Έλλη Λαμπέτη: Η ζωή και η μυθική καριέρα του “Κοριτσιού με τα Μαύρα”
Ο συγγραφέας Στέλιος Κοντέας υπογράφει ένα μεγάλο αφιέρωμα στην προσωπικότητα και την καριέρα της εμβληματικής ηθοποιού μέσα από τα δικά της λόγια, μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί της, αλλά και αποσπάσματα από κριτικές θεάτρου, με αφορμή την 40χρονη επέτειο του θανάτου της.
Ήταν η θεατρική μαθήτρια της Μαρίκας Κοτοπούλη που μάγεψε από σκηνής με την υποκριτική της από απλούς ανθρώπους μέχρι νομπελίστες ποιητές και πρωθυπουργούς. Η κινηματογραφική μούσα του Μιχάλη Κακογιάννη που εξυμνήθηκε όσο καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιός από τους κριτικούς των διασημότερων βρετανικών εντύπων. Παρομοιάστηκε με τη Σάρα Μπερνάρ για την εμφάνισή της στο θεατρικό σανίδι και συγκρίθηκε με την Άννα Μανιάνι και την Γκρέτα Γκάρμπο για τις ερμηνείες της στη μεγάλη οθόνη.
Πρωταγωνίστησε στην κορυφαία κατά πολλούς ελληνική ταινία όλων των εποχών, την «Κάλπικη Λίρα» του Γιώργου Τζαβέλλα, και στη μοναδική που κατάφερε να ξανακερδίσει μετά τη «Στέλλα» τη Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης, το «Κορίτσι με τα Μαύρα» του Μιχάλη Κακογιάννη. Για την ερμηνεία της μάλιστα στο «Τελευταίο Ψέμα» του ίδιου σκηνοθέτη, ήταν υποψήφια για το βραβείο της Βρετανικής Ακαδημίας Τεχνών Κινηματογράφου και Τηλεόρασης.
Έλλη Λαμπέτη: Από έξι χρονών ήξερα πως θα γίνω ηθοποιός…
Στην Ελλάδα ήταν η πρώτη τιμώμενη με το Έπαθλο Κοτοπούλη, ενώ μοιράστηκε με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Μελίνα Μερκούρη το Αριστείο Κινηματογραφικής Αξίας για την προσφορά της στην έβδομη τέχνη την περίοδο 1955-1961.
Ο μύθος της Λαμπέτη, όμως, δεν οφείλεται στα βραβεία ή τα ρεκόρ εισιτηρίων. Ούτε στους μεγάλους θεατρικούς ρόλους – δεν έπαιξε ποτέ έναν κύριο σαιξπηρικό, δεν πρωταγωνίστησε ποτέ σε αρχαία τραγωδία. Ο βασικότερος αν όχι ο μοναδικός συντελεστής που τον τροφοδοτεί είναι ένας: Το ΤΑΛΕΝΤΟ. Το υποκριτικό της ταλέντο. Ένα ταλέντο που δεν έχει ξαναγεννηθεί ποτέ σ’ αυτόν τον τόπο, γι’ αυτό και μυθοποιήθηκε στη συνείδηση του θεατρόφιλου κοινού.
