MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΕΤΑΡΤΗ
25
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Συντεχνία του Γέλιου: 12 χρόνια μεγαλώνει γερά παιδιά

Ο Βασίλης Κουκαλάνι και οι συνεργάτες του Φοίβος Δεληβοριάς, Γιώργος Παλούμπης, Ηρώ Μπέζου και Μαρία Μοσχούρη μοιράζονται αναμνήσεις μιας πορείας που έχει βάλει το δικό της στίγμα στο καλό παιδικό θέατρο.

Στέλλα Χαραμή | 12.10.2023 Φωτογραφίες: Azymetry Pictures

Θυμάμαι τον ήλιο να καίει τα πρόσωπα μας πριν μπούμε στις ανδρικές φυλακές Κορυδαλλού. Θυμάμαι την αγωνία του Βασίλη Κουκαλάνι λίγα λεπτά πριν μια παιδική παράσταση του Θεάτρου Πορεία παιχτεί σε σωφρονιστικό σύστημα ενηλίκων ανδρών. Θυμάμαι, ακόμα, τους ενήλικες αυτούς άνδρες να ανασύρουν ό,τι παιδικό είχαν μέσα τους για μια ώρα και κάτι. Αυτή είναι η πρώτη μου ανάμνηση από την Συντεχνία του Γέλιου, μια πολύ διαφορετική ομάδα παιδικού θεάτρου που, τότε το 2014, δεν μετρούσε πολύ καιρό ζωής – κι όμως είχε αρχίσει να εγγράφεται ως μια νέα πρόταση στο καλό παιδικό θέατρο της πόλης.

Η «Συντεχνία» πήρε μπροστά τον Οκτώβριο του 2011, μέσα σε ένα φλεγόμενο κοινωνικό περιβάλλον. Μετά τις αποδοκιμαστικές συγκεντρώσεις για το Μνημόνιο, την διαφαινόμενη άνοδο της Ακροδεξιάς και την μεγάλη οικονομική ύφεση που αποτυπωνόταν παντού – άρα και στη θεατρική αγορά. Παρόλα αυτά, η ιδέα της φάνταζε «πολύ ρεαλιστική» στα μάτια του ιδρυτή της Βασίλη Κουκαλάνι. «Θέλαμε να πάρουμε θέση, κάναμε ατέλειωτες συζητήσεις και αναρωτιόμασταν ποιος είναι ο τρόπος να προκαλέσεις ρήγματα και μετατοπίσεις στην κοινή γνώμη. Έχοντας στο μυαλό μου πως το γερμανικό θέατρο Grips ήταν ό,τι πιο επιδραστικό κι ενοχλητικό είχα δει, αποφάσισα να τολμήσω κάτι αντίστοιχο κι εδώ» εξηγεί.

Στις πρόβες της “Τζέλας”.

Η «Συντεχνία» όρισε το αντιρατσιστικό πλαίσιο ως έναν δραματουργικό άξονα που θα μπορούσε να αναπτυχθεί προς πολλές κατευθύνσεις. Έκαναν πρεμιέρα με το «Μια γιορτή στου Νουριάν», τον Οκτώβριο του 2011 για να ακολουθήσει το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης», ένα κείμενο για το δικαίωμα των παιδιών στο παιχνίδι. Ο Κουκαλάνι είχε επηρεαστεί από μια κοινοτική διαμάχη που ξεσπάσει στα Πετράλωνα, στο Γ’ διαμέρισμα του Δήμου Αθηναίων που σχεδίαζε να παραχωρήσει στο Tennis Club Γλυφάδας ένα γήπεδο μπάσκετ που κάθε απόγευμα φιλοξενούσε όλη την πιτσιρικαρία της γειτονιάς.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤζέλα, Λέλα, Κόρνας και … ο Κλεομένης, από τη Συντεχνία του Γέλιου στο Σύγχρονο Θέατρο12.09.2018

Με λίγα λόγια, τα καθημερινά κοινωνικά ερεθίσματα εξακολούθησαν και εξακολουθούν μέχρι σήμερα να αφομοιώνονται σε παραστατικό υλικό για την ομάδα αφού έργα για το bulling («Είστε και φαίνεστε») την αναπηρία και την κοινωνική συμπερίληψη («Πιο δυνατός από τον Σούπερμαν»), την ελευθερία του λόγου των παιδιών («Ο Μορμόλης»), την ισότητα των φύλων («Είμαστε πάτσι») περιλαμβάνονταν ολοένα στο ρεπερτόριο της.

