Hot or Not #79: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα
Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Η Παραλία: Ο Γιώργος Νινιός αποδεικνύει για ακόμα μια φορά το ταλέντο τουΗ νέα δραματική σειρά εποχής της ΕΡΤ1, «Η Παραλία» σε σκηνοθεσία Στέφανου Μπλάτσου και σενάριο των Γιώργου Χρυσοβιτσάνου και Κώστα Γεραμπίνη μόλις ξεκίνησε αυτή την εβδομάδα και αμέσως μάς καθήλωσε. Το υπέροχο καστ με τις εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών αποτελούν τα βασικά συστατικά για να «συζητηθεί» η σειρά. Η ιστορία της σειράς είναι βασισμένη στο μυθιστόρημα «Το κορίτσι με το σαλιγκάρι» της Πηνελόπης Κουρτζή και εξελίσσεται στα Μάταλα την ταραγμένη δεκαετία του 60′, όπου το κίνημα των χίπηδων έχει μόλις ανθήσει κι αυτοί έχουν καταλάβει τις σπηλιές, ζώντας μια ζωή πολύ διαφορετική από εκείνη των ντόπιων της περιοχής.
Από το πρώτο κιόλας επεισόδιο όλες οι ερμηνείες είναι εξαιρετικές όμως εγώ προσωπικά ξεχώρισα αυτή του Γιώργου Νινιού που ερμηνεύει τον Δημητρό. Για ακόμη μια φορά μάς αποδεικνύει περίτρανα ότι ανήκει σε αυτή τη γκάμα ηθοποιών που δεν έχει σημασία το πόσο συχνά συμμετέχει σε κάποια σειρά διότι το ταλέντο του φαίνεται από τους διαφορετικούς ρόλους τους οποίους υποδύεται. Η δολοφονία της Ρηνιώς στο τέλος του πρώτου επεισοδίου μας καθήλωσε όλους με τον Δημητρό να βρίσκεται στον τόπο του εγκλήματος συγκλονισμένος από αυτό που αντικρίζει. Φεύγοντας από το σημείο και γυρνώντας στο σπίτι του γεμάτος αίματα, ξεσπώντας και τονίζοντας πως δεν το έκανε αυτός με την μητέρα του Νικολινα (Μπέτυ Λιβανού) να προσπαθεί να καταλάβει τι έχει γίνει και ταυτόχρονα να αντικρίζει την άρνηση του γιου της. Όλη η εξέλιξη της σκηνής ήταν σοκαριστική και συγχρόνως τόσο αληθινή χωρίς καμία υπερβολή και προσπάθεια για δραματικό παίξιμο, χωρίς πολλά λόγια με απλές και δυνατές ερμηνείες και οι δυο ηθοποιοί μας καθήλωσαν για άλλη μια φορά. Ο Δημητρός είναι ένας ταλαιπωρημένος χαρακτήρας με ψυχολογία και μυαλό μικρού παιδιού ο οποίος ζει με πολύ ιδιαίτερη σκέψη, ενθουσιάζεται και λυπάται πάρα πολύ εύκολα. Ζει στα άκρα και σκέφτεται πολύ διαφορετικά από τους υπόλοιπους χαρακτήρες. Ανυπομονώ λοιπόν να δω την εξέλιξη του συγκεκριμένου χαρακτήρα και πώς θα παρουσιαστεί μέσα από το υποκριτικό ταλέντο του Γιώργου Νινιού, ο οποίος πιστεύω μάς ετοιμάζει ακόμα μεγαλύτερες ερμηνείες.
Βασιλική Αγγελούδη
Αν κάτι αγαπάμε πολλοί στο καλοκαίρι είναι ο χρόνος που μάς χαρίζει απλόχερα για να χαθούμε μέσα στις σελίδες ενός βιβλίου. Οι ρυθμοί της καθημερινής ζωής χαμηλώνουν και ως δια μαγείας ο χρόνος μετριέται και κυλά διαφορετικά. Ο φετινός μου Αύγουστος, ο πιο “αργός” από όλους όσους έχω ζήσει τα τελευταία χρόνια της ζωής μου, με βρήκε στην μικρή πόλη που μεγάλωσα, το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας να το περνάω σε μια παραλία, καθημερινά στο ίδιο ξύλινο τραπεζάκι ακολουθώντας την ίδια ιεροτελεστία: παραγγελία καφέ και βιβλίο έξω από την τσάντα. Βιβλίο ελαφρώς ταλαιπωρημένο (που σαν να άλλαξε κιόλας χρώμα μέχρι να βγει το φετινό καλοκαίρι). Αυτή η “ταλαιπωρία” του είναι όμως αυτή που αποδεικνύει πόσο χρόνο περάσαμε μαζί, που εκείνο μου κράτησε συντροφιά ανάμεσα σε καφέδες, βουτιές, ύπνους στην ξαπλώστρα δίπλα στο κύμα, κουβέντες με φίλους. Και ανεξάρτητα από το πόσο μου άρεσε η ιστορία που μου διηγήθηκε ή όχι, σε αυτές εδώ τις γραμμές θέλω απλά να το ευχαριστήσω για τις στιγμές που μου χάρισε. Στιγμές σιωπής, μα τόσο “γεμάτες”.
