«Η υλικότητα της γραφής»: Αναφορά στη Νίκη Καναγκίνη από τη Roma Gallery
Στο έργο της σημαντικής ελληνίδας εικαστικού της «γενιάς του ’70» είναι αφιερωμένη η έκθεση έργων της από τις ενότητες «Χειρόγραφα» και «Εικονογραφημένα Χειρόγραφα», που διερευνούν τις διαδικασίες σχηματισμού μιας προσωπικής γραφής, η οποία εγκαινιάζεται την Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου.
Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από τη γέννηση της σημαντικής ελληνίδας εικαστικού Νίκης Καναγκίνη (Αλεξανδρούπολη 1933 – Αθήνα 2008). Μνημονεύοντας την επέτειο αυτή, η Roma Gallery, της οδού Ρώμα, στο Κολωνάκι, παρουσιάζει μια περιεκτική έκθεση έργων της, που δημιουργήθηκαν από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 και μετά, σε επιμέλεια της ιστορικού τέχνης και μελετήτριας του έργου και του αρχείου της εικαστικού, Έλενας Χαμαλίδη. Η έκθεση, με τίτλο «Η υλικότητα της γραφής», εγκαινιάζεται την Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου, στις 20.00.
«Οπτικά κείμενα»Τα έργα που εκτίθενται στη Roma Gallery ανήκουν στις ενότητες «Χειρόγραφα» και «Εικονογραφημένα Χειρόγραφα». Όπως επισημαίνει η επιμελήτρια, η Καναγκίνη όριζε ως Χειρόγραφο μια «αφηρημένη εικόνα που έχει τη μορφή ενός χειρογράφου», ενώ ως Εικονογραφημένο Χειρόγραφο το έργο στο οποίο «υπάρχει εικονιστική παράσταση», μια αναγνωρίσιμη, δηλαδή, αισθητή μορφή ή εικόνα. Πρόκειται για ενότητες ζωγραφικών έργων, εν μέρει διαφορετικού ύφους, οι οποίες διακρίνονται από δύο καθοριστικά κοινά χαρακτηριστικά: τις διαδικασίες σχηματισμού μιας μη αναγνώσιμης προσωπικής γραφής και την αίσθηση της ματιέρας της ζωγραφικής ύλης ή της επεξεργασμένης επιφάνειας.
Στην έκθεση παρουσιάζονται έργα σε μικρές ή μεγάλες διαστάσεις, άλλοτε ζωγραφικά με λάδι επάνω σε καμβά ή προετοιμασμένη ξύλινη επιφάνεια και άλλοτε με μικτές τεχνικές σε χαρτί, εμπριμέ πανί ή καμβά.
Ο τίτλος («Χειρόγραφα»), τα υλικά (χαρτί, μαρκαδόροι, παστέλ, χρωματιστά κραγιόνια, λαδομπογιές σμάλτου, εκτός από το λάδι), η διάταξη σε στήλες, η διαδικασία και οι τεχνικές (επικολλήσεις, χαράξεις, πάστα, χειρονομιακή πινελιά) πιστοποιούν το ενδιαφέρον της Καναγκίνη για μια εικαστική γραφή. Η ίδια τα αποκαλούσε τα έργα της «οπτικά κείμενα», και επιζητούσε μέσα από αυτά μια «μέγιστης έντασης επικοινωνία», όπως έλεγε.
Η Καναγκίνη έβλεπε τον θεατή ως έναν «πιθανό αναγνώστη», ο οποίος, καθισμένος μπροστά στο έργο, στις καρέκλες που ανήκαν στην εγκατάσταση μαζί με τη ζωγραφική, σε μια διαδικασία ενατένισης, θα ανακάλυπτε τις νοητικές διεργασίες πίσω από την εικόνα, θα πρόβαλλε τις δικές του ή θα συμπλήρωνε τη δική του «γραφή».
Παράλληλα, η έμφαση στα υλικά, η αναγλυφικότητα του χειροποίητου χαρτιού, αλλά και οι διαδικασίες μέσα από τις οποίες προκύπτει αυτό το είδος γραφής θέτουν το ζήτημα της υλικότητας της γλώσσας ή, μάλλον, της γραφής ως ενός διαφορετικού τρόπου να μεταδίδονται σημασίες, πέρα από την αναφορική λειτουργία της γλώσσας ως μέσου επικοινωνίας.
Γραφή και γυναικεία ταυτότηταΕπιπλέον, στην περίπτωση της Καναγκίνη η σωματικότητα, η υλικότητα της γραφής συνδέεται με το ίχνος της γυναικείας ταυτότητας. Η σχέση της γραφής της με το γυναικείο σώμα, το συναίσθημα και τις αισθήσεις διέρχεται και μια άλλη οδό, την εγγραφή του γυναικείου οπτικού πολιτισμού που αναδύεται από τις οικογενειακές μνήμες, την ιστορική εμπειρία των οικογενειακών μετακινήσεων και σύγχρονα ερεθίσματα.
Παράλληλα με την γραφή, το ίχνος και το γράμμα, η Καναγκίνη ενδιαφέρθηκε και για την υφαντική, το ύφασμα και το ένδυμα, τις υφάνσεις και τα μοτίβα τους. Η σύνθεση της γραφής, του μοτίβου, της υλικότητας της ύφανσης και της ζωγραφικής χειρονομίας χαρακτηρίζει τις σειρές των «Χειρογράφων» της. Από αυτές τις συνθέσεις θα αναδυθούν και οι πρώτες γυναικείες φιγούρες της, οι γυμνές «Αφροδίτες», με ματιέρες υφασμένες από την ιστορικότητα και τις μνήμες ενός γυναικείου πολιτισμού που σχετίζεται με το σώμα και την αίσθηση της αφής.
Ποια ήταν η Νίκη ΚαναγκίνηΣπούδασε στην Ecole Cantonale de Dessin et d’Art Appliqué της Λωζάννης (1952-1954), στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1954-1958), με δασκάλους τον Γιάννη Μόραλη, τον Σπύρο Παπαλουκά και τον Γιάννη Κεφαλληνό, και στη Central School of Arts and Design του Λονδίνου (1958-1961). Δίδαξε στη Σχολή Βακαλό (1963-1967), στο Κέντρο Τεχνολογικών Εφαρμογών (1970-1971) και στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1984-1986) ως ειδική επιστήμων. Το 1962 οργάνωσε την πρώτη ατομική της έκθεση στη Ρώμη, συνεχίζοντας να παρουσιάζει το έργο της σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις ζωγραφικής και ταπισερί εντός και εκτός Ελλάδος, μεταξύ των οποίων η Μπιεννάλε της Αλεξάνδρειας το 1980 και τα Ευρωπάλια το 1982 στις Βρυξέλλες.
Στα πρώιμα έργα της κινήθηκε στο κλίμα του αφηρημένου εξπρεσιονισμού, δίνοντας ιδιαίτερη σημασία στο χρώμα και τις έντονες αντιθέσεις του. Επίσης αξιοποίησε την τεχνική της ταπισερί, συνδυάζοντας τη ματιέρα της ύφανσης και το ζωγραφικό ίχνος. Βαθμιαία απομακρύνθηκε από την αφαίρεση και στράφηκε προς μια θεματολογία με σύνθετες αναφορές σε κοινωνικά και πολιτισμικά ζητήματα. Χρησιμοποίησε μεικτές τεχνικές με διάφορα υλικά, δημιουργώντας τρισδιάστατες κατασκευές, εγκαταστάσεις και εικαστικές δράσεις στο χώρο, θέτοντας συχνά ως ζητούμενο την ενεργό συμμετοχή των θεατών.