Στο 64ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2-12 Νοεμβρίου), αξίζει να αναζητήσετε την ταινία “Mademoiselle Kenopsia” (στα ελληνικά: “Δεσποινίς Κενοψία”) του Denis Côté, η οποία θα είναι μέρος του τμήματος Film Forward Ειδικές προβολές. Τι κάνει αυτή την ταινία τόσο ξεχωριστή; Θα μοιραστούμε μαζί σας την δική μας οπτική.
Όσα ξέρουμε για την ταινίαΠλοκή: Μια γυναίκα εκτελεί μια απρόσμενη αποστολή με μεγάλη αφοσίωση. Ενδημεί σε εσωτερικούς απροσδιόριστους άδειους χώρους, άλλοτε ως φύλακας κι άλλοτε ως φάντασμα που στοιχειώνει το οίκημα. Γίνεται η ίδια μια ηχώ της σύνδεσής μας με τον χρόνο, τη μοναξιά και την μελαγχολία των εγκαταλελειμμένων χώρων.
Η συγκεκριμένη ταινία του Καναδού σκηνοθέτη, Denis Côté, έκανε πρώτη παγκόσμια πρεμιέρα στο 76ο Φεστιβάλ του Λοκάρνο, ενώ την πρεμιέρα του στον Καναδά την πραγματοποίησε στα πλαίσια του 48ου Φεστιβάλ του Τορόντο. Η ιδέα προήλθε μέσα από την εμπειρία της καραντίνας εξαιτίας της πανδημίας του COVID-19, καθώς κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου πολλά δημόσια κτίρια από πολυσύχναστα, κατέληξαν άδεια, αλλάζοντας τον τρόπο που σχετιζόμαστε οι άνθρωποι με τους χώρους γύρω μας.
Πρωταγωνίστρια είναι η Larissa Corriveau, παλιά συνεργάτιδα του σκηνοθέτη, η οποία ενσαρκώνει την Δεσποινίς Κενοψία με αφοπλιστικό τρόπο. Στην ταινία εμφανίζονται επίσης η Evelyne de la Chenelière, ο Olivier Aubin και η Hinde Rabbaj.
Υπάρχουν λέξεις που περιγράφουν τα συναισθήματά μας -χαρά, λύπη, θυμός κτλ- και λέξεις που δημιουργούνται για να περιγράψουν πιο σύνθετα συναισθήματα, τα οποία δεν βιώνουμε τόσο συχνά απαραίτητα. Μια από αυτές τις λέξεις είναι και η λέξη “κενοψία”. Σημαίνει το τρομακτικό συναίσθημα που νιώθουμε όταν βλέπουμε έναν χώρο που άλλοτε έσφυζε από ζωή, να είναι τώρα πέρα για πέρα άδειος και εγκαταλελειμμένος. Είναι μια απόκοσμη ατμόσφαιρα που δημιουργείται λόγω αυτής της εικόνας ερήμωσης.
Ταυτόχρονα, αυτοί οι χώροι κουβαλούν και μια ιστορία, την οποία πολλές φορές δεν μπορούμε να μαντέψουμε αλλά μάς δίνεται η δυνατότητα να φανταστούμε ό,τι θέλουμε και να δημιουργήσουμε τις δικές μας ιστορίες και εικόνες από ένα παρελθόν που δεν γνωρίσαμε. Μάλιστα, παρά το ανοίκειο και ανατριχιαστικό συναίσθημα που προκαλούν αυτοί οι χώροι, κατέχουν πια και τη δική τους αισθητική, οι λεγόμενοι “liminal spaces”, οι οποίοι έγιναν ιντερνετικό trend το 2019, με πολλούς να ανεβάζουν φωτογραφίες από άδειους χώρους.
Στην ταινία δεν είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε σε τι κτίριο βρίσκεται η πρωταγωνίστριά μας. Θα μπορούσε να είναι εκκλησία, σχολείο, νοσοκομείο, ξενοδοχείο – ένα μέρος που κάποτε φιλοξενούσε πολύ κόσμο. Άδειοι χώροι διαδέχονται ο ένας τον άλλον σε στατικά (κυρίως) πλάνα τα οποία ξετυλίγονται σε έναν χρόνο που μας επιτρέπει να “αναπνεύσουμε” μέσα τους, να “βρεθούμε” κι εμείς στον παροντικό χώρο. Η πρωταγωνίστρια έρχεται και φεύγει, σε άλλα πλάνα είναι παρούσα και σε άλλα όχι, αλλά μάς δίνεται η αίσθηση ότι βρίσκεται κάπου εκεί γύρω, εκτός κάδρου. Το βλέμμα και η παρουσία της -και τα δύο βαριά- μας μεταδίδουν το συναίσθημά της.
Έπειτα υπάρχουν οι τηλεφωνικές συζητήσεις της. Τηλέφωνο με καλώδιο “ταξιδεύει” σε όποιον χώρο αυτού του απροσδιόριστου κτιρίου επιλέξει εκείνη. Κι έτσι άλλες φορές μιλάει μπροστά από ένα παράθυρο, άλλες φορές σε γραφείο ρεσεψιόν. Κι οι συζητήσεις περιστρέφονται γύρω από όλα όσα απασχολούν την πρωταγωνίστρια και συνεπώς την ίδια την ταινία: η μοναξιά, το ακαθόριστο μέλλον, οι άδειοι χώροι που δεν ξέρουμε την τύχη τους όταν εμείς πάψουμε να υπάρχουμε. Φυσικά, υπάρχει και ο εντυπωσιακός μονόλογος της Evelyne de la Chenelière, ο οποίος αφορά εξίσου υπαρξιακά ζητήματα και σκέψεις γύρω από την μοναξιά και τον θάνατο.
Η ταινία καταφέρνει με ειλικρίνεια και απλότητα να μεταφέρει σκέψεις και προβληματισμούς. Δεν έχουν σημασία οι απαντήσεις στα μεγάλα αυτά ερωτήματα. Είναι μονάχα καλό που τίθενται και υπάρχουν! Η πρωταγωνίστρια, άλλες φορές προβληματίζεται όταν συναντά κάποιον σε αυτούς τους αχανείς άδειους χώρους κι άλλες χαίρεται, όμως πάντοτε είναι πιστή στο να βρίσκεται εκεί, μια μονάδα σε έναν άλλοτε γεμάτο ζωή χώρο…