Μαρίκα Κοτοπούλη: Η μεγάλη κυρία του θεάτρου που άφησε εποχή
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή η εμβληματική ηθοποιός και θιασάρχης Μαρίκα Κοτοπούλη που κυριάρχησε στις σκηνές του νεοελληνικού θεάτρου στο πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή η σπουδαία θιασάρχης και ηθοποιός Μαρίκα Κοτοπούλη, η γυναίκα που με την καλλιτεχνική δράση της, το σπουδαίο ταλέντο, την εκρηκτική προσωπικότητα και τη σκηνική της λάμψη σημάδεψε την ιστορία του ελληνικού θεάτρου.
Γεννημένη στην Αθήνα, στις 3 Μαΐου του 1887, η Μαρίκα Κοτοπούλη άρχισε τις εμφανίσεις στη σκηνή από πολύ μικρή, με τον θίασο «Πρόοδος» του πατέρα της Δημήτρη Κοτοπούλη. Ήδη σε ηλικία μόλις δεκατριών χρονών είναι σε θέση να υποδυθεί ρόλους ενηλίκων, όπως η κυρά – Γιάννενα στον «Αγαπητικό της Βοσκοπούλας» του Δημήτριου Κορομηλά, κερδίζοντας ευνοϊκές κριτικές, αλλά και την προσοχή των πρώιμων ανανεωτών του νεοελληνικού θεάτρου, Κωνσταντίνου Χρηστομάνου και Θωμά Οικονόμου, με τον τελευταίο να την προσλαμβάνει στο Βασιλικό Θέατρο, τον πρώτο κρατικά επιδοτούμενο θίασο, το 1902.
Η μαθητεία της κοντά στον Θωμά Οικονόμου, όντας επικεντρωμένη σε έργα καλλιτεχνικών αξιώσεων, όπως αστικά δράματα κοινωνικού προβληματισμού, θα επηρεάσει σημαντικά την καλλιτεχνική της διαμόρφωση. Επιπλέον, θα διακριθεί για την ερμηνεία της σε μεγάλους ρόλους του κλασικού ρεπερτορίου, όπως του Πουκ στο «Όνειρο Καλοκαιρινής Νυκτός» του Σαίξπηρ και της Μαργαρίτας στον «Φάουστ» του Γκαίτε.
Το 1906 η Μαρίκα Κοτοπούλη αποχωρεί από το Βασιλικό Θέατρο, το οποίο θα κλείσει δύο χρόνια αργότερα, και ταξιδεύει στο Παρίσι για να ενημερωθεί για τις καινούριες θεατρικές τάσεις και τα νέα έργα, ενώ με την επιστροφή της στην Ελλάδα το 1907 ξεκινάει να συνεταιρίζεται με τους νεαρούς συναδέλφους της (Δημήτρη Μυράτ, Τηλέμαχο Λεπενιώτη κ.α.) για τη δημιουργία μεταβαλλόμενων θεατρικών σχημάτων.
Το 1911 ο θίασος αποκτά αποκλειστικά την επωνυμία της, αν και η ίδια δεν έχει θιασαρχικές ευθύνες, έως την οριστική εγκατάστασή του στο Θέατρο της Ομόνοιας το 1912 (θα μετανομαστεί σε Νέα Σκηνή – Μαρίκα Κοτοπούλη), οπότε και θα τον αναλάβει εξ’ ολοκλήρου, με μικρές διακοπές. Από εκείνη τη στιγμή η Κοτοπούλη έμελλε να κυριαρχήσει στη θεατρική ζωή της χώρας για αρκετές δεκαετίες, εδραιώνοντας μαζί με το αντίπαλο δέος, την Κυβέλη, το πρότυπο του ηθοποιού – θιασάρχη και χαράζοντας ανεξίτηλα την πορεία του ελληνικού εμπορικού θεάτρου.
Οι συγγραφείς που «φιλοξένησε» ο Θίασος ΚοτοπούληΗ Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε, κατά τη διάρκεια της καριέρας της, διχασμένη ανάμεσα στο εμπορικό και καλλιτεχνικό θέατρο.
Όσον αφορά το δραματολόγιο του θιάσου της, η Μαρίκα Κοτοπούλη υπήρξε, κατά τη διάρκεια της καριέρας της, διχασμένη ανάμεσα στο εμπορικό και καλλιτεχνικό θέατρο. Ως θιασάρχης – επιχειρηματίας στηριζόταν στην εισπρακτική επιτυχία των επιθεωρήσεων και των «ροζ κωμωδιών» του γαλλικού βουλεβάρτου, τα οποία φαίνεται να ικανοποιούσαν το κοινό. Παράλληλα, όμως προσπαθούσε να ικανοποιήσει και τα δικά της αισθητικά κριτήρια ως μια χαρισματική καλλιτέχνιδα, όποτε αυτό ήταν δυνατόν και να απαντήσει και στην κριτική ότι χαραμίζει το ταλέντο της σε ελαφριά ψυχαγωγικά θεάματα.
