Συν & Πλην: «Οιδίπους επί Κολωνώ» στο Θέατρο Πέτρας
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» σε σκηνοθεσία Γιώργου Σκεύα που περιοδεύει στην Αθήνα.
Στην τελευταία του τραγωδία ο Σοφοκλής ξανασυναντά τον Οιδίποδα, τον ήρωα που συνοψίζει με εντέλεια σχεδόν όλα τα φιλοσοφικά θέματα του αρχαίου δράματος. Τοποθετώντας την αφήγηση περί τα 20 χρόνια μετά τον βάναυσο καταποντισμό του βασιλιά της Θήβας, μας παρουσιάζει τον Οιδίποδα τυφλό γέροντα, πρόσφυγα, ικέτη στις πύλες της Αθήνας. Ως «άθλιος ίσκιος του Οιδίποδα» μαζί με την κόρη του Αντιγόνη, καταφτάνει ξένος σε τόπο ξένο: Στο δήμο του Ίππιου Κολωνού, στο ιερό άλσος των Ευμενίδων, εκεί που ελπίζει ότι θα βρει καταφύγιο και το τέλος που ο Απόλλωνας προφήτευσε γι’ αυτόν. Οι κάτοικοι του Κολωνού στο άκουσμα της άφιξης του ‘παγώνουν’ ζητώντας του επιτακτικά να φύγει για να μην μολύνει την πόλη τους με τις ανόσιες πράξεις του: Έχει σκοτώσει τον πατέρα του Λάϊο, έχει πλαγιάσει με τη μητέρα του Ιοκάστη και είναι έκπτωτος της Θήβας. Όμως, οι εκκλήσεις του Οιδίποδα για άσυλο θα εισακουστούν από τον βασιλιά της Αθήνας, Θησέα που έχει τη σοφία να συντρέξει τον κατατρεγμένο.
Τα πάθη του, βέβαια, μοιάζουν να μην τελειώνουν όταν ο Κρέων εμφανίζεται για τον αναγκάσει να επιστρέψει στην πατρίδα του, απαγάγει τις κόρες του για να τον εκβιάσει, ενώ ο πρωτότοκος γιος του Πολυνείκης (ανάμεσα στους ηθικούς αυτουργούς του διωγμού του από τη Θήβα) τον καλεί να στηρίξει τον πόλεμο που έχει κηρύξει στον αδερφό του Ετεοκλή.
Ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» δεν διαθέτει τις δραματουργικές αρετές και την ανατρεπτική πλοκή του «Οιδίποδα τυράννου». Είναι, όμως, μια κατάβαση του ήρωα προς την αναγνώριση του εαυτού του και τους άλλους, μια πράξη αποδοχής της ζοφερής του μοίρας και μια διαδρομή προς την πολυπόθητη ανάπαυση. Ο γέροντας Οιδίπους διακρίνει στο θάνατο τη λύτρωση από τα μέγιστα δεινά και είναι το μόνο που επιδιώκει να μεταλάβει στην άκρη της ζωής του. «Φως μου για έσχατη φορά αγγίζεις το κορμί μου» λέει, προαναγγέλλοντας το θάνατο του, που εμπεριέχει την ηθική ανύψωση ενός προσώπου που περιπλανήθηκε στη ζωή ως μίασμα.
Η παράστασηΤο λιτό ανέβασμα του «Οιδίποδα επί Κολωνώ» μοιάζει να φτιάχτηκε για να υποδεχθεί τον Δημήτρη Καταλειφό στον πρώτο μεγάλο του ρόλο στο αρχαίο δράμα. Αυτή η προσδοκία δικαιώνεται εν μέρει αφού ο σπουδαίος αυτός ηθοποιός επιβάλλεται αναμφίβολα της παράστασης – αν και με μια μονοδιάστατη απόδοση του ήρωα του που αφήνει στην άκρη το οντολογικό βάσανο του και το φορτίζει επίμονα με ένταση.
Πέραν τούτου, τίποτα σημαντικό δεν συμβαίνει επί σκηνής με βασική εξαίρεση πως ακούγεται η θαυμάσια μετάφραση των Προκοπάκη – Τσακνάκη.
Τα Συν (+) Κάποιες ερμηνείεςΣτις παραστάσεις όπου πρωταγωνιστεί ο Δημήτρης Καταλειφός είναι, σχεδόν, βέβαιο πως ειδικά οι νεότεροι ηθοποιοί θα παίξουν στη σκιά του. Με την ευκαιρία αυτού του σπουδαίου ρόλου – καθώς ο «Οιδίπους επί Κολωνώ» είναι ένας ρόλος – έργο – ο Δημήτρης Καταλειφός κυριαρχεί επί του ανεβάσματος (κι όχι μόνο των συμπρωταγωνιστών του) καταπίνοντας με νεανική ορμή κάθε άλλη ερμηνευτική προσπάθεια· κι έχοντας πιθανώς την, εν λευκώ, οδηγία από τον σκηνοθέτη του να το κάνει. Ως γερασμένος και ικέτης Οιδίπους, ο Καταλειφός επιλέγει να επενδύσει το μεγαλύτερο μέρος της απόδοσης του ήρωα του στον σωρευμένο θυμό για μια ζωή που έχει υποστεί κατατρεγμένος και σπιλωμένος. Εκεί ‘χτίζει’ τον ήρωα του επιφυλάσσοντας μια ερμηνεία υψηλής έντασης. Παραγκωνίζει, ωστόσο, το αίσθημα της συμφιλίωσης με το θάνατο που οδηγεί εδώ τον ήρωα του, κατάσταση η οποία απαιτεί λυρισμό, εσωτερικούς κραδασμούς, εμβάθυνση – ποιότητες οι οποίες χάνονται ή αχνά εμφανίζονται στο δικό του πορτρέτο. Παραμένει, βέβαια, ένα αξιοπρόσεχτο one man show.