Έτσι που για τους θαυμαστές της να είναι σαν να υποδύθηκε και τους κλασικούς και τραγικούς ρόλους. Σαν να έπαιξε την Ιουλιέτα του Σαίξπηρ και την Αντιγόνη του Σοφοκλή. Γιατί δεν μπορεί κανείς να φανταστεί καλύτερη απόδοσή τους στο θεατρικό σανίδι από καμία άλλη ελληνίδα ηθοποιό…
«Γεννημένη Ιουλιέτα» τη χαρακτήρισε άλλωστε η δασκάλα της, Μαρίκα Κοτοπούλη, από την οποία πήρε το χρίσμα και έγινε πρωταγωνίστρια. Πέρασε από το κατώφλι του θεάτρου Τέχνης και έπαιξε με τον Κάρολο Κουν σε σπουδαία έργα του διεθνούς ρεπερτορίου. Γνώρισε τεράστια εισπρακτική επιτυχία δίπλα στον Κώστα Μουσούρη. Δημιούργησε το μυθικό ντουέτο της με τον Δημήτρη Χορν που σημάδεψε την ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου. Κατάφερε ακόμα και μόνη της στη σκηνή να αιχμαλωτίσει το κοινό με τα μονόπρακτά της. Σκηνοθετήθηκε από διάσημους σκηνοθέτες στο σανίδι, αλλά σκηνοθέτησε και η ίδια τον εαυτό της χωρίς να χάσει τίποτα από τη μαγεία της. Έγινε μια αξιαγάπητη «Πεγκ», μια αλησμόνητη «Μπλανς», μια χαριτωμένη «Πέπσυ», μια γλυκιά «Ίρμα», μια νευρώδης «Δεσποινίς Μαργαρίτα», μια βουβή αλλά συγκλονιστική «Σάρα»…
Έλλη Λαμπέτη: Εγώ δεν ήμουν άξια στη ζωή μου για τίποτα παρά για ένα μόνο: το θέατρο…
Επί της ουσίας, αν εξαιρεθούν οι κακοί χαρακτήρες και οι ρόλοι της μοιραίας γυναίκας (που ενσάρκωσε ιδανικά η “αντίπαλος” Μελίνα), κάθε άλλος θα μπορούσε να υποταχθεί στο ταλέντο της, αν δεν έμοιαζε να είχε γραφεί και για εκείνη. «Οι ρόλοι, οι χαρακτήρες έχουν ενσαρκωθεί στο σώμα της. Τα πλάσματα της φαντασίας υποδύονται, υποκρίνονται τη Λαμπέτη» σημείωνε χαρακτηριστικά ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος.
Όπως και να χαρακτηριζόταν, δραματική ενζενί ή κομεντιέν, σίγουρα ήταν μία ηθοποιός με σπάνια ερμηνευτική γκάμα. Κατείχε ακόμα και την πρωτιά στα μιούζικαλ, πρωταγωνιστώντας στο πρώτο αυθεντικό ξένης προέλευσης που ανέβηκε στην Ελλάδα, τη «Γλυκιά Ίρμα». Κι αν τα μπουλβάρ ήταν αναμφίβολα ο πυρήνας του δραματολογίου της, εκείνη τα απέδιδε στο κοινό σαν μεγάλα έργα. «Είχε το χάρισμα να κάνει σημαντικά τα ασήμαντα» είχε πει σχετικά σε μια από τις πιο ευφυείς ατάκες του ο συμπρωταγωνιστής της Δημήτρης Χορν.
«Ποτέ δεν θα μάθουμε τι έχασε το θέατρό μας απ’ το ότι δεν έπαιξε η Λαμπέτη αρχαία τραγωδία» είχε πει κάποια στιγμή ο Γιάννης Τσαρούχης. Μήπως όμως δεν ήταν κι αυτό ένα παιχνίδι της μοίρας; Η ζωή της έμοιαζε με σενάριο της. Έζησε επτά θανάτους από το οικογενειακό της περιβάλλον μέσα σε δέκα χρόνια. Η ίδια αρρώστησε από διάφορες ασθένειες και στον καρκίνο της ήρθε αντιμέτωπη με μία σπάνια μετάσταση από τον μαστό στις φωνητικές χορδές, με αποτέλεσμα να χάσει τη φωνή της. Της πήραν ένα παιδί που αγάπησε σαν να ήταν δικό της και πληγώθηκε από έναν νεότερο άντρα στον τοξικό έρωτα τού οποίου πίστεψε…
«Θα έλεγε κανείς πως όλα τα δεινά που τη βρήκαν, και οι αρρώστιες και οι θάνατοι και η σκανδαλοθηρική κάποιες φορές δημοσιότητα, δεν ήταν παρά το μαρτύριο πριν από την αγιοσύνη…» έλεγε ένας παλιός παιδικός της φίλος. «Έτσι γινόταν πάντα με εμένα – τραβούσα πάντα τον πρώτο αριθμό του λαχείου» αυτοσαρκαζόταν η ίδια για τις ατυχίες της. Καταλήγοντας στο συμπέρασμα: «Εγώ δεν ήμουν άξια στη ζωή μου για τίποτα παρά για ένα μόνο: το θέατρο…»
ΘΕΑΤΡΟ – Η αρχή…Έλλη Λαμπέτη: Τι τεράστια τύχη είναι να είσαι ηθοποιός! Πόσο μορφώνεσαι, αλλά με την έννοια του συναισθήματος. Πόσο δηλαδή καλλιεργείς το συναίσθημά σου και τι ευκαιρίες έχεις να τρυπώνεις βαθιά στις ζωές των άλλων ανθρώπων!
