Το τελευταίο βράδυ του Σεπτεμβρίου βρεθήκαμε στο Ηρώδειο για να ακούσουμε ζωντανά το Philip Glass Ensemble, την πειραματική ορχήστρα του Philip Glass, να ερμηνεύει όλο το soundtrack της ταινίας “Koyaanisqatsi”, η οποία προβαλλόταν ταυτόχρονα.
Το “Koyaanisqatsi” σε σκηνοθεσία του Godfrey Reggio, συμπληρώνει φέτος 40 χρόνια από την πρώτη του προβολή, η οποία αποτελεί σταθμό στην ιστορία του κινηματογράφου. Ο δε Philip Glass μπορεί να μην ήρθε αυτοπροσώπως, μάς “χάρισε” όμως την ομάδα του -την οποία ίδρυσε το 1968 για να ερμηνεύει τις μουσικές του συνθέσεις- η οποία παρέα με την Academia Athens Youth Choir υπό τη διεύθυνση του Michael Riesman, “ζωντάνεψαν” την θρυλική μουσική που ο συνθέτης είχε γράψει για την ταινία.
“Koyaanisqatsi” στην γλώσσα των ιθαγενών Χόπι σημαίνει “Ζωή σε ανισορροπία” ή “Μια κατάσταση ζωής που απαιτεί έναν άλλο τρόπο ζωής” και αυτή η εξήγηση μας δίνεται μόνο στο τέλος της ταινίας. Θεωρείται πειραματικό ντοκιμαντέρ, στο οποίο απουσιάζει ο διάλογος ή οποιασδήποτε μορφής αφήγηση.
Παρακολουθούμε πλάνα τραβηγμένα μέσα σε διάστημα εφτά ετών στις ΗΠΑ, τα οποία παρουσιάζονται συχνά επιταχυμένα. Στην αρχή βλέπουμε διάφορα φυσικά τοπία -ερήμους, καταρράκτες κ.α.- και σιγά σιγά ερχόμαστε σε πλάνα των πόλεων– ψηλά κτίρια, αυτοκινητόδρομοι, μποτιλιάρισμα, άνθρωποι να προσπερνούν ο ένας τους άλλους στους δρόμους- για να φτάσουμε στην βιομηχανική ανάπτυξη -εργοστάσια, ιλιγγιώδεις ταχύτητες, μηχανήματα που παράγουν μανιωδώς, επανάληψη! Η ταινία επιχειρεί να δημιουργήσει ερωτήματα στο μυαλό του θεατή αλλά όχι να του δώσει τις απαντήσεις. Έκανε αίσθηση την εποχή που προβλήθηκε αλλά ακόμη “μιλά” στους θεατές του 2023, όπου ο καταναλωτισμός, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας και οι αστραπιαίοι ρυθμοί εξέλιξης έρχονται σε αντιπαράθεση με την φύση με συχνά δυσβάσταχτες συνέπειες για την τελευταία.
Η μουσική που έγραψε ο Philip Glass για την ταινία θεωρείται από τις καλύτερες που έχουν γραφτεί για την έβδομη τέχνη. Ο ίδιος είναι ένας από τους σπουδαιότερους συνθέτες της γενιάς του. Έχει ασχοληθεί με πολλά διαφορετικά μουσικά είδη κι έχει γράψει μουσική για μπαλέτο, όπερα, θέατρο και κινηματογράφο. Έχει συνεργαστεί με σπουδαίους μουσικούς καλλιτέχνες όπως τον Leonard Cohen, τον David Bowie, την Linda Ronstadt, τον Paul Simon, τον Iggy Pop αλλά και με συγγραφείς, χορογράφους και διευθυντές ορχήστρας. Το στυλ του χαρακτηρίζεται ως “μινιμαλιστικό”, το οποίο ο ίδιος όμως δεν στηρίζει. Το “Koyaanisqatsi” αποτελεί την πρώτη του μουσική για ταινία, η οποία άνοιξε τον δρόμο για πολλές ακόμη, όπως για τις ταινίες “The Hours” του Stephen Daldry και “Kundun” του Martin Scorsese.
Η μοναδική εμπειρία στο ΗρώδειοΕίχα παρακολουθήσει μια φορά την ταινία στο παρελθόν, αλλά όχι στην μεγάλη οθόνη. Η τότε εμπειρία μου έφερνε την εικόνα στο προσκήνιο και την μουσική στο παρασκήνιο, αυτό που συνήθως πάνω-κάτω όλοι κάνουμε όταν βλέπουμε μια ταινία. Η μουσική σε μια ταινία φυσικά πάει χέρι-χέρι με την εικόνα, την συμπληρώνει και της δίνει την επιθυμητή διάθεση. Ακόμη και πριν την έλευση του ήχου στον κινηματογράφου, οι βωβές ταινίες παίζονταν με ζωντανή ορχήστρα στα σινεμά. Όταν, όμως, πηγαίνεις να παρακολουθήσεις μια συναυλία ενός soundtrack με την ταινία να παίζει από πίσω, ξαφνικά η μουσική παίρνει όλη τη βαρύτητα έναντι της εικόνας.
Αυτό δεν σημαίνει πως τα μάτια μου δεν ήταν “κολλημένα” στην μεγάλη οθόνη που έπαιζε την ταινία κι ότι κοιτούσα μονίμως την ορχήστρα. Αντιθέτως, είχα μεγάλη περιέργεια να δω πώς βλέπω την ταινία την ώρα που η μουσική “δημιουργείται” εκεί μπροστά μου. Και υπήρξαν φορές που ξεχνούσα ότι είναι ζωντανό! Και με αυτό θέλω να πω ότι ήταν τόσο καλοί, τόσο εναρμονισμένοι με την εικόνα πίσω που ένιωθες ότι ακούς το ηχογραφημένο soundtrack!
Η μουσική του Philip Glass για το “Koyaanisqatsi” θέτει τον τόνο για την εικόνα, δημιουργεί ένα μεθυστικό συναίσθημα. Βουλιάζεις όλο και πιο βαθιά σε ένα καθαρά αισθητηριακό σύμπαν βλέποντας αυτές τις εντυπωσιακές εικόνες και ακούγοντας αυτές τις μελωδίες. Σε παρασέρνει σε ένα μέρος μακριά από το “εδώ και τώρα”. Πέντε αρμόνια, φλάουτο, κλαρινέτο, σαξόφωνο και εικοσαμελής χορωδία έφεραν εις πέρας την αποστολή τους. Υπνωτιστήκαμε από τις επαναλαμβανόμενες νότες που χάνονταν και επανεμφανίζονταν μέσα από έναν καταιγισμό γρήγορων, αλλεπάλληλων εικόνων ενός παρελθόντος πλέον μακρινού, που όμως θυμίζει τρομακτικά το δικό μας παρόν. Και υπήρξε ένα σημείο τόσο έντονο και ασταμάτητο που βλέπαμε όλοι τους μουσικούς να το εκτελούν αριστοτεχνικά ώσπου ήρθε η παύση, το κενό που έδωσε μεγαλύτερη βαρύτητα σε ό,τι προηγήθηκε -κι εδώ ήταν που κάποιοι που δεν κρατήθηκαν και χειροκρότησαν. Ήταν μια μαγική εμπειρία σε έναν επιβλητικό χώρο που όσοι την μοιραστήκαμε, δεν πρόκειται να την ξεχάσουμε…