Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα και πολλά άλλα και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
Και τώρα που τελείωσε το Φεστιβάλ Αθηνών – τουλάχιστον οι παραγωγές της Πειραιώς και του Grape – μπορεί κανείς να αναρωτηθεί γιατί στην πλατφόρμα προώθησης της ελληνικής δημιουργίας δεν συμπεριελήφθη και ο «Θυέστης», η νέα παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου, ενός δημιουργού με έντονο σκηνοθετικό ιδίωμα και εικαστική ταυτότητα – χαρακτηριστικά που αυτομάτως ενσωματώνονται σε μια γλώσσα διεθνή.
Ο Παπακωνσταντίνου ανέβασε το σπάνια παιζόμενο έργο του Σενέκα, ένα μυθολογικό έργο τρόμου, κανονικό σπλάτερ δηλαδή, στη μοναδική σωζόμενη εκδοχή του – αφού λέγεται πως τόσο ο Σοφοκλής και ο Ευριπίδης είχαν καταπιαστεί με το μύθο. Στην ανάγνωση του είναι ορατές και στην εντέλεια όλες οι αναφορές του στο θέατρο: Από τον Θεόδωρο Τερζόπουλο έως τον Ρομέο Καστελούτσι και τον Μπομπ Γουίλσον. Είναι, ωστόσο, εξαιρετικά καλοδουλεμένο το όλο εγχείρημα – σκηνογραφικά από τη Νίκη Ψυχογιού, φωτιστικά από την Χριστίνα Θανάσουλα, ηχητικά από τον Φάνη Σακελλαρίου – που οι επιρροές αυτές υψώνονται σε μια ενδιαφέρουσα πολυσυλλεκτική διάλεκτο. Την ίδια ώρα, η παράσταση ευτυχεί και ερμηνευτικά. Η διδασκαλία του λόγου αλλά και η πολυπειρία ηθοποιών όπως ο Τάσος Δήμας, ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, ο Αντώνης Μυριαγκός προκαλούν ανατριχίλα και μόνο στην εκφορά των φρικιαστικών τεκταινομένων. Εντυπωσιακή και η παρουσία της αγνώριστης Μαριάννας Δημητρίου και του Χορού των Γιώργου Δίκαιου, Μιχάλη Πανάδη και Φώτη Στρατηγού. Μια παράσταση που θα άξιζε να βρει το δρόμο της και σε σκηνές του εξωτερικού.
Στέλλα Χαραμή
Το λέω και το ξαναλέω: Καλοκαίρι ίσον συναυλίες. Αν δεν τις μετράς όπως μετρούσες μικρός τα παγωτά ή τις βουτιές στη θάλασσα δεν έχεις ζήσει το καλοκαίρι σου όπως πρέπει. (Άντε καλά, αυτό το λέω σε εμένα, εσύ κάνε ό,τι θέλεις). Ο Αύγουστος με βρίσκει πάντα μακριά από την Αθήνα. Είτε έχω πάρει τα βουνά, είτε τα νησιά, είτε βρίσκομαι στο Αίγιο, εκεί όπου μεγάλωσα. Οι ρυθμοί στην επαρχία κυλούν πολύ διαφορετικά σε σχέση με την πόλη, όλοι το ξέρουν αυτό. Η κάθε μέρα μπαίνει σε ένα απίστευτο “slow motion” που βοηθά τις μπαταρίες μου να επαναφορτίσουν πριν την επιστροφή στην πρωτεύουσα και την τρέλα της. Άσε που κατά έναν μαγικό τρόπο οι μέρες στην επαρχία χωρούν πολύ περισσότερα πράγματα. Το πρωί μπορεί να σε βρει στην παραλία, το μεσημέρι σε κάποιο ταβερνάκι να τρως πλάι στο κύμα, το απόγευμα κάπου για καφέ και το βράδυ σε κάποιο πάρτι, παράσταση, συναυλία. Στο μεταξύ έχεις προλάβει να γυρίσεις και σπίτι σου ανάμεσα σε όλα αυτά. Μαγεία!
