Το καλοκαίρι του 2024 συμπληρώνει 60 χρόνια ζωής. Τα 15 τελευταία παρέμενε κλειστό, έρημο και λεηλατημένο. Όμως, φτάνει η στιγμή που θα επανέρθει στη ζωή της πόλης. Το θέατρο Λυκαβηττού δεν βρίσκεται μόνο στο ψηλότερο σημείο της Αθήνας. Δεν είναι μόνο αγνάντι για μπύρες από το περίπτερο και αστικά ρομάντζα. Είναι το σημείο που μας πήγε ψηλότερα, το θέατρο όπου δεκάδες χιλιάδες ψυχές πέταξαν πάνω από το παλιό λατομείο, τραγουδώντας, χορεύοντας, παλεύοντας για μια θέση στα κάγκελα κάτω από τη σκηνή ή ακόμα και για μια θέση στα ριψοκίνδυνα βραχάκια.
Σχεδόν για 30 χρόνια υπήρξε ταυτόσημο με την κατάσταση της καλοκαιρινής συναυλίας στην Αθήνα, ο λόφος όπου τουλάχιστον δύο γενιές συναυλιάκηδων (μαζί με το Ρόδον τους χειμερινούς μήνες) σκαρφάλωναν φορτωμένοι νερά, τσιγάρα και αλκοόλ και μαζί σκαρφάλωναν σε μια μουσική ενηλικίωση που, όμοια της, δεν είχε προϋπάρξει.
Ο Λυκαβηττός είναι εκεί που μάθαμε να παρακαλάμε τον σεκιουριτά να μην μας κόψει πολύ το εισιτήριο για να μείνει ανέπαφο και συλλεκτικό. Πολλοί από τους γράφοντες αυτού του αφιερώματος – που έχουν κάνει όλα τα παραπάνω και περισσότερα από αυτά που ομολογούν γλαφυρά στα κείμενα τους – κάπου έχουν κρατήσει εκείνα τα (χάρτινα) αποκόμματα των εισιτηρίων. Το βέβαιο είναι πως έχουν κρατήσει αναμνήσεις, εικόνες, εμπειρίες αξέχαστες. Και πως μαζί με το όραμα του αρχιτέκτονα του Τάκη Ζεννέτου είναι αυτές που το στερεώνουν ξανά στην καρδιά του κοινού της πόλης, μέσα στο χρόνο και στη μνήμη.
Μαρία Μαρκουλή: Ένας Cave από το μέλλονΜερικές φορές ο Λυκαβηττός ήταν κάτι σαν τρίαθλο. Ανέβαινα στον λόφο χωρίς αμάξι (εναλλακτικά τελεφερίκ) για να κατέβω μετά γρήγορα (άσκηση), παρακολουθούσα το λάιβ (απόλαυση), έπαιρνα στο τέλος την κατηφόρα, τρέχοντας να φτάσω στην εφημερίδα και να γράψω για τη συναυλία (με ένταση να προλάβω γιατί ήταν αργά και έκλεινε το φύλλο… γράφε- γράφε). Εμπειρίες όμως. Τι; Δεν ήταν εμπειρία ο Tito Puente με την Celia Cruz και το λάτιν μεγαλείο εκείνης της βραδιάς; Το προσκύνημα στους Massive Attack; O φλογερός James Brown; Ο καύσωνας με Bryan Ferry; Ο χορός με τους Beautiful South; Ο συγκλονιστικός Ray Charles; Το ταξίδι που μας πήγε ο David Byrne; (… μήπως το ονειρεύτηκα;) Ο Lou Reed στον Λόφο; Η πανδαισία Buena Vista Social Club; Η νύχτα με τις μάσκες των Slipknot;
Αλλά ήταν και εκείνα τα δύο live του Νick Cave. Αρχές ‘90s. Ο Νick είχε ήδη πιστό κοινό στην Ελλάδα, ο underground φίλος μας ερχόταν και έκανε αξέχαστες εμφανίσεις για όσους παρακολουθούσαν την σκηνή, αλλά εκείνοι οι δυο γεμάτοι Λυκαβηττοί αποκάλυπταν στα μάτια μου τη δυναμική αυτής της σχέσης. Κάτω από το φεγγάρι εκείνου του καλοκαιριού είδα τον Cave να έρχεται από το μέλλον. Να μας αφήνει να δούμε αυτό που θα γινόταν, τις πτυχές, τις όψεις, τις συγκρούσεις, τις αναδύσεις, τα τραύματα, το φως που είχε μαζί του. Ξωτικό μέσα από τις παράξενες ιστορίες του, να χορεύει ισορροπώντας στον βράχο.