Στη συντροφιά μου τον φετινό Αύγουστο είχα μαζί μου το βιβλίο “3096 μέρες”, που διηγείται την πραγματική ιστορία της Νατάσα Κάμπους, της οποίας η εξαφάνισή, όταν ήταν μόλις 10 ετών το 1998, είχε συγκλονίσει όλον τον κόσμο. Επί 8 χρόνια όλοι την είχαν για νεκρή, μέχρι που εμφανίστηκε ξαφνικά τον Αύγουστο του 2006. Είχε περάσει 8 χρόνια της ζωής της φυλακισμένη σ’ ένα υπόγειο, υπό την απόλυτη εξουσία ενός παράφρονα, ψυχαναγκαστικού απαγωγέα που την παρακολουθούσε συνεχώς, της στερούσε την τροφή και κάθε μεγάλη ή μικρή προσωπική ελευθερία, ενώ παράλληλα ασκούσε πάνω της βία. Μέσα σ’αυτό το εφιαλτικό περιβάλλον, το κοριτσάκι αυτό μεγάλωσε, ώσπου κατάφερε να βρει τη δύναμη να δραπετεύσει, δίνοντας ένα τέλος στον ατελείωτο εφιάλτη της. Αποδεικνύοντας την τεράστια δύναμη της ψυχής της, η Νατάσα ελεύθερη πια μπόρεσε να μοιραστεί την ιστορία της, η οποία έγινε βιβλίο και έπειτα ταινία. Αξίζει σε κάθε περίπτωση να αναζητήσετε την ιστορία της, ή να δείτε συνεντεύξεις της για τη συγκλονιστική ιστορία ζωής της. Πώς είναι στα αλήθεια να επιστρέφεις έπειτα από χρόνια στην παλιά σου ζωή και να καλείσαι να τη ζήσεις ως “φυσιολογικός” άνθρωπος με μια “φυσιολογική” καθημερινότητα, πιάνοντας το νήμα από εκεί που το άφησες όταν ήσουν ακόμη ένα μικρό παιδί; Πόσο εύκολο είναι να μάθεις να ζεις από την αρχή, μακριά από την φυλακή σου κι ενώ τα βλέμματα είναι όλα στραμμένα πάνω σου; Αξίζει να αναρωτηθεί κανείς…
Ευδοκία Βαζούκη
Η live action εκδοχή του One Piece, του μεγαλύτερου anime στον κόσμο, βρίσκεται στο Netflix και, προς έκπληξη όλων, η παραγωγή καταφέρνει να σταθεί επάξια μόνη της, κρατώντας δικαίως το τίτλο της πιο επιτυχημένης anime μεταφοράς.
Η σειρά διαδραματίζεται σε ένα σύμπαν όπου αδίστακτοι πειρατές κυβερνούν τις θάλασσες και μόνο οι πιο δυνατοί έχουν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τον μυθικό θησαυρό που είναι γνωστός ως “One Piece” και που άφησε πίσω του ο μεγαλύτερος πειρατής όλων. Ένα νεαρό αγόρι με το όνομα Monkey D. Luffy (Iñaki Godoy) ονειρεύεται να δημιουργήσει το δικό του πλήρωμα, να βρει το One Piece και να ανακηρυχθεί βασιλιάς των πειρατών. Αφού τρώει ένα διαβολικό φρούτο που δίνει στον Luffy τη δύναμη να μετατρέπει το σώμα του σε λάστιχο, του δίνεται τεράστια δύναμη και ευκινησία
Κάθε live action anime που έχω δει μέχρι τώρα ήταν σκέτη καταστροφή, και λαμβάνοντας υπόψη πόσες φορές το Netflix προσπάθησε να “ζωντανέψει” εικονογραφημένες ταινίες & σειρές, ήμουν διστακτικός και φοβόμουν μήπως το One Piece είχε την ίδια μοίρα. Μόλις από τα πρώτα 3 επεισόδια, ωστόσο, μπορούσες να διακρίνεις τη σημασία που έδωσαν οι δημιουργοί σε αυτή τη σειρά. Τα σκηνικά, οι σκηνές δράσης, ακόμα και οι πρωταγωνιστές φέρνουν τόσα πολλά στο τραπέζι.
