Hot or Not #80: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα
Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.
Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε Για την κατάβαση του Ρομέο Καστελούτσι στην Ελευσίνα και στην απαρχή της τελετουργίαςΔεν υπάρχει άλλος παραστατικός δημιουργός που να έχει θέσει το έργο του στη διάθεση, στη μελέτη και στην ερμηνεία των πρακτικών του αρχαίου δράματος, όπως ο Ρομέο Καστελούτσι. Ίσως η εγγύτητα με την πατρίδα του την Ιταλία, ίσως το δημιουργικό του ορμέμφυτο τον οδήγησαν σε αυτό από τις πρώτες του σκηνοθεσίες, 30 χρόνια πριν. Κι έτσι, η λαχτάρα του να ερευνήσει την τελετουργία στο χώρο της γέννησης της, στον αρχαιολογικό χώρο της Ελευσίνας, ενέχει ένα βαθύ συμβολισμό για ένα δημιουργό που βρίσκεται πια στην ωριμότητα του. Ο Καστελούτσι μοιάζει να πραγματοποιεί ένα προσκύνημα στη μητρική, γενέθλια γη του δρώμενου με μια προσπάθεια να επανεφεύρει, να δημιουργήσει ένα δικό του, προσωπικό υποθετικό σενάριο των τελετών, αφού οι μυστηριώδεις λατρείες έπρεπε να παραμείνουν στο σκοτάδι, στη λήθη και η προφορική μαρτυρία ήταν απαγορευτική για καθέναν από τους μύστες.
Ο Καστελούτσι τοποθετεί στο κέντρο της, δίχως λόγια, αφήγησης του το γυναικείο και ειδικώς το μητρικό στοιχείο, αφού η Δήμητρα – θεά στην οποία ήταν αφιερωμένες οι ελευσίνιες γιορτές – ήταν το σύμβολο της μητέρας γης, της καρποφορίας. Κι έτσι οι γυναίκες που θηλάζουν γάλα από τα στήθη τους, οι γυναίκες που θυμίζουν αγρότισσες της παλιάς ελληνικής και ιταλικής επαρχίας και γεμίζουν τα χέρια τους με καρπούς, οι γυναίκες που λερώνονται με χώμα και νερό παραπέμπουν στην ιερότητα της μητέρας, της μαμάς όπως «Ma» (μια συλλαβή που συνήθως είναι η απαρχή του λόγου για κάθε νεογέννητο πλάσμα στη γη).
Οι διαδοχικές πομπές που σχηματίζουν τις φέρνουν στο κούφωμα μιας σπηλιάς, το Πλουτώνιο, το παράθυρο στον Άδη σύμφωνα με την χαρτογράφηση του χώρου όπου οι γυναίκες γίνονται σκιές του Κάτω Κόσμου. Εμπρός τους ένα αναγεννησιακό τέμπλο με τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου – ο διάλογος του Κατσελούτσι με το Θεό και τη θρησκεία είναι πανταχού παρών – όπου απεικονίζονται τρεις γυναικείες φιγούρες: Η Δήμητρα, η Παρθένος Μαρία και η μητέρα-θύμα δολοφονίας του γιου της. Κι όλα αυτά, ενώ η μουσική μιας επιτάφιας δέησης (σε σύνθεση του Ντιμίτριο Καστελούτσι) φτάνει στ’ αυτιά μας από το βράχο του ναού της Σαβίνας.
Εκεί, στην τελευταία πράξη αυτής της θεατρικής εμπειρίας, ο Ιταλός σκηνοθέτης θα συναντήσει τον Αισχύλο αλλά και τον Ευριπίδη, τους πατέρες της αττικής τραγωδίας που έδωσαν την διάσταση του μύθου στον μητροκτόνο Ορέστη. Επιτρέπει σε έναν αληθινό μητροκτόνο, τον Φιλίπο Αντάμο (έφηβος σκότωσε τη μητέρα του και καταδικάστηκε σε κάθειρξη 23 ετών την οποία και εξέτισε) να αποτίνει φόρο τιμής στη μάνα. Ειρωνεία, επαναδιαπραγμάτευση του αρχαίου τελετουργικού (που απαγόρευε την είσοδο σε δολοφόνους) ή μια συμβολική πράξη συγχώρεσης (της μεγαλόψυχης μάνας);
Ο Καστελούτσι αποφεύγει τις ερμηνείες των έργων του – που έτσι κι αλλιώς είναι πολλών στοιβάδων – και σε αφήνουν ως θεατή να προχωρήσεις στους δικούς συλλογισμούς, συνδέσεις, εδώ σε μια προσωπική κατάβαση στο μυστήριο της μητρότητας.
