Θεατής: «Ο Τόρνος» στο Θέατρο OLVIO
Εντυπώσεις από την παράσταση «Ο Τόρνος», που παρουσιάζεται, στο Θέατρο OLVIO, σε κείμενο Γιάννη Κεντρωτά και σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου.
Παρακολουθήσαμε τη μαύρη κωμωδία του Γιάννη Κεντρωτά, «Ο Τόρνος», σε σκηνοθεσία Μιχάλη Κοιλάκου, η οποία επέστρεψε, στο Θέατρο OLVIO, με νέο κύκλο παραστάσεων, και σας μεταφέρουμε τις εντυπώσεις μας.
Το έργοΗ μαύρη κωμωδία του Γιάννη Κεντρωτά, «Ο Τόρνος», γράφτηκε κατά τη διάρκεια της προηγούμενης δεκαετίας, στο αποκορύφωμα της εγχώριας και διεθνούς πολιτικής και οικονομικής κρίσης. Στο έργο, η ζωή ενός νέου ανθρώπου, του Αλέξη, γίνεται μια συμπυκνωμένη μικρογραφία της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, στον κυκεώνα αυτών των εξελίξεων. Οκτώ “τραυματικά” επεισόδια μιας ζωής – «ναρκποπέδιο», από την παιδική ηλικία έως τα 45 χρόνια, αντιμέτωπης με τις πολλές μορφές της καθημερινής βίας.
Το ασταθές και βίαιο οικογενειακό περιβάλλον – η «Αγία Ελληνική Οικογένεια που τρώει τα παιδιά της- με την απουσία ερεθισμάτων και τον αλκοολικό πατέρα που δουλεύει ως τορναδόρος για να φέρει ένα πιάτο φαΐ στο σπίτι, ο εκφοβισμός και η σεξουαλική κακοποίηση στο σχολείο, το “γήπεδο με φίλους”, εκεί όπου ο οπαδισμός -σήμα κατατεθέν της παρακμιακής εικόνας του νεοέλληνα- αποτελεί το προπέτασμα πίσω από το οποίο αποκαλύπτονται οι δυσλειτουργικές διαπροσωπικές σχέσεις, γεμάτες από έλλειψη επικοινωνίας και κατανόησης, το “ραντεβού”, εκεί όπου η λαχτάρα να συνδεθείς με τον άλλον απαιτεί υποχωρήσεις που παίρνουν όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού σου, η βιοπάλη και η φτωχοποίηση που τσακίζει τα όνειρα των ανθρώπων που επιθυμούν να έχουν κάτι δικό τους, σε συνδυασμό με την αναλγησία του κράτους το οποίο, με την ίδια ευκολία που “πατάει κάτω” τον αδύναμο, κάνει τα στραβά μάτια απέναντι στον δυνατό, η “φυλακή”, μια “ζούγκλα” -όπως και η κοινωνία εν γένει άλλωστε- όπου ο ισχυρότερος επιβιώνει και επικρατεί, η εργοδοτική αυθαιρεσία. Και τέλος, ο «Τόρνος», η «μηχανή που χρησιμοποιείται για την μορφοποίηση μετάλλου, ξύλου κ.τ.λ.», ένα αντικείμενο που στο έργο αποκτά μυθικές διαστάσεις σφραγίζοντας την τραγική μοίρα του ήρωα.
Το εξαιρετικό κείμενο του Γιάννη Κεντρωτά ισορροπεί ανάμεσα στην κωμωδία και την τραγωδία δίνοντας μας “στο πιάτο”, ειλικρινά και χωρίς υπεκφυγές, τα ελαττώματα και τις παθογένειες της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, ώστε να απολαύσουμε τη “γεύση” του σάπιου και της μούχλας στο στόμα μας. Η Ελλάδα της οικονομικής κρίσης «χαρτογραφείται» με επίκεντρο ανθρώπους “χαμηλότερων” κοινωνικών στρωμάτων, εκείνους τους “αόρατους” που βρίσκονται στο μεταίχμιο του περιθωρίου. Απελπισμένα, “μικρά” ανθρωπάκια που τα βγάζουν πέρα όπως όπως.