Υπόκλιση, μετά μουσικής, στο “Πιο δυνατός από τον Σούπερμαν”.

Ήταν ολοφάνερο πως η «Συντεχνία» δεν ενδιαφερόταν να θίξει ανώδυνα θέματα στο παιδικό κοινό και αυτό ήταν ένα επίτευγμα και συνάμα ένα ακαριαίο ερώτημα: Γιατί παιδικό θέατρο; «Γιατί τα παιδιά είναι το κοινό του μέλλοντος. Γιατί είναι μια από τις πιο καταπιεσμένες τάξεις της κοινωνίας και θελήσαμε όχι μόνο τα εκπροσωπήσουμε αλλά και να τα διαπαιδαγωγήσουμε, ώστε να αισθάνονται πως έχουν επιλογές, ότι έχουν την δύναμη μιας χειραφέτησης. Όταν αρχίσαμε να διαπιστώνουμε πως αυτό γινόταν κατανοητό από μια μεγάλη μερίδα της εκπαιδευτικής κοινότητας και στη συνέχεια από τα ίδια τα παιδιά, όταν νιώσαμε ότι τα εμψυχώνουμε, τότε εισπράξαμε την μεγαλύτερη καλλιτεχνική και κοινωνική πληρότητα που θα μπορούσε να μας δώσει κάθε άλλη πράξη θεάτρου» συνεχίζει ο Βασίλης Κουκαλάνι.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤι γίνεται όταν το παιδικό θέατρο αγγίζει θέματα ταμπού;12.09.2018

Φυσικά, δεν ήταν εύκολο. Η αναζήτηση μιας νέας στέγης μετά το Θέατρο Πορεία, αποδείχθηκε οικονομικά αιμορραγική, σε βαθμό που κράτησε την ομάδα για μια σεζόν εκτός σκηνικής δράσης και την έβαλε σε διαδικασία ανασύνταξης δυνάμεων. H ανασυγκρότηση αποδείχθηκε ωφέλιμη και η επάνοδος ήταν αποδοτική από κάθε άποψη: «Οι δύο, τότε, νέες μας παραγωγές, ο ‘Σούπερμαν’ και ο ‘Μορμόλης’ μας εδραίωσαν και σε εμπορικό επίπεδο, είχαμε πια sold out παραστάσεις από το ελεύθερο κοινό, όχι από τα σχολεία· αποκτήσαμε δηλαδή πιστούς ακόλουθους και έκτοτε κινούμαστε πιο άφοβα». Μεσολάβησε, βεβαίως, και ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. «Η Συντεχνία του γέλιου» ανέβασε τις παραστάσεις της στο Grips για τους εορτασμούς των 50 χρώνων από την ίδρυση του εμβληματικού θεάτρου και συνάμα ο Κουκαλάνι σκηνοθέτησε εκεί «Το κενό στο φράχτη» με Γερμανούς ηθοποιούς.

Οικογενειακή πόζα στον “Μορμόλη”.

Στην Ελλάδα, η ομάδα έχει συνεργαστεί με το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στην Κύπρο με τον ΘΟΚ αλλά Βασίλης Κουκαλάνι κομπιάζει όταν η συζήτηση φτάνει στους αθηναϊκούς φορείς. «Δεν θα ήταν υπέροχο να κάναμε ένα μιούζικαλ για παιδιά στη Λυρική ή να μας αγκάλιαζε το Μικρό Εθνικό;» οραματίζεται.