Ο θείος της και ηθοποιός Τάσος Σταμάτης τής αλλάζει το επώνυμο από «Λούκου» σε «Λαμπέτη», ένα όνομα που βρίσκει στο ποίημα «Αστραπόγιαννος» του Βαλαωρίτη που συνήθιζε ν’ απαγγέλει. Η βαπτισμένη πλέον «Λαμπέτη» δίνει εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θέατρου, αλλά απορρίπτεται. Με τη μεσολάβηση του Σπύρου Μελά γίνεται τελικά δεκτή στη σχολή της Μαρίκας Κοτοπούλη (η οποία επίσης αρχικά την είχε απορρίψει). Αλλά ως μαθήτρια δεν τελειώνει ποτέ ούτε αυτή. Ο λόγος; Από την πρώτη κιόλας χρονιά παίζει με τη θεατρική της δασκάλα. Ένας ασυγκράτητος πίδακας νερού που έπρεπε να ξεχυθεί στο σανίδι…
«Μόλις πρόφτασε ν’ αρχίσει να ζει και αμέσως την παρέλαβε η καλλιτεχνική φήμη. Δεν πρόφτασε να βγει από τη δραματική σχολή της κυρίας Μαρίκας Κοτοπούλη –είχα την ευτυχία να είναι και δική μου μαθήτρια– και σήμερα πρωταγωνιστεί σ’ ένα έργο σαν τη “Χάνελε” του Χάουπτμαν! Μιλώ για τη Λαμπέτη, για το λαμπετάκι, αν μου επιτρέπετε –γιατί δεν μπορεί κανείς για το κορίτσι αυτό, που βρίσκεται πάνω στο πρώτο λουλούδισμα της νιότης του να μιλάει αλλιώς, παρά όπως μιλάμε για ένα παιδί–, που κάθε βράδυ τη χειροκροτεί στο “Ρεξ” μια γεμάτη και ζεστή αίθουσα. Νομίζει κανείς ότι το ονειρόδραμα του γερμανού δραματικού έχει γραφεί γι’ αυτόν. Τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα δύσκολα θα μπορούσε να βρεθεί ένα δεύτερο πλάσμα, να ενσαρκώσει αυτό το αέρινο, πάναγνο, ευγενικό και δυστυχισμένο πρόσωπο που συνέλαβε μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου ο ποιητής. Η Λαμπέτη έχει το παρθενικό ύφος και ήθος που απαιτεί ο δυσκολότατος και παθητικός αυτός ρόλος». Αυτά γράφει ο Σπύρος Μελάς για τη μαθήτριά του και την ερμηνεία της στον πρώτο της πρωταγωνιστικό ρόλο. «Ήρθαν στιγμές που δημιούργησε τόσο έντονη σκηνική παραίσθηση, ώστε, αν δεν ήταν να μαρτυρεί το νεαρό της ηλικίας, θα νόμιζε κανείς ότι έχει να κάνει με ηθοποιό μεγάλης πείρας του σανιδιού» συμπληρώνει στο χρονογράφημα που αφιερώνει σ’ εκείνη και τιτλοφορεί «Το Λαμπετάκι». Οι περισσότεροι κριτικοί κινούνται στο ίδιο μήκος κύματος…
«Έπαιξε το μέρος της Χάνελε με ζωηρή θέρμη και με γοητευτικότατη απαλότητα, αρμονικότατα. Από την πρώτη της εμφάνιση έδωσε την εντύπωση ότι είναι εντελώς κυρία της σκηνής κι ότι έχει πολύ ξεχωριστή καλλιτεχνική ιδιοσυγκρασία. Ανάμεσα στις αρκετές νέες ηθοποιούς που εμφανίστηκαν φέτος σκορπίζοντας πλούσιες υποσχέσεις, καταλαμβάνει μια πρώτη θέση» γράφει ο Άλκης Θρύλος στη «Νέα Εστία». «Ένα καλλιτεχνικό άνθος […] ξεπετάχτηκε από τη χτεσινή παράσταση και γοήτευσε και συνάρπασε όλον τον κόσμο», ο Μιχαήλ Ροδάς στο «Βήμα».
