Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Το Μουσείο Αλέκος Φασιανός άνοιξε και επίσημα τις πόρτες του για το κοινόΤο Μουσείο Αλέκος Φασιανός, που ήταν αρχικά το πατρικό σπίτι του αγαπημένου Έλληνα ζωγράφου, άνοιξε τις πόρτες του στις 26 Απριλίου, όμως τα επίσημα εγκαίνιά του πραγματοποιήθηκαν το Σάββατο 21 Οκτωβρίου, με ολοήμερες δράσεις. Στο πλαίσιο των εγκαινίων το Μουσείο παρέμεινε ανοιχτό όλη την ημέρα και μάλιστα είχε ελεύθερη είσοδο, έτσι ώστε να συστηθεί στο κοινό και να αφηγηθεί την ιστορία του Αλέκου Φασιανού και του πολύπλευρου έργου του. Το Σάββατο, λοιπόν, και σε ένα μεσημέρι που σε τίποτα δεν θύμιζε φθινόπωρο, βρέθηκα στην οδό Νεοφύτου Μεταξά, στον αριθμό 15. Ένα παλιό αθηναϊκό νεοκλασικό με εσωτερική αυλή, όπου ο Φασιανός ζούσε με την οικογένειά του από τη δεκαετία του ’30. Ήδη από την ευρύτερη γειτονιά, που πλέον μπορεί να παρακμάζει, και περπατώντας για το Μουσείο, δεν γίνεται να μην πιάσει το μάτι σου γύρω “ίχνη” από μια άλλη εποχή, ενός κέντρου ζωντανού με όμορφα νεοκλασικά τριγύρω, παλιά καταστήματα και κινηματογράφους. Και είναι ωραία αυτή η “παλιά Αθήνα”, που η εικόνα της αυτή δεν είναι πια εδώ κι όμως κάπως είναι την ίδια στιγμή, αφού μια τέτοια αίσθησή της πλανάται στη γύρω ατμόσφαιρα.
Και μπαίνεις στο Μουσείο, έναν χώρο με μια αισθητική γεμάτη φως και χρώμα που δεν γίνεται να μη σου δημιουργήσει το συναίσθημα της χαράς από την στιγμή που θα περάσεις την είσοδο. Μωσαϊκό και πέτρα μπλέκονται όμορφα και σε απόλυτη αρμονία με το χρώμα στον τοίχο και τα έργα που βρίσκονται στον χώρο. Η έκθεση ξεκινά από το ισόγειο, όπου ήταν κάποτε και το σπίτι της οικογένειας, συνεχίζεται στον ημιώροφο, στο “ζωγραφείον” και καταλήγει στον υπόγειο χώρο. Η ανθρώπινη μορφή κυρίαρχη στο έργο του Φασιανού – με πιο χαρακτηριστικές εκείνες του ποδηλάτη και του καπνιστή – και σε μικρότερη έκταση άλλα θέματα, όπως η νεκρή φύση. Μαλλιά και φουλάρια που ανεμίζουν, στάχυα – το σύμβολο που αγαπούσε πιο πολύ – και χρώμα. Μπόλικο χρώμα, όπως φλογερό κόκκινο, φωτεινό πορτοκαλί και χρυσές πινελιές και φυσικά το χαρακτηριστικό έντονο και βαθύ μπλε – το προσωπικά δικό μου αγαπημένο. Στον χώρο θα συναντήσεις επιπλέον χειροποίητα έπιπλα με την προσωπική πινελιά του Φασιανού πάνω στις επιφάνειές τους, προσωπικά εργαλεία και αντικείμενα, μεταξύ άλλων το θέατρο σκιών του, που δημιούργησε ο ίδιος όταν ήταν παιδί. Ακόμη, αρχειακό υλικό σε προθήκες, αφιερωμένο σε παράλληλες ενασχολήσεις του Φασιανού, έρχεται να εμπλουτίσει την όλη εμπειρία. Ξεχωρίζουν οι ενδιαφέρουσες εικονογραφήσεις