MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΚΥΡΙΑΚΗ
22
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΜΟΥΣΙΚΗ

The Rolling Stones: Τα Hackney Diamonds είναι παντοτινά

Οι Rolling Stones επέστρεψαν με νέο δίσκο μετά από εφτά χρόνια και ο Παναγιώτης Παπαϊωάννου μοιράζεται τις εντυπώσεις του για το “Hackney Diamonds”.

Παναγιώτης Παπαϊωάννου | 24.10.2023

Είδα τον Solomon Burke στο Ηρώδειο καθιστό στο θρόνο του. Τον B.B. King καθιστό στο Λυκαβηττό. Τον Joe Cocker να υποβαστάζεται και να αποχωρεί από τη Λεωφόρο. Τον Phil Collins σε αναπηρικό καροτσάκι. Τον Ian Gillan επί σκηνής με αρχόμενο παρκινσονσιμό. Σταματήστε αυτόν τον συνειρμό του Nexus 6 απ’ τα Λιντλ και πείτε μου: Μπορείτε ποτέ να φανταστείτε τους γεννημένους το ’43 Μικ και Κηθ να μην είναι η ζώσα απεικόνιση του σφρίγους, του ηλεκτρισμού και της αλητείας;

Η ερώτηση είναι προφανώς ρητορική. Είναι συγχρόνως και οροθεσιακή. Υψώνει φράγμα σε μια ευρύτατη πληθυσμιακά και βαθύτατα δυστυχή, ξενεροκενρολική συνομοταξία μουσικολόγων –επαγγελματιών και μη- από διαφόρες γενεές που επί σαράντα περίπου χρόνια ορκίζονται ότι οι Rolling Stones είναι το’να, γίναν τ’ άλλο, προσποιούνται, πάει πια, «ξοφλήσανε».

Πριν κανέναν μήνα είδαμε – κι όσοι ξέρουμε πώς πρέπει να το προσεγγίζεις το πράμα, κλείσαμε τα μάτια κι ακούσαμε- το πρώτο single, το “Angry”. Κοφτερό, απλό, εθιστικό, με τον Μικ να το κάνει δικό του με τους κλασσικούς Τζαγκερισμούς που όταν τελειώνουν τα λόγια επαναλαμβάνονται ad infinitum. Όταν, δε, ανοίξαμε τα μάτια και είδαμε, σίγουρα είπαμε ότι το βίντεο κλιπ του, πέραν του ευφάνταστου κόλπου να ζωντανεύουν οι διαφημιστικές πινακίδες με φωτογραφίες των Stones από ολόκληρη την καριέρα τους, αποδίδει στην αιωνιότητα ως υποδειγματική ‘20s rock chick την Sydney «κορίτσια τσακιστείτε πάρτε καταπιεστικό μπουστάκι σαν το δικό μου και μη δίνετε μία» Sweeney.

Αυτός ο αποπλανητικός άνεμος που σου ανοίγει την πόρτα, σε απαλλάσσει χωρίς να το καταλάβεις από το πανωφόρι της πραγματικής σου ηλικίας, το τσαλακώνει και το πετάει δήθεν ανύποπτα στον καναπέ του πάρτυ, διατρέχει και για το “Get Close”. Με το κοφτό ριφάκι, το ευπρόσδεκτο σαξόφωνο, τη φωνή του σερ Μικ, με την πιο ευκρινή άρθρωση στα κελεύσματά της απ’ ότι ήταν ας πούμε στα 38. Mε πιάνω να προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ στον ήχο την αύρα των νεκρών και των φευγάτων. Του Charlie Watts, του Nicky Hopkins, του Mick Taylor. Και αντ’ αυτού, ιδίως μέσα απ’ τη φωνή του Μικ και τις αιχμηρές κιθάρες του Κηθ και του Ρον, να εισπράττω την ηχώ από ένα προαιώνιο κάλεσμα. Στην νεότητα. Αυτή την απέραντη λεωφόρο των πιθανοτήτων που αν την έχεις διαβεί, έχει γίνει για σένα όχι μνήμη, ούτε τόπος, αλλά τρόπος ζωής.