Οι μέντορες τηςΑν η Μαρίκα Κοτοπούλη είναι εκείνη που διαγιγνώσκει με το θεατρικό της ένστικτο το τεράστιο ταλέντο της Λαμπέτη, ο Κάρολος Κουν ως σκηνοθέτης το αξιοποιεί σε πιο απαιτητικά έργα, όπως τον «Γυάλινο Κόσμο» του Ουίλιαμς, τον «Ματωμένο Γάμο» του Λόρκα, και την «Αντιγόνη» του Ανουίγ. Ο Κώστας Μουσούρης ως θιασάρχης τής δίνει την ευκαιρία να το εκθέσει στο πλατύ κοινό. Και ο Μάριος Πλωρίτης ως θεατρικός της μέντορας την καθοδηγεί, άλλοτε επιλέγοντας, άλλοτε μεταφράζοντας και άλλοτε σκηνοθετώντας τα θεατρικά έργα.
Το 1949 η Λαμπέτη ενσαρκώνει την «Κληρονόμο» του Γκετς. «Η δεσποινίς Λαμπέτη βρήκε την ευκαιρία να αποδείξει την υψηλή και αγνή ποιότητα του ταλέντου της. Έγινε πολύ σύντομα μεγάλη ηθοποιός» γράφει ο Μ. Καραγάτσης στη «Βραδυνή». «Ο χαρακτήρας της ηρωίδας έχει διαγραφεί καλά, με διακυμάνσεις λεπτότατες και σταθερό χέρι. Η δεσποινίς Λαμπέτη, που την ενσάρκωσε, σημείωσε έναν αληθινό, δικαιολογημένο θρίαμβο. Έχει την ευαισθησία και την εσωτερική ειλικρίνεια που απαιτούσε ο ρόλος» παρατηρεί ο Άγγελος Τερζάκης στο «Βήμα». «Η δεσποινίς Λαμπέτη ήταν με μια λέξη αξιοθαύμαστη. Οι ψυχικές της μεταπτώσεις προκαλούσαν το δραματικό δέος» υπογραμμίζει ο Άγγελος Δόξας στην εφημερίδα «Εμπρός».
Το 1950 το έργο «Πεγκ, Καρδούλα μου» του Χάρτλυ Μάννερς γνωρίζει τεράστια επιτυχία με εκείνη στον ομώνυμο ρόλο. Σχεδόν 100 χιλιάδες θεατές παρακολουθούν τις 242 παραστάσεις του. «Αμφιβάλλω αν τον καιρό που κυοφορούσε στη φαντασία του ο συγγραφέας την ηρωίδα του της είχε δώσει τελειότερη, ιδεωδέστερη έκφραση από αυτή που τη δίνει στη σκηνή η κυρία Λαμπέτη» γράφει ο Στάθης Σπηλιωτόπουλος στην «Ακρόπολη». «Δημιούργησε έναν ρόλο που θα μείνει αλησμόνητος. Ήταν από τις εμφανίσεις που δεν σηκώνουν κριτική», ο Κλέων Παράσχος στον «Εθνικό Κήρυκα».
Το 1964 πρωταγωνιστεί στην κωμωδία «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο» του Νιλ Σάιμον. «Πηγαίνετε να δείτε τη Λαμπέτη!». Έτσι ξεκινάει την κριτική του ο Αιμίλιος Χουρμούζιος. «Αυτό το τίποτα το έκανε ένα μικρό θαύμα. Τώρα καταλαβαίνω γιατί την ήθελε αυτήν την “Ξυπόλυτη στο Πάρκο” η Λίλυ Πάρκερ των Διονυσίων. Ήξερε πως μπορούσε να δείξει για τι είναι ικανή η Έλλη Λαμπέτη. Μια σκηνική νεότητα με την εκθαμβωτική μαρμαρυγή του ταλάντου, δροσιά αυγινή, τερέτισμα φωνής και σπίθισμα ματιού, κομψή τσαχπινιά, μια ζωντανή φλόγα που σκιρτάει μέσα σε μια απίθανη σοφίτα κάτω από έναν χιονισμένο φεγγίτη…» γράφει χαρακτηριστικά στην «Καθημερινή».