Αν και τα όνειρα για την «Συντεχνία» δεν μοιάζουν να τελειώνουν. Η ομάδα επιστρέφει φέτος επαναλανσάροντας τις επιτυχίες της «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης» και «Είμαστε πάτσι» του Βόλκερ Λούντβιχ, με τις οποίες γιορτάζει 12 χρόνια παρουσίας στα ελληνικά θεατρικά πράγματα. Συνάμα κοιτάζει το μέλλον: «Χρόνια προσπαθώ να υλοποιήσω την ιδέα μιας εφηβικής σκηνής για να συναντήσουμε ξανά τα παιδιά που μεγάλωσαν μαζί μας, με τις παιδικές παραγωγές. Ξέρεις πόσες φορές έχω ακούσει τη φράση από σημερινούς φοιτητές ή ηθοποιούς ‘πως εγώ αποφάσισα να σπουδάσω θέατρο γιατί είδα την ‘Κυριακή στο Νουριάν;’. Συνειδητοποιούμε πως έχουμε βρει έναν τρόπο έκφρασης που μπορεί να εκπροσωπήσει και την επόμενη γενιά» λέει ο ιδρυτής της ομάδας. Και την ίδια ώρα, σχεδιάζει να σκηνοθετήσει λαϊκές κωμωδίες για ενήλικο κοινό, για ένα κοινό που μέσα από το χιούμορ μπορεί να επεξεργαστεί μια προοπτική αλλαγής. «Ακούγεται αστείο αλλά αυτή την ηλικιακή ομάδα μπορεί να τη φέρει στο θέατρο, η προηγούμενη γενιά, τα παιδιά τους που μας έχουν εκτιμήσει ήδη».

Βασίλης Κουκαλάνι: Χρόνια προσπαθώ να υλοποιήσω την ιδέα μιας εφηβικής σκηνής για να συναντήσουμε ξανά τα παιδιά που μεγάλωσαν μαζί μας, με τις παιδικές παραγωγές

Σ’ αυτό τον χορό αναμνήσεων για τα πεπραγμένα της «Συντεχνίας» ο Βασίλης Κουκαλάνι δεν είναι μόνος. Μαζί του ανασύρουν συμβάντα από την ιστορία της που στα μάτια τους καθρεφτίζουν πτυχές και αξίες, οι οποίες έχουν φέρει την ομάδα 12 δημιουργικά χρόνια μετά, άνθρωποι που μοιράστηκαν το ίδιο ταξίδι: Φοίβος Δεληβοριάς, Γιώργος Παλούμπης, Ηρώ Μπέζου, Μαρία Μοσχούρη.

Φοίβος Δεληβοριάς, μουσικός, τραγουδοποιός

Τα παιδιά τα είχα δει αρχικά στη «Γιορτή του Νουριάν» κι είχα κατασυγκινηθεί. Θυμήθηκα τις καλύτερες μέρες του παιδικού θεάτρου, τους ποιητικούς άθλους της Καλογεροπούλου – κάθε χρόνο, τα τότε παιδιά, ξεπερνούσαμε τον εαυτό μας μαζί της. Το παιδικό θέατρο στα ενδιάμεσα χρόνια είχε – πλην εξαιρέσεων – παραδοθεί σε προχειρότητες ή σε τηλεορασίζουσες υπερπαραγωγές. Όταν, λοιπόν, ο Κουκαλάνι μου ζήτησε να τους γράψω μουσική, μπήκα με έρωτα. Δεν θα ξεχάσω κάτι μεσημέρια που τέλειωνα στην Καλλιθέα ένα τραγούδι και έσπευδα στο «Πορεία» να προλάβω την πρόβα τους, να το μάθουμε μαζί. Ήμουν και τυχερός. Η Μπέζου, ο Τιτόπουλος και ο Βασίλης είχαν ονειρεμένες φωνές -και οι υπόλοιποι ήταν τόσο ταλαντούχοι και χιουμορίστες που τα τραγούδια μου στα χέρια τους γινόντουσαν ρετσιτατίβα. Η κόρη μου ήταν δύο χρονών όταν ανέβηκε η «Τζέλα» – και πηγαίναμε μαζί κάθε Κυριακή το θέατρο. Αυτή γινόταν ανθρωπάκι με συνείδηση, εγώ συνειδητό παιδί.