Πάντως, αν την έχεις διαβεί, έρχεται το “Depending On You” και σε οδηγεί μέσα από ‘ναν παράδρομο στα country χωράφια του “Far Away Eyes”. Με τη δεύτερη ακρόαση σ’ αφήνει να περιπλανηθείς εκεί, με συντροφιά σου ένα διάπλατο ρεφραίν που καλωσορίζει για πρώτη φορά στο δίσκο τις ρυτίδες της σοφίας: “The toughest part is that I know you too well – Now I’m just a story you tell”, λέει ο ποιητής μ’ ένα σμιλεμένο στην πέτρα σκεπτικό που μόνον όποιος έχει αγέρωχα υποστεί και ξεπεράσει μπορεί να συνοψίσει: “Νow I’m too young for dying and too old to lose, ‘cause I was depending on you”. Χωρίς μεγάλη δόση υπερβολής και υπό το βάρος της δεδηλωμένης ευαρέσκειας, από τα πιο όμορφα τραγούδια των Stones τα τελευταία 40 χρόνια.

Στο “Bite My Head Off” επανέρχονται με απροσδόκητη made in 1977 ορμή Clash/Pistols (αποκλείεται να μην παραπέμψει το μυαλό λιγάκι στο γκάζι, ας πούμε, του “Liar”). Fuck, Yeeeh και C’mon έτσι ειπωμένα παρασημαίνουν ροκ-εν-ρολ και δεν φτιάχνουν απλώς ένα ακόμη diss song (που λεν κι οι γεννημένοι μετά το “The Bigger Bang” του ‘05), αλλά καταφέρνουν να συνοψίσουν το χάσμα γενεών σε 3:32. “The hole fuckin’ ship is sinkin’, sinkin’ I’m lookin’ for a quick way out”. Η έκπληξη έρχεται στο ποιός δακτυλοσκοπεί το μπάσο. “C’ mon Paul, let’s hear something” τον παροτρύνει στη μέση ο Μικ κι ακούμε για λίγα μέτρα ένα παραμορφωμένο Ρικενμπάκερ από τον …σερ Paul McCartney, πριν σκάσει ένα άτσαλο αλά “Shattered” σόλο ο Κηθ. Για να’ρθει κολλητά η ροκάρια “Whole Wide World” : ένας απολογισμός (“The dreary streets of London they never promised much, a dead end job to nowhere and all your dreams are crushed”) γίνεται, μέσα από τη βεβαιότητα του πανόπτη ρόκερ που ήταν εκεί από την αρχή κι έζησε με κατάμουτρα όλη την αντιξοότητα (“When the whole wide world’s against you and you standing in the rain, When all your friends have let you down and treat you with disdain”), ένα επιμύθιο αποφασιστικότητας for whom it may concern: “When the whole wide world’s against you – And life’s got you on the run – And you think the party is over But it’s only just, only just begun – Let’s raise the glass, get up and dance, ’cos life’s just hit and run”.

Το βουκολικό “Dreamy Skies” με τα slide και το πιανάκι είναι η κατάθεση των δύο ογδοντάχρονων για το κίνημα του disconnect από το internet “got to take a break from it all, to a place where no-one can call”. Ένα εξομολογητικό διάλειμμα πριν μπει το απολύτως ανεβαστικό ποπ “Mess It Up”, σαν από προσωπικό άλμπουμ του Μικ με κάτι παραπάνω κρουστά που το κάνουν ακαταμάχητα χορευτικό (“do you wanna hear eeet, baby?”), άτακτο, ιδανικό soundtrack για καλοκαίρια σε ξέσκεπο τζιπ να περιδιαβαίνει αμμόλοφους με την μέσα στο καναρινί μαγιώ της φιλενάδα της φίλης σου στη θέση του συνοδηγού (“You came to the right place, baby, at the wrong time, it’s kinda sad”), που μπορεί να έκανε διάφορα (“You stole my numbers, you stole my codes You took my keys and then you nicked my phone, seduced my landlord…), όμως έφτασε στο τέλος να το ακούσει το ρεφραίν: “Ain’t gonna mess it up all for you”.

