Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) «Αρκουδοράχη» του Εντ Τόμας, μια ιστορία για την απώλεια και την μνήμηΣε ένα χωριό που πλέον έχει ερημώσει, ζουν στο κλειστό πλέον χασάπικό τους ο Τζοχν Ντάνιελ (Αργύρης Ξάφης) και η γυναίκα του Νόνι (Δέσποινα Κούρτη), οι οποίοι αρνούνται πεισματικά να το εγκαταλείψουν. Οι προμήθείες τους σιγά σιγά τελειώνουν, το φαγητό, τα ξύλα για να ζεσταθούν, όλα, κι όμως το ζευγάρι παραμένει ακόμη εκεί, σε ό,τι θυμίζει την παλιά του ζωή παίρνοντας το ρίσκο να πεθάνει από το κρύο και την πείνα. Μαζί τους μένει ο Ίβαν Γουίλχιαμ (Δημήτρης Γεωργιάδης), ο νεαρός σφαγέας που είχαν στη δούλεψή τους πριν αρχίσει να φυσάει στη ζωής τους ο αέρας της αλλαγής και τους συμπαρασύρει με την ορμή του. Ο νεαρός Ίβαν Γουίλχιαμ ήταν ο καλύτερος φίλος του δολοφονημένου γιου του Τζοχν Ντάνιελ και της Νόνι, τους συνδέει με το «τότε» και με όλα όσα πλέον έχουν χάσει και συχνά αναπολούν μέσα από καθημερινές ιεροτελεστίες και προσπάθειες να γαντζωθούν στις αναμνήσεις τους, που τείνουν να ξεθωριάζουν. Κι ενώ η ζωή τους έχει αποκτήσει πια μια νέα κανονικότητα, μια ημέρα εισβάλει στο μαγαζί τους ένας άγνωστος, ντυμένος στρατιωτικά, ο οποίος τους ζητά να τον φωνάζουν Κάπταιν (Δημήτρης Δρόσος). Στην αρχή εμφανίζεται απειλητικός, αλλά στη συνέχεια δείχνει περισσότερο φιλικός. Είναι ένας ακόμη άνθρωπος που κουβαλά τις δικές του μνήμες που τον πονούν. Η αλληλεπίδραση ξεκινά μεταξύ των ηρώων, των οποίων οι αναμνήσεις βρίσκονται στο επίκεντρο του έργου, καθώς αυτοί μοιράζονται τις δικές του ιστορίες ο καθένας. Είναι οι ίδιοι οι αναμνήσεις που κουβαλάνε, είναι όσα έζησαν και αποζητούν απλά να λυτρωθούν από καθετί οδυνηρό που φέρουν στην ψυχή και στο μυαλό τους.
Αυτή είναι με λίγα λόγια η ιστορία ενός έργου βαθιά ανθρώπινου, γραμμένου από τον Ουαλό συγγραφέα Ed Thomas με μια ποιητική γλώσσα και πολλά συμπυκνωμένα νοήματα που κλιμακώνουν σε επίπεδα. Τέσσερις ηθοποιοί που σε οδηγούν στον πυρήνα του έργου με τον δυνατό λόγο τους αλλά και εξίσου δυνατές σιωπές που σε στιγμές κάνουν κρότο. Πολλές οι ψυχολογικές προεκτάσεις και μια ιστορία που μπορεί να τοποθετηθεί σε κάθε χρόνο και σε κάθε μέρος και να σου πει όλα όσα έχει να σου πει, αναδεικνύοντας την ίδια στιγμή μέσα σου ερωτήματα που καλείσαι να απαντήσεις μόνος. Μετά την παράσταση ίσως, με ένα ποτήρι κρασί και πολλές πολλές συζητήσεις περί μνήμης και ταυτότητας.