Ένα δισέλιδο είχα γράψει τότε στα «ΝΕΑ», ίσως και να ήταν η πρώτη μεγάλη παρουσίαση του Cave σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας. Και είχα την τύχη να τον γνωρίσω από κοντά. Και τα θυμάται και εκείνος εκείνα τα live στον Λόφο.
Σεπτέμβριος, 1995. Σαν χθες – κι ας έχουν περάσει 28 ολόκληρα χρόνια – θυμάμαι που ανέβηκα για δεύτερη φορά στο θέατρο του Λυκαβηττού, σε αυτό το μαγικό μέρος στο κέντρο της πόλης που έμελλε να γίνει το δεύτερο συναυλιακό «σπίτι» μου, μετά το Ρόδον. Το περιοδικό «01» κυκλοφορούσε με τίτλο στο εξώφυλλο «Το καλοκαίρι της αγάπης», οι γείτονες μόνο αγάπη δεν ένιωθαν στο άκουσμα του άλμπουμ «Post» που έπαιζε δυνατά και στο repeat στο cd player του μικρού διαμερίσματος στην Πλατεία Αττικής κι εμείς -ω, ναι – μετρούσαμε τις μέρες για τη συναυλία της Ισλανδής Bjork, την πρώτη συνάντηση μας με αυτό το ουράνιο πλάσμα στις 2 Σεπτεμβρίου. Δεν το λες και λίγο, μια καλλιτέχνις που τόσο έχει εντυπωσιάσει, να έρχεται για συναυλία την πιο κατάλληλη στιγμή κι ας έχει κυκλοφορήσει μόνο δύο άλμπουμ -και τι άλμπουμ, τα instant classics «Debut» και «Post». Κι ας έχει το εισιτήριο 5.000 δραχμές.
Με τον ήλιο να σβήνει πίσω από τις πλάτες μας, ανεβήκαμε με τους φίλους μου στον λόφο αρκετά νωρίς -ήδη τα «βραχάκια» ήταν… sold out. Δεν θυμάμαι τους special guests που άνοιξαν τη βραδιά, ούτε το setlist. Θυμάμαι, όμως, την Bjork να αλωνίζει τη σκηνή ξυπόλητη, να ξεσηκώνει τους πάντες με την φωνή από έναν άλλο πλανήτη και να προσφέρει απλόχερα στο κοινό ένα εκρηκτικό φινάλε με τα «Big Time Sensuality» και «Violently Happy». Κοιτώντας γύρω σου, έβλεπες ένα γεμάτο θέατρο από χαρούμενα πρόσωπα, χέρια στον αέρα – τα κινητά άλλωστε ήταν άγνωστη λέξη. Εκείνη η δεύτερη φορά στο θέατρο του Λυκαβηττού ήταν σαν την πρώτη αγάπη. Αξέχαστη.
Τίνα Παππά: Μια μαγική βραδιά με τους RadioheadΣκεφτόμουν μέρες ποια συναυλία να ξεχωρίσω, από όλες όσες έχω δει στον θρυλικό, για τις δικές μας γενιές, Λυκαβηττό. Που ανοίγει επιτέλους ξανά, μετά από πολλά χρόνια που πέρασαν αργά και βασανιστικά, τις πόρτες του για το κοινό, με όλους εμάς, επαγγελματίες ή και εραστές των συναυλιών, να περιμένουμε τη νέα εμπειρία με ανυπομονησία. Θα μπορούσα να γράψω για το live της Siouxsie στις αρχές των nineties (το μισό το άκουσα ξεροσταλιάζοντας απ’ έξω, γιατί δεν είχα εισιτήριο μέχρι που κάποιοι μας λυπήθηκαν και άνοιξαν τις πόρτες, με τη βραδιά να καταλήγει επικά, με εμένα να χαρίζω με τρεμάμενα χέρια το κόκκινο κραγιόν μου στη Siouxsie μέσα στις τουαλέτες ενός club), ή λίγο πιο πίσω αυτό του Cave με τον Louis Tillett το ‘90 (πήγαινα Β’ Λυκείου και ήταν το πρώτο μου live στο λόφο).
