Δεν ξέρω αν το έχεις πάρει χαμπάρι, αλλά αυτή τη στιγμή το ρεμπέτικο (και το λαϊκό και το παραδοσιακό) τραγούδι βιώνουν μία αναγέννηση. Ή μάλλον όχι μια απλή αναγέννηση, αλλά μία κανονική ανανέωση, χάρη σε σχήματα που φέρνουν στο “σήμερα” ένα είδος που μετρά πάνω από έναν αιώνα ζωής. Ένα από αυτά τα σχήματα είναι φυσικά οι Γιαγκίνηδες, δύο 23χρονοι σύγχρονοι ρεμπέτες, που αποτελούν ζωντανό παράδειγμα και παράλληλα κινητήριο δύναμη αυτής της αναγέννησης του είδους.
Εγώ άκουσα για πρώτη φορά τους Γιαγκίνηδες πριν από περίπου ένα χρόνο, όταν ο αλγόριθμος μού πέταξε ένα βιντεάκι στο οποίο τραγουδούσαν την “Παράξενη κοπέλα” (προσπάθησα να μην το πάρω προσωπικά) και από τότε τα βιντεάκια τους μού εμφανίζονται συχνά πυκνά στο Instagram και το TikTok.
Όπως για εμένα, έτσι και για πολλά παιδιά της ηλικίας μου, οι Γιαγκίνηδες έγιναν ο λόγος για να αγαπήσουμε ξανά το ρεμπέτικο και το παλιό, λαϊκό τραγούδι. Και κάπως έτσι, ο Παναγιώτης Σικλαφίδης και ο Σπύρος Ζήσης έφτασαν το καλοκαίρι να γεμίζουν το Θέατρο Ρεματιάς, με το φθινόπωρο να τους βρίσκει σε μία από τις πιο σημαντικές μουσικές σκηνές της Αθήνας, τον Σταυρό του Νότου. Καθόλου άσχημα, για δύο νέα παιδιά που μάλιστα ξεκίνησαν ως μουσικοί του δρόμου στην συμπρωτεύουσα.
Από αυτή την Παρασκευή και για τρεις ακόμα Παρασκευές, λοιπόν, οι Γιαγκίνηδες καταλαμβάνουν τη σκηνή του Σταυρού του Νότου Plus και εμείς βρεθήκαμε μαζί τους, για να τους γνωρίσουμε λίγο καλύτερα.
Ο Παναγιώτης μεγάλωσε στην Αλεξανδρούπολη. Ο Σπύρος στο Χιλιομόδι Κορινθίας. «Και οι δύο παίζουμε μουσική από παιδιά. Δεν είχαμε κάποιο ερέθισμα, δεν έπαιζε κάποιος δικός μας» λένε. Ο Παναγιώτης ξεκίνησε μπουζούκι εντελώς τυχαία – μάλιστα στην αρχή είχε ξεκινήσει κιθάρα, επειδή έπαιζε και η μεγαλύτερη αδερφή του. «Τότε ήμουν 7 χρονών παιδάκι και ζήλευα, αλλά είπαμε ότι δεν γινόταν να παίζουμε το ίδιο όργανο, οπότε ξεκίνησα μπουζούκι». Από την άλλη, ο Σπύρος ξεκίνησε στο δημοτικό κλασική κιθάρα και μεγαλώνοντας άκουγε hip-hop. Το πρώτο του ερέθισμα με τα ρεμπέτικα ήταν στο λύκειο και στο πανεπιστήμιο ήταν που το πήρε λίγο πιο σοβαρά, «τον γνώρισα κι εγώ και του έμαθα τα κόλπα» λέει γελώντας ο Παναγιώτης.
Πώς μπήκε, όμως το ρεμπέτικο στη ζωή τους, θα ρωτήσεις και θα έχεις δίκιο, αυτή ήταν και δική μας απορία. «Εγώ παίζοντας μπουζούκι, πέρασα από όλο το φάσμα του ελληνικού τραγουδιού, έμαθα και τα σκυλάδικα και τα παραδοσιακά και τα ελαφρολαϊκά και τα ρεμπέτικα. Στην πορεία μόνος μου γούσταρα περισσότερο τα ρεμπέτικα και πήγα προς τα εκεί» λέει ο Παναγιώτης, που έχει μία εξήγηση για τον λόγο που όχι μόνο εκείνοι, αλλά και πολλά νέα παιδιά έχουν αγαπήσει τόσο το ρεμπέτικο.
