«Ανεπιθύμητη» τέχνη; Η μεταπολεμική εικαστική λογοκρισία σε μια έκθεση στην ΑΣΚΤ
Στη λογοκρισία, έτσι όπως εφαρμόστηκε στις εικαστικές τέχνες στη μεταπολεμική Ελλάδα, είναι αφιερωμένη η έκθεση τεκμηρίων που εγκαινιάζεται την Τρίτη 10 Οκτωβρίου στον υπόγειο εκθεσιακό χώρο (φουαγιέ κινηματογράφου) της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, στο κτίριο της οδού Πειραιώς.
Αν και ο αριθμός των εικαστικών καλλιτεχνών που υπέστησαν λογοκριτικές παρεμβάσεις είναι συντριπτικά μικρότερος από τον αντίστοιχο των κινηματογραφιστών, θεατρικών συγγραφέων, σκηνοθετών και μουσικών, τα λογοκριτικά φαινόμενα δεν είναι λίγα και σε αυτόν τον χώρο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι για τον κινηματογράφο, το θέατρο ή το τραγούδι υπάρχει ένα δεδομένο θεσμικό και νομικό πλαίσιο ελέγχου, που συχνά ξεκινά από τη δημιουργία και φτάνει μέχρι την προβολή και τη διακίνηση μιας ταινίας, ενός έργου ή ενός «μουσικού τεμαχίου», κάτι που δεν ισχύει για τις εικαστικές τέχνες.
Παρ’ όλα αυτά, περιστατικά λογοκρισίας έχουν υπάρξει και σίγουρα δεν πέρασαν απαρατήρητα. Αφενός, διότι οι περιπτώσεις λογοκρισίας είναι συχνά κραυγαλέες και, αφετέρου, επειδή τα εικαστικά, ταυτισμένα καθώς είναι παραδοσιακά με την έννοια της «Τέχνης», απαιτούν και συνήθως απολαμβάνουν ένα ειδικό καθεστώς ελευθερίας: Η λογοκρισία θεωρείται κατεξοχήν εχθρική και επιζήμια για την τέχνη και αντίθετη στην αισθητική αυτονομία.
Η έκθεση «Ανεπιθύμητη Τέχνη: Εικαστικές τέχνες και λογοκρισία στη μεταπολεμική Ελλάδα» παρουσιάζει επιλεγμένα λογοκριτικά περιστατικά από την Απελευθέρωση έως τις μέρες μας. Αποτελεί τμήμα του μεταδιδακτορικού ερευνητικού έργου «Η λογοκρισία στον κινηματογράφο και τις εικαστικές τέχνες: Η ελληνική εμπειρία από τα μεταπολεμικά χρόνια μέχρι σήμερα» (CIVIL) που υλοποιήθηκε στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου (2018-2022). Το έργο χρηματοδοτήθηκε από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας και από τη Γενική Γραμματεία Έρευνας και Καινοτομίας.
Η επιμέλεια της έκθεσης έγινε από την Πηνελόπη Πετσίνη και η έρευνα σε συνεργασία με τα μέλη της ερευνητικής ομάδας Ελένη Κούκη, Χρήστο Τριανταφύλλου, Βάλια Τσιριγώτη και τον Δημήτρη Χριστόπουλο, Κοσμήτορα της Σχολής Πολιτικών Επιστημών του Παντείου Πανεπιστημίου και επίτιμο πρόεδρο της Διεθνούς Ένωσης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, ενώ ο σχεδιασμός έγινε από την Ηώ Χαβιαρά.
Από το πλούσιο οπτικό υλικό που θα εκτίθεται στον εκθεσιακό χώρο της ΑΣΚΤ (αναπαραγωγές έργων, δημοσιεύματα και κείμενα τεκμηρίωσης) έως τις 20 Οκτωβρίου, παρουσιάζουμε στη συνέχεια μερικά χαρακτηριστικά περιστατικά λογοκρισίας, που αφορούν μερικούς από τους σημαντικότερους Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες.
Στις 10 Δεκεμβρίου του 1952 εγκαινιάστηκε στο Ζάππειο ομαδική έκθεση της καλλιτεχνικής ομάδας «Αρμός», μέλη της οποίας ήταν ιδιαίτερα σημαντικοί καλλιτέχνες της εποχής όπως ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Γιάννης Τσαρούχης, ο Γιάννης Μόραλης και ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας.