Αλλά αν είναι να επιλέξω μία, αυτή θα είναι σίγουρα οι Radiohead. Ήταν Ιούνιος του 2000 όταν περίπου 10.000 άτομα στην Αθήνα είχαμε τη μεγάλη τύχη να δούμε από κοντά το σημαντικότερο του είδους εκείνη την εποχή (και που για πολλούς παραμένει το σπουδαιότερο, τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Το εισιτήριο κόστιζε 12.000 δραχμές (ήταν λίγο πριν την οριστική μας μετάβαση στο ευρώ), το ακριβότερο που θυμάμαι να είχα πληρώσει μέχρι τότε, και οι δύο συναυλίες στην Αθήνα αν και δεν έγιναν sold out έμελλε να είναι, μαζί με αυτήν στη Θεσσαλονίκη, οι μοναδικές που θα έδινε ποτέ το συγκρότημα στην Ελλάδα. Και μπορεί το «Creep» να μην ήταν, προς απογοήτευση των περισσότερων, στο setlist αλλά ήταν μια μαγική βραδιά, λίγο μετά το «Ok Computer» και λίγο πριν το «Kid A», με το οποίο η μπάντα του Thom Yorke άλλαξε οριστικά πλεύση στον ήχο της. Μια συναυλία τη στιγμή που έπρεπε, στο απόλυτο venue της πόλης.
Παναγιώτης Παπαϊωάννου: Κομψότητα και πάθος από τους Paco De Lucia και John MacLaughlin26 Ιουνίου 1996. Στα σανίδια του Λυκαβηττού, ο ιδρώτας εξατμίζεται όσο ανεβαίνεις ψηλότερα. Το θέατρο γεμάτο. Επαΐοντες, μουσικοί τουρίστες και καθ’ έξιν Λυκαβηττόφιλοι, όλοι ανάμικτοι, αναμένουν τους τρεις θεόρατους καμπαλέρος της εξάχορδης να ζωντανέψουν μπροστά στα μάτια τους την πανδαισία εκείνου του «Friday Night In San Francisco», με το οποίο έχουν μεγαλώσει γενιές και γενιές. Ξεκινούν σπέρνοντας συλλογικά ρίγη με το «Mediterranean Sundance» και καθώς οι κιθάρες περιπλέκονται, αλληλοκολακεύονται, παρεκβαίνουν, εκτινάσσονται στη στρατόσφαιρα κι επανέρχονται στη γη, άλλοτε μ’ αλεξίπτωτο, άλλοτε με τη φόρα ενός κομήτη, το θέατρο σιωπά και χειροκροτεί εκστατικά με το κάθε συλλογικό άρπισμα.
Με αχνό φόντο τα απομακρυσμένα φώτα και τις τσιμεντοταράτσες ολόκληρου του λεκανοπεδίου, τα μυαλά μας καλούνται να διαλέξουν από δεκάδες μουσικά δρομολόγια για να διακτινιστούν: Κομψότητα, δεξιότητα, πάθος, αλληλοσυμπλήρωση. Υπάρχουν φορές που δεν τολμάς να αφαιρεθείς, για να μη χάσεις τους ελιγμούς. Και άλλες που δεν μπορείς να τους προλάβεις συνειδητοποιώντας ότι κάθε συγχρονισμός είναι μοναδικός, έγινε, έλαμψε, πάει, τον έχασες.
Ο Paco De Lucia με το γιλέκο και τη θρυλική ημιχαίτη, σα μορφή του Θερβάντες, ο John MacLaughlin γκριζαρισμένος, με μαύρο πουκάμισο, λευκό παντελόνι και αθλητικά, ο Al Di Meola αξύριστος με τα κλασσικά του ματογυάλια, λευκό σακκάκι και μαύρο t-shirt αλα Don Johnson (που θα το βγάλει όσο η νύχτα ανεβάζει θερμοκρασία), ανταλλάσσουν ματιές, χαμόγελα, μετρημένα νεύματα. Ο Di Meola, μιλώντας εξ ονόματος και των τριών, αφιερώνει τη βραδιά σε «έναν σημαντικό Έλληνα που κηδεύτηκε σήμερα το πρωί», αποσπώντας μια σπάνια στιγμή εθνικής συμφιλίωσης. Μιλάει για τον Ανδρέα Παπανδρέου, που το μέγεθός του ως πολιτικής προσωπικότητας, φάνηκε απ’ όσους τον διαδέχτηκαν και πλιατσικολόγησαν ad infinitum, επικαλούμενοι ότι εκείνος άνοιξε το δρόμο.
