Οι Τρωάδες του ΚΘΒΕ στο Ηρώδειο και άλλα θέατρα στην Αθήνα
H τραγωδία του Ευριπίδη «Τρωάδες», σε μετάφραση Θόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη ολοκληρώνει την περιοδεία της στην Αττική, με κορυφαίο σταθμό το Ηρώδειο.
Η παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, σε μετάφραση Θόδωρου Στεφανόπουλου και σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη, θα παρουσιαστεί στο Ηρώδειο στις 10 Σεπτεμβρίου.
«Τρωάδες»: Λίγα λόγια για την παράστασηΟ σκηνοθέτης Χρήστος Σουγάρης, βραβευμένος από την Ένωση Ελλήνων Θεατρικών Κριτικών με το βραβείο «Νέου θεατρικού δημιουργού» για το 2018, υπεύθυνος καλλιτεχνικού προγραμματισμού του ΚΘΒΕ, μας παρουσιάζει φέτος μια ρηξικέλευθη ανάγνωση του αριστουργηματικού έργου του Ευριπίδη.
Τη μουσική της παράστασης υπογράφει ο διεθνώς καταξιωμένος σολίστ και συνθέτης Στέφανος Κορκολής, ο οποίος θα παίζει πιάνο επί σκηνής κατά τη διάρκεια των παραστάσεων που θα δοθούν στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Στον ρόλο της Εκάβης η Ρούλα Πατεράκη, που εμφανίστηκε για πρώτη φορά ως ηθοποιός στην Επίδαυρο.
Σε αναμονή της αναχώρησής τους για την Ελλάδα, οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας θρηνούν για την άλωση της πόλης. Μαζί τους η Εκάβη, που περιμένει την ανακοίνωση για τη δική της μοίρα αλλά έρχεται αντιμέτωπη με απανωτές συμφορές: η Πολυξένη σκοτώνεται στον τάφο του Αχιλλέα και η Ανδρομάχη μαθαίνει την απόφαση των Αχαιών να θανατώσουν τον μικρό της γιο, τον Αστυάνακτα. Την ίδια ώρα, η Κασσάνδρα προμηνύει τις καταστροφές που θα βρουν τους Έλληνες στον δρόμο της επιστροφής.
Οι Τρωάδες, η μόνη σωζόμενη τραγωδία της ευριπίδειας τριλογίας για τον Τρωικό Πόλεμο, διδάχτηκε το 415 π.Χ. στα Μεγάλα Διονύσια. Το έργο γράφτηκε λίγο μετά την καταστροφή της Μήλου το 416 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι, με απάνθρωπη βιαιότητα, σκότωσαν όλους τους ενήλικες άντρες της Μήλου και πούλησαν για δούλους τις γυναίκες και τα παιδιά.
Ο Ευριπίδης επιχειρεί να προειδοποιήσει για τις συνέπειες της ασυδοσίας των νικητών και να υπενθυμίσει τη σημασία του να παραμένει κανείς άνθρωπος, μακριά από την ψευδαίσθηση παντοδυναμίας που προκαλούν οι εφήμερες νίκες. Στις Τρωάδες ο ποιητής αναδεικνύει την ανθρώπινη διάσταση του εχθρού και, εστιάζοντας στο μεγαλείο των γυναικών της Τροίας, προβάλλει τη δύναμη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να επιμένει ακόμα και μετά την καταστροφή.
«Η σχέση μου με τη Ευριπίδεια αυτή τραγωδία ξεκινάει από την εποχή που ήμουν ακόμη σπουδαστής στη Δραματική σχολή του ΚΘΒΕ. Οι Τρωάδες αποτέλεσαν την πτυχιακή εργασία του έτους μας, σε σκηνοθεσία του δασκάλου μας, Γιάννη Ρήγα και υπήρξαν -μαζί με τον Αίαντα του Βασίλη Παπαβασιλείου, την Ηλέκτρα του Αντουάν Βιτέζ και τις Βάκχες, του Ματίας Λάνγκχοφ- η αφετηρία μιας έντονης και διαρκούς μέχρι και σήμερα μελέτης και αγάπης για το θεατρικό αυτό είδος, καθώς και τους τρόπους της σκηνικής ερμηνείας του.
Ανήκω, επίσης, στην κατηγορία αυτή των θεατών που απολαμβάνει να επισκέπτεται ανοιχτά -και όχι μόνο- θέατρα και να παρακολουθεί απόπειρες σκηνικής ανάγνωσης των αριστουργημάτων των τριών μεγάλων ποιητών. Απολαμβάνω δε, ακόμη περισσότερο τη διαφορετικότητα -όταν αυτή υφίσταται- στην αισθητική αφήγησης των καλλιτεχνών. Και αυτό διότι πολλοί από εμάς, κάνουμε το λάθος να θεωρούμε πως υπάρχει μία μόνο εκδοχή της Αντιγόνης, του Οιδίποδα, του Ηρακλή, συνεπώς υπάρχει και μία μόνο, αισθητική αφήγησης. Συνήθως αποδεχόμαστε αυτή που έχει κυριαρχήσει.
Το πραγματικά εντυπωσιακό απ’ όλες τις απόψεις, είναι το γεγονός πως οι τραγικοί μας, οι ομότεχνοι, καθώς και οι ακροατές και θεατές του είδους αυτού, κατά την περίοδο της ακμής του, αρέσκονταν να συνδιαλέγονται με αφορμή γνωστούς και διαδεδομένους μύθους, αλλά κατά κύριο λόγο με βάση την ερμηνεία τους. Την αυστηρά προσωπική -άρα και μοναδική- ερμηνεία αυτών των μύθων.