Πλάι στις κωμωδίες και τα δράματα του γαλλικού βουλεβάρτου και τους επιτυχημένους Έλληνες επιθεωρησιακούς συγγραφείς (Άννινος-Τσοκόπουλος-Δημητρακόπουλος) βρίσκουμε και ένα ρεπερτόριο σύγχρονων ελληνικών έργων των Γρηγόριου Ξενόπουλου, Σπύρου Μελά, Παντελή Χορν, Γαλάτειας Καζαντζάκη, Δημήτρη Μπόγρη, Ζαχαρία Παπαντωνίου, Άγγελου Τερζάκη, Δημήτρη Ψαθά, Αλέκου Σακελλάριου – Χρήστου Γιαννακόπουλου κ.α. Κλασικούς και νεωτερικούς ξένους συγγραφείς: Σαίξπηρ, Πιραντέλλο, Ίψεν, Τσέχοφ, Ανουίγ, Γκαίτε, Χόφμανσταλ, Ευγένιος Ο’ Νηλ, Μπερνάρ Σω κ.α. Με αρκετούς δραματουργούς από τις τελευταίες δύο κατηγορίες να παίζονται κυρίως σε τιμητικές ή φιλολογικές παραστάσεις και στην περίπτωση της Κοτοπούλη και σε απογευματινές καθώς δεν απέφεραν κέρδη.
Η «Ελευθέρα Σκηνή»Αντιμέτωπη με τον εκσυγχρονισμό της αθηναϊκής σκηνής η Μαρίκα Κοτοπούλη συμπράττει το 1929-1930 με τον σκηνοθέτη Σπύρο Μελά και μαζί δημιουργούν την «Ελευθέρα Σκηνή», ένα θίασο ανανέωσης του εμπορικού θεάτρου, με καλλιτεχνικές αξιώσεις και συνεργασίες με αξιόλογους καλλιτέχνες της πρωτοπορίας.
Επικεντρώνεται στο διεθνές ρεπερτόριο, το παίξιμο συνόλου, την προσεκτική προετοιμασία της παράστασης και φέρνει στο προσκήνιο την προσωπική ερμηνεία του σκηνοθέτη. Τα έργα που παρουσιάζονται προέρχονται από την ευρωπαϊκή, κυρίως και σοβιετική πρωτοπορία (S. Ansky, Henri-René Lenormand, Nikolai Evreinov κ.α.). Οι παραστάσεις ελληνικών έργων που παρουσιάζονται, μέχρι τη διάλυση του θιάσου τον Ιούνιο του 1930 είναι ελάχιστες.
Από το 1932-1934 ως απάντηση στην υπολογίσιμη δύναμη του νέοϊδρυθέντος Εθνικού Θεάτρου, η Μαρίκα Κοτοπούλη συμπράττει με την Κυβέλη υπό τη σκηνοθετική καθοδήγηση του Σπύρου Μελά. Ιστορικότερη στιγμή το ανέβασμα της «Μαρίας Στιούαρτ» του Σίλλερ στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, με την Κοτοπούλη στον ρόλο της Ελισάβετ και την Κυβέλη σε εκείνον της Μαρίας Στιούαρτ. Η συνεργασία τους θα επεκταθεί και στον κινηματογράφο, με τις δύο κυρίες να συμπρωταγωνιστούν στην ταινία «Κακός Δρόμος» (1933), σε σκηνοθεσία Ερτογρούλ Μουχσίν βέη. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη κατά τη διάρκεια της περιοδείας του θιάσου.
Το 1936 εγκαταστάθηκε στο Θέατρο Ρεξ προσαρμόζοντας τον θίασο της στα νέα δεδομένα: Συνεργασίες με κορυφαία ονόματα, παραστάσεις υψηλών προδιαγραφών σε τεχνικό επίπεδο και αναβάθμιση του ρεπερτορίου. Επιπλέον, εξαιτίας της στήριξης της στο καθεστώς της 4ης Αυγούστου 1936 (Δικτατορία Μεταξά) και στη δημοφιλία της έλαβε αξιοσημείωτη κρατική επιχορήγηση και συμφώνησε να μετατρέψει τον θίασό της σε ημι-κρατικό και να παραχωρήσει τον έλεγχο του δραματολογίου στο κράτος το 1939. Στα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1940 παρέδωσε τη διεύθυνση του θιάσου της στον Μήτσο Μυράτ, πραγματοποιώντας μόνο πότε πότε έκτακτες εμφανίσεις. Τέλος, το 1950 καθιέρωσε το Βραβείο «Μαρίκα Κοτοπούλη» για νεαρές πρωταγωνίστριες.
Στο επίκεντρο της θεατρικής ζωήςΧάρη στην υποκριτικής της ιδιοφυΐα μπορούσε να υπηρετήσει όλα τα είδη, κινούμενη από την αρχαία τραγωδία, στο βουλεβάρτο και από την επιθεώρηση στον Σαίξπηρ ή το σύγχρονο δράμα. Παράλληλα, κατά τη διάρκεια της καλλιτεχνικής της πορείας ανέδειξε και συνεργάστηκε με ανερχόμενα ταλέντα, τα οποία μαθήτευσαν κοντά της, καθώς και σημαντικές, ήδη καθιερωμένες, προσωπικότητες της θεατρικής σκηνής (ηθοποιοί, σκηνοθέτες, ενδυματολόγοι, σκηνογράφοι): Δημήτρης Ροντήρης, Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Κάρολος Κουν, Αιμίλιος Βεάκης, Ελένη Παπαδάκη, Βασίλης Λογοθετίδης, Φώτος Πολίτης, Αλέξης Σολομός, Γιαννούλης Σαραντίδης, Κατερίνα, Τάκης Μουζενίδης, Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Εγγονόπουλος κ.α.