To “Live By The Sword” θα μπορούσε να είναι το καλύτερο κομμάτι που δεν έγραψαν ποτέ οι Primal Scream, μόνο που εδώ οι παρά κάτι αιωνόβιοι Stones ντύνονται τον άχρονο μανδύα τους και τζαμάρουν μ’ έναν μεθυσμένο πιανίστα, ο οποίος εν προκειμένω είναι ο …Elton John. Ένα «όπως έστρωσες θα κοιμηθείς» της σύγχρονης ματαιοδοξίας απλώνεται πάνω σ’ έναν σαρκαστικό καμβά, όπου τα λόγια είναι κοφτερά και το μήνυμα ανοιχτό, ενώ εδώ έχουμε και την τελευταία ίσως ηχογράφηση από το 1990 όπου οι τέσσερις Stones κι ο ένας Face, όπως έσμιξαν στην πιο άθραυστη εκδοχή της μπάντας από το 1974, συνυπάρχουν: Στο μπάσο ο Bill Wyman, στα τύμπανα ο Charlie Watts.

Πλησιάζοντας στο τελευταίο τεταρτημόριο του δίσκου και με την τέρψη ήδη εγκαταστημένη (χωρίς να εννοούμε downloaded), αρχίζουν να σχηματοποιούνται ορισμένες διαπιστώσεις:

Πρώτον, ο 33χρονος νεοϋρκέζος Andrew Wotman, ο πιστωμένος με την παραγωγή του “Cockney Diamonds”, μουσικός (παίζει εδώ και μπάσο, όπου δει) που στη συνέχεια προήχθη στο σπάνιο επάγγελμα του παραγωγού, κάτι σαν «παιδί θαύμα», με παραγωγές σε Ozzy (και ήδη Iggy Pop) και κάτοχος του Grammy για τον καλύτερο παραγωγό για το 2021, επιτελεί με ευλάβεια ένα πολύ δύσκολο έργο : το να μην μπει στη μέση, αλλά να αφήσει την ευκρίνεια να μην θαμπώσει την τραχύτητα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑArte Povera: Δύο έφηβοι περιγράφουν την εμπειρία της συναυλίας στον Λυκαβηττό12.09.2018

Δεύτερον, όντως, η ξηρότητα των πιο ροκ κομματιών θυμίζουν – όπως εύστοχα έχει γραφτεί- την παραγωγή του (εντελώς παρεξηγημένου) “Dirty Work”, όμως με πολύ μεγαλύτερη ποικιλία και ποιότητα υλικού.

Τρίτον, είναι αλήθεια ότι είναι δίσκος του Μικ. Το νεύρο δεν έφυγε ποτέ από τη φωνή του, όμως είναι άλλο να είσαι λ.χ. 36 και άλλο 80 και με το που ανοίγεις το στόμα σου να ανοίγουν θάλασσες και να καταρρέουν ουρανοξύστες από το πώς αρθρώνεις. Για κάποιο λόγο, η ηλικία φαίνεται περισσότερο να δείχνει στον Κηθ, ο οποίος συνήθως παίζει πάνω στη μελωδία. Δεν είναι επίσης υπερβολή, ούτε η ιδέα μας, ότι στα δύο κομμάτια που ακούγεται ο μακαρίτης Charlie, ακούς αυτόν τον φυτευτό, ελεγχόμενο μπλαζέ ήχο που έκανε να ρολλάρει όλη η ατμομηχανή. Βέβαια, ο Steve Jordan της μπάντας του θρυλικού τηλεοπτικού τωκ σόου του David Letterman και X-Pensive Winos του Κηθ δεν είναι καθόλου τυχαίος.