Βασίλης Κουκαλάνι, ηθοποιός – σκηνοθέτης

Μας ζητήθηκαν 4 ιστορίες για την Συντεχνία του Γέλιου, που θα μπορούσαν άνετα να ’ναι 104. Μήπως έτσι δε γίνεται με κάθε ζωντανή παρέα που διαρκεί μες τον χρόνο και διασχίζει τη δημόσια αρένα; «Θυμάσαι εκείνη την φορά που…;» Κι εξάλλου, μήπως αυτό δεν είμαστε οι άνθρωποι; Ζώα που λένε ιστορίες… Θυμάμαι, λοιπόν, το εξής ανεπανάληπτο που είχε γίνει την πρώτη χρονιά που παίζαμε το «Μια Γιορτή στου Νουριάν». Πραγματικά δεν ξέραμε τι είχαμε στα χέρια μας – ένα έργο αντιρατσιστικό το 2011, ενώ η Χρυσή Αυγή είναι στα πάνω της και τραμπουκίζει κοσμάκη στους δρόμους. Είναι επίσης το ξεκίνημα της κρίσης, οικονομικής σε πρώτο πλάνο, αλλά και κοινωνικής, με τις πρωτοφανείς κινήσεις των πλατειών και την κατάληψη του Συντάγματος κλπ. Ήμασταν, ως εκ τούτου, μάλλον ανακουφισμένοι που ο «Νουριάν» έδειχνε να βρίσκει τα πατήματά του, να συνδέεται με το κοινό του, να έχει επιτυχία και αναγνώριση. Παρόλα αυτά, οι  πέντε μήνες που παίζαμε δεν ήταν αρκετοί για να θεωρούμε ότι ‘είχαμε δέσει τον γάιδαρό μας’.

Στην παράσταση που αναφέρομαι, λοιπόν, πέντε λεπτά πριν το τέλος, υπάρχει μια σκηνή όπου ο Μιχάλης Τιτόπουλος, αυτός ο φοβερός ηθοποιός, έχει να βγάλει από την τσέπη του ένα μαχαίρι – μικρό, μη φανταστείς, σαν τον Ελβετικό σουγιά – που κόβεις το φρούτο – απαγγέλοντας μαζί μια μικρή μαντινάδα: «Το Κρητικό μαχαίρι μου/ που ’χει περίσσεια χάρη/ σε κάθε δύσκολη στιγμή/ με βγάζει παλικάρι». Εκείνη τη μέρα λοιπόν, ήταν μια πολύ ζωντανή, πολύ δυνατή παράσταση, το θέατρο που παίζαμε (το Πορεία) ήταν κατάμεστο κι έτσι όπως ήμουν στη σκηνή χαλαρός, (ήξερα πια την παρτιτούρα απ’ έξω κι ανακατωτά) ακούω τον Τιτόπουλο ν’ αφήνει στο τέλος της λέξης «κρητικό» μια μικρή, απειροελάχιστη κορώνα – ένας ήχος τόσο απροσδόκητος που, μέσα στη ροή της μαντινάδας ήταν μια πλήρης ανατροπή, σαν να ράγισε η επιφάνεια της παράστασης ένα πράγμα – και ταυτόχρονα τον βλέπω με την άκρη του ματιού να μένει στήλη άλατος. Γυρνάω προς το μέρος του και τι να δω; Αυτό που ακολούθησε έγινε με εκπληκτική ευκρίνεια, όπως λένε ότι συμβαίνει σε στιγμές μεγάλου κινδύνου- λόγου χάρη σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Από την φόρα, ο ελβετικός σουγιάς του έχει φύγει από το χέρι και τώρα διαγράφει ένα τεράστιο τόξο προς την πλατεία, γεμάτη από παιδιά που τον κοιτάνε με το στόμα ανοιχτό. Και, αντικειμενικά μιλώντας (όχι μόνο για μένα) αυτό το παρακολουθήσαμε όλοι μας, έξι ηθοποιοί στη σκηνή και διακόσια κεφαλάκια από κάτω, σε αργή κίνηση και με κρατημένη ανάσα. Νομίζω πως όλων το κεφάλι είχε αδειάσει από σκέψεις και μόνο νιώθαμε – φρίκη, δέος, άγχος, όλα μαζί. Ή, ίσως, δε θέλαμε αυτά να τα νιώσουμε, γι’ αυτό και κρατούσαμε την αναπνοή μας. Επικρατούσε πάντως απόλυτη σιωπή και έτσι αιωρείται αυτή η μνήμη μέσα μου, χωρίς κανέναν ήχο.