Χωρίς να θέλω να πω πως όλα λειτουργούν τέλεια, αφού η σειρά γίνεται αρκετά “καρτουνίστικη” για τα γούστα μου σε μερικά σημεία, χαίρομαι που βλέπω το στερεότυπο των “απαίσιων live action anime” να καταρρίπτεται και ενδεχομένως να δίνεται χώρος και για άλλους καλλιτέχνες που φιλοδοξούν να “ζωντανέψουν” με νέους τρόπους κι άλλες iconic ιστορίες. Εν συντομία, έχοντας παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος του anime One Piece, αυτή η σειρά ξεπέρασε τις προσδοκίες μου και μου έδωσε όσα ήθελα να δω.
Σπύρος Χαϊντούτης
Period. Τώρα που ο καιρός έχει φτάσει στο ίδιο επίπεδο με τις ψυχολογικές μας διακυμάνσεις και δεν ξέρουμε τι μάς ξημερώνει, ας το πάρουμε λίγο πιο χαλαρά. Ας κάτσουμε να απολαύσουμε λίγο το ξαφνικό φθινοπωρινό mood, με ένα ζεστό ρόφημα και μια καλή σειρούλα. Αν έχετε ξεμείνει από προτάσεις, σας έχω μια πολύ καλή. Το τελευταίο διάστημα όλο και περισσότερες ασιατικές σειρές ξεπροβάλλονται στα προτεινόμενα του Netflix, και με φωνάζουν μια – μια.
Το Alice in Borderland (γνωστό manga από τον Haro Aso του 2010) μπορεί να μην είναι ολοκαίνουριο(2020-2021), αλλά θεωρώ πως είναι ένα από τα ιδανικά J-Drama για να κάνεις μια δυναμική αρχή στο Αsian era σου. Ο τίτλος δεν είναι καθόλου τυχαίος: βασισμένο στο πασίγνωστο παραμύθι «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων», κάθε κεντρικός χαρακτήρας παραπέμπει σε έναν αντίστοιχο της ιστορίας. Η ιστορία περιστρέφεται γύρω από την ιστορία του Arisu (Alice), ο οποίος βρίσκεται ξαφνικά σε ένα παράλληλο σύμπαν, με ένα σιδερένιο περιλαίμιο. Το σύμπα, αυτό, είναι ένα βιντεοπαιχνίδι, ακριβώς σαν αυτά που συνηθίζει να παίζει ο ίδιος καθημερινά. Ουσιαστικά βρίσκονται σε μια δυστοπική και ερημομένη εκδοχή του Τόκιο. Παρέα με τους δύο του φίλους, προσπαθεί επί αρκετά επεισόδια να καταλάβουν τι ακριβώς έχει συμβεί, πως από τη μια στιγμή στην άλλη εξαφανίστηκαν όλοι σαν να σταμάτησε ο χρόνος. Το κύριο κόνσεπτ είναι ότι οι κεντρικοί πρωταγωνιστές, καθώς και όσοι έχουν μεταφερθεί σε αυτό το παράλληλο timeline, αναγκάζονται να περνούν από διάφορες πίστες, έτσι ώστε να επιβιώσουν. Όποιος δεν καταφέρνει να ολοκληρώσει το κάθε παιχνίδι, το περιλαίμιο εκρήγνυται και πεθαίνει. Η πολυετής εμπειρία του Arisu στα video games, του δίνει σοβαρό προβάδισμα, ωστόσο η επιβίωση των παλιών και νέων φίλων μέσα στο παιχνίδι βρίσκεται εκτός του ελέγχου του. Τελικός στόχος και έπαθλο μας είναι άγνωστα. Ε, ούτε εγώ θα σκεφτόμουν νίκες και πανηγυρισμούς, όταν παίζεται η ζωή μου κορώνα γράμματα.