Καίτοι συνειδητά αφιστάμενος από επιλόγους Γ΄Δημοτικού και τα εν υπνώσει κλισέ τους, όμως, αυτό ήταν εκείνη η βραδιά με τις τρεις κιθάρες: Μια αξέχαστη βραδιά των 80 και, κάτι λεπτών, που λες και πότισε όλο το ύψωμα και τις, σκαρφαλωμένες πάνω του, υπάρξεις με ήχους που δεν σβήνουν ποτέ.
Λυκαβηττός, για μένα το πιο δυνατό τοπόσημο της πόλης μου, της Αθήνας μου. Βλασφημία που δεν αναφέρομαι στην Ακρόπολη; Πείτε το και έτσι… Αλλά μεγάλωσα στην οδό Ασκληπιού, στη Νεάπολη Εξαρχείων. Με τα παιδιά της γειτονιάς έπαιζα στους χωματόδρομους της Νικηφόρου Ουρανού, της Δαφνομήλη, της Μάρκου Ευγενικού, της Διγενή Ακρίτα. Ο Λυκαβηττός πάντα ήταν και πάντα θα είναι ορατός από το μπαλκόνι μου…
Καθώς μεγαλώναμε με τους «συμπαίκτες» μου αρχίσαμε να πηγαίνουμε ψηλότερα, ν’ ανεβαίνουμε τα σκαλιά και να φτάνουμε στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Και αργότερα, με μηχανές και αυτοκίνητα μια όμορφη καλοκαιρινή βραδιά θα κατέληγε πάντα έξω από το θέατρο του Λυκαβηττού, για να θαυμάσουμε τη θέα και ό,τι άλλο ήθελε προκύψει.
Νομίζω πως η πρώτη συναυλία που βρέθηκα μέσα στο Θέατρο του Λυκαβηττού ήταν του Mike Oldfield, το καλοκαίρι που τέλειωσα το σχολείο. Σοκ και δέος! Δεν ξέρω πόσες συναυλίες έχω δει έκτοτε εκεί. Είναι πάρα πολλές, αμέτρητες, και όταν γράφεις το κείμενο στις διακοπές και δεν έχεις το κουτί με τα αποκόμματα των εισιτηρίων δίπλα σου (για οδηγό) δυσκολεύεσαι περισσότερο να τις θυμηθείς… Όπως εκείνον το Ιούλιο του 1992 που κάθε δεύτερη μέρα ανέβαινα στον Λυκαβηττό για συναυλία. Και τι δεν είχα πρωτοδεί… Ravi Sankar, Violent Femmes, Nits, David Byrne, Chris De Burgh, Blues Brothers, Peter Hamill, Tangerine Dream…
Δεν θα ξεχάσω ποτέ, νομίζω τον Σεπτέμβριο του 1986, τη συναυλία με τους Libido Blume, τους Last Drive και τη Γενιά του Χάους, που έπεσαν δακρυγόνα στους θεατές που βρισκόμασταν μέσα στις κερκίδες. Η παραγωγή μας φυγάδευσε από τα καμαρίνια και έτσι έμαθα και την έξοδο του backstage στην άλλη πλευρά του δρόμου. Τη συναυλία της Nina Simone, που λάτρευα, ήταν soldout και δεν είχα εισιτήριο. Σαν σε όνειρο, θυμάμαι να στέκομαι σαν το κοράκι κοντά στο ταμείο, να αρπάζω τα δύο εισιτήρια που κάποιος πουλούσε και να μπαίνω στο θέατρο: Το πιάνο είχε τοποθετηθεί στο κέντρο της ορχήστρας του θεάτρου, κάθισα οκλαδόν και την είδα, σε απόσταση αναπνοής… Στις Τρύπες το ’93 ήμουν και εγώ εκεί, σε αυτήν την αξέχαστη -για τον πετροπόλεμο δυστυχώς – συναυλία. Τη συναυλία του Peter Gabriel το 1987 για την εξαιρετική παραγωγή, τον καταπληκτικό ήχο της αλλά και το γεγονός ότι ο καλλιτέχνης τη μαγνητοσκοπούσε και όλοι οι θεατές είμασταν κοινωνοί μιας μοναδικής στιγμής. Τη συναυλία των Τίτο Πουέντε, Αρτούρο