Γιάννης Ψυχοπαίδης: Αναδρομή στις δεκαετίες 1960-70 στην Πινακοθήκη Κέρκυρας
Αναδρομική έκθεση έργων ενός από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της μεταπολεμικής τέχνης στην Ελλάδα, μέσα από τη θεματική προσέγγιση μιας εκρηκτικής εικοσαετίας, διοργανώνεται από την Πινακοθήκη Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων.
Σε έναν από τους σημαντικότερους εν ζωή έλληνες ζωγράφους αλλά και ενεργό πολίτη, τον Γιάννη Ψυχοπαίδη, είναι αφιερωμένη η αναδρομική έκθεση «H τέχνη ως μαχόμενη μαρτυρία: Έργα των δεκαετιών 1960 και 1970 και ο απόηχός τους» που φιλοξενείται από 4 Οκτωβρίου έως 3 Δεκεμβρίου 2023 στην Πινακοθήκη του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων, με επιμέλεια της ιστορικού τέχνης Έλενας Χαμαλίδη.
Η δημιουργική πορεία και η καλλιτεχνική έρευνα του Γιάννη Ψυχοπαίδη ξεκινά την ταραγμένη και ανατρεπτική δεκαετία του 1960, όταν, φοιτητής ακόμα, συμμετείχε μαζί με άλλους νέους καλλιτέχνες στα μεγάλα συλλογικά εγχειρήματα της εποχής: στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» (1954-1967) και στην «Ομάδα Τέχνης Αʼ» (1961-1967).
Συμμετοχή στις πνευματικές και πολιτικές ζυμώσεις της εποχήςΟ Γιάννης Ψυχοπαίδης συμμετείχε ενεργά στις καλλιτεχνικές, πνευματικές και πολιτικές ζυμώσεις της εποχής, όπου, παρά το κλίμα διώξεων, λογοκρισίας, εξορίας και αποκλεισμών, σημαντικοί διανοούμενοι, λογοτέχνες και εικαστικοί επανεξέταζαν τον ρεαλισμό και τον μοντερνισμό αναζητώντας νέα μέσα και τρόπους για να εκφράσουν την κοινωνική αναταραχή και την πολιτική διαμαρτυρία, και επιζητούσαν μια διαφορετικού είδους και ποιότητας επικοινωνία με το κοινό, ασκώντας παράλληλα κριτική στην εμπορευματοποίηση της τέχνης.
Από την αρχή της δεκαετίας του 1970 στη Γερμανία και στη συνέχεια στην Ελλάδα με τους «Νέους Έλληνες Ρεαλιστές» (1971-1973), ο Ψυχοπαίδης κατέθεσε μέσα στη δικτατορία με το έργο και τα κείμενά του μια ώριμη και συνεπή αισθητική πρόταση. Ως το νεαρότερο ίσως μέλος της «Ομάδας Τέχνης Αʼ», και αργότερα της ομάδας γύρω από το «Κέντρο Εικαστικών Τεχνών» (1974-1976), επιχείρησε εναλλακτικούς τρόπους διακίνησης του έργου τέχνης.
«Κοινωνικοπολιτική παρέμβασης μέσω της τέχνης»Κριτικός απέναντι τόσο στον αισθητισμό της αφαίρεσης όσο και στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό, ο Ψυχοπαίδης υπήρξε πάντοτε ενήμερος των σύγχρονων τάσεων, αλλά και συστηματικός μελετητής και βαθύς γνώστης του ευρωπαϊκού μοντερνισμού, όπως φαίνεται τόσο από το έργο όσο και από τα κείμενά του. Γιατί «η ζωγραφική, οι κατασκευές και οι εγκαταστάσεις του είναι καρποί όχι μόνο μιας στρατηγικής κοινωνικοπολιτικής παρέμβασης μέσω της τέχνης, αλλά και αναστοχαστικών διαδικασιών, μέσα από τις οποίες επανεξετάζει τα όρια της φωτογραφικής και ζωγραφικής αναπαράστασης, και τη δυνατότητα της ζωγραφικής να ερμηνεύει και να αποτυπώνει την ιστορική αλήθεια», όπως σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης, Έλενα Χαμαλίδη, στον κατάλογο που συνοδεύει την έκθεση.
Η έκθεση στην Πινακοθήκη του Δήμου Κεντρικής Κέρκυρας και Διαποντίων Νήσων επιχειρεί να αποτυπώσει αυτές τις παράλληλες διεργασίες εν τη γενέσει τους και να δώσει μια εικόνα για την εξέλιξή τους στο μεταγενέστερο έργο του καλλιτέχνη, μέσα από επιλεγμένα από τον ίδιο παραδειγματικά έργα από τη συλλογή του. Η εκθεσιακή αφήγηση κατανέμεται σε θεματικές ενότητες, που αφορούν: Στιγμιότυπα και νεκρές φύσεις από τη δεκαετία του 1960 («Μεγεθύνσεις»), το μοντάζ και τον κριτικό ρεαλισμό («Διαλεκτικές αντιπαραθέσεις») και, τέλος, τη ζωγραφική και τη διακειμενικότητα.
Την επιμέλεια της έκθεσης και το κείμενο του καταλόγου υπογράφει η Έλενα Χαμαλίδη, ιστορικός τέχνης και αναπληρώτρια καθηγήτρια Ιστορίας της Τέχνης στο Ιόνιο Πανεπιστήμιο. Στον κατάλογο της έκθεσης περιλαμβάνονται επίσης κείμενα του Γιάννη Ψυχοπαίδη από τα βιβλία του «Νυχτερινό ταξίδι. Μικρά κείμενα πάνω στην τέχνη» (1998) και «Άστατος καιρός. Μικρά κείμενα για την τέχνη» (2019).
Γιάννης ΨυχοπαίδηςΓεννήθηκε στην Αθήνα το 1945. Σπούδασε Χαρακτική με υποτροφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας (1963-1968) και πραγματοποίησε μεταπτυχιακές σπουδές στη ζωγραφική (1971-1975) στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Μονάχου με υποτροφία από την Γερμανική Υπηρεσία Ακαδημαϊκών Ανταλλαγών (DAAD) με καθηγητές τους Hermann Kaspar και Karl Fred Dahmen. Υπήρξε μέλος της Ομάδας Τέχνης Α’ (1960-1967) και της εικαστικής ομάδας του περιοδικού «Επιθεώρηση Τέχνης». Συμμετείχε σε πολλές ομάδες με πολιτικοποιημένη καλλιτεχνική δράση: ιδρυτικό μέλος της ομάδας των Νέων Ελλήνων Ρεαλιστών (1971-1973), του Κέντρου Εικαστικών Τεχνών (1974-1976) και της ομάδας 10/9 του Μονάχου (1975). Το 1977 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο προσκεκλημένος του Καλλιτεχνικού Προγράμματος της πόλης του Δυτικού Βερολίνου. Το 1987 μετακόμισε στις Βρυξέλλες και επέστρεψε στην Ελλάδα το 1992. Το 1994 εξελέγη τακτικός καθηγητής στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών όπου και δίδαξε μέχρι το 2012. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.