Ακίρα Κουροσάβα: Τα αριστουργήματα του αξεπέραστου Ιάπωνα σκηνοθέτη
Σαν σήμερα, πριν από 25 χρόνια, έχασε την ζωή του ο Ακίρα Κουροσάβα, ο άνθρωπος που με την μοναδική του σκηνοθετική ματιά, άφησε στον χώρο του κινηματογράφου μία σπουδαία κληρονομιά.
Στις 6 Αυγούστου του 1998 ο Ακίρα Κουροσάβα άφησε την τελευταία του πνοή. Η είδηση του θανάτου του σόκαρε τον κινηματογραφικό κόσμο, ο οποίος του χρωστάει μερικές από τις μεγαλύτερες καινοτομίες του.
Ο Ακίρα Κουροσάβα συχνά αναφέρεται ως ο «Αυτοκράτορας» της σκηνοθεσίας, αφού επηρέασε με τις ταινίες και την ξεχωριστή σκηνοθετική του ματιά τον σύγχρονο κινηματογράφο. Όλες οι ταινίες του εμπεριέχουν και από ένα μοναδικό χαρακτηριστικό, το οποίο θα συναντήσουμε στο μέλλον σε μία Χολιγουντιανή παραγωγή. Οι μοναδικές πινελιές του πλέον θεωρούνται ακρογωνιαίοι λίθοι του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910, στην Όμορι του Τόκιο, και ήταν ο τελευταίος από τα οκτώ παιδιά του Ισαμού και της Σίμα Κουροσάβα. Το αρχικό του όνειρο ήταν να γίνει ζωγράφος, όμως δεν κατάφερε να μπει στην Ακαδημία τεχνών και έτσι άρχισε να ψάχνει ένα καινούριο μονοπάτι. Το 1936 γίνεται βοηθός του σκηνοθέτη Γιαμαμότο Κατζίρο, και ένα καινούριο όνειρο αρχίζει να γεννιέται μέσα του, αυτό της σκηνοθεσίας.
Στην εταιρεία παραγωγής που δούλευε με τον Κατζίρο, η εμπειρία που προσκόμισε ήταν μοναδική. Το 1943, κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη όλων με το ταλέντο του και τον άφησαν να σκηνοθετήσει την πρώτη του ταινία, το Σουγκάτα Σανσίρο. Ήταν μια ταινία δράσης, που σύντομα γνώρισε μεγάλη επιτυχία στην Ιαπωνία, σε ένα κοινό που γρήγορα τον ξεχώρισε για τις σπάνιες σκηνοθετικές του ικανότητες. Ο έλεγχος όμως, της στρατιωτικής κυβέρνησης της Ιαπωνίας, δεν τον αφήνει να φτάσει στην κορυφή κατευθείαν.
Λογοκρίνεται αυστηρά ολόκληρη η πνευματική δημιουργία της εποχής και το μόνο που επιτρεπόταν είναι η παραγωγή λογοτεχνικών και κινηματογραφικών έργων, με πατριωτικό περιεχόμενο. Εξαιτίας αυτής της πίεσης, ο Κουροσάβα όρθωσε το ανάστημά του και μπόρεσε να πάρει έμπνευση από την κατάσταση της εποχής. Η εμπειρία της αντίδρασης που έφεραν οι συντηρητικές τάξεις της Ιαπωνίας στο έργο του, η έλλειψη ελευθερίας και η εμπειρία του πολέμου υπήρξαν οι πιο σημαντικές επιρροές στο μετέπειτα πόνημα του.
Το 1948, και ενώ ο πόλεμος έχει τελειώσει και η λογοκρισία πια μοιάζει ένας μακρινός εφιάλτης, ο σπουδαίος σκηνοθέτης κυκλοφορεί την ταινία Μεθυσμένος Άγγελος, η οποία αντικατοπτρίζει το πηγαίο ταλέντο του και φυσικά αφήνει άναυδο κοινό και κριτικούς. Εκείνη την εποχή είναι που ο Κουροσάβα λαμβάνει και μία από τις υψηλότερες θέσεις στον Ιαπωνικό κινηματογράφο και όλοι μιλούν για τον ξεχωριστό σκηνοθέτη, που πλέον έχει εδραιωθεί ανάμεσα στους πιο σημαντικούς της χώρας του.
Το 1950 κυκλοφόρησε το Ρασομόν και τότε ήταν που τα σύνορα της Ιαπωνίας δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν το ταλέντο του, το οποίο ταξίδεψε σε πολλές χώρες κάνοντας τον γνωστό και στο εξωτερικό. Η ταινία γνώρισε τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία, και θεωρείται μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Η επιτυχία όμως δεν πάτησε φρένο εκεί, καθώς ο Κουροσάβα αναδείχτηκε ο νικητής του Χρυσού Λέοντα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας του 1951 και προτάθηκε για Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, δύο διακρίσεις πρωτόγνωρες τόσο για τον ίδιο, όσο και για τον ιαπωνικό κινηματογράφο, που μέχρι τότε υπήρχε μόνο πίσω από τις κλειστές πόρτες της χώρας. Η επιτυχία της ταινίας οδήγησε τις δυτικές κινηματογραφικές αγορές στο να εστιάσουν για πρώτη φορά στα προϊόντα της ιαπωνικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, κάτι το οποίο οδήγησε σε διεθνή αναγνώριση και πολλούς άλλους Ιάπωνες σκηνοθέτες.