Σαντοβάλ και Στιβ Γουίνγουντ αλλά και των Buena Vista Social Club που μας παρέσυραν όλους σε ασταμάτητο χορό. Τη συναυλία του Nick Cave στις 22 Σεπτεμβρίου του 2006, την ημέρα των γενεθλίων του, που έβρεχε όλη την εβδομάδα και εκείνη την ημέρα ευτυχώς για τρεις ώρες ο καιρός μας έκανε την χάρη, δεν έβρεξε και απολαύσαμε μία από τις καλύτερες στιγμές του μ’ εκείνον στο πιάνο για περισσότερες από δυο ώρες. Τους Prodigy το 2004 που, όπως πάντα, ήταν φρενήρεις και καταιγιστικοί, αλλά κυρίως για την αγαπημένη μου αφίσα συναυλίας που δεν ήταν παρά το εξώφυλλο του άλμπουμ τους, «Always Outnumbered, Never Outgunned». Τον Mark Knopfler το 2008 – τριήμερο Αγίου Πνεύματος ήταν – που ειλικρινά με καθήλωσε με το παίξιμο του (δεν τον έβλεπα πρώτη φορά, τον είχα δει και με τους Dire Straits to 1985) αλλά τώρα πια ήμουν πιο ώριμη για να τον απολαύσω. Τον Alice Cooper το 2007 – μια ζεστή μέρα του Ιουνίου – ένας καταπληκτικός showman με όλα τα props επί σκηνής: Μαστίγια, ραβδιά, ζουρλομανδύα, την αγαπημένη του αγχόνη και, αν θυμάμαι καλά, ένα φίδι! Τον Lemmy και τους Motorhead το ίδιο καλοκαίρι του 2007 που, σε εκείνη την συναυλία, είχε απογειώσει το κοινό· τον ίδιο τον Philip Glass και το Philip Glass Ensemble, με την παράλληλη προβολή της ταινίας «Koyaanisqatsi» σε γιγαντοοθόνη που με είχε αφήσει εκστασιασμένη. Μια από τις καλύτερες συναυλίες που έχω δει ποτέ στη ζωή μου ήταν το 2003 των Massive Attack – το συναίσθημα φεύγοντας από τη συναυλία με ανέβαζε στα ουράνια – και νομίζω πως κάθε φορά που σκέφτομαι αυτή την συναυλία με κατακλύζει το ίδιο συναίσθημα και πετάω. Τις φορές που είδα εκεί τα αγαπημένα γκρουπ όπως οι Thievery Corporation, οι Archive, οι Radiohead, οι Morcheeba, οιPet Shop Boys, οι Dead Can Dance έφευγα, και μαζί μου όλοι, με τα ίδια συναισθήματα χαράς, ευτυχίας, ευφορίας, έκστασης.
Ο Λυκαβηττός και το θέατρο του ήταν, είναι και πάντα θα είναι το σημείο που, με ένα μαγικό τρόπο, «δονεί» την Αθήνα. Αν και δεν έχω δει ποτέ συναυλία από τα βραχάκια.
Θανάσης Ράλλης: Στον αέρα με τους SlipknotΤον λόφο του Λυκαβηττού τον έχουμε συνδυάσει με ηλιοβασιλέματα, βόλτες με φίλους, χαρούμενες μουσικές και όλα αυτά -όπως και να το κάνεις- σου δημιουργούν μια ρομαντική διάθεση. Ένα βράδυ του Μαΐου όμως πίσω στο 2005, δεν υπήρχε καμία ρομαντική διάθεση.
Ήταν η μέρα που οι Slipknot ήρθαν για πρώτη φορά στη χώρα μας στην πιο heavy στιγμή στην ιστορία του θεάτρου. Από τότε, δεν διοργανώθηκε ξανά κάτι παρόμοιο στο χώρο και είναι λογικό αν θυμηθούμε ότι το, όχι και τόσο, ήρεμο κοινό, παραλίγο να εκτοξεύσει το θέατρο στον αέρα. Δεν τη λες και σοφή την επιλογή του χώρου για τέτοιο live· αλλά τι να κάνεις, συμβαίνουν αυτά.