Το ρεμπέτικο έχει μία ανατρεπτική φύση, που ταιριάζει και στην νεολαία
«Το ρεμπέτικο έχει διαχρονικό στίχο, πέρα από το ότι έχει και πολύ ενδιαφέρουσα μουσική – και συνθετικά αν το ψάξεις θα βρεις πολύ ωραία πράγματα. Δηλαδή βλέπεις τραγούδια που γράφτηκαν πριν από 100 χρόνια κι όμως ακούγονται και σήμερα, είναι εντελώς εύστοχα, κάποια πράγματα έχουν μείνει ίδια. Παράλληλα, έχει μία ανατρεπτική φύση, έναν ωραίο χαρακτήρα, που ταιριάζει και στην νεολαία, γι’ αυτό ο νέος κόσμος γουστάρει τόσο πολύ».
«Από τους old-school ρεμπέτες ο αγαπημένος μας είναι ο Τσιτσάνης. Ο τύπος ήταν τοπ, το είχε πάει σε άλλο επίπεδο. Έχει γράψει φοβερούς στίχους. Μερικοί πολύ κολλημένοι βέβαια δεν τον θεωρούν παλιό ρεμπέτη, τον θεωρούν κάπως μεταγενέστερο, γιατί το προπολεμικό θεωρείται αυθεντικό ρεμπέτικο. Εμείς εννοείται τον θεωρούμε ρεμπέτη τον Τσιτσάνη, έχει γράψει κάποια από τα καλύτερα τραγούδια και συνθετικά και στιχουργικά αυτά που έχει κάνει είναι πάρα πολύ ωραία».
«Το γιαγκίνι κυριολεκτικά είναι η φωτιά στη μικρασιάτικη διάλεκτο. Τώρα γιαγκίνι στην καρδιά είναι η κάψα στην καρδιά. Οπότε Γιαγκίνηδες μπορείς να πεις ότι είναι αυτοί που έχουν την κάψα στην καρδιά ή αυτοί που δημιουργούν την κάψα στην καρδιά. Μπορείς να το ερμηνεύσεις όπως θες, εμείς προτιμούμε το δεύτερο, γιατί λέγαμε τραγούδια ερωτικά, πονεμένα, που δημιουργούν την κάψα σε αυτόν που μας ακούει».
Όταν ήταν 18 χρονών πήγαν στη Θεσσαλονίκη για να σπουδάσουν – ο ένας Χρηματοοικονομικά και ο άλλος Μουσική – και εκεί ήταν που γνωρίστηκαν, μέσω μιας κοινής γνωστής.
«Ψάχναμε και οι δύο να κάνουμε γκρουπάκι, οπότε αρχίσαμε να κάνουμε πρόβες και κάπως έτσι βρεθήκαμε να παίζουμε σε μαγαζιά της Θεσσαλονίκης» μας λένε. “Βέβαια εκεί απογοητευτήκαμε από το κλίμα, ήταν κάπως τοξικό, κάπως χειριστικό, τα πράγματα δεν ήταν στα γούστα μας” εξιστορεί ο Παναγιώτης για το πώς πήραν την απόφαση να βγουν στον δρόμο.
Ο δρόμος μάς έπλασε σαν μουσικούς. Αυτή είναι η ταυτότητά μας
«Ήταν ωραίος ο δρόμος, μας έδινε μια ελευθερία. Μόνο η πρώτη μέρα ήταν κάπως αγχωτική, ήταν άβολο γιατί δεν ήξερες πώς θα σε αντιμετωπίσει ο άλλος, αν θα κριντζάρει, αν θα του αρέσεις». Αυτό θα ήταν κάτι που θα έκαναν καιρό – τρία χρόνια χωρίς τις καραντίνες, μιλάμε λοιπόν για πάνω από 500 lives. «Στην πορεία γίναμε πολύ καλοί σε αυτό, ο δρόμος μάς έπλασε σαν μουσικούς, τον τρόπο που τραγουδάμε, που παίζουμε, που φτιάχνουμε τα κομμάτια μας. Αυτή είναι η ταυτότητά μας». Ακόμα και σήμερα αν βρουν κάποιο κενό, μπορεί να βγουν στον δρόμο. «Γουστάρουμε φουλ» λένε, αν και ξεκαθαρίζουν ότι στην Αθήνα μάλλον δεν θα το έκαναν τόσο εύκολα.