του για διάφορες εκδόσεις, αλλά και εικόνες από τα κοστούμια και τα σκηνικά που ο ίδιος δημιούργησε για το θέατρο. Και μια τελευταία παρατήρηση, ο ακάλυπτος, που έχουμε συνηθίσει να αποτελεί κρυφό και απεριποίητο σημείο ενός κτηρίου, εδώ έρχεται να χαρίσει όλο το φως που διαχέεται στο Μουσείο και αξίζει να σταθείς και να τον παρατηρήσεις. Το Μουσείο θα συνεχίσει τη λειτουργία του με εκπαιδευτικά προγράμματα, που θα κρατούν τον χώρο ζωντανό και θορυβώδη, και θα οδηγεί τους επισκέπτες στην καρδιά της πόλης και σε περιπλανήσεις – εκτός του αλλά και εντός του – σε αυτό που εννοούμε όταν λέμε “γειτονιά”. Και που μπορεί να έχει λιγάκι χαθεί…
Ευδοκία Βαζούκη
Ανέβηκε για ένα σύντομο χρονικό διάστημα πέρυσι το χειμώνα αλλά φέτος αποκαλύπτει τους καρπούς του. Ο μονόλογος της Ευσταθίας για τον Αρθούρο Ρεμπώ σε ερμηνεία και σκηνοθεσία της Βίκυς Βολιώτη είναι ένα από τα υποφωτισμένα μονολογικά διαμαντάκια της σεζόν που ξεκινάει. Και είναι για αρκετούς λόγους. Πρόκειται για ένα νεόκοπο κείμενο που φωτίζει την ριζοσπαστική περίπτωση του ποιητή μέσα από τα μάτια της μικρής του αδερφής Ιζαμπέλ – εξ ου και ο τίτλος «Ιζαμπέλ Ρεμπώ – Ο δικός μου Αρθούρος». Αντλώντας από το ίδιο το έργο της Ιζαμπέλ Ρεμπώ «Ο αδερφός μου Αρθούρος» αλλά και τις επιστολές του Ρεμπώ στην οικογένεια του από τα διάφορα μέρη του κόσμου όπου περιπλανήθηκε, η Ευσταθία συνθέτει έναν συγκινητικό, βαθιά ανθρώπινο γυναικείο μονόλογο. Γιατί έχει σημασία ότι η ζωή, το έργο και η δράση του αδικοχαμένου Αρθούρου φιλτράρεται μέσα από το λατρευτικό βλέμμα μιας ακόμα ευαίσθητης και καταπιεσμένης ψυχής.
Μεγαλωμένη σε ένα στείρο θρησκόληπτο και συντηρητικό περιβάλλον, η Ιζαμπέλ βρίσκει το βηματισμό της στη ζωή χάρη στο παράδειγμα του σπάνιου ταλέντου αλλά και της ηθικής γενναιότητας που εξέφρασε ο αδερφός της. Σε αυτό το υλικό, η Βίκυ Βολιώτη τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτρια συμπεριφέρεται με αλήθεια, τρυφερότητα και αμεσότητα – αναδεικνύοντας και τις αρετές του έργου αλλά και παίρνοντας εμμέσως θέση στο διάλογο για τα δικαιώματα και την θέση των γυναικών που παραμένουν προβληματικά μέσα στους αιώνες. Μια πολύ καλή στιγμή για τη Βολιώτη να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και να μετρήσει τις δυνατότητες της, συνεπικουρούμενη από το εικαστικό βλέμμα της Μαρίτας Αμοργιανού, τους φωτισμούς του Σίμου Σακερτζή και την κίνηση της Μαρίζας Τσίγκα. Να σημειωθεί πως ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος δανείζει τη φωνή του στον Αρθούρο Ρεμπώ. Όλα αυτά στη σκηνή του Μικρού ΄Ανεσις.