Δεν είναι ίδια η Ηλέκτρα του Σοφοκλή με αυτή του Ευριπίδη. Και πώς θα μπορούσε άλλωστε! Και ποιο θα ήταν το ενδιαφέρον, σε μία τέτοια περίπτωση. Αυτό που με απασχολούσε διαρκώς στη θέαση του είδους αυτού ήταν η παγίωση ενός αισθητικού τρόπου αφήγησης και η εμμονή επαγγελματιών αλλά και μέρους θεατών, σε σχέση με το τι είναι, αλλά κυριότερα το πώς ερμηνεύεται αυτό το είδος.
Πρακτικά αυτό το οποίο είχε επικρατήσει και μας ταλανίζει ακόμη με τα κατάλοιπα του, ήταν η βερμπαλιστική εκδοχή αφήγησης, με ενδεχομένως ενδιαφέρουσες σκηνικές αποδόσεις σκηνοθετών και μεγάλων πρωταγωνιστών του ένδοξου θεατρικού παρελθόντος της χώρας, τις οποίες εμείς οι άμοιροι «επίγονοι» έπρεπε να προστατεύσουμε ως πολιτιστική κληρονομιά, να τη διαφυλάξουμε και να αναλάβουμε τη διάδοσή της. Δυστυχώς ακόμη και σήμερα μας απασχολούν ζητήματα, όπως το «πώς παίζεται η τραγωδία», αν «είναι πρέπον το να πατάμε τη θυμέλη του αργολικού θεάτρου», αν «είναι ασέβεια -απέναντι σε ποιόν άραγε;- η χρήση μικροφώνων στην αναπαράσταση του είδους», αλλά και το «αν επιτρέπεται να ερμηνεύεται το είδος με άλλον τρόπο, πλην του αρχετυπικού ιεροτελεστικού σχεδόν ύφους, το οποίο με διάφορους τρόπους και ερμηνείες, μας αποκαλύφθηκε από την προφανώς χρήσιμη και σπουδαία μελέτη αρχαιολόγων, φιλολόγων και επαγγελματιών του είδους μας».
Αυτό το οποίο όμως συχνά μας διαφεύγει, είναι το γεγονός πως οι Αθηναίοι πολίτες, επισκέπτονταν το θέατρο του Διονύσου, όχι για να ακούσουν και να δουν την περσινή μεγάλη επιτυχία της Αντιγόνης παραδείγματος χάριν, αλλά τη φετινή ερμηνεία ενός άλλου ποιητή πάνω στο συγκεκριμένο μύθο. Και ενώ οι ομότεχνοι μας, συγγραφείς, υποκριτές αλλά και οι θεατές, δεν ασχολούνταν καθόλου με ζητήματα όπως η «αυθεντία» και η «επιστημονική επάρκεια» αλλά απαλλαγμένοι από τέτοιου είδους ιδεολογικά βαρίδια, ενδιαφέρονταν για ερμηνείες, και μόνον εμείς φανερωνόμαστε συντηρητικότεροι αυτών, επιμένοντας σε αφηγήματα όπως «αυτό δεν είναι τραγωδία» κάθε φορά που μας παρουσιάζεται μια διαφορετική ερμηνεία από αυτή που δοξάστηκε και μας επιβλήθηκε στο παρελθόν.
Είχα και συνεχίζω να έχω την αίσθηση, η οποία κάποιες φορές ανάγεται σε πίστη, πως μπορείς να σέβεσαι το είδος, προσπαθώντας όμως να συνομιλήσεις ουσιαστικά μέσω αυτού με τους σύγχρονους σου θεατές, σε ένα πλαίσιο ειλικρινούς προσπάθειας, η οποία για μένα, ξεκινά από την προσωπική ιδιωτική ακρόαση, πριν καταλήξει αυτή να γίνει δημόσια.
Τολμώ να υποστηρίξω, πως όσο πιο δυνατά ακουγόμαστε, τόσο λιγότερο ακούμε την ίδια μας τη φωνή. Η μικρή μου εμπειρία σε σχέση με την αναπαράσταση του είδους -οι Τρωάδες είναι η τέταρτη απόπειρά μου- έδειξε πως δεν είναι και τόσο άτοπο το αίτημα για μια χαμηλόφωνη, ουμανιστική, απαλλαγμένη από βερμπαλισμούς, σκηνική ανάγνωση της τραγωδίας. Το είδος δεν κινδυνεύει από ερμηνείες που μοιάζουν «νεωτεριστικές». Το είδος, όπως και κάθε άλλο είδος, κινδυνεύει μόνο από αδιάφορες, πρόχειρες και, εν τέλει, κακές ερμηνείες.
Με αφορμή, λοιπόν, αυτήν την τραγωδία και συνεχίζοντας τη σκηνική μελέτη του είδους, μαζί με τους πολύτιμους συνεργάτες μου, θα αποπειραθούμε για άλλη μια φορά να δημιουργήσουμε, με το απολύτως προσωπικό μας ύφος, μια σκηνική ανάγνωση, ειλικρινούς και χαμηλόφωνης αφήγησης πάνω στην σπαρακτική αυτήν τραγωδία ενός πραγματικά σπουδαίου νεωτεριστή του είδους».