Κι είναι αυτό το ωραίο του καλοκαιριού και της γενικότερης εξωστρέφειας που δεν πας εσύ στα μεγάλα κέντρα για να δεις κάποια παράσταση, να πας σε κάποια συναυλία να δεις τους αγαπημένους καλλιτέχνες. Αλλά έρχονται εκείνοι σε εσένα. Κάπως έτσι έτυχε και βρέθηκα στη συναυλία του Πάνου Μουζουράκη μια Τρίτη του Αυγούστου που έμοιαζε περισσότερο με Σάββατο παρά με Τρίτη. Θεωρώ τον Μουζουράκη μια ιδιάζουσα περίπτωση καλλιτέχνη που βγάζει όμως μια αυθεντικότητα που δεν γίνεται να μη σε κερδίσει. Άσε που είναι φοβερά επικοινωνιακός, έχει χιούμορ, σε κάνει να περνάς καλά στα live του κι ας μην ξέρεις απέξω κάθε στίχο από κάθε τραγούδι του. Και τα δικά του αλλά και κάθε επιλογή του από τραγούδια άλλων καλλιτεχνών είναι “feelgood” μίνι ιστορίες που δεν γίνεται να μη σε ταξιδέψουν – αυτό δηλαδή που χρειάζεσαι για ένα καλοκαίρι που είναι ακόμη εδώ! Από τα δικά του αγαπημένα (μου) “Μπερδεμένος” και το “Αυτή είναι η ζωή” μέχρι το “Τερατάκια τσέπης” του Λαυρέντη Μαχαιρίτσα και το “Everybody Knows” του Leonard Cohen, ο Πάνος Μουζουράκης μάς έκανε πολύ απλά να νιώσουμε με κάθε τρόπο, να γελάσουμε, ακόμη και να συγκινηθούμε – ειδικά όταν κάλεσε με βιντεοκλήση τη γυναίκα του και της αφιέρωσε το “Φίλα με ακόμα”…Ο ίδιος είχε αστείρευτη ενέργεια, δεν σταμάτησε στιγμή να επικοινωνεί μαζί μας αλλά και με τους μουσικούς της μπάντας του. Στο πλευρό του είχε την υπερ-ταλαντούχα Μαρία Σακελλάρη, με μια απίστευτη χροιά που δύσκολα μπορούσες να χωνέψεις πως πρόκειται για μια 16χρονη κοπέλα που τώρα ξεκινά τα πρώτα της βήματα στον χώρο. Και ο Πάνος Μουζουράκης της δίνει αυτή την ευκαιρία και μπράβο του (και) γι’ αυτό!
Ευδοκία Βαζούκη
Mε εξαίρεση τον, περίπου, αποπροσανατολιστικό ελληνικό τίτλο «Η απόδραση του ‘77» (Modelo 77) η νέα ταινία του Αλμπέρτο Ροντρίγκεζ είναι μια ακόμα απόδειξη της αλματώδους προόδου που έχει κάνει την τελευταία 20ετία το ισπανικό σινεμά στην αφήγηση, στην καταγραφή της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας. Ο Ροντρίγκεζ – ο σκηνοθέτης που γνωρίσαμε από το «Μικρό νησί» – μας γυρίζει πίσω στις πρώτες ημέρες του μετα-φρανκισμού. Ο δικτάτορας έχει πεθάνει, η ισπανική κοινωνία μοιάζει να κάνει τα πρώτα της αδέξια βήματα προς τη δημοκρατία αλλά στις ισπανικές φυλακές επικρατεί ακόμα το παλιό καθεστώς: Οι πολιτικοί κρατούμενοι στοιβάζονται στα ίδια κελιά με τους ποινικούς και οι περισσότεροι – αν όχι όλοι από αυτούς – έχουν χάσει τα δικαιώματα τους. Φορτώνονται χρόνια ποινής για εγκλήματα που δεν έχουν διαπράξει, ημερομηνίες δικάσιμων δεν ορίζονται και ο χρόνος περνάει μέσα στις φυλακές με απάνθρωπες συνθήκες. Το γενικό αίτημα των κρατούμενων για αμνηστία αρχίζει να αγγίζει αμυδρά την ελεύθερη κοινωνία αλλά όχι και το πολιτικό σύστημα που διστάζει αν δεν αρνείται να αντιμετωπίσει ισότιμα το ποινικό και το πολιτικό αδίκημα, ακόμα κι αν έχει διαπραχθεί μέσα σε μια φασιστική κοινωνία.