Οι 7.000 άνθρωποι που βρεθήκαμε εκείνο το βράδυ στο Λυκαβηττό, μοιραζόμαστε μια κοινή ανάμνηση. Είναι μια ανάμνηση ασταμάτητου «ξύλου» κάτω από το γεμάτο φεγγάρι και τα άστρα του ουρανού. Να λοιπόν, που η ρομαντική διάθεση μπορεί να δημιουργηθεί και με διαφορετικούς τρόπους. Ρομαντικός ιδρώτας, ρομαντικό σπρώξιμο, ρομαντικά άλματα την ώρα του spit it out.
Και μπορεί το live να μου στοίχησε μία σκισμένη μπλούζα και μία σχεδόν διαλυμένη βερμούδα, που με το ζόρι έμεινε στη θέση της (λόγω της ζώνης), αλλά αυτό το… διαλυμένο look μου προσέφερε μια δόση ωμής κυνικότητας από ένα ταξιτζή στη Χαριλάου Τρικούπη που χρειαζόμουν τότε στα 24. Όταν σήκωσα το χέρι, σταμάτησε μπροστά μου. «Κυψέλη», του είπα. «Έχεις δει πως είσαι;» μου απάντησε γελώντας και γκάζωσε προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας. Γύρισα σπίτι με τα πόδια.
Η κάθετη ανάβαση στο θέατρο, κόβοντας δρόμο από το δασάκι, αποτελούσε μέρος της συναυλιακής ιεροτελεστίας του Λυκαβηττού. Εκεί συναντούσαμε τη “φυλή” μας και μαζί οδεύαμε προς έναν κοινό σκοπό: Να γίνουμε κοινωνοί μιας συλλογικής μέθεξης.
Το θέατρο είναι ασφυκτικά γεμάτο, τα “βραχάκια” έχουν πλημμυρίσει και μία υπόκωφη ενέργεια είναι έτοιμη να ξεχυθεί. Δεν θυμάμαι καν με ποιους ήμουν, θυμάμαι τα συνωμοτικά βλέμματα και την αίσθηση ότι είμαστε μέρος ενός όλου. Όσα περισσότερα θυμάσαι τόσο λιγότερο ζεις, λένε. Μία έκρηξη καπνού, χρωμάτων και μπάσου δίνει κλοτσιά στο στομάχι και το θέατρο τινάζεται από το πρώτο, κιόλας, δευτερόλεπτο. Στο «Their Law» γινόμαστε όλοι μια γροθιά και όταν στο «Firestarter» ο Keith Flint εκτροχιάζεται -ως όφειλε- το θέατρο παίρνει, στην κυριολεξία, φωτιά. Βρίσκομαι στα κάτω διαζώματα της κερκίδας για να έχω καλή οπτική επαφή με τη σκηνή, να είμαι μέσα στη φάση αλλά και σε απόσταση ασφαλείας από το mosh pit που στροβιλίζεται από τα καπνογόνα. Την ώρα του καθιερωμένου “ντου”, η αρένα χοροπηδάει ανεξέλεγκτα, τα κιγκλιδώματα κρώζουν, τα βραχάκια εκτοξεύουν φωτοβολίδες και η κερκίδα ίπταται. Έχω αφεθεί και ζω τον παλμό. Την στιγμή που όλος ο Λυκαβηττός φωνάζει «Smack my bitch up» μπορείς να την πεις και εκστατική. Και ξάφνου όλα σταματούν. Οι σαμάνοι εξαφανίζονται. Ούτε encore, ούτε goodbye. Μόνο Prodigy.
