Ελία Καζάν: Η ιδιοφυΐα που υπέκυψε στον Μακαρθισμό και έμεινε στην ιστορία για όλους τους λάθος λόγους
Σαν σήμερα στις 7 Σεπτεμβρίου, το 1909, γεννήθηκε ο ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτης Ελία Καζάν, που πρωταγωνίστησε σε μία από τις σκοτεινότερες περιόδους στην ιστορία του Χόλυγουντ, όταν δεν δίστασε να προδώσει τους συνεργάτες του στον Μακάρθι.
Σαν σήμερα 7 Σεπτεμβρίου, το 1909, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη ο ελληνικής καταγωγής διακεκριμένος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας Ελία Καζάν, ο οποίος με τις εμπνευσμένες σκηνοθεσίες του για τον κινηματογράφο και το θέατρο αποτέλεσε μια από τις σημαντικότερες φιγούρες της αμερικάνικης κουλτούρας, στα μέσα του 20ού αιώνα.
Τα πρώτα βήματαΓιός του εμπόρου χαλιών Γιώργου Καζαντζόγλου και της Αθηνάς Σισμανόγλου, ο Ελία Καζάν μετανάστευσε με την οικογένεια του στη Νέα Υόρκη το 1913. Παρά τις αντιρρήσεις του πατέρα του, αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική, σπουδάζοντας για περίπου δύο χρόνια στη Δραματική Σχολή του Πανεπιστημίου του Yale και δουλεύοντας ως σερβιτόρος για να καλύψει τα έξοδά του. Το 1932 εντάχθηκε στη νεοϋρκέζικη θεατρική ομάδα Group Theater, έναν από τους σημαντικότερους πειραματικούς θιάσους του μοντέρνου θεάτρου, ως ηθοποιός και βοηθός σκηνοθέτη.
ΘέατροΞεκίνησε να σκηνοθετεί θεατρικά έργα από το 1935, κερδίζοντας την προσοχή με παραγωγές όπως η δημοφιλής κωμωδία «Café Crown» (1942) και «Με τα δόντια» του Thornton Wilder (1942), το τελευταίο με ένα εξαιρετικό καστ ηθοποιών, συμπεριλαμβανομένων των Tallulah Bankhead και Montgomery Clift. Το 1947 το ανέβασμα του αριστουργήματος του Arthur Miller «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (Βραβείο Tony Σκηνοθεσίας) και του Tennessee Williams «Λεωφορείον ο Πόθος» τον ανέδειξαν ως τον αγαπημένο σκηνοθέτη της σπουδαιότερης, ίσως, γενιάς Αμερικανών δραματουργών.
Άλλες σημαντικές σκηνοθεσίες θεατρικών έργων του Ελία Καζάν υπήρξαν οι: «Ο θάνατος του εμποράκου» (Arthur Miller, 1949 – Βραβείο Tony Σκηνοθεσίας ), «Camino Real» (Tennessee Williams, 1953), «Λυσσασμένη Γάτα» (Tennessee Williams, 1955), «The Dark at the Top of the Stairs» (William Inge, 1957), «Γλυκό Πουλί της Νιότης» (Tennessee Williams, 1959), «J.B.» (Archibald MacLeish, 1959 – βραβείο Tony Σκηνοθεσίας ) κ.α.
Στον κινηματογράφο εμφανίστηκε αρχικά ως ηθοποιός, το 1934, σε ταινία μικρού μήκους του φωτογράφου και σκηνοθέτη Ralph Steiner και σε δευτερεύοντες ρόλους στις γκανγκστερικές ταινίες του Anatoli Litvak «City of Conquest» (1940) και «Blues in the Night» (1941). Γύρισε την πρώτη του κινηματογραφική ταινία το 1945. Με τίτλο «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», το φιλμ πραγματεύεται την ιστορία μιας οικογένειας Ιρλανδών μεταναστών, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με τη φτώχεια και την εξάρτηση από το αλκοόλ του πατέρα (υπέροχη ερμηνεία του James Dunn που κέρδισε το Όσκαρ Β΄ Ανδρικού Ρόλου).
Η πρώτη του επιτυχία ήρθε το 1947 με την ταινία «Συμφωνία Κυρίων», κερδίζοντας το πρώτο του Όσκαρ σκηνοθεσίας. Ακολούθησε το 1951 η μεταφορά στη μεγάλη οθόνη του θεατρικού έργου «Λεωφορείον ο Πόθος» του Tennessee Williams, μετατρέποντας τον Marlon Brandon σε ένα μεγάλο κινηματογραφικό αστέρι και χαρίζοντας στη Vivien Leigh το Όσκαρ Α΄ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της ως Blanche DuBois. Άλλες σημαντικές ταινίες του Ελία Καζάν στον κινηματογράφο υπήρξαν: «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954 – Όσκαρ Σκηνοθεσίας), «Ανατολικά της Εδέμ» (1955), «Baby Doll» (1956), «Μια μορφή μέσα στο πλήθος» (1957), «Πυρετός στο αίμα» (1961), «Αμέρικα, Αμέρικα» (1963) κ.α.