Γυρισμένο εξ ολοκλήρου στο κλειστό, ασφυκτικό χώρο της φυλακής, με κάποια πλάνα να ψηλώνουν το βλέμμα και να τοποθετούν την φυλακή μέσα στην πόλη (την Βαρκελώνη) – ως αναπόσπαστο τμήμα ενός συνόλου – η «Απόδραση» μέσα από στερεούς, καλοφτιαγμένους χαρακτήρες, ωραία αναπαράσταση της εποχής, κλιμακωτό σασπένς παρουσιάζει την δύσκολη φάση της μετάβασης στη νέα κατάσταση· τους ανθρώπους που μένουν πίσω, εγκλωβισμένοι στα κενά και τα αδιέξοδα της προηγούμενης – ακόμα κι αν μεσολαβούν υψηλές έννοιες όπως αυτή της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Και φυσικά πολύ καλές ερμηνείες από τους Μιγκέλ Χεράν και Χαβιέ Γκουτιέρες. Αναζητείστε το στα θερινά, οπωσδήποτε.
Στέλλα Χαραμή
Η Audrey Hepburn αποτελεί ένα μεγάλο κεφάλαιο του κλασσικού Hollywood, με την μαεστρική κομψότητα σε κάθε ερμηνεία της. Το όνομα της ανήκει στην κορυφή του μεταπολεμικού σινεμά και ακόμα και 30 χρόνια μετά τον θάνατο της είναι αρκετό για να γεμίσει τις κινηματογραφικές αίθουσες. Η επανέκδοση της εμβληματική κομεντί του William Wyler “Διακοπές στη Ρώμη», η απόλυτη καλοκαιρινή ταινία που απέσπασε 10 υποψηφιότητες και 3 νίκες στα Oscar του 1954 έκανε τους σινεφίλ να ξεχυθούν στα θερινά.
Η υπόθεση αφορά την πριγκίπισσα Άννα που περιοδεύει στην Ευρώπη και φτάνοντας στην Ρώμη αποφασίζει να ξεφύγει από τις κουραστικές της υποχρεώσεις. Περιπλανώμενη στην πρωτεύουσα της Ιταλίας, θα πέσει επάνω σε έναν Αμερικανό Δημοσιογράφο που για να την προσεγγίσει παριστάνει πως δεν την αναγνωρίζει. Η σύνδεση που αποκτούν και οι περιπέτειες στις οποίες μπλέκουν είναι μια αντανάκλαση της ελευθερίας που αποζητούσε η Άννα. Το γλυκόπικρο τέλος δίνει άλλη διάσταση στην ιστορία, απεικονίζοντας το πόσο έχουμε ανάγκη να ξεφεύγουμε από τη ρουτίνα μας, χωρίς απαραίτητα αυτό να πρέπει να οδηγήσει σε κάποιον μεγάλο έρωτα. Το θερινό είναι από μόνο του μια όαση για το καλοκαίρι στην πόλη, αλλά ειδικά όταν μας δίνεται η ευκαιρία να απολαύσουμε τέτοιες ταινίες-ορόσημα, αποκτά άλλη αξία.
