Το «Αλαφροΐσκιωτο βάδισμα» του Γιώργου Λάππα στη γκαλερί Citronne
Έχοντας στο επίκεντρό της ένα ημιτελές έργο, που ο καλλιτέχνης ξεκίνησε ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, καθώς και έργα της τελευταίας δημιουργικής περιόδου της ζωής του, η έκθεση εγκαινιάζεται από την αθηναϊκή γκαλερί την Τρίτη 24 Οκτωβρίου.
Έχοντας στο επίκεντρό της ένα έργο σε εξέλιξη που ο Γιώργος Λάππας ξεκίνησε ένα χρόνο πριν τον θάνατό του, την «Ανδρική φιγούρα» (2015), η γκαλερί Citronne φιλοξενεί στην αίθουσά της στην Αθήνα την τέταρτη έκθεση έργων του Γιώργου Λάππα (1950-2016), κάτω από τον γενικό τίτλο «Αλαφροΐσκιωτο βάδισμα» («Eerie Walk»), προκειμένου να δώσει την ευκαιρία στους επισκέπτες να εισδύσουν στο εργαστήριο των ιδεών του, που μεταγράφονται σ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο δουλειάς και σ’ ένα έργο συνεκτικό, πλούσιο σε νοητικά και αισθητηριακά ερεθίσματα. Την έκθεση, που επιμελήθηκαν η εικαστικός Αφροδίτη Λίτη, η ιστορικός τέχνης Τατιάνα Σπινάρη-Πολλάλη και ο καθηγητής Αρχιτεκτονικής Γιώργος Τζιρτζιλάκης, εγκαινιάζεται την Τρίτη 24 Οκτωβρίου (19.00-22.00).
Η ημιτελής «Ανδρική φιγούρα» αποτελείται, κυρίως, από ένα σκελετό μεταλλικών ράβδων ύψους σχεδόν δυόμισι μέτρων. Το έργο που δεσπόζει σαν ένα τρισδιάστατο σχέδιο στο χώρο, σαν μια μονοκοντυλιά και ζωγραφική χειρονομία, σκληρό και «εύθραυστο» ταυτόχρονα, αποκαλύπτει την εσωτερική δομή του γλυπτού. Αποτελείται από κομμάτια παλαιότερων έργων που ο καλλιτέχνης αποσυναρμολόγησε για να τα ανασυνθέσει σε καινούρια σύνολα.
Η αποδιάρθρωση και η επαναδιάταξη αποτελούσε συχνή τακτική στο έργο του Γιώργου Λάππα και αποτυπώνεται στον αρθρωτό χαρακτήρα της συναρμολόγησης που έχουν πολλά από τα γλυπτά του. Εξάλλου, σε πολλά έργα του, η δομή, αυτό που φαίνεται ως το εσωτερικό ενός περιβλήματος, είναι μέρος του τελειωμένου έργου. Κάποια από τα μέρη που συνθέτουν το κεντρικό έργο της έκθεσης, την «Ανδρική Φιγούρα» ανήκαν σε προγενέστερο γλυπτό που διαλύθηκε. Η μεγάλη μπλε φωτιζόμενη «Τσουγκράνα» (2012), επίσης στην έκθεση, είναι ένα αυτοτελές κομμάτι που έχει απομείνει. Η τοποθέτησή της σε κάποια απόσταση από την «Ανδρική φιγούρα» εκφράζει εμμέσως την απόσπαση και αρμόζει στο θραυσματικό χαρακτήρα του μεγάλου γλυπτού, στο οποίο το κεφάλι, τα δύο παπούτσια και τα χέρια είναι τα μόνα ολοκληρωμένα κομμάτια.
Επίσης, μια ομάδα μικρών γλυπτών εκτίθεται ακριβώς όπως βρέθηκε στο εργαστήριο του καλλιτέχνη. Η παρουσίαση στην ίδια έκθεση του μεγάλου έργου με τα γλυπτικά σπαράγματα υπαινίσσεται επίσης τον χαρακτηριστικό σε πολλά έργα και ενίοτε σουρεαλιστικό συνδυασμό της μεγάλης με τη μικρή κλίμακα –όπως στο γλυπτό «Ζευγάρι» (2013)– πρακτική που τάραζε την συμβατική αίσθηση του «μέτρου». Ο Γιώργος Λάππας αναφερόταν σε αυτή την «παράδοξη» αλλά φυσική, κατά τον ίδιο, ανάμειξη του μεγάλου με το μικρό σε σχέση με την αρχαία αιγυπτιακή τέχνη και έκανε λόγο για τις παραστάσεις που είχε ως παιδί, των στοιβαγμένων έργων διαφορετικών μεγεθών στις προθήκες του Μουσείο Αιγυπτιακών Αρχαιοτήτων του Καΐρου.