Έμεινε στην ιστορία ως ο «Σκηνοθέτης των Ηθοποιών» τόσο στη σκηνή, όσο και στην οθόνη, με τους ηθοποιούς κάτω από τις σκηνοθετικές του οδηγίες να κερδίζουν συνολικά 21 υποψηφιότητες και 9 βραβεία Όσκαρ. H οικειότητα που δημιουργούνταν ανάμεσα στον ίδιο και τους πρωταγωνιστές του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων είχε ως αποτέλεσμα φυσικές, «ανελέητες» ερμηνείες, πλημμυρισμένες με ένα χείμαρρο από ψυχολογικές αλήθειες.
Κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του καθόρισε ένα μοντέρνο στυλ υποκριτικής, το οποίο συνεχίζει να εμπνέει έως και σήμερα, ενώ, παράλληλα, ανακάλυψε μερικά από τα μεγαλύτερα κινηματογραφικά αστέρια, όπως ο Marlon Brando, ο James Dean και ο Warren Beatty. Η διδασκαλία του ως προς τους ηθοποιούς συνδύαζε την επηρεασμένη από τον Κονσταντίν Στανισλάφσκι μέθοδο ψυχολογικού ρεαλισμού του Actors Studio (στο οποίο υπήρξε συνιδρυτής το 1947) και της μεθόδου του ηθοποιού Osgood Perkins, η οποία περιλάμβανε σαφή εξωτερική δράση, ελεγχόμενη πλήρως με δεξιοτεχνία.
Μια αμφιλεγόμενη προσωπικότηταΟ Ελία Καζάν, ωστόσο, υπήρξε και ένας από τους πιο αμφιλεγόμενους πρωταγωνιστές στις πιο μαύρες σελίδες στην ιστορία των αμερικάνικων γραμμάτων και τεχνών, όταν το 1952 κλήθηκε να καταθέσει μπροστά στην «Επιτροπή Αντι-αμερικάνικων Ενεργειών».
Στις Η.Π.Α. την εποχή εκείνη, στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου, πραγματοποιούταν υπό την καθοδήγηση του Γερουσιαστή Τζόζεφ Μακάρθυ, ένα «κυνήγι μαγισσών», με απώτερο σκοπό να «ξεσκεπάσει» σε όλη την χώρα τους απανταχού κομμουνιστές, ιδιαίτερα στον χώρο του κινηματογράφου, την τέχνη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο κοινό. Πολυάριθμοι σκηνοθέτες, ηθοποιοί, σεναριογράφοι, τα ονόματα των οποίων βρέθηκαν στις περιβόητες «μαύρες λίστες» είδαν τη ζωή τους να καταστρέφεται, τα μεγάλα κινηματογραφικά στούντιο να μποϊκοτάρουν τη δουλειά τους ή να εξαναγκάζονται να δουλεύουν με ψευδώνυμα, με αμοιβές εξαιρετικά χαμηλές, ακόμη και να εγκαταλείπουν τη χώρα. “Θύμα” του Μακαρθισμού υπήρξε ακόμα και ο Ρόμπερτ Οπενχάιμερ, όπως πολύ πρόσφατα είδαμε στην τελευταία ταινία του Κρίστοφερ Νόλαν.
Τόσο στη μεριά των πληροφοριοδοτών, οι οποίοι δέχθηκαν να καταδώσουν συναδέλφους τους στην επιτροπή (από φόβο, εκδίκηση ή και ψευδαίσθηση ότι επιτελούσαν το πατριωτικό τους καθήκον), όσο και στη μεριά εκείνων που είτε αρνήθηκαν να καταθέσουν, καταλήγοντας μαζί με τους υπόλοιπους «Red Sympathizers» στη μαύρη λίστα, βρίσκουμε μερικές από τις ηγετικότερες φυσιογνωμίες στη βιομηχανία του θεάματος.
Η πρώτη κατάθεσηΟ Ελία Καζάν, ήδη καταξιωμένος σκηνοθέτης την εποχή εκείνη, κλήθηκε το 1952 να καταθέσει ενώπιον της Επιτροπής εξαιτίας της σχέσης του την περίοδο 1934-1936 με το Κομμουνιστικό Κόμμα των Η.Π.Α., στο οποίο υπήρξε μέλος. Στην πρώτη του εμφάνιση στις 14 Ιανουαρίου 1952 παραδέχτηκε ότι υπήρξε μέλος του κόμματος, αρνήθηκε, όμως να δώσει τα ονόματα άλλων μελών.