Ευδοκία Βαζούκη
Πρωτοάκουσα για το μονόλογο του Γουίλι Ράσελ το 1989, όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη υποδυόταν την «Σίρλεϊ Βαλεντάϊν» σε σκηνοθεσία του Μίνωα Βολανάκη και σύστηνε στο ευρύ ελληνικό κοινό την ηρωίδα – που πριν από λίγα χρόνια είχε γοητεύσει τους Βρετανούς. Η πλοκή του έργου – η δυστυχισμένη ζωή μιας μικροαστής Αγγλίδας που καταπιέζεται από τον άνδρα της, αποτελεί παρελθόν για τα παιδιά της και ζει σε ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο μοναξιάς – θα μπορούσε να θεωρηθεί έως και ένα ξεπερασμένο θέμα. Εξάλλου, τέσσερις δεκαετίες μετά οι γυναίκες είναι πιο χειραφετημένες, η ζωή τους δεν περιορίζεται στην φροντίδα του νοικοκυριού ή το μεγάλωμα των παιδιών και η κουβέντα για το σεξ στη μέση ηλικία δεν θεωρείται «αμαρτία». Με αυτά τα ρίσκα, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου σκηνοθέτησε την Ελένη Ουζουνίδου στο ρόλο της Σίρλεϊ επιτυγχάνοντας να ανανεώσει αισθητά την σχέση του θεατή με το έργο. Η δική τους ανάγνωση εστιάζει στην δυνατότητα της προσωπικής επανάστασης και κυρίως στη σκέψη πως ποτέ δεν είναι αργά, όσο κι αν έχουν περάσει τα χρόνια να πετάξει κανείς τα δεσμά του ή όσα τον εγκλωβίζουν σε μια αβάσταχτη ρουτίνα. Η σκηνοθεσία ισορροπεί ωραία ανάμεσα στο λεπτό χιούμορ και στην απελπισία της μεγάλης μοναξιάς και εμπιστεύεται την Ελένη Ουζουνίδου, σε ένα ρόλο που μοιάζει να είναι πλασμένος για εκείνη. Το κωμικό της ταπεραμέντο, ο αυτοσαρκαστικός τόνος των ερμηνειών της, η σκηνική της αμεσότητα προβάλλεται και εδώ, αναδεικνύοντας την στο καλύτερο χαρτί της παράστασης που βλέπεται με ένα αίσθημα ευθυμίας. Μικρά ψαλιδίσματα, βεβαίως, σε πιο φλύαρες σκηνές, ίσως να ενδυνάμωναν κι άλλο το τελικό αποτέλεσμα
Στέλλα Χαραμή
Εάν ψάχνεις μια ανάλαφρη, ρομαντική κομεντί για να περάσει ευχάριστα η ώρα σου, τότε το «Mai scherzare con le stelle» (Σταμάτα να παίζεις με τ΄ αστέρια) σε σκηνοθεσία Matteo Oleotto στο Netflix είναι η ιδανική για εσένα. Η ταινία παρουσιάζει το αιώνιο πρόβλημα συντονισμού ανάμεσα στα ζευγάρια που σκέφτονται με διαφορετικό τρόπο. Επίσης μας δίνει να καταλάβουμε πως όσα ψέματα κι αν πούμε που μπορεί να μάς βοηθήσουν στην αρχή, στην ουσία δεν αλλάζουν τίποτα και κάνουν τα πράγματα ακόμα πιο περίπλοκα. Η ώρα περνάει αρκετά ευχάριστα με μικρές δόσεις γέλιου και συνειδητοποίησης ότι όλοι μπορεί να βρεθούμε στην θέση των πρωταγωνιστών.