«Η Έλλη Λαμπέτη είναι αυτό ακριβώς που περιμένει κάποιος από την ποίηση» παρατηρεί η Κωστούλα Μητροπούλου στην «Ημέρα». «Αυτή η αισθητική “συγκίνηση”, η λεπτή και εύθραυστη “έκπληξη”, αυτό το “κάτι” που όταν το περιέχει η παρουσία του ηθοποιού στη σκηνή, τότε η σκηνή είναι γεμάτη πάντα, είναι ένας κόσμος που λάμπει. Αυτή η “λάμψη”, η αίγλη της παρουσίας της Έλλης Λαμπέτη, δεν χρειάζεται “έργο” για να εκδηλωθεί· δεν έχει σημασία “τι είναι” αυτό που παίζει, φτάνει που το παίζει η Λαμπέτη. Είναι από μόνη της μια θεατρική παρουσία· μόνο με την κίνηση, με την έκφραση, με τον τρόπο που περνάει απ’ τη μια κατάσταση στην άλλη, το “ύφος” της όταν περπατάει, όταν μπλέκεται ανάμεσα στους άλλους, όταν τους ακούει. Τι σημασία έχει που ο Σάιμον έδωσε μόνο αυτές τις δεδομένες αποχρώσεις στην ηρωίδα του; Η Λαμπέτη τις έκανε ρευστές και ευμετάβλητες, εύκαμπτες και εύπλαστες, με την παρουσία της και μόνο» προσθέτει.
«Η Λαμπέτη σε κρατάει καθηλωμένο στη θέση σου επί δύο ολόκληρες ώρες και εύχεσαι να μην τελειώσουν οι αγάπες και οι καβγάδες της με τον νεοσύλλεκτο άντρα της (σ.σ.: τον υποδυόταν ο Κώστας Καρράς)» γράφει ο Γιάννης Κοκκινάκης στην «Ακρόπολη». «Τι χαριτωμένο, τι έξυπνο, τι απλό, τι φίνο το παίξιμό της! Παιδιάστικο και σοβαροφανές, κωμικό και δραματικό στη μεγαλοποίηση ασήμαντων γεγονότων και στην παρεξήγηση ορισμένων φράσεων και αθώου πείσματος. Είναι ευλογία Θεού το απέραντο τάλαντο της Λαμπέτη. Το ξαναβρίσκουμε και το τιμάμε πάλι» καταλήγει.
“Λεωφορείον ο Πόθος”: «Μαγεία! Αυτό προσπαθώ να δώσω στους άλλους…»Το 1975 κάνει ένα αλησμόνητο one woman show. Παίζει μόνη της στη σκηνή επί δύο συνεχόμενες τη δασκάλα «Δεσποινίς Μαργαρίτα» του Ρομπέρτο Ατάυντε. Κοινό και κριτικοί την αποθεώνουν. «Είναι απόλαυση στον εναρκτήριο λόγο της. Παίζει με δύο πρόσωπα, της παιδείας και της βίας, που τα συνθέτει θαυμάσια στον ρόλο της δασκάλας» γράφει ο Στάθης Δρομάζος στην «Καθημερινή». «Στο ξεσκέπασμα του κομφορμισμού παρουσιάζεται μ’ ένα χιούμορ, στο οποίο γρήγορα θα καταλάβετε ότι επιφυλάσσει τη σκληρότητα. Ξεσκεπάζει τα πάντα εν ονόματι του παιδευτικού της έργου, επιστρατεύοντας το ταμπεραμέντο ραλλίστας. Πολυδιάστατη καρατερίστα, ειρωνεύεται με θεατρική έμφαση τη μπριλάντικη ή ινζενουιστική συμπεριφορά της ίδιας της δασκάλας. Σας προκαλεί ασταμάτητα, κι ενώ ίσως θα είχατε τη διάθεση να τη σταματήσετε, αισθάνεστε έναν… γοητευτικό μαζοχισμό να την ακούσετε, να δείτε ως που θα το πάει. Και χρησιμοποιώντας το πολύπλευρο ταλέντο της το πάει ως το τέλος!» παρατηρεί.