Η κατάθεσή του αυτή, η οποία υποτίθεται ότι θα ήταν μυστική, δημοσιεύτηκε στο Hollywood Reporter και ο ίδιος ο σκηνοθέτης δέχθηκε πιέσεις από τον Spyro Skouras και τον Darryl Zanuck της Fox, να παρουσιαστεί ξανά στην επιτροπή και αυτή τη φορά να κατονομάσει δημοσίως συναδέλφους του αντιφρονούντες, «καθαρίζοντας» το όνομά του, ώστε να συνεχιστεί η συνεργασία με το μεγάλο κινηματογραφικό στούντιο.
Η δεύτερη κατάθεσηΟ σκηνοθέτης φοβούμενος ότι η βιομηχανία θα στραφεί εναντίον του και ο ίδιος δεν θα είναι, πλέον, σε θέση να δουλεύει στο Hollywood, ζήτησε δημόσια ακρόαση από την «Επιτροπή Αντι-αμερικάνικων Ενεργειών» και εμφανίστηκε για δεύτερη φορά μπροστά της, τον Απρίλιο του 1952. Ανάμεσα στα ονόματα που «έδωσε» βρίσκονταν και οκτώ πρώην συνεργάτες του από το Group Theater. Με αυτό τον τρόπο έσωσε τον εαυτό του από τις κυρώσεις για «απείθεια» ενώπιον της επιτροπής και συνέχισε να εργάζεται για τα Χολιγουντιανά στούντιο.
Η πράξη του αυτή τον μετέτρεψε σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες στην ιστορία του κινηματογράφου. Πολλοί φίλοι του, όπως ο Άρθουρ Μίλερ απομακρύνθηκαν από τον ίδιο και η φήμη του «τραυματίστηκε» ανεπανόρθωτα. Λίγες μέρες αργότερα προσπάθησε με άρθρο του στους New York Times να αιτιολογήσει αυτή του την πράξη, καλώντας, παράλληλα και άλλους να ακολουθήσουν τα βήματά του. Μέσα σε άλλα έγραψε ότι κατέθεσε ώστε να προστατέψει τη χώρα του από «ξενόφερτες συνωμοσίες», για να εξακολουθούν να είναι οι Ηνωμένες Πολιτείες ένα κράτος ανοιχτό, ελεύθερο με έναν αξιοσέβαστο τρόπο ζωής.
Μια ακόμη απόδειξη της αμετανόητης στάσης του υπήρξε η ταινία του «Το λιμάνι της αγωνίας» (1954), της οποίας το σενάριο έγραψε ο νομπελίστας συγγραφέας και επίσης καταδότης Budd Schulberg. Το φιλμ πραγματεύεται την ιστορία του Terry Malloy, ο οποίος εμφανίζεται ενώπιον μιας επιτροπής, καταθέτοντας εναντίον ενός επικίνδυνου και διεφθαρμένου ηγέτη του συνδικάτου και δίνοντας πληροφορίες τόσο για εχθρούς, όσο και για φίλους. Από πολλούς θεωρήθηκε ως μια προσπάθεια των δύο δημιουργών να υπερασπιστούν τις πράξεις τους.
Ωστόσο, το θλιβερό αυτό περιστατικό φάνηκε να δίνει νέα ώθηση στην καριέρα του Ελία Καζάν. Η πικρία του για τις σύμφωνα με τον ίδιο άδικες επιθέσεις που δέχτηκε από φίλους, τον πείσμωσε να δουλέψει πιο σκληρά για να αποδείξει την αξία του, ενδυναμώνοντας το καλλιτεχνικό του όραμα και απελευθερώνοντας τις ευαισθησίες του. Από το 1952 και μετά μας χάρισε τα σπουδαιότερα αριστουργήματά του στη μεγάλη οθόνη, προσθέτοντας πλέον στο έργο του και πιο προσωπικές πινελιές.
Τα κινηματογραφικά του επιτεύγματα, όμως, εξακολουθούν να επισκιάζονται από τη στάση που κράτησε ενώπιον της επιτροπής ακόμη και σήμερα. Η απόφαση της αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου να τον βραβεύσει με Όσκαρ για το σύνολο του έργου του το 1999 συνάντησε έντονες διαμαρτυρίες. Όταν στάθηκε μπροστά από την Επιτροπή ήταν ήδη ένας ισχυρός σκηνοθέτης και η παρουσία του έδωσε ελπίδα σε πολλούς ότι οι «μαύρες λίστες» θα μπορούσαν να ακυρωθούν στην πράξη, με την αντίσταση ενός καταξιωμένου δημιουργού. Ελπίδα που δυστυχώς διαψεύστηκε από τον ίδιο.