Το έργο του Γιώργου Λάππα αναμετριέται διαρκώς με τα όρια της γλυπτικής. Το στοιχείο αυτό αναδεικνύει η έκθεση, υπογραμμίζοντας και τη σημασία, μεταφορική και πραγματική, του φωτός και της σκιάς, δηλαδή του άυλου στοιχείου στο έργο του ή αυτού που δεν είναι άμεσα αντιληπτό, όπως η δομή.
Αντί της μάζας και του όγκου, ο Γιώργος Λάππας έπλαθε τον χώρο και με το φως, το οποίο αποκτά χαρακτηριστικά μάζας και ταυτόχρονα ρευστοποιεί τη μάζα. Χρησιμοποιεί το φως για πρώτη φορά στη σειρά «Ποταμοφόδια», στα τέλη της δεκαετίας του 1980, ως φωτεινά ποτάμια (κατόψεις ποταμών που ο καλλιτέχνης έφτιαξε από χάρτες) ανάμεσα σε αντίσκηνα.
Τα γλυπτά του, που πολλές φορές φωτίζονται όχι μόνο εσωτερικά αλλά και εξωτερικά με προβολείς, αποκτούν μια παλλόμενη παρουσία που προσομοιάζει μ’ ένα ενεργειακό πεδίο. Τα έργα εκπέμπουν, επικοινωνούν, συναντούν το βλέμμα του θεατή, δεν είναι μόνο αντικείμενο αλλά και υποκείμενο θέασης, υπερβαίνουν τη σωματικότητα δια της σωματικότητας.
Αναδεικνύοντας την κίνηση και τη μεταβλητότηταΗ κίνηση και η μεταβλητότητα, η ισορροπία και το νοητό πέρασμα από μια χρονική στιγμή στην άλλη, οι διαφορετικές στιγμές σ’ ένα στιγμιότυπο, ο προσδιορισμός του χώρου με σημεία όπου συναντήθηκαν διαφορετικές μορφές είναι παράμετροι που αναδεικνύει η έκθεση. Το γλυπτό «Χαρούμενος άνθρωπος» (2010), που ισορροπεί σε στάση δρασκελισμού, αποτελεί μια εκδοχή του Ισορροπιστή ή του «Ακροβάτη» (2013), αρχετυπικές μορφές και ψυχικές καταστάσεις που ο Γιώργος Λάππας ταύτιζε με τον καλλιτέχνη. Οι μορφές αυτές βρίσκονται σε μια μετέωρη συνθήκη ανάμεσα στην κίνηση και την αγκύλωση, την αιώρηση και την πτώση, τη σταθερότητα και την αστάθεια, τον κάθετο και τον οριζόντιο άξονα, σηματοδοτούν δηλαδή μια ενδιάμεση, αμήχανη κατάσταση, ένα μεταίχμιο.
Την κίνηση, τη μετακίνηση και τη μεταβλητότητα εκφράζει και ο «Ταξιδιώτης» (2014) μια άλλη διακριτή μορφή, τόσο με αυτοβιογραφική χροιά όσο με διαπολιτισμικές αναφορές. Τη στατική, εσωτερική κίνηση με την έννοια της διανοητικής εγρήγορσης που υπάρχει στην παρατήρηση και τη συγκέντρωση (όπως συμβαίνει και με το φως), εκφράζει η «Μπλε ξαπλωτή φιγούρα» (2008), ένας χαρακτήρας-μοτίβο που επανέρχεται στη δουλειά του καλλιτέχνη και παραπέμπει, μεταξύ άλλων, στις ξαπλωτές, νωχελικές φιγούρες των Αιγυπτίων που ο καλλιτέχνης συναντούσε στη γενέτειρα πόλη του. Ένα άλλος χαρακτήρας, ο «Κηπουρός» (2011), κρατά αντί για τσουγκράνα μια ράβδο που καταλήγει σε φωτεινό κυκλικό σχήμα, που υποδηλώνει την καλλιέργεια και μεταφορικά τη δημιουργία.