Η σειρά είναι καθηλωτική. Ανήκει στην κατηγορία των σειρών που χρειάζεται να παρακολουθήσεις αρκετά επεισόδια μέχρι να καταλάβεις τι πραγματικά συμβαίνει. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, βέβαια, όταν φτάνει η στιγμή αυτή, πάλι δεν ξέρουμε τι πραγματικά συμβαίνει. Αυτό, το μαθαίνουμε στα τελευταία μόλις λεπτά της σειράς. Αναπάντεχοι θάνατοι (φιλική υποσημείωση: εδώ δεν υπάρχει το ‘είναι πολύ νωρίς για να πεθάνει’), ακατόρθωτες δοκιμασίες που πραγματικά κόβουν την ανάσα και μια ολόκληρη «οργάνωση» που κινεί τα νήματα. Η σκηνοθετική σκοπιά του Shinsuke Sato, σε κρατάει στην άκρη της θέσης σου, ενώ σε κάνει να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι κι εσύ μέσα στο παιχνίδι.Όσο για το τέλος, οι θεωρίες των φαν οργιάζουν, ακόμα και μετά την αποκάλυψή του. Τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται και όλα ανατρέπονται. Ίσως να το κατατάσω στην λίστα με τα 5 μεγαλύτερα plot twist. Φιλική συμβουλή: να το δείτε οπωσδήποτε, όμως μην συνδεθείτε συναισθηματικά με κανέναν χαρακτήρα…
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Πριν από κάποιους μήνες, τον Μάρτιο συγκεκριμένα, είχα βρεθεί στον Σταυρό του Νότου, για να ακούσω live την Ιουλία Καραπατάκη. Από περιέργεια, λίγο πριν γράψω αυτό εδώ το hot, διάβασα το κείμενο που είχα γράψει μετά από εκείνο το live της Ιουλίας – και μου έκανε εντύπωση αυτό εδώ το κομμάτι: “[…] Άνθρωποι κυριολεκτικά κάθε ηλικίας γέμισαν τον φιλόξενο χώρο του Σταυρού του Νότου, σε μία περίοδο που έχουμε ανάγκη κάθε σταγόνα από την θετική ενέργεια και τη ζεστασιά που χαρακτηρίζουν την Ιουλία”. Δεν χρειάστηκε να σκεφτώ πολύ, ήξερα ακριβώς για ποιο λόγο αυτή η περίοδος ήταν τόσο ζοφερή. Είχαν περάσει λίγες μόλις εβδομάδες από το έγκλημα στα Τέμπη και δεν υπήρχε κάποιος που να μην ήταν (και νομίζω οι περισσότεροι ακόμα είμαστε) μουδιασμένος από το γεγονός. Πάνω από έξι μήνες έχουν περάσει από τότε και αυτή τη στιγμή βιώνουμε ακόμα μια τραγωδία, ή μάλλον πολλές αλλεπάλληλες τραγωδίες, από τις φωτιές που κατέστρεψαν ένα δάσος που θα χρειαστεί έναν αιώνα για να ξαναγεννηθεί, μέχρι τις πλημμύρες που αυτή τη στιγμή έχουν βυθίσει ολόκληρα χωριά και κατοίκους στη λάσπη και το νερό.
Πραγματικά, δεν θέλω να “μαυρίσω” άλλο αυτό το κείμενο, που ειλικρινά ξεκίνησα να γράφω με τα πιο όμορφα συναισθήματα μετά από την εμπειρία που μας χάρισε την Πέμπτη η Ιουλία στην Τεχνόπολη. Γι’ αυτό θα προσπαθήσω να σταθώ σε αυτά τα πολύ όμορφα συναισθήματα, που μόνο η τέχνη μπορεί να προκαλέσει. Ναι, όπως και μερικούς μήνες πριν, έτσι και τώρα είχαμε ανάγκη να νιώσουμε λίγη ζεστασιά και ελευθερία, να ξεφύγουμε – έστω για λίγο – από την δυστοπία που ζούμε τον τελευταίο καιρό. Όλη η συναυλία ήταν υπέροχη, η Ιουλία Καραπατάκη είναι μία από τις πιο ταλαντούχες ερμηνεύτριες της γενιάς της – και πραγματικά όσες φορές και να την ακούσω live πάντα θα με ξαφνιάζει η υπέροχη φωνή της. Προσωπικό μου highlight από τη συναυλία ήταν τα “Τακούνια για καρφιά” – είναι πάντα λυτρωτικό να το τραγουδάς.