Τελικά, με αυτή την φοβερή επιβράδυνση του χρόνου, πέφτει το μικρό μαχαίρι μπροστά στα πόδια ενός παιδιού στην πρώτη σειρά… Και τι κάνει όλο το κοινό, (κι εμείς μαζί από τη σκηνή) σαν ένα σώμα; Αφήνει την ανάσα που κράταγε! Διακόσιες έξι ταυτόχρονες εκπνοές, φαντάσου! Αν ο σκοπός του θεάτρου είναι η συλλογική εμπειρία, η συναισθηματική μέθεξη με το κοινό, το συγκεκριμένο περιστατικό πραγματικά την εκτίναξε, ενώνοντάς μας όλους σε μια κρατημένη ανάσα! Όσο για τον μικρό που το μαχαίρι τον διάλεξε, τι κάνει θαρρείς; Γυρνάει ο άτιμος και λέει, όχι πολύ δυνατά, αλλά όλο το θέατρο τον άκουσε: «Καλά, δεν είπα και τίποτα!» Βέβαια σείστηκε ο τόπος απ’ τα γέλια, με την ετοιμότητα και το χιούμορ του μπόμπιρα. Γελάμε βέβαια κι εμείς στη σκηνή, και μετά κοιταζόμαστε μεταξύ μας και με το κοινό, λέμε ένα νοερό «Ok! Όλα καλά. Τώρα ξαναβουτάμε!» και μπαίνουμε πάλι στην σκηνή της γιορτής, στην ιστορία μας.

Αυτή η γνήσια συνωμοτική διάθεση είχε ήδη γεννηθεί από το έργο που ήταν πέντε λεπτά πριν την κορύφωσή του, και σ’ αυτό θέλω να καταλήξω. Το κοινό το είχαμε ήδη μαζί μας, η επικοινωνία μεταξύ μας ήταν πλήρως ενεργοποιημένη, κι έτσι, το παρατράγουδο που έγινε δεν μας πέταξε εκτός. Αντίθετα, μου έδωσε το μέτρο της παράστασης. Μέχρι εκείνη την ώρα τους είχαμε μαζί μας 100% κι αυτό που έγινε, επισφράγισε την ομοφροσύνη μας με τα παιδιά και τη θερμή τους ανταπόκριση στο μήνυμα ομοφροσύνης του Νουριάν. Ήταν εκεί, παρόντες μαζί μας, ήθελαν να μας ακολουθήσουν όπου πηγαίναμε. Και το έκαναν! Αυτό, ξέρεις, σου δίνει μια πληρότητα που τίποτε άλλο δεν μπορεί να σου δώσει.

Μαρία Μοσχούρη, ηθοποιός

Η πρώτη ιστορία που μου έρχεται στο μυαλό είναι μια βαρετή ιστορία που είναι και από τις πρώτες μου αναμνήσεις με την Συντεχνία. Λίγο πριν ξεκινήσουμε τις πρόβες για το «Πιο δυνατός κι απ’ τον Σούπερμαν»  ο Βασίλης μας κάλεσε να μιλήσουμε για το έργο και να φάμε σε ένα μαγαζί κάποιων φίλων του στην Τριών Ιεραρχών, στα Πετράλωνα. Το μαγαζί ήταν κλειστό και το είχαν παραχωρήσει σε μας για ένα απόγευμα. Σε πείσμα της ατελείωτης γκρίνιας που είχε πιάσει τους  παλιότερους συναδέλφους οι οποίοι είχαν ξαναδουλέψει στη Συντεχνία «ωχ μωρέ που την βρίσκεις την όρεξη», «αμάν ρε Βασίλη με τις ιδέες σου» και τέτοια ο Βασίλης ήρθε στα Πετράλωνα με 5-6 τεράστια τάπερ και μπωλ με περσικές συνταγές – μιλάμε για πολύ νόστιμο φαγητό – και τάισε τους συνεργάτες του ενώ μιλούσε με ενθουσιασμό για το αφισάκι του Σούπερμαν που θα ήταν κόμικ και θα ήταν πολύ ‘νόστιμο’ .

