Μία από τις μεγαλύτερες σταρ της λεγόμενης χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, η Μαίρη Χρονοπούλου, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 90 ετών.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Κολωνάκι, σε μία αστική οικογένεια – ωστόσο πάντα περιέγραφε τα παιδικά της χρόνια ως “βασανισμένα”, παρομοιάζοντας το σπίτι της με το “Σπίτι της Μπερνάντα Άλμπα”.
Η ίδια δεν θεωρούσε ότι είχε τη στόφα της σταρ – εξάλλου πολλές φορές είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να γίνει πρωταγωνίστρια. Ηθοποιός έγινε από τύχη, όταν την ανακάλυψαν ενώ εκείνη συμμετείχε σε ομάδες Χορού σε αρχαία δράματα. Για πρώτη φορά πρωταγωνίστησε στο θέατρο, το 1957 σε ηλικία 23 ετών σε μία παράσταση των Αλέκου Σακελλάριου-Χρήστου Γιαννακόπουλου στο Ακροπόλ. Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε – σε ρόλο κομπάρσου – στο “Χαρούμενο ξεκίνημα” του Ντίνου Δημόπουλου, της Φίνος Φιλμ το 1954, όταν ήταν ακόμη φοιτήτρια. Το 1958 είχε ένα μικρό ρόλο στο “Τελευταίο ψέμα” του Μιχάλη Κακογιάννη, πάλι στη Φίνος Φιλμ.
Η πρώτη μεγάλη επιτυχία ήρθε το 1963, με τα εμβληματικά “Κόκκινα Φανάρια” του Βασίλη Γεωργιάδη, που βρέθηκε υποψήφιο για Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην 36η απονομή βραβείων Όσκαρ το 1964 – τελικά κέρδισε το 8 1/5 του Φελίνι. Ακολούθησαν ταινίες – σταθμοί του ελληνικού κινηματογράφου, όπως το “Χώμα βάφτηκε κόκκινο”, “Πολύ αργά για δάκρυα”, “Οι Αδίστακτοι”, “Κοινωνία ώρα μηδέν”, “Η λεωφόρος του μίσους” και φυσικά το “Ταξίδι στα Κύθηρα” του Θεόδωρου Αγγελόπουλου – μία από τις τελευταίες εμφανίσεις της στον κινηματογράφο.
Παρ’ ολο που ξεκίνησε με ένα καθαρά δραματικό ρεπερτόριο, τα τρία μιούζικαλ στα οποία πρωταγωνίστησε (“Οι θαλασσιές οι χάντρες”, “Μια κυρία στα μπουζούκια” και “Γοργόνες και μάγκες”) άφησαν εποχή. Αδιαμφισβήτητα ο ρόλος – σταθμός της καριέρας της στην Φίνος Φιλμ ήταν εκείνος της “Μιας κυρίας στα μπουζούκια”. Σε αυτή την ταινία ερμήνευσε δύο από τα πιο διάσημα τραγούδια του ελληνικού κινηματογράφου, το «Είμαι γυναίκα του γλεντιού» και το «Του αγοριού απέναντι».
Αδιαμφισβήτητα στις συνειδήσεις των περισσότερων είναι συνδεδεμένη με τις ερμηνείες της στον κινηματογράφο – ειδικά με αυτές της μοιραίας γυναίκας.
Ωστόσο, όπως και εκείνη επέμενε, υπήρξε ηθοποιός και του θεάτρου – και πολλοί ξεχνούν ότι η πρώτη της αγάπη υπήρξε το μπαλέτο και το θέατρο, κάνοντας τα πρώτα της βήματα στο Χορό σε παραστάσεις του Εθνικού. Μία από τις πρώτες εμπειρίες της στο θεατρικό σανίδι υπήρξε η “Μήδεια” σε σκηνοθεσία του σπουδαίου Αλέξη Μινωτή, τη σεζόν 1955-1956.
Στη θεατρική της καριέρα, συνεργάστηκε με όλους τους μεγάλους θιάσους της Αθήνας, ενώ δοκιμάστηκε σε όλα τα είδη. Το 1972 συγκρότησε τον δικό της θίασο με τον οποίο ανέβασε τα έργα «Τι ώρα θα γυρίσεις, Πηνελόπη» του Σόμερσετ Μομ και «Ένα καυτό κορίτσι» του Ιάκωβου Καμπανέλη.
Αν κάτι χαρακτήριζε τη Μαίρη Χρονοπούλου αυτά ήταν η επιμονή και η δυναμικότητά της. Παρ’ όλο που μεγάλωσε με μία καταπιεστική μητέρα – και σύμφωνα με δικές της εξιστορήσεις, άργησε να ανεξαρτητοποιηθεί – μεγαλώνοντας έγινε μία γυναίκα δυναμική – και έτσι ακριβώς έμεινε στην ιστορία τόσο μπροστά, όσο και πίσω από τις κάμερες.