Δύο ενστάσεις για το «Ma», παρόλα αυτά: Ο θεατής του δρώμενου έπρεπε να είναι εξοικειωμένος με τον αρχαιολογικό χώρο, την αρχιτεκτονική και τους συμβολισμούς του προκειμένου να αξιοποιήσει κάποια κλειδιά του. Κι έπειτα, η εικονοκλαστική δύναμη των σκηνοθεσιών του Ρομέο Καστελούτσι που αναδύονται μέσα από τους φωτισμούς και τα tableau vivant του θυσιάστηκαν εδώ εν όψει της συνομιλίας με το χώρο σε συνθήκες φυσικού φωτισμού. Σε κάθε περίπτωση μια σημαντική μετάκληση από την Elevsis2023 και η πρώτη φορά που Ιταλός δημιουργός δημιουργεί στην Ελλάδα, με αφορμή τον τόπο της Ελευσίνας, την ιστορία και το φιλοσοφικό και οντολογικό του μέγεθος.
Στέλλα Χαραμή
Το δημοφιλές μυθιστόρημα «Η Απίθανη Πιθανότητα του Έρωτα με την Πρώτη Ματιά» της Τζένιφερ Ε. Σμιθ μεταφέρεται στην μικρή οθόνη και γίνεται μια ανάσα αισιοδοξίας για τους αθεράπευτα ρομαντικούς αυτού του πλανήτη. Είτε πιστεύεις στον έρωτα με την πρώτη ματιά, είτε δεν πιστεύεις, αυτή η ταινία είναι η κατάλληλη να σου διδάξει ότι όπου υπάρχει θέληση υπάρχει και τρόπος. Τα στατιστικά και οι πιθανότητες είναι κύριο κομμάτι της ταινίας σαν ένας έξτρα ρόλος που βοηθάει στην εξέλιξή της. Το καστ νεανικό – ευχάριστο με γλυκόπικρες ερμηνείες που όλοι κάποια στιγμή έχουμε ταυτιστεί. Η πλοκή συνηθισμένη αλλά δοσμένη με μια διαφορετική ματιά πιστεύω κάνει την ταινία ξεχωριστή για το είδος της. Η ταινία έκανε πρεμιέρα στην δημοφιλή πλατφόρμα του Netflix αυτή την εβδομάδα και πιστεύω πως θα φτάσει το top 10 πολύ σύντομα. Η ιστορία μας ξεκινά αρκετά κλασικά για μια ρομαντική ταινία με λίγες δόσεις δράματος. Φτάνουν τέσσερα λεπτά για να αλλάξουν τα πάντα στην ζωή των πρωταγωνιστών.
Η Χάντλεϊ χάνει την πτήση της για Λονδίνο όπου την περιμένει ο δεύτερος γάμος του πατέρα της με μια γυναίκα που εκείνη δεν έχει δει ποτέ. Εκεί στο αεροδρόμιο γνωρίζει τον Όλιβερ έναν Βρετανό νεαρό που φοβάται τις εκπλήξεις και εξηγεί τα πάντα με στατιστικά. Οι δυο άγνωστοι μέχρι στιγμής αρχίζουν να ερωτεύονται ο ένας τον άλλον κατά την πτήση τους από τη Νέα Υόρκη στο Λονδίνο, όμως αφού προσγειωθούν η μοίρα ή οι πιθανότητες τους χωρίζουν αφού χάνουν ο ένας τα ίχνη του άλλου στο χάος του αεροδρομίου κατά την άφιξή τους. Μέσα στο επόμενο εικοσιτετράωρο οι πιθανότητες να εξελιχθεί μια ολόκληρη ιστορία αγάπης είναι αρκετές για τους ήρωες μας; Μπορεί η μοίρα να παρέμβει και να φέρει ξανά κοντά δυο άτομα που χάθηκαν; Μπορεί μια ταινία να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αληθινή αγάπη μας βρίσκει εκεί που δεν το περιμένουμε;
Βασιλική Αγγελούδη
Όποιος γνωρίζει το Midnight Express, την κινηματογραφική λέσχη του Άκη Καπράνου, γνωρίζει τόσο το είδος των ταινιών που παίζονται όσο και το ότι τα εισιτήρια μπορούν να «βγάλουν φτερά» μέσα σε λίγες μόνο μέρες. Την Παρασκευή στην Ριβίερα παίχτηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα η horror ταινία “Talk to Me” -στις αίθουσες βγαίνει τον Νοέμβριο-, το σκηνοθετικό ντεμπούτο δύο δίδυμων Αυστραλών youtuber, των Danny και Michael Philippou. Κι αφού προλάβαμε εισιτήρια σε ακόμη μια «ασφυκτική» -πάντα και μόνο με καλή έννοια- βραδιά του Midnight Express, σπεύσαμε να δούμε τί είναι αυτή η ταινία που έχει ήδη σπάσει τα ταμεία στην Αμερική, έχοντας μάλιστα ξεπεράσει την επιτυχία του “Hereditary”, κατακτώντας την πρώτη θέση στις εισπράκτικες επιτυχίες του Α24.