Σπύρος Χαϊντουτης
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Ο Αύγουστος έχει μπει για τα καλά και ψάχνουμε συνεχώς τρόπους να αποδράσουμε και να ξεχάσουμε για λίγο τη ζέστη και τον καύσωνα. Μετά τις διακοπές, ο δεύτερος καλύτερος τρόπος καλοκαιρινής απόδρασης είναι το βιβλίο. Είχα καιρό να διαβάσω μια καλή ιστορία μυστηρίου. Ένα καλό binge-read, που δεν μπορείς να ξεκολλήσεις από τις σελίδες, εάν δεν έχει διαβάσει και την τελευταία. Το “Guest List” της Lucy Foley, περίμενε υπομονετικά, αρκετούς μήνες στο ράφι μου. Κάλλιο αργά παρά ποτέ, όμως, και κάπως έτσι «βυθίστηκα» στο μυστήριο σύμπαν της Foley. Ένας γάμος σε ένα ιδιωτικό νησί στην Ιρλανδία, ένας τραγικός φόνος και έξι βασικοί χαρακτήρες – ύποπτοι. Όλοι έχουν κι από ένα μυστικό που στοιχειώνει το παρελθόν τους. Τη στιγμή που φαινομενικά οι καλεσμένοι είναι άγνωστοι μεταξύ τους, τους συνδέει ένας σκοτεινός παράγοντας.
Η ιστορία ξεδιπλώνεται σταδιακά μπροστά μας. Μόλις περάσεις τα πρώτα κεφάλαια, είναι αδύνατον να σταματήσεις. Αυτό που μου άρεσε περισσότερο, ήταν η εναλλαγή αφήγησης από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Σε κάθε κεφάλαιο βλέπουμε τα γεγονότα από τη ματιά κάθε βασικού χαρακτήρα: της νύφης, του γαμπρού, των δύο κουμπάρων, της συνοδού και της παρανύφου. Έτσι, κάθε φορά η ιστορία μας προδίδει κι από ένα μικρό μέρος της αλήθειας, εντείνοντας την αγωνία και το σασπένς. Γενικότερα, η πλοκή ήταν αρκετά juicy, ωστόσο η συγγραφέας εστίασε περισσότερο στους χαρακτήρες και τα γεγονότα που προηγήθηκαν του γάμου και του ακόλουθου φόνου, παρά στα του ίδιου του φόνου και γενικότερα σε ό,τι εξυπηρετούσε την κύρια πλοκή. Εκεί έχασε λιγάκι για μένα. Aναπλήρωσε, όμως, με την μεγάλη αποκάλυψη του δολοφόνου και του θύματος, κανένας από τους οποίους δεν ήταν στα πιθανά σενάρια που έκανα με το μυαλό μου. Το τέλος και η αποκάλυψη του κοινού σημείου αναφοράς ανάμεσα στους ήρωες ήταν πραγματικά αναπάντεχο και ταυτόχρονα πολύ ικανοποιητικό. Αν σας αρέσουν οι ματωμένοι γάμοι, τα plot twist και οι καλογραμμένες ιστορίες μυστηρίου, τότε σίγουρα προσθέστε τη “Λίστα” στην λίστα σας…
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Παρασκευή μεσημέρι και παίρνουμε τον δρόμο προς Πελοπόννησο και ειδικότερα προς την εξωτική Φοινικούντα. Ένα ήσυχο γραφικό παραθαλάσσιο χωριό με υπέροχες παραλίες κοντά στην Μεθώνη και στην Κορώνη. Το μέρος είναι ιδανικό για οικογενειακές διακοπές ή διακοπές με μεγάλη παρέα. Τα πολλά οργανωμένα κάμπινγκ δίνουν έναν αέρα χαλαρότητας και ξεγνοιασιάς. Γι’ αυτό και εμείς επιλέξαμε ένα από τα πολλά κάμπινγκ της περιοχής όπου και πήγα για πρώτη φορά να δοκιμάσω αυτόν τον τρόπο διακοπών. Το μυστικό για την επιτυχία είναι να πας με μεγάλη παρέα η οποία ξέρει περίπου τι χρειάζεται μια τέτοια εξόρμηση. Μου δώσανε να καταλάβω ότι η φιλοσοφία του κάμπινγκ έχει να κάνει με το να είσαι απόλυτα χαλαρός, να μην σε νοιάζει τίποτα, να μην σ’ ενδιαφέρει η εμφάνιση σου να είναι τέλεια και απλά να πηγαίνεις με το κύμα μερικές φορές δεν είναι απαραίτητα κακό. Η πρώτη εμπειρία μου μπορώ να πω ήταν αρκετά καλή. Απολαύσαμε την φύση, τις παραλίες, το φαγητό και το γλυκό πάντα δίπλα στην θάλασσα, αποσυνδεθήκαμε από τα κινητά και τα σόσιαλ μίντια – πράγμα που μας ήταν απαραίτητο.
