Βέρθερος ή έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα, από την Ομάδα 400 lbs στο Θέατρο Σφενδόνη
Η Ομάδα 400 lbs, μετά την επιτυχία στην ΠΛΥΦΑ, παρουσιάζει για πέντε μόνο Κυριακές του Οκτωβρίου στο Θέατρο Σφενδόνη, την παράσταση «Βέρθερος ή έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα».
Έχω πολλά μέσα μου. Τόσα πολλά. Αλλά αγάπη; Αγάπη!
Δεν τη χωράω. Δεν τη χωράω την αγάπη, μέσα μου…
Η Ομάδα 400 lbs, μετά την επιτυχία στην ΠΛΥΦΑ, παρουσιάζει για πέντε μόνο Κυριακές του Οκτωβρίου στο Θέατρο Σφενδόνη την παράσταση «Βέρθερος ή έκανα ό,τι καλύτερο μπορούσα», βασισμένη στο μυθιστόρημα του Johann Wolfgang von Goethe «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου», σε σκηνοθεσία Δημήτρη Χαραλαμπόπουλου και μετάφραση της Στέλλας Νικολούδη.
Λίγα λόγια για το έργοΣτις 29 Οκτωβρίου του 1772, ο Carl Wilhelm Jerusalem αυτοκτονεί στην επαρχιακή πόλη του Wetzlar της Γερμανίας. O νεαρός τότε Goethe ξαφνιάζεται και αναστατώνεται από το θάνατο εκείνου τον οποίο αποκαλούσε χαμογελώντας «ο ερωτευμένος», όταν τον συναντούσε να περιπλανιέται στο φεγγαρόφωτο. Η απροσδόκητη σύνδεση του Goethe με τον Jerusalem ως προς την περιφρονητική στάση της κοινωνίας στο πρόσωπό τους, την κακή σχέση που και οι δύο είχαν με τους προϊσταμένους τους καθώς και τη σύμπτωση, του να ερωτευτούν χωρίς ανταπόκριση, οδηγούν τον έναν στην αυτοκτονία και τον άλλον στη συγγραφή του επιστολογραφικού μυθιστορήματος «Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου».
Το νεανικό επιστολογραφικό μυθιστόρημα του Γκαίτε (1749- 1832), Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου, από την πρώτη του κιόλας έκδοση, το 1774, γνώρισε τεράστια επιτυχία και επηρέασε έντονα τα ήθη της εποχής. Θεωρήθηκε σύμβολο του κινήματος Sturm und Drang (Θύελλα και Ορμή), πρόδρομου του κινήματος του ρομαντισμού και άσκησε έντονη επιρροή στην τέχνη και τη φιλοσοφία. Με το έργο αυτό επιλέγει να κάνει την πρώτη της εμφάνιση στο κοινό, η νεοσύστατη ομάδα 400 lbs. Ο ήρωας του Γκαίτε, ένας νέος που τον χαρακτηρίζει η αθωότητα αλλά και η επιπολαιότητα της ηλικίας του, γεμάτος ορμή και πάθος ονειρεύεται να μπορεί να ζωγραφίζει, να μην ασχοληθεί με τα νομικά τα οποία σπούδασε και να γνωρίσει τον εαυτό του και τους ανθρώπους γύρω του, να ζήσει ελεύθερος. Καταφθάνει στο φανταστικό χωριό Βάλχαιμ όπου και γνωρίζει τη Σαρλόττε Μπούφ η οποία είναι λογοδοσμένη με έναν άλλο νέο. Ο ανεκπλήρωτος έρωτάς του για εκείνη γρήγορα θα τον σπρώξει μακριά από τον τόπο αυτό, σε μια άλλη πόλη, σε μια άλλη ζωή που είναι πλήρως αντίθετες με αυτό που είναι η ίδια η φύση του. Ένα περιστατικό στην πόλη που έχει καταφύγει με τα μέλη της αριστοκρατίας θα τον οδηγήσουν σε μία άτακτη φυγή πίσω προς τη Λόττε και το Βάλχαιμ. Με την επιστροφή αυτή γράφεται και ο επίλογος του δράματος.
Η παράσταση ωστόσο δεν επικεντρώνεται στην αυτοκτονία του Βέρθερου που αποτελεί γνωστή μυθιστορηματική λύση αλλά στην υπαρξιακή του αγωνία πριν από την πράξη αυτή. Στην μεγάλη του προσπάθεια να κρατηθεί στη ζωή τη στιγμή που γνωρίζει πως διανύει μια προδιαγεγραμμένη πορεία προς το θάνατο. Ο Βέρθερος είναι μία ιστορία σκληρότητας, μία ιστορία επιβολής της λογικής της ευρύτερης κοινωνίας πάνω σε έναν απέραντα ευαίσθητο άνθρωπο που φυλλοροεί. Σε μία αφήγηση σαν εξομολόγηση, που ακολουθεί πιστά το ίδιο το επιστολογραφικό μοτίβο του μυθιστορήματος η ομάδα προσπαθεί να αφηγηθεί αυτήν ακριβώς την ιστορία.
Μέσα στο κλίμα των ημερών, η ομάδα 400 lbs, που δημιουργήθηκε από νέους ηθοποιούς – πρόσφατους απόφοιτους δραματικών σχολών, συστήνεται με μία παράσταση με στοίχημά της μια συνάντηση μεγάλης συναισθηματικής έντασης, μια συνάντηση πραγματική. Ο Βέρθερος των 400 lbs είναι ένας οδοιπόρος, ένας διαβάτης. Γράφει ο Γκαίτε στα αποπνημονεύματά του «είχα ζήσει, είχα αγαπήσει, είχα υποφέρει πολύ. Θα ήταν κρίμα αν κανείς στο τέλος της ζωής του κοιτάζοντας πίσω δεν δει τον εαυτό του έτσι».
« Το έργο το είχα ξεχωρίσει ήδη από τα χρόνια της σχολής. Αποφοίτησα λίγους μήνες πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Ένα προσωπικό βίωμα καθώς και όλα όσα βιώσαμε όλα αυτά τα χρόνια με κάνανε να επιστρέψω στο κείμενο αυτό και τότε ακριβώς ένιωσα πως έπρεπε να μοιραστώ αυτή την ιστορία. Αυτό που επιχειρούμε έρχεται από μια πίστη μας, πως την ώρα που τα πάντα γύρω μας, λένε το αντίθετο, που οι προηγούμενες γενιές μας τα μάθανε όλα, όχι όμως πως να αισθανόμαστε (ή τουλάχιστον αυτό έζησα εγώ) εμείς κρίνουμε αναγκαίο πως πρέπει να σκύψουμε πάνω από αυτή την ομορφιά αλλά και την αγριότητα του ανθρώπινου αισθήματος. Πώς θα ακουμπήσουμε ο ένας στον άλλο άμα δεν ακουμπήσουμε πρώτα εμείς οι ίδιοι μέσα μας; Αυτή η διαδικασία μάλλον είναι επώδυνη και χρειάζεται υπομονή κι επιμονή, αλλά μάλλον είναι αναγκαία. Αυτή η πάλη με τον εαυτό σου και με τους ανθρώπους γύρω σου είναι μέρος της ζωής. Σαν ένα μωρό. Πρώτα ψηλαφίζεις το κόσμο. Ύστερα στέκεσαι στα πόδια σου. Μετά πέφτεις. Και σηκώνεσαι. Και ξανά το ίδιο. Κι ύστερα τα υπόλοιπα. Πώς αλλιώς;».