Τα γλυπτά της έκθεσης έχουν ως κοινό την ανθρώπινη φιγούρα, που όμως μοιάζει εν μέρει άσαρκη – κάποτε ακραία, όπως στην «Ανδρική φιγούρα». Ακόμα όμως και σε πολλές από τις ντυμένες, «ολοκληρωμένες» φιγούρες, οι πτυχώσεις των ρούχων ή και το φως που μοιάζει να βγαίνει από μέσα στρέφουν την περιέργεια και στο εσωτερικό του γλυπτού, έτσι ώστε δομή και περίβλημα να μη διαχωρίζονται.
Βιωματικό και υποβλητικό αλλά και με το χιούμορ του αλλόκοτου, το έργο του Γιώργου Λάππα μπολιάζει το προσωπικό με την ιστορία και τη μνήμη, αντλεί και μετασχηματίζει στοιχεία από την ιστορία της τέχνης και τους μύθους, στέκεται στη διασταύρωση των πολιτισμών, πλάθει μια εικόνα της ανθρωπότητας και δοκιμάζει διαρκώς και ποικιλοτρόπως τα όρια του καλλιτεχνικού μέσου και της εικόνας, της θέασης του έργου τέχνης και του χώρου.
Πολίτης του κόσμου και εμπνευσμένος δάσκαλοςΒαθιά στοχαστικός, πολίτης του κόσμου και πολυταξιδεμένος, με λόγο ποιητικό και αινιγματικό, έχοντας σπουδάσει κλινική ψυχολογία στις ΗΠΑ (στο Κολλέγιο Reed, στο Πόρτλαντ του Όρεγκον) και έχοντας παρακολουθήσει μαθήματα αρχιτεκτονικής στο Λονδίνο (Architectural Association School of Architecture), για να μεταπηδήσει στη γλυπτική μέσα από τις σπουδές του στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (1976-1981), με καθηγητές τον Γιάννη Παππά και τον Γιώργο Νικολαΐδη, ο Γιώργος Λάππας αποτελεί μια ξεχωριστή και σε μεγάλο βαθμό ανεξερεύνητη περίπτωση στην σύγχρονη ελληνική τέχνη. Η έκθεση αποτελεί μια πρό(σ)κληση για μελέτη του ανεξάντλητου έργου του, θέτοντας στο επίκεντρο κεντρικές του έννοιες και ανοίγοντας μια θέα στον τρόπο δουλειάς του, μια απόλυτα σύγχρονη δουλειά που, μεταξύ άλλων, δείχνει ότι η πιο δυνατή παρουσία εμπεριέχει την απουσία, ή αλλιώς, αυτό που δεν φαίνεται.
Ο Γιώργος Λάππας (1950-2016) υπήρξε εξάλλου εμπνευσμένος δάσκαλος και μνημονεύεται για την εναλλακτική, ευφάνταστη μέθοδο διδασκαλίας που εφάρμοσε ως καθηγητής στην ΑΣΚΤ (1992-2016). Το έργο του σύνθετο, διακειμενικό και σύγχρονο, καθώς δεν σταματά να αιφνιδιάζει τον θεατή, παρουσιάστηκε διεθνώς σε μεγάλες εκθέσεις και διοργανώσεις. Μεταξύ τους η έκθεση «Metropolis» στο Martin Gropius Bau το 1991, διάφορες Μπιενάλε, όπως της Βενετίας όπου ο καλλιτέχνης εκπροσώπησε την Ελλάδα το 1990 (μαζί με την Γιάννη Μπουτέα), της Αλεξάνδρειας, όπου απέσπασε το πρώτο βραβείο το 1984, και του Σάο Πάολο το 1987. Την ίδια χρονιά ο καλλιτέχνης δημιούργησε την εμβληματική εγκατάσταση «Mappemonde» («Χάρτης του Κόσμου»), ένα πεδίο μνήμης που αναβίωσε η Citronne Gallery στην έκθεση του καλλιτέχνη το 2018.
Την έκθεση συνοδεύει κατάλογος με φωτογραφικό υλικό και κείμενα των επιμελητών. Στην έκθεση προβάλλονται αποσπάσματα από την εκπομπή της Κατερίνας Ζαχαροπούλου «ArtΦιλ», με την νυχτερινή περιφορά στους δρόμους της Αθήνας του γλυπτού του καλλιτέχνη «Μαντεία με συκώτι» (1998).