Το τριήμερο όμως δεν είχε μόνο κάμπινγκ και παραλία αλλά είχε και χορό. Και ιδιαίτερα σουίνγκ/ μπούγκι χορό. Το μέρος έχει ένα ιδιαίτερο δέσιμο μ’ αυτούς τους χορούς καθώς πολλοί από τους δασκάλους χορού μας το έχουν ως στέκι για το καλοκαίρι. Οπότε μεταφέρεται ο χορός από τη Αθήνα στην Φοινικουντα με διάφορα events καθ’ όλη την διάρκεια του καλοκαιριού και ιδιαίτερα του Αυγούστου. Τα events ξεκινάνε με μαθήματα δίπλα στη θάλασσα και καταλήγουν με κοκτέιλ στο χέρι και ατελείωτο χορό το βράδυ στο κλασικό στέκι Lostre Bar. Το κλίμα είναι οικείο γιατί βλέπεις τα ίδια πρόσωπα με τα οποία χορεύεις όλο τον χειμώνα. Οι ντόπιοι μάς κοιτούν σαν εξωγήινους ως συνήθως αφού δεν γνωρίζουν. Αλλά εμείς συνεχίζουμε να χορεύουμε στους ρυθμούς του σουίνγκ και μερικές φορές μπορεί και να μας δεις στο δίπλα στενό να χορεύουμε…Φουρέιρα χωρίς καμία ντροπή.
Βασιλική Αγγελούδη
Την εβδομάδα που μάς πέρασε η ταινία-φαινόμενο του καλοκαιριού, η «Babrie», έγινε η πρώτη σκηνοθετημένη αποκλειστικά από γυναίκα που ξεπέρασε το 1 δις εισπράξεις στο Box Office. Και μάλιστα μόνο μέσα σε 17 ημέρες. Η Greta Gerwig, η σκηνοθέτρια που μάς χάρισε δύο από τις καλύτερες και πιο αξιομνημόνευτες ταινίες της προηγούμενης δεκαετίας («Lady Bird», «Μικρές Κυρίες»), κατόρθωσε με αυτό το επίτευγμα να στείλει ένα ηχηρό και ελπιδοφόρο μήνυμα για το μέλλον των γυναικών δημιουργών στην κινηματογραφική βιομηχανία, οι οποίες εξακολουθούν να μη λαμβάνουν ίσες ευκαιρίες και αναγνώριση. Απέδειξε περίτρανα στα μεγάλα στούντιο (αλλά και σε όλο τον κόσμο) ότι οι γυναίκες έχουν θέση στις σκηνοθετικές καρέκλες μεγάλου budget παραγωγών και μπορούν να τις μετατρέψουν σε τεράστια επιτυχία. Κατέρριψε τον μύθο ότι μια ταινία δημιουργημένη από γυναίκα, με επίκεντρο γυναικείους χαρακτήρες που στοχεύει στις γυναίκες, δεν μπορεί να τραβήξει το ενδιαφέρον του ευρύτερου κοινού (και του αντρικού). Απέδειξε πόσο σημαντικό είναι για την εξάλειψη των έμφυλων ανισοτήτων και διακρίσεων στον κινηματογράφο οι γυναίκες να έχουν ηγετικό ρόλο στο Χόλιγουντ. Η Greta Gerwig έγραψε το όνομα της με χρυσά γράμματα στις σελίδες της ιστορίας του κινηματογράφου και αυτό ήταν ένα υπέροχο νέο.
Αριστούλα Ζαχαρίου