Το “Driving Me Too Hard” έρχεται μ’ ένα ανοιχτού κουρδίσματος Κηφ-ικό ριφ (σαν out-take από το “Voodoo Lounge”) με στέρεα μελωδία και μια ποιότητα φευγαλέου (“Where I’m headed to, you’ll never know – Morocco or a corner bar”) παράπονου (“Look what you’ve done to me – You’ve emptied my eyes – I twisted my sanity – And all you had to do was cry”). Αυτό και το “Tell Me Straight”, το αναμενόμενο τουλάχιστον ένα σε κάθε δίσκο τραγούδι με τη φωνή του Κηθ (εδώ και με το πιο αυθεντικό, συναισθηματικό του σολάκι) συναποτελούν ένα δίδυμο υπαρξιακού moody blues τόσο ταιριαστού με τον καθέναν από τους δύο διόσκουρους Stones. Στο πρώτο, ο αφηγητής μετά τόσες δεκαετίες έχει παραιτηθεί από το να προσδιορίσει το λόγο γιατί μπερδεύτηκε τόσο πολύ με τις γυναίκες του και απλώς αφήνεται να το εκφράσει. Στο δεύτερο, εκείνος που τα έχει κάνει όλα, αντικρίζει κατάματα το «και μετά απ΄όλα αυτά, τί;»

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣε δημοπρασία θρυλικές κιθάρες των Έρικ Κλάπτον και Κερτ Κομπέιν12.09.2018

Την απάντηση έρχεται να την δώσει στο κλείσιμο το καταλυτικό “Sweet Sounds Of Heaven”. Πιθανόν το καλύτερο κομμάτι της όλης συλλογής, με την ενορχήστρωση από τον διάσημο για τα κινηματογραφικά σάουντρακ David Campbell, πειθαναγκάζει την τριχοφυία του μέσου σώφρονος ακροατή να επαναστατήσει, καθώς αφήνεται σε μια παλίρροια συναισθήματος από “You Can’t Get What You Want» και “Shine A Light” που έρχεται, με την κρίσιμη βοήθεια και της γυναικείας φωνής που εδώ ακούγεται σαν μια ανώνυμη ιέρεια και μούσα απάντων και πασών (άσχετα αν λέγεται η Lady Gaga) μέσα από ένα αρχέγονο γκόσπελ να τον ανεβάσει σε συναισθηματικά ύψη που μόνον η μία μπάντα η μεγαλύτερη κι από τη ροκ-εν-ρολ ζωή, όταν πια είναι πολύ κοντά στο τέλος της βιολογικής δικής της, μπορεί να τον οδηγήσει. “Let us all stand proud, let the old still believe that they’re young”.

Υ.Γ.: Κατά πόσο άραγε θα πρέπει να μας αφορούν όσοι, αποπροσανατολισμένοι μέσα στην άνιωθη μουσικομετρία, θα πουν και θα γράψουν το «αν είναι καλό» ένα άλμπουμ σαν αυτό; Κάθε τέτοια προσέγγιση επιμελώς αποφεύγει να μοιραστεί μια κοινώς αντιληπτή αλήθεια: για ένα οποιοδήποτε άλμπουμ των Stones αρκεί να το ακούσεις συγκεντρωμένος, να του αφιερώσεις λίγο χρόνο και να κάνεις πέρα τις παραπληροφοριζέ παρωπίδες σου για να μπορείς να το νιώσεις. Ελλείψει των Beatles, με τον Dylan νομπελίστα κι ανέκαθεν εκλεκτικό στις παρεμβάσεις του, τους The Who εγνωσμένα αποδεκατισμένους, τους Kinks να έχουν αφήσει πίσω μουσικό έργο που δεν χρειάζεται συνέχεια και τον Eric Burdon τον τελευταίο επιζώντα, οι Rolling Stones μ’ αυτή την τελευταία, το μάλλον ανεπιτήδευτη, κατάθεσή τους δεν κλείνουν την εποχή του ροκ, την αφήνουν για πάντα ορθάνοιχτη. Γι’ αυτό και καταλήγουν να ολοκληρώνουν το δίσκο μ’ ένα blues jam (“Rolling Stone Blues”), περίπου όπως ξεκίνησαν εξήντα και παραπάνω χρόνια πριν: ο ένας δίπλα στον άλλο “in a filthy flat in Fulham”, παίζοντας τη μουσική που ψάχνανε να δουν γιατί μιλάει τόσο στην ψυχή τους.

Περισσότερα από Ιστορίες