Λούλα Αναγνωστάκη: Οι θεατρικές διαδρομές μιας σπουδαίας δραματουργού
Σαν σήμερα 8 Οκτωβρίου, το 2017, έφυγε από τη ζωή η εμβληματική Ελληνίδα θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη, μιας από τις σημαντικότερες φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής εγχώριας δραματουργίας.
Σαν σήμερα 8 Οκτωβρίου, το 2017, έφυγε από τη ζωή η εμβληματική θεατρική συγγραφέας Λούλα Αναγνωστάκη, η οποία μέσα από την ιδιάζουσα, σχεδόν σαραντάχρονη παρουσία της στη θεατρική ζωή του τόπου, άφησε ανεξίτηλο σημάδι στην ελληνική μεταπολεμική δραματουργία.
ΞεκίνημαΓεννημένη στις 13 Δεκεμβρίου του 1928, στη Θεσσαλονίκη, η Λούλα Αναγνωστάκη αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή της πόλης. Την πρώτη της εμφάνιση στο θέατρο την πραγματοποίησε με την «Τριλογία της Πόλης», η οποία ανέβηκε ως μια ενιαία παράσταση από το Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν στις 15 Μαΐου 1965, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Με το όνομα τις πρωτοεμφανιζόμενης δραματουργού να προστίθεται στη λίστα των σπουδαίων «ανακαλύψεων» του εμβληματικού θεατράνθρωπου, διπλά σε αυτό των Ιάκωβου Καμπανέλλη, Δημήτρη Κεχαΐδη και Γιώργου Σκούρτη.
Στην «τριλογία» περιλαμβάνεται το μονόπρακτο «Η Διανυκτέρευση», η ιστορία μιας νεαρής έφηβης, η οποία κατά την άκαρπη αναζήτηση του εξαφανισμένου μετανάστη πατέρα της καλείται να διανυκτερεύσει στο διαμέρισμα ενός άντρα, ο οποίος έχει, επίσης, «δραπετεύσει» από την εργασία και τη σύζυγο.
Το μονόπρακτο «Η Πόλη», όπου ένα ζευγάρι παρασύρει μοναχικούς άντρες στο διαμέρισμά του για δείπνο, σαγηνεύοντας και, εν τέλει, απορρίπτοντας τους, ώσπου ένας από τους «επισκέπτες» θα ανατρέψει τη «ρουτίνα».
Και τέλος, το μονόπρακτο «Η Παρέλαση», η ιστορία δύο έγκλειστων αδερφών, του Άρη και της Ζωής, οι οποίοι θεωρώντας ότι αναμένουν ένα χαρμόσυνο γεγονός, γίνονται, αντίθετα, αυτόπτες μάρτυρες, από το παράθυρο του σπιτιού τους, της βαρβαρότητας του κατασταλτικού μηχανισμού του κράτους και κυριεύονται από τον φόβο μήπως πέσουν οι ίδιοι θύματα του.
Στα πρώτα αυτά έργα της συγγραφέως έχουμε την εμφάνιση κάποιων μοτίβων, τα οποία θα απασχολήσουν και την μετέπειτα δραματουργία της. Ο δραματικός χώρος κλειστός (φυλακή και καταφύγιο μαζί), δημιουργεί ένα κλειστοφοβικό αίσθημα, με τον άγνωστο έξω κόσμο, ο οποίος γίνεται αντιληπτός στα δραματικά πρόσωπα, κυρίως, μέσα από ήχους αλλά και την είσοδο «ξένων» προς αυτά προσώπων, να παρουσιάζεται ιδιαίτερα απειλητικός. Η ταραχώδης πρόσφατη ιστορία ανακατασκευάζεται και βιώνεται, πλέον, μέσα από μια καθαρά ατομική/προσωπική οπτική, με το παρελθόν να σκιαγραφείτε ως ένα εσωτερικό τραύμα στον ψυχισμό των ηρώων. Η βία της εξουσίας, η μεταπολεμική αίσθηση της ήττας, του αδιεξόδου, των ενοχών, οι συγκεχυμένες αναμνήσεις, ο φόβος, η υποκειμενική πραγματικότητα είναι μόνο μερικές από τις θεματικές που συναντάμε στο πρώιμο έργο της.
Άλλες συνεργασίες με το Θέατρο Τέχνης Καρόλου ΚουνΤα περισσότερα από τα έργα της πρώτης περιόδου της Λούλας Αναγνωστάκη πρωτοανέβηκαν στο Θέατρο Τέχνης Καρόλου Κουν, του οποίου ο υπόγειος χώρος υπογράμμιζε την αίσθηση κλειστοφοβίας και εσωτερικής εξουθένωσης των δραματικών προσώπων.
Έτσι ο ρηξικέλευθος σκηνοθέτης παρουσίασε, το 1972, στο πλαίσιο της επετείου τριάντα χρόνων από την ίδρυση του εμβληματικού θιάσου, το έργο «Αντόνιο ή το Μήνυμα», όπου ο η σκιαγράφηση ενός κατακερματισμένου κόσμου, ο οποίος διέπεται από έλλειψη επικοινωνίας, σιωπές, μη επαρκείς πληροφορίες, ατομικά υπαρξιακά βασανιστήρια που αντανακλούν μια γενικότερη κρίση των κοινωνικών αξιών, θυμίζει ως ένα βαθμό το Θέατρο του Παραλόγου.