Πρωταγωνιστεί η φιγούρα του Αλέξη. Ήπιος, ήσυχος και υποχωρητικός, γεμάτος όνειρα και ελπίδες που δύσκολα “φυτρώνουν” σε μια τόσο άγονη “γη” όπως οι συνθήκες της ζωής του. Τα “χτυπήματα” πολλά και απανωτά. Βία, εκμετάλλευση, υποκρισία, προδοσία, εξευτελισμός. Και εκείνος τα δέχεται θαρρείς σιωπηλός και απαθής, με στωικότητα, δίνοντας την αίσθηση πως επιθυμεί να αποφύγει τις συγκρούσεις. Ωστόσο, οι αόρατες πληγές, που εγγράφονται μέσα του, σαν να στρώνουν τον δρόμο για μια σειρά από λάθος επιλογές, με το “αδιέξοδο” και το “σκοτάδι” να γίνονται όλο και περισσότερο αντιληπτά στον θεατή, ώσπου, στο τέλος, οι πληγές αυτές “κακοφορμίζουν” και οδηγούν σε ένα ολέθριο ξέσπασμα. Τα πάντα γκρεμίζονται σαν “πύργος από τραπουλόχαρτα”. Η ζωή ένας “χείμαρρος” που δεν αφήνει τίποτα όρθιο στο πέρασμα της.
Το χιούμορ του έργου έχει πολλές αποχρώσεις. Άλλοτε πικρό, ειρωνικό, καυστικό ή σκληρό -όπως η ίδια η πραγματικότητα- δεν επιθυμεί τόσο να ανακουφίσει -αν και υπάρχουν στιγμές που “αποφορτίζει” από όλη αυτή τη βαναυσότητα- όσο να καταδείξει και να στηλιτεύσει όλα εκείνα που έχουμε μάθει να αγνοούμε στην καθημερινότητα μας στρεφόμενοι το βλέμμα από την άλλη μεριά. Να σατιρίσει και να γελοιοποιήσει όλες εκείνες τις άθλιες δικαιολογίες που λέμε στους εαυτούς μας και τους γύρω μας για να δικαιολογήσουμε τις συμπεριφορές μας, να γκρεμίσει τη στρεβλή “αυτό-εικόνα” μας την οποία δημιουργήσαμε σε μια απέλπιδα προσπάθεια να τα έχουμε καλά με αυτό που κοιτάζουμε στον καθρέφτη.
Η παράστασηΥπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Μιχάλη Κοιλάκου, η Ελλάδα της «κρίσης» παίρνει σάρκα και οστά, επί σκηνής, με όλη την ασχήμια, τη σκληρότητα και τα αδιέξοδα της. Ένας κόσμος που θέλεις να αγνοήσεις αλλά την ίδια στιγμή δεν μπορείς να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Ο Μιχάλης Κοιλάκος “στήνει” έναν καθημερινό, συνηθισμένο και ρεαλιστικό “εφιάλτη”, πιστό στο αδυσώπητο πνεύμα του κειμένου, καλώντας μας να δούμε τα πράγματα ως έχουν, δίνοντας μας ένα ηχηρό “μήνυμα”: «Για πόσο ακόμα θα κλείνεις τα μάτια; Τώρα ξέρεις, μην προσποιείσαι ότι δεν ξέρεις». Να παραδεχθούμε πως είμαστε μέρος όλου αυτού και να αναλάβουμε τις ευθύνες μας.