«Η Έλλη Λαμπέτη μπαίνει στο πετσί της ηρωίδας και τη ζωντανεύει με συναρπαστική ταυτοποίηση» γράφει ο Άγγελος Δόξας στην εφημερίδα «Εμπρός».
«Η Έλλη Λαμπέτη θα δημιουργήσει τον καλύτερο ρόλο της ζωής της και μοναδικό για την ελληνική σκηνή», ο Αλκιβιάδης Μαργαρίτης στα «Νέα». «Με εξαιρετική δεξιοτεχνία περνά από όλες τις αποχρώσεις μεταξύ του κωμικού και του τραγικού, του έξαλλου και του ήρεμου. Η κατάμεστη αίθουσα, επί μιάμιση ώρα, πάσχει και αγωνιά μαζί της. Και όταν καταλήγει, με μια φωνή χαμηλή και γεμάτη συγκίνηση στο συμπέρασμα ότι την ευτυχία του ο άνθρωπος εξασφαλίζει επιδιώκοντας πάντοτε να προσφέρει καλοσύνη, κανείς δεν λέει να κουνήσει από το κάθισμά του… Η Έλλη Λαμπέτη έχει σήμερα όλο το δικαίωμα να πει το καλλιτεχνικό “νυν απολύοις τον δούλον σου, Δέσποτα”!» καταλήγει.
Έλλη Λαμπέτη: Δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε άδεια καθίσματα. Δεν πιστεύω στην εξέλιξη των καρεκλών. Προτιμώ να τέρπω το κοινό, παρά να χαίρομαι που παίζω αριστουργήματα μπροστά σε άδειες καρέκλες
Το 1978 ενσαρκώνει τη «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο ντε Φιλίππο με συμπρωταγωνιστή της τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Τη σκηνοθετεί ο Μάουρο Μπολονίνι. «Είσαι η μεγαλύτερη θεατρίνα της Ευρώπης», της λέει ο διάσημος ιταλός σκηνοθέτης στο διάλειμμα μιας πρόβας. «Είναι σαν να γεννήθηκα άλλη μία φορά, σαν να είδα έναν κόσμο που δεν θα έβλεπα ποτέ» δηλώνει η ίδια για τον πασίγνωστο ιταλικό ρόλο που ερμηνεύει στη θεατρική της ωριμότητα. «Στο στοιχείο της. Εκφραστική και όταν ακόμη σωπαίνει. Με τονικές διαβαθμίσεις και αποχρώσεις λόγου ορθοφωνημένου, σ’ όλες τις φάσεις κι εναλλαγές του ρόλου της. Με τη σιγαλινή αισθαντικότητα και την εκρηκτική σταθερότητα της ηρωίδας. Μια ζωντανή και πειστική Φιλουμένα. Και μια εξαίσια καλλιτεχνική δημιουργία» γράφει ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή».
Το 1981 παίζει τον τελευταίο θεατρικό ρόλο της ζωής της. Έχοντας χάσει πλέον τη φωνή της από τη μάχη με τον καρκίνο, υποδύεται την κωφάλαλη στο έργο «Σάρα: Τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» του Μαρκ Μέντοφ. «Η πρεμιέρα της “Σάρας” είναι ένας ρωμαϊκός θρίαμβος. Οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι, για κάμποση ώρα, αυτή τη νικήτρια ενός άγριου Κολοσσαίου που υποκλίνεται τώρα μπροστά τους πιο λαμπερή και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Φρέντυ Γερμανός.
Η βουβή μαρτυρία της συγκλονίζει εκτός από το κοινό και τους κριτικούς. «Η Έλλη Λαμπέτη ως κωφάλαλη Σάρα αποδεικνύει όχι μόνο ότι ξέρει να μιλάει με τη σιωπή της, να εκφράζεται με τις πιο απλές κινήσεις, αλλά και να εξωτερικεύει εξαίσια τον εσωτερικό της εαυτό και όλη την πάλη που γίνεται μέσα της για να διατηρήσει την προσωπική της ταυτότητα ως τα έσχατα όρια της τέχνης. Είναι μια ακόμη, κοντά στις τόσες άλλες ως τώρα, δημιουργία της άξια θαυμασμού» γράφει ο Μπάμπης Κλάρας στη «Βραδυνή».