Η ιστορία ξεκινάει με την Ινες (Πιλάρ Φολιάτι) μια νεαρή ψυχολόγο με μια προσωρινή δουλειά ως σκουπιδοσυλλέκτης, με πάθος για τα ωροσκόπια και έντονη τάση να λέει ψέματα. Θα βρεθεί στην ίδια πολυκατοικία με τον Αλφρέντο ( Αλεσάντρο Ροτζά) έναν ερευνητή- μηχανικό που αναπτύσσει ένα ρομπότ ικανό να υποκλέψει τα ανθρώπινα γούστα και επιθυμίες. Η σχέση μεταξύ τους δεν είναι και οι πιο φιλικές αλλά η απροσδόκητη άφιξη των γονιών της Ινές την αναγκάζει να καταφύγει στο σπίτι του μισητού μηχανικού, ο οποίος συγχέεται με τον φίλο με τον οποίο ζει. Η αναγκαστική συμβίωση στην αρχή αποδεικνύεται καταστροφική. Η Ινές είναι ένα ενστικτώδες άτομο που βασίζεται στα αστέρια και ζει μέσα από τα όνειρα της, ενώ ο Αλφρέντο είναι ένας αμετάβλητος ορθολογιστής που πιστεύει μόνο στην επιστήμη. Στο μεταξύ, η Iνές γνώρισε τη Ροζαλιν (Καρλότα Νατόλι)στη δουλειά, μια πιο ώριμη γυναίκα με άγνωστο παρελθόν και αμέσως οι δυο τους γίνονται στενές φίλες. Όταν η Ινές αποφασίζει να βοηθήσει τον Αλφρέντο με το προτζεκτ του, η σχέση τους αλλάζει και αναπτύσσεται μια χημεία που ωθεί τον έναν να μπει από περιέργεια στο κόσμο του άλλου. Ποιες θα είναι οι συνέπειες; Το παιχνίδι μεταξύ λογικής και συναισθήματος είναι πλέον πέρα από τα αστέρια για όλους…
Βασιλική Αγγελούδη
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα την παράσταση «Garamond 12», σε σκηνοθεσία Sergei Okunev, στο Θέατρο Πορεία. Στο έργο της Μαρίας Δριμή ο Μαρκ, ένας επιτυχημένος, αλλά αγοραφοβικός και εσωστρεφής, συγγραφέας, ζει συνέχεια κλεισμένος στο σπίτι, με μοναδική συντροφιά την εξουσιαστική μητέρα του. Όλα θα αλλάξουν όταν προσλάβει τον Τζέικ, έναν εξωστρεφή και αυθόρμητο νεαρό άνδρα, ο οποίος θα συμφωνήσει -αν και διστακτικά- να γίνει το «πρόσωπο» του Μαρκ στον έξω κόσμο. Τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο όταν ο Τζέικ γνωρίζει τον έρωτα στο πρόσωπο μιας νεαρής επίδοξης συγγραφέως και θαυμάστριας του Μαρκ, της Κάρεν.
Η Μαρία Δριμή παρέδωσε ένα ακόμη αναζωογονητικό και ελπιδοφόρο δείγμα προερχόμενο από τη Σχολή Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία. Χειρίστηκε το υλικό της σοφά και με προσεκτικό σχεδιασμό, καταφέρνοντας να πει κάτι σημαντικό σχετικά με το διαρκές «ταξίδι» εξερεύνησης και ανακάλυψης της ταυτότητας και του εαυτού, τις τοξικές οικογενειακές σχέσεις, την ανιδιοτελή φιλία, τον έρωτα, την πορεία προς την ενηλικίωση, τον μύχιο φόβο να ζήσουμε τη ζωή και να κάνουμε το βήμα παρακάτω, τις αυταπάτες και την πεισματική άρνηση να παραδεχθούμε ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Θέτει ερωτήματα σχετικά με το χρέος και την ευαλωτότητα του καλλιτέχνη απέναντι στο έργο και το κοινό του. Και, παράλληλα, κάνει μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα σύνδεση ζωής και τέχνης μέσα από τη φιγούρα του Μαρκ, ο οποίος όχι μόνο βρίσκει φωνή ως συγγραφέας προτού την βρει ως άτομο και προσωπικότητα -η ευρηματική σκηνοθετικά χρήση μιας χαλαρής εκδοχής του «θεάτρου εν θεάτρω», στην αρχή της παράστασης, υπογραμμίζει την προβληματική εξάρτηση του από τη μητέρα του. Επιπλέον, αποτελεί μια ισχυρή προσωποποίηση του «έργου τέχνης» που αναπόδραστα απογαλακτίζεται από τον δημιουργό του και ανοίγεται στον κόσμο. Ο τίτλος «Garamond 12», μια γραμματοσειρά, φέρνει τη στιβαρότητα μιας παλιάς αυθεντίας, ενώ λειτουργεί ως μια λέξη-ξόρκι που -μαζί με τη δύναμη της φιλίας- ξυπνά τον Μαρκ από τον λήθαργο του και τον βοηθά να απελευθερωθεί από τα δεσμά που τον κρατάνε «παγιδευμένο».