Από τον υπόλοιπο θίασο ελάχιστοι ηθοποιοί προλαβαίνουν να σχηματίσουν τα πρόσωπα των ηρώων τους. Γι’ αυτό και μόνο ξεχωρίζουμε την Αντιγόνη της Αγγελικής Παπαθεμελή – μια ηθοποιός υψηλής ευαισθησίας – και (οριακά) τον Θησέα του Χρήστου Χατζηπαναγιώτη που σκιαγραφεί ήπια την φιγούρα ενός ηγέτη που έχει ολότελα εκλείψει. Ο σκηνικός χρόνος της υπόλοιπης ομάδας – Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Χρήστος Σαπουντζής, Μάξιμος Μουμούρης – είναι εξαιρετικά περιορισμένος για να μιλήσουμε για ερμηνείες, πέραν από τις ανάγκες εξυπηρέτησης μιας αφήγησης. Ίσως, αυτής της ‘παγίδας’ να διαφεύγει ο Γιώργος Νούσης ως Αγγελιαφόρος.
Η μετάφρασηΗ Χρύσα Προκοπάκη – εδώ σε συνεργασία με τον Θάνο Τσακνάκη – εξακολουθεί να μας φιλοδωρεί με σημαντικές μεταφράσεις. Γιατί εκτός από τον γλωσσικό της πλούτο, η μετάφραση του «Οιδίποδα τυράννου» διαθέτει ποιητικό μέτρο, το οποίο δυστυχώς θυσιάζεται στην συγκεκριμένη ανάγνωση του έργου.
Τα ‘κλασικά’ ανεβάσματα, δηλαδή οι απόλυτα ‘καθαρές’ και συνάμα επίπεδες αναγνώσεις των έργων – όπως αυτή που προτείνεται από τον Γιώργο Σκεύα στον Σοφοκλή – χρειάζονται τουλάχιστον έναν επιπλέον σύμμαχο (εκτός των ηθοποιών) για να μην χάσουν τους θεατές τους: Τον καλό ρυθμό. Και αν κάτι οφείλουμε να αναγνωρίσουμε είναι πως η σκηνοθεσία εδώ είναι εύρυθμη, παρά τη φύση του έργου που βασίζεται περισσότερο στην αφήγηση και πολύ λιγότερο στην πλοκή.
Οι φωτισμοίΟι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου λειτουργούν ως το μόνο αισθητικό δέλεαρ την παράστασης, δημιουργώντας χώρους και ατμόσφαιρες που η σκηνογραφία δεν προσφέρει.
Έχοντας σκηνοθετήσει τον Δημήτρη Καταλειφό αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια, ο Γιώργος Σκεύας έχει βρει έναν κοινό κώδικα με τον πρωταγωνιστή του. Αυτή τη φορά, όμως, φαίνεται να υποχωρεί σε μια διαδικασία παρατήρησης, δίνοντας του κι άλλο χώρο· απόφαση που έχει κόστος ως προς την συνολικότερη αντιμετώπιση της παράστασης. Κι έτσι η σκηνοθεσία του χαρακτηρίζεται από δισταγμό, αν όχι αδράνεια, να αναλάβει πρωτοβουλίες, να καταθέσει προτάσεις. Αφήνεται, δηλαδή, σε μια επιδερμική σχέση με το οντολογικό αυτό έργο.
Ως προέκταση της σκηνοθετικής αμηχανίας μπορούμε να δούμε την διαχείριση του Χορού του «Οιδίποδα επί Κολωνώ», ένα σύνολο «γερόντων» όπως προσφωνείται εδώ – το οποίο παρόλα αυτά απαρτίζεται από νεότατους ηθοποιούς. Ακόμα κι αν ξεπεράσουμε αυτήν την αντίφαση, το μόνο που λειτουργεί στην παρουσία της οκταμελούς ομάδας (Νίκος Νίκας, Γιώργος Νούσης, Γιώργος Φριντζήλας, Νίκος Δερτιλής, Γιώργος Μπούτσικας, Πάνος Αποστολόπουλος, Αντώνης Αντωνιάδης, Πάρις Παρασκευάδης) είναι οι λιγοστές καλοεκτελεσμένες συνεκφωνήσεις· κατά τα άλλα, προβάλλει ως ένας Χορός καταδικασμένος σε μια φροντισμένη απραξία.
Η όψη της παράστασηςΟι περιοδεύουσες παραστάσεις έχουν, ασφαλώς, την ανάγκη από ευέλικτα σκηνικά. Ωστόσο, η σκηνογραφία της Λίλη Πεζανού είναι τόσο λιτή, σαν να θέλει να οριοθετήσει απλώς το χώρο όπου θα κινηθούν οι ηθοποιοί της, παρά να αποτελέσει και μια αισθητική ή άλλη συνεισφορά στην παράσταση. Εξίσου άχρωμα και τα κοστούμια της.
Δεν θα σταθούμε τόσο στη σύνθεση της Σήμης Τσιλαλή που προσπαθεί να συμβαδίσει με το «κλασικό ύφος» της σκηνοθεσίας. Όσο στην καταστροφή αυτής της σύνθεσης που ακούγεται μέσα από ηχεία, αναβιώνοντας παλιές εποχές περιοδεύοντων θιάσων.
Το άθροισμα (=)Ανώδυνη ανάγνωση μιας τραγωδίας εσωτερικής οδύνης, που διαμορφώνεται ως πεδίο δόξης για τον Δημήτρη Καταλειφό.