«Η Έλλη Λαμπέτη, που εκφράζει σκέψεις και συναισθήματα αποκλειστικά με τα χέρια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου, είναι, πίσω από την περιχαρακωμένη σιωπή της, μια παλλόμενη φιγούρα, ένας ευπαθής δέκτης των ερεθισμάτων του περιβάλλοντος και ένας υπερτεταμένος πομπός, έτοιμος να μεταγγίσει κάθε ανατάραγμα του νου και κάθε εσωτερική φωνή», η Ελένη Βαροπούλου στη «Μεσημβρινή».
«Δεν ξέρω αν η κωφάλαλη αμερικανίδα ηθοποιός που πρωτόπαιξε το έργο και που της το είχε αφιερώσει ο Μέντοφ ήταν τόσο συναρπαστική όσο η Έλλη Λαμπέτη που είχε συνείδηση και των δύο κόσμων: του ήχου και της σιωπής», η Ελευθερία Ντάνου στην εφημερίδα «Νέα Πορεία». «Η Αμερικανίδα έκανε μια ρεαλιστική εμφάνιση. Έπαιξε αυτό που ήταν. Πράγμα όχι και πολύ δύσκολο. Η Έλλη Λαμπέτη παράστησε, υποδύθηκε, ερμήνευσε, μας αιφνιδίασε με την εκμάθηση της γλώσσας των σημάτων και του άφωνου ρόλου της. Ήταν έκτακτη σε κάθε της έκφραση. Με τον ρόλο αυτό δημιούργησε μια νέα σελίδα στην προσφορά της στο θέατρο» προσθέτει. Αυτή, όμως, έμελλε να είναι και η τελευταία του θεατρικού της βιβλίου…
Στην πραγματικότητα, η Λαμπέτη δεν πήρε σχεδόν καμία αρνητική κριτική για ερμηνεία της στο σανίδι. Ακόμα και σε έργα που δεν είχαν την ίδια επιτυχία με άλλα και θεωρήθηκαν αποτυχίες. Μάλιστα, πολλά από αυτά που επέλεξε έγιναν σημείο αναφοράς και για τις μεταγενέστερες ενζενί του θεάτρου.
«Δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε άδεια καθίσματα» απαντούσε σε όσους την κατηγορούσαν για την ποιότητα των έργων που ανέβαζε. «Δεν πιστεύω στην εξέλιξη των καρεκλών. Προτιμώ να τέρπω το κοινό, παρά να χαίρομαι που παίζω αριστουργήματα μπροστά σε άδειες καρέκλες» προσέθετε υπερασπιζόμενη το δραματολόγιό της. «Αν το καλοσκεφτούμε, το θέατρο δεν είναι κάτι που αποτείνεται μόνο στο μυαλό, δηλαδή δεν είναι ανάγκη να πηγαίνουμε στο θέατρο μόνο για να κερδίσουμε μεγάλα πράγματα. Όταν πάμε στο θέατρο και αγγίξει την καρδιά μας, τότε το θέατρο έχει δικαιωθεί πέρα για πέρα» έλεγε σε άλλη συνέντευξή της.
«Όποιος ρόλος μπήκε μέσα της δικαίωσε την ύπαρξή του. Αξιώθηκε να μιλήσει με το στόμα της, να εκπλαγεί με τα μάτια της, να βεβαιωθεί με τα χέρια της» έγραφε πολύ χαρακτηριστικά ο κριτικός θεάτρου Κώστας Γεωργουσόπουλος. «Ο ηθοποιός παίζει με το νευρικό του σύστημα, που πρέπει να το ερεθίζει. Κι είναι μαρτύριο, βέβαια. Αλλά το αγαπάω! Μου αρέσει!» έλεγε η ίδια.
