Ο Νίκος Τσιφόρος και η πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στο Φεστιβάλ των Καννών
Σαν σήμερα 27 Αυγούστου, το 1912, γεννήθηκε ο θεατρικός συγγραφέας, σεναριογράφος και δημοσιογράφος Νίκος Τσιφόρος, ένα αντισυμβατικό πνεύμα που άφησε το στίγμα του στον παλιό, ελληνικό εμπορικό κινηματογράφο.
Σαν σήμερα 27 Αυγούστου, το 1912, γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου ο συγγραφέας, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, δραματουργός και δημοσιογράφος Νίκος Τσιφόρος, ένας από τους πιο επιτυχημένους δημιουργούς του ελληνικού εμπορικού θεάτρου και κινηματογράφου της δεκαετίας του ΄50 και του ΄60.
Τα πρώτα βήματαΓιός του εμπόρου Βασίλειου Τσιφόρου και της Βιργινίας Χατζηνικολή εκδηλώνει ήδη από τα μαθητικά του χρόνια την έμφυτη κλίση του προς τη συγγραφή. Οι αντιρρήσεις, όμως, του συντηρητικού πατέρα του τον οδηγούν στις νομικές σπουδές. Ο Νίκος Τσιφόρος, ωστόσο, ως ανήσυχο και αντισυμβατικό πνεύμα δεν εγκαταλείπει το όνειρό του. Το 1928 γράφει την πρώτη του επιθεώρηση για ένα θερινό θέατρο στον Πειραιά, η οποία καταλήγει σε παταγώδη αποτυχία.
Παρ’ όλα αυτά δεν σταμάτησε το γράψιμο. Τα επόμενα χρόνια θα συνεργαστεί με διάφορα έντυπα, όπου δημοσιεύονται κείμενά του υπό το ψευδώνυμο «Πίτιγκρίλι», ενώ, παράλληλα, θα κάνει διάφορες άλλες δουλειές (δικηγόρος, πλασιέ βιβλίων, εκτιμητής ποιότητας στα καπνά κ.α.). Το 1944 ο Θίασος Δημήτρη Χορν – Μαίρης Αρώνη ανεβάζει στο Ακροπόλ το έργο του «Πινακοθήκη Ηλιθίων», το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία καθιερώνοντας τον και δίνοντας του τη δυνατότητα να αφοσιωθεί ολοκληρωτικά στο γράψιμο, μέσα από συνεργασίες με δημοφιλής θιάσους πρωταγωνιστών και μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο.
Ένας εξαιρετικός κωμωδιογράφοςΠολυγραφότατος μέχρι το τέλος (πέθανε στην Αθήνα στις 6 Αυγούστου 1970) έγραψε περίπου 40 θεατρικά έργα, πολυάριθμα κινηματογραφικά σενάρια (μερικά εξ αυτών σε συνεργασία με τον Πολύβιο Βασιλειάδη), διηγήματα, ιστορικά αναγνώσματα, ευθυμογραφήματα και ηθογραφίες, συνεργαζόμενος συστηματικά με ευρείας κυκλοφορίας περιοδικά και εφημερίδες («Ταχυδρόμος», «Βήμα», «Φιλελεύθερος», «Πάνθεον», «Ρομάντσο» κ.α.).
Αναγνωρίστηκε, κυρίως, ως κωμωδιογράφος, γράφοντας με ένα ιδιόμορφο προσωπικό ύφος, γεμάτο ανεξάντλητο, πηγαίο χιούμορ και σαρκασμό, σατιρίζοντας τα ήθη, τις χαρακτηριστικότερες μορφές και τις συνήθειες της ελληνικής κοινωνίας στα χνάρια των Ανδρέα Λασκαράτου, Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλων, καθώς και καταδεικνύοντας τα κακώς κείμενα της εποχής. Άριστος ψυχογράφος, σκιαγραφούσε τα πορτρέτα των κεντρικών χαρακτήρων του (κυρίως απλοί, καθημερινοί άνθρωποι) με ακρίβεια, ζωντάνια και σατυρική διάθεση. Αισθανόταν έλξη για τους λαϊκούς τύπους και δη εκείνους του υποκόσμου (περιθωριακοί τύποι που ακροβατούσαν μεταξύ νόμου και παρανομίας), στους οποίους διέκρινε μια κάποια αυθεντικότητα, αντίθετη με την υποκρισία του φιλήσυχου νοικοκυραίου.
Από το θέατρο στον κινηματογράφοΓια το θέατρο έγραψε κυρίως ηθογραφικές κωμωδίες με φαρσικά στοιχεία, κατά παραγγελία των θιάσων και απευθυνόμενος στις προτιμήσεις του ευρέος κοινού. Πολλά από τα έργα αυτά γνώρισαν τεράστια επιτυχία και μεταφέρθηκαν στον κινηματογράφο (κάποιες σε σκηνοθεσία και σενάριο του ίδιου).