Μαζί του η Κίρκη η σκυλίτσα που έχει πια πεθάνει, πιο δίπλα ο Αντώνης Ρέλλας ο ανάπηρος συν-σκηνοθέτης του ‘Σούπερμαν’ να διαφωνεί με κάθε λέξη του Βασίλη αλλά να λιώνει από τον ίδιο ενθουσιασμό για τη παράσταση, ο Βαγγέλης Χατζηγιάννης από τους «Χατζηφραγκέτα» να πίνει σιωπηλός έναν τεράστιο φραπέ και να ακούει τα πάντα, ο καρδιακός μου φίλος Τζούλιο Γιώργος Κατσής  που τα φέρε η ζωή να παίξει τον ανάπηρο αδελφό μου για δύο ολόκληρα χρόνια στη σκηνή – και ποιος θα αρνηθεί ότι πολύ συχνά και στη ζωή μας κάνουμε σαν αδέλφια – ο Μιχάλης Τιτόπουλος, ο Θοδωρής Σκυφτούλης, η Εριφύλλη Στεφανίδου, η Τάνια Παλαιολόγου όλοι τους υπέροχοι τύποι που κρατάω στην καρδιά και μετά το τέλος των παραστάσεων. Ανάμεσα στα περσικά φαγητά και τις κουβέντες εκείνο το απόγευμα στην Τριών Ιεραρχών βρίσκεται όλη η κρυφή δύναμη της Συντεχνίας του Γέλιου, αυτή που ξανασυναντάω στο άτυπο ετήσιο ριγιούνιον της ομάδας στο σπίτι του Πέτρου Σπυρόπουλου κάθε Καθαρά Δευτέρα. Μην ρωτήσετε ποια είναι η δύναμη, το καταλάβατε ήδη!

Ηρώ Μπέζου, ηθοποιός

Δυσκολεύτηκα πολύ να επιλέξω μια στιγμή, η εμπειρία μου σ αυτήν την ομάδα ήταν απ’ τα πιο όμορφα πράγματα που έχω ζήσει και με καθόρισε. Ειδικά τα πρώτα τρία χρόνια που στεγαζόμασταν στο θέατρο Πορεία ήμασταν πραγματικά μια οικογένεια και έκτοτε δεν έχω βρεθεί σε καλύτερο- θα έλεγα μαγικά συντονισμένο – σύνολο συνεργατών. Θα σταθώ σε μια στιγμή που θεωρητικά ήταν δυσάρεστη, αλλά εκ των υστέρων πολύ αστεία: Ένα περιστατικό τσακωμού και σύγκρουσης, απ’ τα πολλά που βιώναμε όσο ερχόμασταν πιο κοντά, όπως κάθε οικογένεια.

Την τρίτη χρονιά, το 2013, όταν κάναμε πρόβες για το «Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης», όλος ο θίασος εκτός απ’ τον Βασίλη, κάναμε διάλειμμα σε μια πιτσαρία στη Βικτώρια. Ξαφνικά, ο Γιώργος Δάμπασης άκουσε κάτι που τον τάραξε σε σχέση με μια πρωτοβουλία του Βασίλη (ο οποίος παλεύοντας να εκπληρώσει το όραμά του πάση θυσία, συχνά ξεχνούσε να μας ενημερώσει για πράγματα) και πετάχτηκε έξαλλος στον δρόμο. Οι υπόλοιποι τέσσερις αρχίσαμε να τρέχουμε από πίσω του στην Γ΄ Σεπτεμβρίου,  ο ένας πίσω απ’ τον άλλον, σαν παρέλαση, με τις πίτσες στα χέρια και να τον παρακαλούμε να ηρεμήσει και να μην κάνει φασαρία, ενώ ο Πέτρος μονολογούσε «όλα τελείωσαν». Ο Γιώργος όρμηξε στο θέατρο, ακολούθησε ένας επικός τσακωμός στον οποίον σταδιακά συμμετείχαμε όλοι, μπροστά στους εμβρόντητους εργαζόμενους του θεάτρου. Παρά τις μεγαλοστομίες και τα δράματα, την επόμενη μέρα κάναμε την πρόβα μας κανονικά και τελικά περάσαμε μια υπέροχη χρονιά.