Ο Άκης Καπράνος μας καλωσόρισε και μας πληροφόρησε ότι αυτή ήταν η πρώτη πρεμιέρα που γίνεται ποτέ στο Midnight Express, αν και στο παρελθόν υπήρχαν κι άλλες προτάσεις. Ακόμη μας έδειξε το βασικό prop της ταινίας, ένα κεραμικό χέρι που οι πρωταγωνιστές χρησιμοποιούν για να επικοινωνούν με πνεύματα, το οποίο το είδαμε στο τέλος της προβολής σε ένα τραπέζι έξω.
Η ταινία συνολικά είχε μια καλή ιστορία να πει, όχι όμως και τόσο μακριά από αντίστοιχες ιστορίες που συναντάμε σε αυτό το είδος -τραύμα και πνεύματα αποδεικνύονται ένας δυνατός συνδυασμός! Οι ερμηνείες ήταν αξιόλογες και ένα από τα δυνατά «χαρτιά» της ταινίας ήταν σίγουρα η φωτογραφία της. Απόλαυσα πολύ τις σκηνές που τα τραγούδια που επιλέγονταν κοντράριζαν αυτό που βλέπαμε. Εν κατακλείδι, είναι μια ταινία που δεν κρύβει τις επιρροές της και χτίζει μεθοδικά την ιστορία, τους χαρακτήρες και, τελικά, αυτό που θέλει να μας «πει».
Φωτεινή Νικολίτσα
Το βράδυ της Παρασκευής με βρήκε να κατηφορίζω την Πατησίων, ψάχνοντας την χαρακτηριστική πινακίδα του ΙΛΙΟΝ Plus, ώστε να στρίψω σωστά στην οδό Κοδριγκτώνος και να βρω τον κινηματογράφο Τριανόν, που εκείνο το βράδυ (και το επόμενο) φιλοξενούσε το Φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους του 49ου Φεστιβάλ της ΚΝΕ. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που πήγαινα σε φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους και μπορώ να πω ότι είχα δύο ενδοιασμούς – ο πρώτος αφορούσε στη “φύση” των ταινιών (θα ήταν όλες “πολιτικές”;) και ο δεύτερος στην απειρία μου με αντίστοιχα φεστιβάλ (πώς θα “έδεναν” μεταξύ τους τόσες πολλές, διαφορετικές ιστορίες;). Περίπου δέκα ταινίες και δυόμιση ώρες αργότερα (παρακολούθησα τα δύο από τα τρία μέρη του φεστιβάλ) μου είχε λυθεί κάθε ενδοιασμός. Με σιγουριά μπορώ να πω πως δεν ήταν όλες οι ταινίες καθαρά “πολιτικές” (αν και πολλά πράγματα αποτελούν πολιτικές πράξεις με την ευρεία έννοια, αλλά αυτό είναι μάλλον συζήτηση για άλλη φορά), εκπροσωπήθηκαν διάφορα είδη και θέματα και μου άρεσε πολύ αυτό – και ναι έδεσαν μαζί τους! Ίσως γιατί η επιλογή που είχε γίνει ήταν πραγματικά πολύ καλή – μπορώ να πω ότι σχεδόν όλες οι ταινίες με ενθουσίασαν.
