τους.
Το πιο δύσκολο κομμάτι στη δημιουργία του «Οι μικροί… μεγάλοι. Οι μουσικοί»…ήταν να φανταστώ, με βάση και τα στοιχεία και τις μαρτυρίες που έχουμε από τη μετέπειτα πορεία τους, όσο καλύτερα μπορούσα τον χαρακτήρα τους ως παιδιού και να παντρέψω έτσι την πραγματικότητα με τη μυθοπλασία. Να μπορέσω να τους ζωντανέψω όσο ακριβέστερα και πληρέστερα μπορούσα, να τους σκιαγραφήσω πειστικά έτσι ώστε ως ήρωες κι ηρωίδες μιας ιστορίας να έχουν ενδιαφέρον. Με βάση και τα στοιχεία από τη βιογραφία τους πάντως, το να φανταστώ μια μυθοπλασία ερχόταν ως φυσικό επακόλουθο.
Προς το παρόν όμως, βρίσκομαι στο αρχικό στάδιο συγγραφής ενός κινηματογραφικού σεναρίου, βασισμένου σε μυθιστόρημά μου. Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Μεταίχμιο η νέα έκδοση του μυθιστορήματός μου «Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο». Κι όσο για το επόμενο βιβλίο της σειράς «Οι Μεγάλοι… μικροί» είμαι ανάμεσα σε δύο «ομάδες». Και φυσικά κάπου ανάμεσα σ’ αυτά υπάρχουν κι άλλα βιβλία.
Σε όσους θέλουν να ασχοληθούν με τη λογοτεχνία πάντως,δίνω μία συμβουλή που δίνω και στον εαυτό μου: οι δυσκολίες και τα προβλήματα, για εμάς τους ανθρώπους είναι. Αλλά κάθε πρόβλημα έχει τη λύση του όσο δύσκολη κι αν φαίνεται. Δεν έχουμε παρά να προσπαθούμε να συνεχίσουμε να διεκδικούμε, με θάρρος, αγάπη, δουλειά κι επιμονή, να φτάσουμε στον όποιο μικρό ή μεγάλο μας στόχο επιτρέποντας στα εμπόδια να μας ενδυναμώσουν κι όχι να μας νικήσουν.
Το νέο βιβλίο της Αγγελικής Δαρλάση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.
Οι Μεγάλοι… μικροί: Οι μουσικοί
Σελίδες: 112
Τιμή: 10,98€