Οι τελευταίες επικές ταινίες σαμουράι του, Καγκεμούσα (1980) και Ραν (1985) ήταν ένα μεγάλο και δυναμικό αποχαιρετιστήριο δώρο στο κοινό που αγαπούσε αυτού του είδους τις ιστορίες. Και οι δύο αυτές ταινίες κέρδισαν τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ Καννών, προτάθηκαν για Όσκαρ και γνώρισαν εξαιρετική διεθνή επιτυχία.
Αρκετοί γνωστοί Αμερικανοί σκηνοθέτες, όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Τζορτζ Λούκας, ο Στίβεν Σπίλμπεργκ και ο Μάρτιν Σκορσέζε ήταν μεγάλοι θαυμαστές του Κουροσάβα και είχαν επηρεαστεί πολύ από τις παλιότερες ταινίες του. Μάλιστα, τον είχαν βοηθήσει σημαντικά και στις τελευταίες του παραγωγές.
Το 1993 κυκλοφόρησε η τελευταία ταινία του, Madadayo, που αφορούσε την ιστορία ενός καθηγητή, με κυρίαρχο θέμα τον επικείμενο θάνατο. Πέντε χρόνια αργότερα, θα υποδεχόταν τον δικό του. Ο Κουροσάβα πέθανε στις 6 Σεπτεμβρίου 1998, σε ηλικία 88 ετών, από ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Η παγκόσμια κινηματογραφική κοινότητα θρήνησε ένα σκηνοθέτη “Αυτοκράτορα” του είδους του, που είχε καταφέρει σε λίγα χρόνια να συστήσει την ιαπωνική κινηματογραφική παραγωγή, σε όλο τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι ταινίες του έχουν σημαδέψει γενιές και γενιές μεταγενέστερων δημιουργών, ενώ τον έβαλαν στο Πάνθεον των σημαντικότερων σκηνοθετών του κόσμου. Πέντε είναι όμως οι ταινίες του, που άφησαν εποχή και αξίζει να τις δουν όλοι όσοι θέλουν να γνωρίσουν τον Κουροσάβα.
Το Ρασομόν εμβαθύνει στην αναξιοπιστία οποιουδήποτε αφηγητή, που προσπαθώντας να βρει την απόλυτη αλήθεια μέσα σε ένα σύνολο γεγονότων, τελικά αναπόφευκτα θα συνειδητοποιήσει ότι αυτό είναι μια σχεδόν αδύνατη πρόκληση. Μετά από έναν βιασμό της γυναίκας ενός σαμουράι και την επακόλουθη δολοφονία του, τρεις μάρτυρες και το φάντασμα του σαμουράι- άντρα της άτυχης γυναίκας (Τοσίρο Μιφούνε, Ματσίκο Κίο, Μασαγιούκι Μόρι, Τακάσι Σιμούρα) δίνουν και από μία διαφορετική εκδοχή του εγκλήματος. Οι γνωστές ανατροπές του Κουροσάβα είναι απολαυστικές σε αυτή την ταινία και το κυνήγι της αλήθειας μας προσκαλεί.
Ο Κουροσάβα, με αυτή του την ταινία, προσπάθησε να αποδείξει πως, ο κάθε άνθρωπος βλέπει τον εαυτό του σε μία ιστορία ως τον ήρωα, και όλοι οι άλλοι του φαίνονται ασήμαντοι. Με αυτό τον τρόπο, στην κάθε αφήγηση της ίδιας ακριβώς ιστορίας, αλλάζει ο ρους των γεγονότων, με κάποια από αυτά να μεταβάλλονται, κάνοντας τελικά τον αφηγητή αναξιόπιστο και την ιστορία διαστρεβλωμένη, χωρίς όμως να υπάρχει κάποια δολιότητα σε αυτό, εκτός από τον εγωισμό του ίδιου του αφηγητή.
Το συμπέρασμα τελικά ανήκει στον θεατή και δεν εξαρτάται από την κάθε μία αφήγηση, αλλά από τις προσωπικές πεποιθήσεις και προκαταλήψεις του. Η ταινία κατάφερε να αποσπάσει Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και αμέσως μετά το Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, συστήνοντας στην Δύση μια εντελώς άγνωστη, μέχρι τότε, κινηματογραφική πτυχή.
Καταδικασμένος (Ikiru, 1952)Ikiru σημαίνει «να ζεις». Ένας τίτλος που αντικατοπτρίζει απόλυτα την ζωή του δημόσιου υπάλληλου Κάντζι Γουατανάμπε (Τακάσι Σιμούρα), ο οποίος, μετά από χρόνια μετρημένης και αδιάφορης ζωής μέσα σε κανόνες και καθωσπρεπισμούς, μαθαίνει πως έχει καρκίνο στομάχου σε τελικό στάδιο. Αποφασίζει, λοιπόν, να περάσει τις τελευταίες μέρες του βγαίνοντας και κάνοντας σπάταλη ζωή, όχι όμως επειδή έμαθε ότι πεθαίνει, αλλά επειδή συνειδητοποίησε πως τόσα χρόνια δεν ζει.