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Με αφορμή τη δολοφονία του 36χρονού στο Λιμάνι του Πειραιά, είδα με τρόμο να ανοίγει για ακόμη μια φορά στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης συζήτηση όπου διάφοροι χρήστες επιχειρηματολογούσαν «γιατί δεν θα έπρεπε να είχαν σκοτώσει τον άτυχο άντρα». Και μια απορία δημιουργήθηκε αμέσως μέσα μου: Θα πρέπει να παραθέτουμε επιχειρήματα πλέον για να πείσουμε ότι μια δολοφονία είναι αποτρόπαια και καταδικαστέα; Ότι δεν θα έπρεπε να είχε συμβεί καν; Και δεν είναι η πρώτη φορά. Ακόμα θυμάμαι σαν χθες τις συζητήσεις για το αν ο Ζακ Κωστόπουλος μπήκε να ληστέψει το κοσμηματοπωλείο (κάτι τέτοιο δεν ίσχυε σε καμία περίπτωση να σημειώσω εδώ, αλλά και πάλι μια τέτοια πληροφορία δεν θα πρέπει να παίζει κανέναν ρόλο στην οργή μας για μια δολοφονία ή να αποτελεί “ελαφρυντικό” για οποιονδήποτε δολοφόνο). Για μια κοινωνία με αξίες δεν θα έπρεπε να έχει σημασία αν κάποιος είχε εισιτήριο ή όχι, αν κάποιος έκανε μια παράνομη πράξη ή όχι, αν ήταν καλός άνθρωπος, αν προκάλεσε, αν επιτέθηκε. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα έπρεπε να έχει σημασία για να σεβαστούμε και να υπερασπιστούμε το δικαίωμα του στη ζωή. Γιατί μια κοινωνία που θεωρεί πως η ζωή του Θανάση Καναούτη άξιζε όσο ένα εισιτήριο των 1.20€, μια κοινωνία που δικαιολογεί τις πρόσφατες δολοφονίες των Ρομά για το τι μπορεί να έκαναν (ή και να μην έκαναν), είναι μια κοινωνία σε σήψη. Και μάλλον όλοι θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι δεν πάει καλά με εμάς; Γιατί τέτοια αποκτήνωση; Η αξία της ανθρώπινης ζωής είναι ανεκτίμητη χωρίς κανέναν αστερίσκο.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Αρκεί μια πρωταγωνίστρια για να ανυψώσει μια παράσταση; Ένα ερώτημα που εφαρμόζει τέλεια και στην περίπτωση των «Τρωάδων» του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος – το είδαμε φέτος να συμβαίνει και σε άλλες παραγωγές της Επιδαύρου. Τουλάχιστον, το ΚΘΒΕ είχε την τόλμη να προτάξει μιαν ηθοποιό στο ρόλο της Εκάβης που, όχι μόνο σπουδαία είναι, αλλά και λιγότερο γνωστή στο ευρύ κοινό, είτε ως ερμηνεύτρια, είτε ως σκηνοθέτρια. Σε κάθε περίπτωση, η Τροία της μεγάλης πτώσης όπως την αποτύπωσε ο Ευριπίδης και την οραματίστηκε σκηνοθετικά ο Χρήστος Σουγάρης, εν πολλοίς, στηρίχτηκε στην εμπειρία, το εκτόπισμα, τα μέσα της Ρούλας Πατεράκη που έδωσε μια έμπλεη εσωτερικότητας αλλά και δραματικού μεγέθους ερμηνεία στο ρόλο της Εκάβης. «Δάκρυα ρέουν πάνω σε δάκρυα» ψιθύριζε η Πατεράκη έχοντας συνείδηση του σπαραγμού της ηρωίδας της και του περιβάλλοντος καταστροφής στο οποίο σέρνει το βήμα της. Και παρότι τα χειλόφωνα δεν την βοήθησαν πολύ – απεναντίας ο ήχος συχνά χανόταν και μαζί του κομμάτια του έργου.
Ωστόσο, για να είμαστε απολύτως δίκαιοι υπήρξαν άλλα δύο σημεία που κέρδισαν την προσοχή σε μια, μάλλον, ασφαλή, δίχως εξάρσεις και έμπνευση αφήγηση της τραγωδίας. Το ένα ήταν ο συμπρωταγωνιστής της Πατεράκη, ο Δημήτρης Πιατάς στο ρόλο του Ταλθύβιου που ολοένα και πιο συχνά, τα τελευταία χρόνια, μας εκπλήσσει για τον πλούτο που είχε αφήσει στο παρασκήνιο. Το μέτρο με το οποίο ερμήνευσε τον αγγελιαφόρο των Δαναών είναι για σεμινάριο. Το έτερο, τώρα, πλεονέκτημα της παράστασης ήταν η πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Στέφανου Κορκολή που αφενός αποστασιοποιήθηκε από το γνώριμο μουσικό μοτίβο το οποίο ντύνει τις τραγωδίες και αφετέρου κατανόησε σε βάθος, σκηνή τη σκηνή, για να την ερμηνεύσει μουσικά. Κατά τα άλλα, πολύ λίγες ήταν οι στιγμές που φόρτισαν την παράσταση και συνέδεσαν επί της ουσίας το κοινό με ένα από τα κορυφαία έργα του Ευριπίδη.
Στέλλα Χαραμή