Από αυτές τις ταινίες ξεχώρισα: το “Β23” του Βασίλειου Νεράντζη, μία πολύ τρυφερή ταινία που θα σου θυμίσει να δείξεις στους αγαπημένους σου πόσο τους αγαπάς, γιατί ποτέ δεν ξέρεις πότε θα χάσεις αυτό το προνόμιο. Το “TolisLive ή Τορόντο” του Αλέξανδρου Ρέλλου με τον Τόλη Ραπάντα να υποδύεται τον… Τόλη, έναν ηλικιωμένο άνδρα που νοσταλγεί τις χρυσές εποχές του ως τραγουδιστής και το χαμένο όνειρό του να κάνει καριέρα στο λαϊκό τραγούδι. Το “Δεν Είναι Να Εμπιστεύεσαι Κανέναν” του Βαγγέλη Παπαδιόχου, όπου ένα δυστυχισμένο ζευγάρι γίνεται ο καθρέφτης όλων εκείνων που ζουν με το λεγόμενο “σύνδρομο της κλειδαρότρυπας” για να ξεχάσουν τη δική τους δυστυχία. Το “Πρώτο Μπάνιο” του Αλέξανδρου Κωστόπουλου, ένα πραγματικά συγκλονιστικό σχόλιο για το προσφυγικό μέσα από τα μάτια ενός αθώου κοριτσιού. “Η φωτιά των βουνών” του Αντώνη Κορδάτου, μία ταινία για τον απόηχο της καταστροφής στην Βόρεια Εύβοια, η οποία μετά τις δασικές πυρκαγιές του 2021 έχει αφεθεί στο έλεος της, σύμφωνα με μαρτυρίες των κατοίκων, που ακόμη αγωνίζονται και διεκδικούν την προστασία του φυσικού πλούτου της πατρίδας τους, αλλά και μία αξιοπρεπή ζωή. Όλες οι ταινίες που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω (με μηδενικό αντίτιμο) ήταν μικρής διάρκειας, αλλά μεγάλης σημασίας. Αν υπήρχε μια σκέψη στο μυαλό μου μετά την προβολή ήταν το πόσοι ταλαντούχοι μικρομηκάδες υπάρχουν, που αν είχαν τον χώρο, τον χρόνο και τους πόρους να δημιουργήσουν ένα μεγάλου μήκους φιλμ, θα μπορούσαν πραγματικά να φέρουν την άνθηση στον ελληνικό κινηματογράφο. Θα ήταν κρίμα οι συνθήκες να τους αναγκάσουν να δοκιμάσουν την τύχη τους εκτός συνόρων – όπως είχε σχολιάσει ο Γιώργος Λάνθιμος για τη δική του εμπειρία, σε παλαιότερες δηλώσεις, που ήρθαν στην επικαιρότητα λόγω του Χρυσού Λέοντα, αλλά παραμένουν επίκαιρες.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Άργησα υπερβολικά πολύ, αλλά το είδα. Θα ήθελα πολύ να πω ότι είμαι καμιά ψαγμένη που περιμένει να περάσει η θυελλώδης περίοδος της προβολής στους κινηματογράφους και παρακολουθεί με πιο αντικειμενική σκοπιά την ταινία για να μην επηρεαστεί. Όμως, όχι. Απλά έτυχε, συγγνώμη. Ωστόσο, μετά από την αδιάκοπη μάχη με το επιθετικό μάρκετινγκ, τον ροζ πανικό, αλλά και τον τυφώνα ονόματι «Barbenheimer” μπορώ να πω πως βγήκα σώα κι αβλαβής. Οφείλω να ομολογήσω πως είχα υψηλές προσδοκίες για την «Barbie», όπως όλοι μας. Κάτι το εντυπωσιακό κάστ, κάτι η κατά τα αλλά ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά της Greta Gerwig, καθώς και το υπέρμετρο hype όλον αυτόν τον καιρό είχαν ανυψώσει την ιδέα μου για την ταινία. Την ίδια ιδέα που μόλις παρακολούθησα και το τελευταίο λεπτό, πήδηξε χωρίς αλεξίπτωτο στα τάρταρα.
Η ταινία πέρα της εκπληκτικής αισθητικής και του απολαυστικού soundtrack -που ακόμα ακούω ανελλιπώς- ήταν μια απογοήτευση. Η ιστορία της Barbie προσπαθεί να αναδείξει για άλλη μια φορά το women empowerment και τον φεμινισμό μέσα από μια πολύ σουρεάλ και πολύ ροζ περιπέτεια. Οι πρωταγωνίστριες προβαίνουν σε ρηχά κηρύγματα για να αποκαταστήσουν τον ρόλο της γυναίκας σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, με απόψεις και ιδέες που θα προτιμούσα να διαφαίνονται στην πράξη με λίγο πιο βαθυστόχαστο περιεχόμενο στους διαλόγους και την γενικότερη πλοκή. Το μιούζικαλ στοιχείο ήταν χαριτωμένο, με τον Ryan Gosling να σώζει την τιμή της ομάδας με ένα τραγούδι που θα αργήσει να σβηστεί από το μυαλό μας. Η Margot Robbie έλαμψε, ιδανική για τον ρόλο της ξανθιάς κούκλας, όπως άλλωστε κάθε χαρακτήρας ξεχωριστά. Αλλού ήταν το θεμα.Περίμενα υπομονετικά μέχρι να πάρει μπρος η ταινία. Μάταια. Ενώ το καστ είχε φοβερή δυναμική, αλλά και ερμηνεία, μου έλειψε αυτή η σπίθα. Αυτό το διαφοροποιητικό στοιχείο από τις άλλες ιστορίες για το πως μια γυναίκα ξεφεύγει από τα σεξιστικά στερεότυπα και νιώθει εντάξει με το να είναι απλά συνηθισμένη. Next time Greta…
Ειρήνη Δερμιτζάκη