Η σκηνογραφίαΤα σκηνικά της Άννας Σάπκα και του Νίκου Δεντάκη ενισχύουν την ατμόσφαιρα εξαθλίωσης και παρακμής που αναδύεται από το κείμενο και τη σκηνοθεσία, παρουσιάζοντας μας την πραγματικότητα χωρίς ωραιοποιήσεις και φτιασίδια. Με απλά και λιτά μέσα, ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα που βρίθουν συμβολισμών, με την αίσθηση του φθαρμένου και του παλιακού, οπτικοποιούν τη ζωή για «τα παιδιά ενός κατώτερου θεού» made in Greece. Στο ίδιο μήκος κύματος και τα κοστούμια της Ιφιγένειας Νταουντάκη. Ενώ οι φωτισμοί του Βασίλη Κλωτσοτήρα λειτουργούν σαν ένα ψυχρό και σκληρό φως που λούζει την “ασχήμια” των τεκταινόμενων, ανελέητα και εξονυχιστικά, μην αφήνοντας τίποτα να μείνει κρυφό.
Οι ερμηνείεςΟ Φοίβος Συμεωνίδης, στον ρόλο του Αλέξη, μεταμορφώνεται σε εκείνο τον ήρωα που θέλει να «συρρικνωθεί» για να περνάει όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητος, που προσπαθεί να συνάψει μια απατηλή “ειρήνη” με όλη αυτή τη βία που δέχεται και που, εν τέλει, τον κατατρώει από μέσα. Είναι στιγμές που σε κάνει να αισθάνεσαι πως έχει την ανάγκη να προσποιηθεί ότι όλα αυτά δεν συμβαίνουν στον ίδιο αλλά σε κάποιον άλλον. Δεν ζητάει πολλά, μόνο ένα πράγμα: Να ζήσει μια ζωή, να βρει στήριξη και κατανόηση σε αυτόν τον κόσμο. Ακόμη και αυτό, ωστόσο, παρουσιάζεται ανέφικτο και το τίμημα για την προσπάθεια είναι μεγάλο. Οι ευδιάκριτοι και ξεκάθαροι τόνοι στην ερμηνεία του ηθοποιού οδηγούν στη σταδιακή κλιμάκωση και το μεγάλο “μπαμ”. Η βία, πλέον, έχει γίνει κομμάτι του και το ταξίδι προς την αυτοκαταστροή είναι χωρίς επιστροφή. Νιώθεις στο δικό σου πετσί την απελπισία του, την παγωμάρα του και την ανατριχιαστική συνειδητοποίηση του τέλους. Στέκεσαι και εσύ το ίδιο μουδιασμένος απέναντι σε όλα αυτά.
Οι Ελισσαίος Βλάχος, Τάνια Παλαιολόγου και Σήφης Πολυζωΐδης εναλλάσσονται στους υπόλοιπους ρόλους της παράστασης. Μπαίνουν στο “πετσί” του εκάστοτε χαρακτήρα, μέσα σε στρώσεις (αυτό) εξαπάτησης, ψευδαισθήσεων, υποκρισίας ή αδιαφορίας. Γίνονται τα “αρπακτικά” που είναι έτοιμα να απαιτήσουν, να κατασπαράξουν, να πάρουν και να μη δώσουν τίποτε πίσω. Οι χαρακτήρες που ενσαρκώνουν επί σκηνής έχουν μέσα τους κάτι το κυνικό, εγωιστικό και ψυχοφθόρο. Ιδανικοί για μια κοινωνία «τεράτων» με ανθρώπινη μορφή και ψεύτικες συμπεριφορές.
Ένα εξαιρετικό κείμενο – γροθιά στο στομάχι και μια συγκλονιστική παράσταση που φέρνει αντιμέτωπο τον θεατή με οικείες καταστάσεις, οδηγώντας τον σε μια διαδικασία αυτο-ενδοσκόπησης και ξυπνώντας μέσα του μια πληθώρα συναισθημάτων: Τον φόβο, τον τρόμο, τη συγκίνηση, το αμήχανο γέλιο, την ενοχή και τον θυμό. Και πάνω από όλα το βασανιστικό ερώτημα: Έχουμε τον οποιδήποτε έλεγχο στις ζωές μας ή είναι όλα προδιαγεγραμμένα.