Γιώργος Παλούμπης, σκηνοθέτης

Όλοι οι ηθοποιοί και οι συντελεστές πιστεύω θυμούνται μια πρωινή παράσταση του «Μορμόλη» με κοινό ένα Δημοτικό σχολείο από το Αιγάλεω. Όχι γιατί έγινε κάποιο συγκεκριμένο γεγονός, αλλά λόγω της εκρηκτικής επίδρασης που είχε η παράσταση στο εν λόγω κοινό. Πάντα η παράσταση ενθουσιάζει τα παιδιά και συμμετέχουν απαντώντας όταν τους απευθύνονται οι ηθοποιοί ή τραγουδούν και χειροκροτούν στα τραγούδια. Εκείνη την ημέρα, όμως, η έκφραση του ενθουσιασμού ήταν τόσο θορυβώδης που σε πρώτη εκτίμηση θα πίστευε κανείς ότι τα παιδιά δε θα αφήσουν να γίνει σωστά η παράσταση. Ακούγονταν πανηγυρισμοί! Προδιαγραφόταν μια πολύ δύσκολη μέρα. Γρήγορα, όμως, αντιληφθήκαμε ότι όλες οι αντιδράσεις ήταν σύμφωνα και απολύτως συντονισμένες με την ιστορία που τα παιδιά παρακολουθούσαν, Άρχισε να δημιουργείται μεταξύ παιδιών και ηθοποιών μια επικοινωνία υψηλής ενέργειας, όπου παιδιά σηκώνονταν στα τραγούδια και χόρευαν μπροστά στη σκηνή και μετά έτρεχαν στα καθίσματα να παρακολουθήσουν. Απαντούσαν στους ηθοποιούς μαζικά δημιουργώντας υψηλό θόρυβο και αυτόματα ησύχαζαν για να δουν τη συνέχεια. Ήταν ένα κοινό που παλλόταν και ανέπνεε με την παράσταση. Και ήταν προφανές ότι κατανοούσε βαθιά την ιστορία και τα μηνύματα της. Μια σπουδαία θεατρική στιγμή που πιστεύω συνοψίζει την ουσία της «Συντεχνίας του Γέλιου».

“Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και … ο Κλεομένης” © Αντώνης Μπυριτζάς

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Η Συντεχνία του Γέλιου επιστρέφει με δύο παραγωγές στη σκηνή του Σύγχρονου Θεάτρου (Ευμολπιδών 45, Γκάζι (ΜΕΤΡΟ Κεραμεικός)  | Τηλέφωνο: 2103464380)

Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος: 12 €, ΑμεΑ και συνοδών, ανέργων, φοιτητικά, άνω των 65: 10 €
Ομαδικά άνω των 25 ατόμων: 8 €

  • Το Σάββατο 14 Οκτωβρίου κάνει πρεμιέρα το Τζέλα, Λέλα, Κόρνας και Κλεομένης του Volker Ludwig με παραστάσεις κάθε Κυριακή, από τις 22/10 (11.30) και καθημερινές για σχολεία.
    Παίζουν: Μικές Γλύκας, Μαριέλα Δουμπού, Φώτης Λαζάρου, Χριστίνα Μαριάνου, Γιώργος Χιώτης, Αντώνης Χρήστου
  • Από τις 5 Νοεμβρίου ανεβαίνει για δεύτερη χρονιά και το “Είμαστε πάτσι” και κάθε Κυριακή (14.30) καθώς και τις καθημερινές για σχολεία.
    Παίζουν: Μικές Γλύκας, Βασιλική Διαλυνά, Μαριέλα Δουμπού, Φώτης Λαζάρου, Χριστίνα Μαριάνου, Αντώνης Χρήστου.

Και οι δύο παραγωγές φέρουν την σκηνοθετική υπογραφή του Βασίλη Κουκαλάνι. 

 

Περισσότερα από Art & Culture