Δέκα μέρες αργότερα έκανε την εμφάνισή του στην έκθεση ο διευθυντής της Αστυνομίας Αθηνών και ζήτησε να αποσυρθεί μια μικρή ελαιογραφία του Τσαρούχη («Σύνθεσις με γυμνό τη νύχτα», 1946), ώστε να αποφευχθούν αντιδράσεις του κοινού και ιδιαίτερα των ανδρών του ελληνικού ναυτικού, καθώς το συγκεκριμένο έργο απεικόνιζε έναν ξαπλωμένο γυμνό άντρα και έναν ναύτη καθισμένο σε μια καρέκλα δίπλα του, υπαινισσόμενο μια ομοερωτική σχέση μεταξύ τους. Μέλος της ομάδας απέσυρε το έργο άμεσα.
Οι υπεύθυνοι της οργάνωσης της έκθεσης φέρεται αρχικά να αρνήθηκαν το περιστατικό, λέγοντας πως ο πίνακας αγοράστηκε από το εξωτερικό και γι’ αυτό αποσύρθηκε. Όπως παρατηρεί ο Ευγένιος Ματθιόπουλος, η αντίδραση υποκινήθηκε από τις δεξιές εφημερίδες («Απογευματινή», «Βραδυνή», «Μακεδονία»), που κατηγορούσαν τον «Αρμό», ο οποίος φαίνεται να απέφυγε να αντιμετωπίσει το γεγονός, υποβαθμίζοντας και αποσιωπώντας το. Ο ίδιος ο Τσαρούχης προσπάθησε να αποσιωπήσει την ομοερωτική διάσταση του θέματός, επικαλούμενος την εικονογραφική προέλευση του ξαπλωμένου ανδρικού γυμνού από το αέτωμα του Παρθενώνα και συγκεκριμένα από τη μορφή του θεού Κηφισσού.
…και δίωκε τα γυμνά του ΜόραληΛίγες μέρες αργότερα, τον Γενάρη του 1953, έπειτα από αίτημα της Γενικής Ασφάλειας, ο εισαγγελέας άσκησε δίωξη για προσβολή των δημοσίων ηθών στην εφημερίδα «Προοδευτική Αλλαγή», επειδή δημοσίευσε τεχνοκριτική εικονογραφημένη με τις μεγάλες γυμνές γυναικείες μορφές του Γιάννη Μόραλη από την ίδια έκθεση. Η εφημερίδα αθωώθηκε στο δικαστήριο, ενώ μια πλειάδα καλλιτεχνών και διανοουμένων είχαν σπεύσει με δηλώσεις τους να διαμαρτυρηθούν.
Η αποκαθήλωση του «Επιτάφιου» από τη δικτατορίαΗ τρίπτυχη ξυλογραφία «Επιτάφιος» αποτελεί μια από τις πρώτες προσπάθειες του χαράκτη Τάσσου να δημιουργήσει έργα μνημειακών διαστάσεων. Με μήκος 2,70 μέτρα η σύνθεση περιλάμβανε τρεις εικόνες: στο κέντρο απεικονίζεται ο νεκρός και τέσσερις γυναίκες που θρηνούν, δεξιά αναπαρίσταται ομάδα αντρών και αριστερά ομάδα γυναικών που συμμετέχουν στο πένθος. Το έργο χαράκτηκε το 1961 και ο αρχικός τίτλος του ήταν «Λεπτομέρεια εμφυλίου πολέμου». Το 1964 δωρίσθηκε από τον καλλιτέχνη στον δήμο Νίκαιας με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το Μπλόκο της Κοκκινιάς. Ο δήμος αποδέχθηκε την προσφορά το 1965 και το έργο τοποθετήθηκε στο γραφείο του δημάρχου.
Μετά την κήρυξη της δικτατορίας το έργο αποσύρθηκε και η τύχη του αγνοούνταν μέχρι που στη Μεταπολίτευση το ανασυστημένο δημοτικό συμβούλιο όρισε «Επιτροπή έρευνας δημοτικής δραστηριότητας» για να διακριβωθούν τα πεπραγμένα του δοτού δημοτικού συμβουλίου της χούντας. Σύμφωνα με το πόρισμα, το έργο παρέμεινε στη θέση του μέχρι τον Νοέμβριο του 1967, όταν διορίστηκε δήμαρχος ο Νικόλαος Πλυτζανόπουλος, ανιψιός του Ιωάννη Πλυτζανόπουλου, διοικητή του 1ου Συντάγματος Ευζώνων, που πραγματοποίησε το μπλόκο της Κοκκινιάς. Μετά τη μεταπολίτευση, μία πτυχή βρέθηκε στην αποθήκη του δημαρχείου, ενώ αργότερα εντοπίστηκε και η δεύτερη αλλά με σημαντικές φθορές. Ωστόσο, η κεντρική σύνθεση δεν εντοπίστηκε ποτέ.