«Όταν παίζεις στον δρόμο, δεν είναι ότι παίζεις και φεύγεις. Πολλές φορές θα πεις και καμιά κουβέντα και επειδή εμείς το κάναμε πολύ καιρό αυτό, γνωρίσαμε πολύ κόσμο, ο οποίος μας έβλεπε σαν μουσικούς, ένιωθε πολύ άνετα να έρθει να μας μιλήσει».
«Πολλοί από αυτούς που γνωρίσαμε στον δρόμο ήταν μορφές, γι’ αυτό γράψαμε τους “Ανθρώπους του Δρόμου”. Κανένας από τους εφτά “Ανθρώπους του Δρόμου” δεν ήταν τυχαίος περαστικός, ο οποίος απλά ήρθε και μας μίλησε. Οι περισσότεροι ήταν άνθρωποι που γνωρίσαμε πραγματικά. Όταν λέμε Άνθρωποι του Δρόμου, εννοούμε για παράδειγμα τον πωλητή της Σχεδίας, που ήταν εκεί κάθε φορά που παίζαμε, ή τον μανάβη που πουλούσε φρούτα με το φορτηγό του, οπότε δεν ήταν άνθρωποι που πέρασαν, είπαν την ιστορία τους και έφυγαν».
«Εμπνευστήκαμε από την εμπειρία του δρόμου και σκεφτήκαμε ότι οι περισσότεροι δεν θα κάτσουν να μάθουν την ιστορία πίσω από τον άνθρωπο. Ο κόσμος απλά προσπερνάει. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να γράψουμε ένα δίσκο αφιερωμένο σε αυτούς, γιατί είναι μία εντελώς διαφορετική κουλτούρα να δουλεύεις στον δρόμο, έχει μια εξωστρέφεια πολύ ενδιαφέρουσα. Θέλαμε να κάνουμε ένα δίσκο αφιερωμένο σε αυτούς, για να γνωρίσει και ο υπόλοιπο κόσμος αυτή την πλευρά της κοινωνίας».
«Ο Αντάμης εννοείται ότι έχει ακούσει το τραγούδι μας. Τρελάθηκε και είναι πολύ χαρούμενος. Κυκλοφορεί σε όλη τη Θεσσαλονίκη και λέει “μου έχουν γράψει τραγούδι”. Ο Αντάμης είναι ανοιχτός, δεν έχει θέμα, μάλιστα μας έκανε και μία παρατήρηση για έναν στίχο» λέει γελώντας ο Παναγιώτης. “Εμείς του είπαμε εντάξει εμπνευστήκαμε από εσένα, δεν ήταν όλο για εσένα”.
Αυθεντικό ρεμπέτικο στην εποχή των social media«Τα social media μας έσωσαν. Έχουν κάποια κακά βέβαια. Μπορεί κάποιοι να πουν ότι δίνουν εύκολη προβολή ή εύκολη ντοπαμίνη ή ότι μπορεί να μην εκτιμήσεις τον καλλιτέχνη τόσο πολύ, γιατί θα βλέπεις πολλά πράγματα. Ελάχιστα κακό είναι όμως αυτό μπροστά στην επανάσταση που έφεραν και αυτή είναι ότι πλέον ο καλλιτέχνης είναι αυτόνομος».