Πόσοι δεν προσπάθησαν να περιγράψουν την ανυπέρβλητη ερμηνεία της; «Όταν παίζει, παρακολουθείς έναν αγώνα σχεδόν θανάσιμο: ένα αδύναμο κορμί που παλεύει να μην δραπετεύσει από μέσα του κάτι φυλακισμένο. Ίσως αυτό που λέμε ψυχή. Το αδύναμο αυτό κορμί αντιστέκεται γιατί, παράλογα, πιστεύει πως οι Μήδοι δεν θα διαβούνε. Το αποτέλεσμα αυτής της πάλης ενός ανίσχυρου κορμιού με μια πανίσχυρη ψυχή είναι ένα λεηλατημένο αλλά νικηφόρο πρόσωπο» έγραφε ο θεατρικός συγγραφέας Παύλος Μάτεσις.
Ακόμα πιο γλαφυρός στην περιγραφή του ο κριτικός θεάτρου Μάριος Πλωρίτης: «Ένας ψίθυρος μπορεί να έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από μια βροντερή κραυγή… Μια ματιά μπορεί να έχει πολύ περισσότερο πάθος από δεκάδες περιπαθείς λυγμούς… Η ακινησία μπορεί να είναι ασύγκριτα πιο επιβλητική από πάμπολλες μεγαλοπρεπείς χειρονομίες… Η αληθινή δύναμη, το γνήσιο πάθος, η ουσιαστική επιβολή είναι θέμα και καρπός εσωτερικού παλμού, ψυχικής δόνησης, ηθικού μεγέθους. Και η Έλλη Λαμπέτη που δίνει την εντύπωση εύθραυστου, ευάλωτου πλάσματος, η Έλλη Λαμπέτη, που παίζει με ημιτόνια και αποχρώσεις, έχει τόσο άπεφθους παλμούς, βάθος, μέγεθος, ώστε τα ημιτόνιά της παίρνουν διαστάσεις απέραντου σπαραγμού κι οι αποχρώσεις της ακτινοβολούν θαμπωτικό φως…»
«Ο τρόπος που μπορούσε ξαφνικά να αποδώσει μια σκηνή με άφηνε κατάπληκτο. Προσπαθούσα να βρω τις ρίζες από τις οποίες ξεπηδούσε όλη αυτή η μαγεία» ομολογούσε και ο Μιχάλης Κακογιάννης. Την απάντηση στον σκηνοθέτη της φαίνεται να την είχε δώσει η ίδια: «Ο τρόπος που ερμηνεύει έναν ρόλο ο ηθοποιός δείχνει ολοκάθαρα τον εαυτό του. Το βάθος και τις αποχρώσεις των συναισθημάτων του. Την ποιότητά του…»
Η Λαμπέτη υπηρέτησε το θέατρο με θρησκευτική ευλάβεια για σχεδόν 40 ολόκληρα χρόνια. Παρά τα επανειλημμένα χτυπήματα της μοίρας και τη μακρόχρονη μάχη με την επάρατη νόσο τα τελευταία εξ αυτών. Το υπόδειγμα προσήλωσης στο λειτούργημα της ηθοποιού το οποίο δημιούργησε δεν είχε προηγούμενο ή επόμενο. Επέλεξε να παίζει όχι μόνο όταν υπέφερε από τους πόνους. Αλλά κι όταν στερήθηκε το βασικό εργαλείο της υποκριτικής. Τη φωνή της…
Οι ερμηνείες της στο σανίδι κινήθηκαν μεταξύ του κωμικού και του τραγικού. Στις κωμικές ήταν χαριτόβρυτη σαν νεράιδα. Τις τραγικές τις πότισε με το αίμα της πριν τις εκφράσει με τον σπαραγμό της. Γι’ αυτό και έμειναν αλησμόνητες σε όσους τις έζησαν. Με την ηλεκτρισμένη φωνή της στις ηχογραφημένες να συγκλονίζει ακόμα κι εμάς, τους μετά θάνατον ακροατές της…
Έλλη Λαμπέτη: Το Θέατρο είναι μια απλή ανάγκη του ανθρώπου, μια ανάγκη φυγής όπως το όνειρο. Ανήκω στο θέατρο και χαίρομαι που μπορώ να προσφέρω αυτή τη φυγή στους ανθρώπους. Γι’ αυτό και νιώθω πολλές φορές ότι γίνομαι κι εγώ ένα πρόσωπο του ονείρου…