Ο γρήγορος και σπιρτόζικος διάλογος ήταν το κατ’ εξοχήν κωμικό στοιχείο. Οι υποθέσεις αφορούσαν τον ιδιωτικό βίο και διαδραματίζονταν κυρίως σε εσωτερικούς χώρους σε ένα μικροαστικό (ή μεσοαστικό) περιβάλλον. Οι αναφορές σε κοινωνικά προβλήματα υπήρξαν επιδερμικές, ενώ ο εκμοντερνισμός σπάνια δεν παρουσιαζόταν με θετικό πρόσωπο. Τα μεγάλα σε διάρκεια πλάνα επικεντρώνονταν στα πρόσωπα των ηθοποιών. Ωστόσο, ιδιαίτερα για τις παραγωγές του Φίνου ίσχυε ότι δινόταν περισσότερη προσοχή στο τεχνικό μέρος της ταινίας παρά στο περιεχόμενο, ενώ σε άλλα στούντιο η προχειρότητα των γυρισμάτων (στόχος ήταν το κέρδος) δεν επέτρεψε στον Τσιφόρο να αναπτύξει, πλήρως, το κωμικό του ταλέντο και στη μεγάλη οθόνη.
Σημαντικές ταινίεςΑξιόλογες ταινίες: Έλα στο θείο» (1950), «Ο πύργος των ιπποτών» (1952), «Η ωραία των Αθηνών» (1954), «Το Κοροϊδάκη της Δεσποινίδος» (1959, σκην. Γιάννη Δαλιανίδη), «Ο θησαυρός του μακαρίτη» (1959), «Ο Θόδωρος και το Δίκανο» (1962 σκην. Ντίνου Δημόπουλου), «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός» (1961), «Οι γαμπροί της Ευτυχίας» (1962) κ.α.
Ωστόσο ο Νίκος Τσιφόρος δεν ξεκίνησε την κινηματογραφική του πορεία με ελαφριές κωμωδίες, αλλά με δραματικά έργα. Η δεύτερη, μάλιστα, ταινία του, «Τελευταία Αποστολή» (1949), σε σενάριο και σκηνοθεσία του ίδιου, υπήρξε η πρώτη συμμετοχή της Ελλάδας στο διαγωνιστικό κομμάτι του κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών το 1950.
Η υπόθεση του έργου αφορά μια νεαρή γυναίκα (Σμαρούλα Γιούλη), η οποία δολοφονεί τη μητέρα της (Μιράντα Μυράτ) για να την εκδικηθεί, με την αιτιολογία ότι παρέδωσε τον αξιωματικό πατέρα της (Βασίλη Διαμαντόπουλο) στους Γερμανούς κατά τη διάρκεια της κατοχής.
Γυρίζοντάς την κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, ο Τσιφόρος απέφυγε οποιονδήποτε πολιτικό σχολιασμό (εκτός από το ηθικό σθένος των Ελλήνων αξιωματικών του στρατού) ή αναδρομή στα πιο πρόσφατα γεγονότα. Μεγάλο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται κατά τη διάρκεια της κατοχής, μέσα από την τεχνική του flashback, την οποία και ο σκηνοθέτης εισάγει στον ελληνικό κινηματογράφο, ως αφηγηματικό εργαλείο για την εξιστόρηση των γεγονότων του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, με την κοπέλα να εξηγεί την αιτία που την οδήγησε στον φόνο.
Υποδοχή στην ΕλλάδαΗ ταινία, εμποτισμένη με αρκετά στοιχεία αμερικάνικου φιλμ νουάρ, θεωρήθηκε άρτια τεχνικά, ειδικά η φωτογραφία του Ζόζεφ Χεπ και η ηχοληψία του Φιλοποίμην Φίνου, ενώ η απόφαση του Τσιφόρου να απομακρυνθεί από τον υπόκοσμο, τον οποίον είχε σκιαγραφήσει στην πρώτη του δραματική ταινία «Χαμένοι άγγελοι (1948) και να στραφεί σε ένα «πατριωτικό θέμα» (αν και η οδυνηρή αυτή περίοδος για την Ελλάδα παρουσιαζόταν αποκλειστικά μέσα από το οικογενειακό δράμα) χαιρετίσθηκε με ενθουσιασμό από τους κριτικούς της εποχής.
Η «Τελευταία Αποστολή», όμως, θα γνωρίσει και μια περιπέτεια κατά τη διάρκεια της προβολής της στις ελληνικές αίθουσες το 1949. Υπήρξαν τέτοιες οι αντιδράσεις από το κοινό για την Ελληνίδα καταδότρια σύζυγο, ώστε η Φίνος αναγκάστηκε να την αποσύρει προσωρινά και να προχωρήσει στις απαραίτητες αλλαγές, αλλάζοντας την εθνικότητα του ρόλου. Η ταινία παρ’ όλα αυτά γνώρισε μια κάποια εισπρακτική επιτυχία.
Άλλες αξιόλογες δραματικές ταινίες του Νίκου Τσιφόρου: «Το ποντικάκι» (1954), «Ο άνεμος του μίσους» (1954).