Ο σκηνοθέτης Sergei Okunev παρουσιάζει ένα σύγχρονο ατμοσφαιρικό παραμύθι αντιθέσεων και αντιστροφής ρόλων. Στον πυρήνα αυτών ο αβέβαιος Μαρκ που θαρρείς στρεφόταν προς τη μητέρα του για να επιβεβαιώσει την ίδια του την ύπαρξη και το -κατ’ανάγκην- alter ego του, ο Τζέικ έτοιμος να «αρπάξει»τη ζωή. Αλλά οι αντιθέσεις δεν σταματούσαν εδώ. Η παρουσία της Μαριονέττας, είτε ως το παρελθόν που στοιχειώνει τον ήρωα, είτε ως η «σκιά» αυτού που θα μπορούσε ή θα έπρεπε να είναι, έφερνε εξωτερικά στο νου κάτι από γοτθικό τρόμο λειτουργώντας, ωστόσο, ως προστατευτική φιγούρα απέναντι στον Μαρκ. Σε αντίθεση με τη μητέρα, την Μπεθ -η Μαρία Ζορμπά καταφέρνει και κλέβει την παράσταση σε ένα σύνολο υπέροχων ερμηνειών από τους Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Χάρη Τζωρτζάκη και Σίλια Μπισιώτη- της οποίας η ευχάριστή εμφάνιση, οι απατηλοί καλοί τρόποι, τρομάζουν με την αίσθηση του «σκοτεινού» που ελοχεύει μέσα της και της απόλυτης εξουσίας πάνω στο παιδί της. Με τον Okunev να δράττει εδώ την ευκαιρία για να πραγματοποιήσει ένα σχόλιο πάνω στην «αυθεντία του σκηνοθέτη». Στο τέλος οι ρόλοι αντιστρέφονται. Ο Μαρκ ενηλικιώνεται, αποκτά δική του ζωή. Οι πινελιές στα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου υπογραμμίζουν αυτή την καθυστερημένη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενηλικότητα, ενώ η χρήση της πλατείας από τους ηθοποιούς σε καίριο σημείο του έργου υπερτονίζει σκηνοθετικά την πολυπόθητη απελευθέρωση του. Όσο ο Μαρκ δυναμώνει τόσο η μητέρα του χάνει τη γη κάτω από τα πόδια της και μετατρέπεται σε ένα «φάντασμα» του παλιού της εαυτού αποδεικνύοντας με τραγικό τρόπο πως η ίδια είχε περισσότερο ανάγκη τον Μαρκ από ότι αυτός εκείνη. Μια παράσταση που ριζώνει μέσα σου και σε κερδίζει όλο και περισσότερο όσο περνάει η ώρα.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Η αλήθεια είναι ότι έχω ακούσει αρκετές φορές live τον Εισβολέα – μια από αυτές πάλι στο Faliro Summer Theater στο πλαίσιο της περσινής καλοκαιρινής περιοδείας του με τους Χατζηφραγκέτα, και ακόμα πιο πρόσφατα πριν από μερικές εβδομάδες. Οπότε πάνω κάτω ήξερα τι θα δω την Παρασκευή στο Faliro Summer Theater: εναν από τους πιο έμπειρους και παράλληλα φρεσκους καλλιτέχνες της ελληνικής σκηνής (όχι μόνο του hip hop), που ξέρει πώς να ξεσηκώνει το κοινό του, με τραγούδια που έχουμε αγαπήσει ανεξαρτήτως “είδους” – είτε μιλάμε για τα εμβληματικά hip hop κομμάτια των 00s, είτε για τις πιο πρόσφατες “ώριμες” δουλειές του, είτε για τα ρεμπέτικά του. Περίμενα λοιπόν μια βραδιά χωρίς πολλές εκπλήξεις και ήμουν απολύτως οκέι με αυτό – οποίος έχει πάει σε live του Εισβο ξέρει ότι δεν χρειάζονται πολλά πολλά για να περάσεις καλά κι αυτό γιατί ο Εισβο έχει καταπληκτική επικοινωνία με το κοινό του (δεν παίζει να μην σηκώσεις τα χέρια ψηλά στο Ωπα Λαλα όσο “σοβαρός” κι αν το παίζεις, ούτε να μην ανατριχιασεις με το “Αφήσαμε για αύριο”). Αυτά είναι facts και δεν αλλάζουν σε όσαlive του κι αν έχω πάει. Αυτό που είχα