Ο Κουροσάβα καταφέρνει με έναν άρτιο τρόπο να μας υπενθυμίσει πως η ζωή είναι για να την ζούμε την στιγμή που συμβαίνει, και όχι όταν πάει να χαθεί. Τα υπαρξιακά προβλήματα, οι φόβοι, οι ευαισθησίες και όλα τα άκρως ανθρώπινα χαρακτηριστικά της ζωής, ο σπουδαίος σκηνοθέτης τα εισάγει σε μία δραματική ταινία-υπόδειγμα σκηνοθεσίας.
Αυτή η ταινία μπορεί κανείς με ασφάλεια να πει πως έγινε η βάση για όλες τις επόμενες ταινίες με απαγωγές. Σε αυτήν την άψογα εκτελεσμένη διασκευή του μυθιστορήματος του Εντ ΜακΜπέιν, King’s Ransom, ο Κουροσάβα χωρίζει επιδέξια την πλοκή σε δύο ξεχωριστά τμήματα. Το πρώτο αφορά ένα έντονο δράμα ενός μεγιστάνα παπουτσιών (Toshiro Mifune) που πιέζεται να πληρώσει λύτρα για να σώσει τον γιο του σοφέρ του, αφού ο απαγωγέας άρπαξε το λάθος παιδί, και το δεύτερο μας αποκαλύπτει μία επίπονα λεπτομερή εστίαση στο κυνήγι της αστυνομίας για τον απαγωγέα.
Το σασπένς κορυφώνεται κάθε λεπτό, με αποκορύφωμα την σκηνή ανταλλαγή λύτρων, που έγινε στη συνέχεια «σχολείο» για τις επόμενες γενιές σκηνοθετών. Μία ταινία με σκοπό την «μελέτη» των ψυχολογικών επιπτώσεων της εισοδηματικής ανισότητας και φυσικά ένα ακόμα σκηνοθετικό «διαμάντι» του Κουροσάβα.
Ένας σκληρός αλλά γοητευτικός αντι-ήρωας μπαίνει σε μια πόλη γεμάτη εγκλήματα, βοηθώντας τους φτωχούς κατοίκους, από καθαρά εγωιστικούς λόγους στην αρχή, αλλά σταδιακά στην ταινία αποκαλύπτεται η κρυμμένη συμπόνια του, που τον κάνει ικανό να θυσιάσει τη ζωή του για το μεγαλύτερο καλό. Και φυσικά, κάθε γουέστερν μετά το 1964, κάθε ταινία σκληρού υπερήρωα των τελευταίων τριών δεκαετιών, οφείλεται στην διασκεδαστική και άψογη εκτέλεση του σαμουράι-κακού παιδιού, σύμφωνα με τις υποδείξεις του Κουροσάβα.
Ο Τοσίρο Μιφούνε, στην πιο αβίαστη εμφάνιση του ως ένας περιπλανώμενος σαμουράι, που χειραγωγεί τις δύο πλευρές του πολέμου, που έχει ξεσπάσει μεταξύ δύο αντίπαλων οικογενειών, που και οι δύο τρομοκρατούν την μικρή πόλη. Με αυτή τη ταινία, ο Κουροσάβα αποδεικνύει πως μία φαινομενικά «δυτική» ιστορία γουέστερν, δεν χρειάζεται να προέρχεται αποκλειστικά από την Δύση.
Οι Εφτά Σαμουράι (Shichinin no Samurai, 1954)Οι Εφτά Σαμουράι θεωρείται ακόμα και σήμερα, αν όχι η πιο αριστουργηματική, μία από τις πιο αριστουργηματικές ταινίες του καταπληκτικού σκηνοθέτη. Η ομάδα των σαμουράι δέχεται πρόθυμα να βοηθήσει τους κατοίκους ενός χωριού που δέχεται συνεχόμενες επιδρομές από ληστές, χωρίς κάποια αμοιβή. Μία επική περιπέτεια, ένα λυρικό δράμα και μία κοινωνική αλληγορία, όλα σε μία ταινία “παντρεμένα” αρμονικά από έναν μοναδικό στο είδος του σκηνοθέτη.
Η τρομακτικά πολυεπίπεδη διερεύνηση του βαθμού ηθικής που εμπεριέχεται στη θυσία και στη συλλογική ευθύνη, σε συνδυασμό με την εκπληκτική ικανότητα του Κουροσάβα να βλέπει εκεί που οι υπόλοιποι σκηνοθέτες διέκριναν μόνο σκοτάδι, κατέταξαν την ταινία αυτή στην κορυφή. Από τις πιο μικρές λεπτομέρειες της δομής του, μέχρι τη συγκεκριμένη διαμόρφωση, το σχέδιο και τη σκηνογραφία, οι επιλογές του Κουροσάβα την καθιστούν αναμφίβολα μια από τις καλύτερες ταινίες που έχουν γυριστεί ποτέ.