«Δεν χρειαστήκαμε καμία δισκογραφική για να ξεκινήσουμε, στην πορεία βρήκαμε, αφού είχαμε κάνει το μπαμ. Δεν χρειάζεται να σε βγάλει κάποιος στην τηλεόραση, μπορείς να γίνεις γνωστός μέσα από τη δουλειά σου και το κάνεις όπως γουστάρεις, χωρίς λογοκρισία. Μας βοήθησε πολύ, γιατί μπήκαμε σχεδόν κατευθείαν στο επαγγελματικό στάδιο, δεν χρειάστηκε να περάσουμε από το “παρεϊστικο” στάδιο στα κουτούκια – για εμάς αυτό το στάδιο κράτησε περίπου τρια live. Μετά τον δρόμο κάναμε τρία live πριν πούμε πως μπαίνουμε σε σκηνές».
«Το μεγάλο μπαμ έγινε σίγουρα με τα social media και συγκεκριμένα με τον Κουταλιανό. Και όταν το ανεβάσαμε ξανά, έγινε και δεύτερο μπαμ. Βέβαια δεν θεωρούμε αυτή την πιο σημαντική μας στιγμή. Σημαντικές στιγμές ήταν σίγουρα η πρώτη μας συναυλία στη Ρεματιά, που κάναμε sold out χωρις να έχουμε ξαναπαίξει εκεί, αλλά και η συναυλία με τον Μίλτο Πασχαλίδη στη Θεσσαλονίκη. Πριν από δύο χρόνια ούτε για αστείο δεν θα το φανταζόμασταν ότι θα παίζαμε μαζί του».
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
«Μία συμβουλή που θα δίναμε σε έναν νέο μουσικό που κάνει τώρα τα πρώτα βήματά του είναι να τρέχει τη μουσική σαν να είναι ήδη η main δουλειά του. Δηλαδή πρέπει να δουλεύεις 8 ώρες την ημέρα πάνω στη μουσική – και δεν εννοούμε απλά την εξάσκηση. Πρέπει να βρεις κάτι να κάνεις, είτε αυτό είναι έξτρα πρόβες, είτε να ανεβάσεις υλικό στα social media. Δεν γίνεται να λες ότι το τρέχεις, αλλά να μην έχεις social media, τι κάνετε τότε; Αυτό είναι μία επιτυχημένη συνταγή, δεν είμαστε μόνο εμείς που έχουμε σκάσει από αυτό. Είναι δωρεάν promo και 1.000 άνθρωποι να σε δουν είναι κέρδος».
«Επίσης, αν δεν βρίσκεις δουλειά, βγες στο δρόμο, με μηδέν κόστος και μηδέν τρέξιμο, βγάζεις λεφτά από την πρώτη ημέρα. Πρέπει να τρέχεις συνέχεια, να μην σταματάς να το ψάχνεις. Αυτό είναι δύσκολο βέβαια γιατί μέχρι να κάτσει αυτό πρέπει να κάνεις άλλη δουλειά για να συντηρείσαι, αλλά όλο τον ελεύθερό σου χρόνο πρέπει να τον δίνεις εκεί αν γουστάρεις πολύ. Επίσης, μία ακόμα συμβουλή είναι να έχεις μόνο ένα συγκρότημα. Αυτό που κάνουν πολλοί και μπαίνουν σε πέντε συγκροτήματα και όποιο σκάσει, δεν λειτουργεί. Καλύτερα να μπεις σε ένα που θα πιστεύεις φουλ. Εμείς ποτέ δεν ήμασταν απλά ο Παναγιώτης και ο Σπύρος, ήμασταν πάντα οι Γιαγκίνηδες. Κι αυτό βοήθησε πολύ. Εστίασε σε ένα πράγμα και δούλευε πάρα πολύ, κυνήγα το».
Επόμενος σταθμός: Η ΑθήναΈχουν αλλάξει πολλά από τότε που ο Σπύρος και ο Παναγιώτης έπαιζαν απλά στον δρόμο. «Πλέον δεν έχουμε γιορτές ούτε καλοκαίρια, από τότε που ξεκινήσαμε τη μουσική. Η δουλειά του μουσικού είναι κάπως περίεργη. Εγώ που είχα συνηθίσει να δουλεύω πρωινά , ήξερα ότι κάθε πρωί θα δουλέψω. Τώρα σαν μουσικός κάνω τρία live την εβδομάδα και νιώθω ότι τεμπελιάζω» λέει ο Παναγιώτης.