ξεχάσει, όμως ήταν ότι αυτό ήταν το τελευταίο live του Εισβολέα (μέχρι και το επόμενο καλοκαίρι!) οπότε και κάλεσε μερικούς καλλιτεχνες-έκπληξη: την Ιουλία Καραπατακη και την Νεφέλη Φασούλη (δύο από τις καλύτερες γυναικείες φωνές της νέας γενιάς αυτή τη στιγμή) και τον έναν και μοναδικό Μάριο Νταβέλη των Fundracar. Με την Ιουλία είπαν φυσικά το Φυσά Σιωπηλά, με την Νεφέλη το νέο τους κομμάτι Κόντρα στον καιρό, με τον Μάριο τα Αμερικάνικα, τον Πιστολέρο και τη Στροφή στο λαϊκό, highlight της βραδιάς όμως ήταν σίγουρα όταν ανέβηκαν όλοι μαζί στη σκηνή για τη Μπανιστηρτζού. Ίσως από τα πιο fun live που έχω πάει εδώ και καιρό. Γι’αυτό και έφυγα με μια γλυκόπικρη γεύση, σκεπτόμενη ότι πρέπει να περιμένουμε μέχρι το επόμενο καλοκαίρι για να το ζήσουμε και πάλι. Ελπίζω ο Λιάκος να αναπληρώσει αυτή την απουσία με έναν νέο δίσκο.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Την ελληνική συμμετοχή στην 59η Μπιενάλε της Βενετίας, το 2022, την ταινία της Λουκίας Αλαβάνου, «Στον δρόμο για τον Κολωνό», είχαμε την ευκαιρία να δούμε φέτος στην Αθήνα, στον εκθεσιακό χώρο -1 της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. «Εγκατάσταση εικονικής πραγματικότητας» χαρακτηρίζεται το έργο, που, πριν απ’ όλα εντυπωσιάζει με τα τεχνολογικά του χαρακτηριστικά: Καθισμένος σε μια από τις φουτουριστικές ανατομικές καρέκλες, που για τις ανάγκες της παρουσίασης του έργου στη Στέγη έχουν τοποθετηθεί σε ημισφαιρικούς θόλους, μέσα στο ημίφως, ο θεατής καλείται να «βιώσει» την ταινία μέσα από θέαση 360 μοιρών, χάρη στη χρήση VR headset και ακουστικών. Σε αυτή την κατευθυντική θέαση, την οποία ακολουθεί και ο ήχος, εξαντλείται και η virtuality της VR τεχνολογίας που χρησιμοποιείται για την παραγωγή της ταινίας. Παρόλα αυτά, η καλλιτέχνις χρησιμοποίησε άλλα τεχνικά μέσα προκειμένου να εντυπωσιάσει και να καθηλώσει τον θεατή. Από την πρώτη εικόνα, που φέρνει τον θεατή μέσα σε ένα κοτέτσι, δημιουργώντας του την αίσθηση της απειλής, μέχρι τις λήψεις με drone, που «προσγειώνουν» τον θεατή στη Νέα Ζωή Ασπροπύργου, η ταινία εντυπωσιάζει με τη χρήση της τεχνολογίας. Μολονότι η ιδέα του παραλληλισμού της ιστορίας του Οιδίποδα που εξορίζεται από τη Θήβα (την οποία ακούμε από μια φωνή off, στα αγγλικά) με τον γέρο βασιλιά των τσιγγάνων, και μάλιστα σε μια κοινότητα Ρομά που εγκαταστάθηκε στον Ασπρόπυργο προερχόμενη και αυτή από τη Θήβα, θα μπορούσε να είναι γόνιμη, το στοιχείο που δείχνει να κυριαρχεί είναι αυτό του εξωτισμού. Παρά την ειρωνική στάση της καλλιτέχνιδας απέναντι στα στερεότυπα με βάση τα οποία η κοινωνία των μπαλαμών αντιμετωπίζει τους ρομά είναι εμφανής στη χρήση της μουσικής σύγχρονων ποπ ρομά τραγουδιστών (που μάλιστα συνοδεύεται από όλα τα υπόλοιπα στερεότυπα για τους τσιγγάνους: λεφτά, σφαίρες, χρυσαφικά), φοβάμαι ότι, εντέλει, η ματιά που περνά στον θεατή είναι η εξωτικοποιήση, μια ουσιαστικά οριενταλιστική αντιμετώπιση αυτής της ετερότητας που απέχει πολύ από τα όρια της κατανόησής μας…
Σπύρος Κακουριώτης