Ακολούθησαν η «Νίκη» (1978), η «Κασέτα» (1982), ο «Ήχος του Όπλου» (1987), το οποίο αποτελεί και την τελευταία σκηνοθετική δουλειά του Κουν. Τέλος, το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε, το 1995, το «Ταξίδι Μακριά», σε σκηνοθεσία Μίμη Κουγιουμτζή.
Οι τάσεις φυγής των δραματικών προσώπων οδηγούν στη μετανάστευση ή στη μετάβαση σε ανοίκειους χώρους, γύρω από τους οποίους απεικονίζεται η προβληματική της αποξένωσης και της απουσίας αλληλεγγύης εξαιτίας της μετέωρης προσωπικής ταυτότητας των ηρώων που τους αποτρέπει από το να ενταχθούν σε ήδη μη φιλικά περιβάλλοντα.
Τα άτομα δίνουν δικές τους υποκειμενικές ερμηνείες στην «πραγματικότητα», η οποία παρουσιάζεται ρευστή, διαμορφώνοντας, παράλληλα, μια δική τους αυθαίρετη υποκειμενική ταυτότητα, ως πράξη ελευθερίας και αντίστασης απέναντι στις καταπιεστικές κοινωνικές συμβάσεις και ως μια προσπάθεια να «φωτίσουν» τη θλιβερή ύπαρξή τους. Η πρωτοβουλία αυτής της προσωπικής νοηματοδότησης του κόσμου και του εαυτού, αν και φαινομενικά επουλώνει αόρατες πληγές, οδηγεί σε περαιτέρω διάρρηξη των διαπροσωπικών σχέσεων, μοναξιά, απουσία αλληλοκατανόησης και σύγχυση, με την τελευταία να αντανακλάται δεξιοτεχνικά στις «στημένες» από την συγγραφέα σύνθετες, πολυπρόσωπες σκηνές.
Έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν παιχτεί και από άλλους σημαντικούς αθηναϊκούς θιάσους. Μεταξύ άλλων: Το 1967, το Εθνικό Θέατρο ανέβασε την «Συναναστροφή», σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά. Το 1990 ο Θίασος Καρέζης – Καζάκου το «Διαμάντια και Μπλουζ», σε σκηνοθεσία Βασίλη Παπαβασιλείου.
Ακολούθησε, το 1998, πάλι από το Εθνικό Θέατρο ο «Ουρανός Κατακόκκινος», σε σκηνοθεσία Βίκτωρα Αρδίττη, ενώ το τελευταίο θεατρικό έργο της συγγραφέως, «Σ’ εσάς που με ακούτε», ανέβηκε το 2003 από τη Νέα Σκηνή (Θέατρο Οδού Κυκλάδων), σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή.
Η πολυεπίπεδη δραματουργία της χαρακτηρίζεται από ευάλωτες, ασταθείς φιγούρες, οι οποίες προσπαθούν, με μερικές φορές κωμικό, σχεδόν ανορθόδοξο τρόπο, να υπερβούν την καθημερινότητα, να προστατεύσουν την υποτιθέμενη ακεραιότητά τους και να διεκδικήσουν μια αίσθηση αξιοπρέπειας. Τα κείμενα παραμένουν ανοιχτά σε ερμηνείες.
Οι γυναικείοι ρόλοι σκιαγραφούνται με μεγάλη εμβάθυνση και κατανόηση, έχουν συνείδηση των πατριαρχικών δομών που εξακολουθούν να τις καταπιέζουν, ενίοτε αντιστέκονται σε αυτούς, όμως παραμένουν σχετικά μακριά από φεμινιστικές σκοπιμότητες. Αν και παρουσιάζονται ικανότερες από τους ανδρικούς χαρακτήρες να εκφραστούν δημιουργικά όσον αφορά το παιχνίδι αναζήτησης μια νέας πραγματικότητας και ταυτότητας, ωστόσο ακόμη δραματουργικά ετεροκαθορίζονται από την ανδρική ματιά.
Έργα της Λούλας Αναγνωστάκη έχουν ανέβει και στο εξωτερικό, ιδιαίτερα την περίοδο από τα μέσα της δεκαετίας του 60΄έως και την επταετία, ως δείγμα του ενδιαφέροντος για την αντίθεση των Ελλήνων διανοουμένων στον αυξανόμενο αυταρχικό χαρακτήρα και την στρατικοποίηση της πολιτικής ζωής της χώρας. Τον Ιούλιο του 1969, η «Πόλη» παρουσιάστηκε στο BBC., σε σκηνοθεσία Martin Esslin, ενώ την ίδια χρονιά ανέβηκε στο Φεστιβάλ του Nancy, στη Γαλλία, σε σκηνοθεσία Antoine Vitez.