Χάρης Συμβουλίδης: Motörhead, για μία τελευταία φοράΚι αν έχω πάει για συναυλίες στον Λυκαβηττό. Όμως αυτή που σκέφτομαι πιο συχνά τα τελευταία χρόνια είναι η βραδιά των Motörhead στον λόφο, τον Ιούνιο του 2007. Όταν ούτε καν μας πέρναγε από το μυαλό ότι το αγαπημένο θέατρο θα έπαυε να λειτουργεί, για τόσο καιρό. Μάλλον την ανακαλώ γιατί ακόμα το έχω τύψεις που σύρθηκα τόσο βαριεστημένα για να παρακολουθήσω μια λατρεμένη μπάντα. Πήγα, δηλαδή, με μια διάθεση μεταξύ «έλα μωρέ, τους έχω δει και ξαναδεί», επαγγελματικών εκτιμήσεων τύπου «δεν θα ξανάρθουν σε 2-3 χρόνια;», γκρίνιας για κάτι μέτριους δίσκους της εποχής σαν το «Kiss Of Death» του 2006, αλλά και επηρεασμένος από το indie που μας είχε φάει εκείνα τα χρόνια, συσκοτίζοντας ψιλοαναίτια τις κεραίες μας για το τι ήταν σημαντικό (και τι δεν ήταν). Αρχικά, μάλιστα, άραξα στις κερκίδες, κάτι που διόλου δεν συνήθιζα τότε. Και ίσως να σκέφτηκαν κι άλλοι σαν κι εμένα, γιατί τον κόσμο που μαζεύτηκε δεν τον έλεγες και πολύ. Όμως οι Motörhead δεν θα ξανάρχονταν: Ήταν η τελευταία τους συναυλία στην Ελλάδα. Κι εκεί στα Χριστούγεννα του 2015 θα ένιωθα απαρηγόρητος για τον θάνατο του Lemmy, τον οποίον σνόμπαρα στον Λυκαβηττό, μα εκείνος αποδείχθηκε ο γνωστός, καθηλωτικός εαυτός του, παρά τα προβλήματα υγείας που ήδη αντιμετώπιζε. Με τσιγάρο στο στόμα – όπως παλιά – και με αξέχαστη κραυγή-αποχαιρετισμό στο φινάλε: «Don’t forget us! We are Motörhead and we play rock fucking roll». Τουλάχιστον αυτό, λοιπόν, το να μην ξεχνάμε τους μουσικούς μας ήρωες, μπορούμε να το κάνουμε τώρα που ξανανοίγει το θέατρο.
Μάρκος Φράγκος: Η διαπεραστική εμπειρία του Peter GabrielΣπάνια μπορώ να χαρακτηρίσω σπουδαίο ένα live κάποιου καλλιτέχνη. Το έχω ξεστομίσει ελάχιστες φορές – για τους Depeche Mode στο Μιλάνο, τους Beach House στο Gothenburg, την Siouxsie με τους Banshees στο Ρόδον – γενικά αρκούμαι να είμαι μετριοπαθής στους χαρακτηρισμούς μου όταν εκφράζω θετικό πρόσημο. Στο Λυκαβηττό, όπου έχω ζήσει μεγάλο ποσοστό των συναυλιακών εμπειριών μου στην Αθήνα, έχω παρακολουθήσει πολλούς – από David Byrne ως Bjork και από Dead Can Dance μέχρι Marc Almond– αλλά κανείς ποτέ, δεν άφησε τόσο συνταρακτικό αποτύπωμα στην ψυχή μου όσο το live του Peter Gabriel τον Οκτώβριο του 1987.
Συντριπτικά διαπεραστική εμπειρία: Ο Peter Gabriel συνδυάζοντας ένα κοφτερό setlist – απάνθισμα της δουλειάς του ως τότε, την state of the art τεχνολογία και μία συναντίληψη του ακροατηρίου και της ιδιαίτερης ατμόσφαιρας του Λυκαβηττού, με οδήγησε σε πολλαπλές ριπές δακρύων. Τα δάκρυα έγιναν λυγμοί σε πολλές φάσεις εκείνης της βραδιάς, όταν οι ρομποτικές φωτοστήλες που είχε ακροβολίσει στα τέσσερα σημεία της σκηνής, άρχισαν να πρωταγωνιστούν μαζί του στα concepts των τραγουδιών.
Το «Shock The Monkey» έγινε μια εφιαλτική δυστοπία, το «Games Without Frontiers» έγινε μια τραχιά, παγκόσμια αλληγορία, το «Sledgehammer» ένα μελλοντολογικό εννοιολογικό αριστούργημα για τις ζωές μας στις πόλεις κ.λπ. Ο Peter Gabriel εμφανίστηκε, πέρα για πέρα, σπουδαίος. Κατάφερε να κερδίσει την πολυπόθητη εκείνη ποιότητα που ενστικτωδώς αναζητάμε οι άνθρωποι από τα θεάματα: Την γνήσια, ειλικρινή, σπάνια επαφή. Και στο «Biko» έπιασα τον εαυτό μου να παραληρεί με εκείνο το ψυχικό κράμα θυμού, αγωνίας, αγανάκτησης αλλά και ελπίδας, συναδέλφωσης, αλληλεγγύης που μόνο οι σπουδαίοι μπορούν να επικοινωνήσουν τόσο αποτελεσματικά. Διαλύθηκα, αλλά με εκείνον τον αναδομητικό, υπερβατικό τρόπο που έχει ανάγκη η ψυχή.