Αν μας έλεγες πριν από ένα χρόνο ότι θα φτάναμε εδώ που είμαστε σήμερα, δεν θα το περιμέναμε με τίποτα
Ίσως η μεγαλύτερη αλλαγή, όμως είναι ότι σιγά σιγά σκέφτονται να γίνει η Αθήνα κατά κάποιον τρόπο η βάση τους.
«Η Θεσσαλονίκη έχει μια κουλτούρα που μπορεί να “γεννήσει” έναν καλλιτέχνη, πολύ πιο εύκολα απ’ ότι στην Αθήνα, αλλά δεν μπορεί να τον συντηρήσει. Το ίδιο ισχύει και για την Αλεξανδρούπολη».
«Υπάρχουν τεράστιες διαφορές στη θεσσαλονικιώτικη και την αθηναϊκή ρεμπέτικη σκηνή. Oι OGs, οι παλιοί που το έχουν χτίσει, ναι θα μείνουν Θεσσαλονίκη. Υπάρχουν τα αυθεντικά κουτούκια, αλλά και οι προδιαγραφές για να έχεις το κοινό σου κτλ. Ωστόσο είναι πολύ δύσκολο να βιοποριστείς στη Θεσσαλονίκη. Δηλαδή στην Αθήνα θα ζήσεις πιο άνετα από αυτό, ενώ στη Θεσσαλονίκη δεν θα μπορούσες να ζήσεις καθόλου. Γι’ αυτό οι περισσότεροι μόλις κάνουν το “μπαμ” έρχονται Αθήνα. Εδώ υπάρχει σκηνή και ο κόσμος είναι πιο εξοικειωμένος με την έννοια του εισιτηρίου».
Στον Σπύρο αρέσει πολύ η Αθήνα, είχε μία παραπάνω οικειότητα, μιας και η Κόρινθος είναι δίπλα. Από την άλλη, ο Παναγιώτης δεν έχει ξαναμείνει στην Αθήνα “είχα έρθει μόνο για να δω την Ακρόπολη” λέει, οπότε ακόμα προσαρμόζεται. Αν κάτι δεν τους αρέσει στην Αθήνα είναι οι μετακινήσεις και οι μεγάλες αποστάσεις.
«Στον Σταυρό του Νότου θα ακούσετε γλέντι παλιάς εποχής, σαν αυτό που βλέπετε στις ελληνικές ταινίες. Ένα τέτοιο γλέντι θα στήσουμε και εκεί που θα είστε όλοι στα τραπέζια και θα χορεύετε, ξαφνικά θα σας ρίξουμε, θα πούμε και τραγούδια λαϊκά και ρεμπέτικα πιο ψυχοπονιάρικα. Νιώθουμε ότι αυτό που κάνουμε είναι ένα γλέντι άλλης εποχής. Γυρνάει πίσω πολλά χρόνια, σαν τα παλιά τα μπουζούκια, όχι τα σκυλάδικα».
«Δεν ξέρουμε πού θα φτάσουν οι Γιαγκίνηδες. Αν μου έλεγες πριν από ένα χρόνο ότι θα φτάναμε εδώ που είμαστε σήμερα δεν θα το περίμενα με τίποτα, αν και η αλήθεια είναι ότι το θέλαμε. Περιμέναμε δηλαδή ότι κάποια στιγμή θα φτάναμε σε αυτό το level, απλά δεν το περιμέναμε τόσο γρήγορα. Οπότε τώρα το αφήνουμε απλά να κυλήσει και όπου πάει».
[relart 1]
Οι Γιαγκίνηδες θα εμφανίζονται στον Σταυρό του Νότου Plus τις Παρασκευές 27 Οκτωβρίου και 3, 10 και 17 Νοεμβρίου
Τιμή εισιτηρίου: 13 ευρώ
Προπώληση: more.com
Πώληση εισιτηρίων θέασης την ίδια μέρα στο ταμείο του καταστήματος. Για κράτηση θέσης καθήμενου σε τραπέζι επικοινωνείτε στο τηλ 210 9226975
Σταυρός του Νότου Plus, Φραντζή και Θαρύπου 35-37, 117 43, Νέος Κόσμος