Στέλλα Χαραμή
Τυχαίο ή όχι, ένας ακόμα μονόλογος τράβηξε το βλέμμα μας, αυτή την εβδομάδα, αυτή τη φορά στη σκηνή του Θεάτρου Σταθμός. Με τον προβοκατόρικο τίτλο «΄Οταν μεγαλώσω θέλω να γίνω Νανά Μούσχουρη» του Γάλλου συγγραφέα Ντανβίντ Λελαί – Ελό, ο Ελισσαίος Βλάχος σκηνοθετεί τον Μάνο Καρατζογιάννη στην πορεία ενηλικίωσης ενός ‘διαφορετικού’ αγοριού: Που από άγουρο πιτσιρίκι έχει χαράξει ένα δρόμο στη ζωή του. Αφήνεται να τον οδηγήσει η αγάπη του για την κορυφαία τραγουδίστρια Νάνα Μούσχουρη. Πρωτότυπο, αν μη τι άλλο. Με φόντο τα 80s της γαλλικής επαρχίας, όπου η ομοφυλοφιλία δεν έχει περάσει σε ένα πεδίο αποδοχής, ο Μιλού διεκδικεί το χώρο στο όνειρο του, το οποίο από παιδική τρέλα εξελίσσεται σε μια μοιραία – με την καλή έννοια – για τη ζωή του ιστορία. Η ερμηνεία του Καρατζογιάννη, που διατρέχει την πορεία του Μιλού από τα 8 του χρόνια μέχρι τη μέση ηλικία, παίρνει το ρίσκο της απεύθυνσης και της διάδρασης, βάζοντας το κοινό συμμέτοχο στη σκηνική δράση. Και αναβαθμίζοντας την, πλούσια σε συναισθηματικές διακυμάνσεις, προσέγγιση του από το χιούμορ στη συγκίνηση. Σε λίγες ημέρες μάλιστα, η Νανά Μούσχουρη θα βρεθεί ανάμεσα στο κοινό της παράστασης, καλεσμένη του Καρατζογιάννη για να ανακαλύψει ιδίοις όμασι πως είναι κανείς να λειτουργεί ερήμην του ως καθοδηγητικό φως στη σκοτεινή ζωή ενός ανθρώπου.
Στέλλα Χαραμή
Ο Ιρλανδός Frank McGuinness γράφει μια συγκλονιστική αληθινή ιστορία εγκλήσου με πρωταγωνιστές έναν Άγγλο, έναν Αμερικανό κι έναν Ιρλανδό σ’ ένα κελί στο Λίβανο. Και οι τρεις ηθοποιοί, Αντίνοος Αλμπάνης, Σωτήρης Σκάντζικας, Δημήτρης Παπαγεωργίου και η σκηνοθέτης Αθανασία Καραγιαννοπούλου διηγούνται μια ιστορία εγκλεισμού. «Το μόνο σίγουρο είναι ότι είμαστε δεμένοι μαζί, για αυτό και πρέπει να τους νικήσουμε μαζί. Πρέπει να βγούμε από δω μέσα ζωντανοί. Άφησέ με να σου δείξω ό,τι χειρότερο έχω μέσα μου και κάνε κι εσύ το ίδιο. Μόνο έτσι δεν θα τα καταφέρουν να μας σπάσουν. Γιατί θα έχουμε εκπαιδευτεί να πολεμάμε για τη ζωή μας».
Το «Κάποιος να με προσέχει» διαδραματίζεται την εποχή που τρομοκράτες και επαναστατικές ομάδες έκαναν τυχαίες και αιφνίδιες απαγωγές και είναι τρομακτικά επίκαιρο. Το έργο στρέφεται γύρω από τους τρεις Δυτικούς ομήρους που είναι έγκλειστοι σ’ ένα κελί στο Λίβανο, υπό το άγρυπνο βλέμμα των τρομοκρατών – απαγωγέων τους. Μέσα από το χιούμορ ή τα παιχνίδια διαφυγής προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις κακουχίες και την μόνιμη αγωνιά του θανάτου. Οι τρεις τους μέσα από συναισθηματικές εξάρσεις θα δεθούν με ισχυρότερα δεσμά από τις αλυσίδες που τους κρατούν. Ο Frank McGuinness δημιουργεί ένα έργο βαθιά ανθρωποκεντρικό που βασίζεται στην ανθρώπινη ψυχολογία και περιγράφει τους μηχανισμούς που μπορεί να υιοθετήσει ο άνθρωπος για να αντέξει τον εγκλωβισμό, υμνεί την αγάπη που ξεπερνά εθνικές ή θρησκευτικές διαφορές- προκαταλήψεις και δείχνει την ωμή πραγματικότητα όταν ο χωρισμός θα έρθει.
Οι εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστών μαζί με τη μουσική επένδυση της παράστασης από την Αθανασία Καραγιαννοπούλου σε κάνουν προς στιγμήν να ξεχνάς την κατάσταση στην οποία βρίσκονται πραγματικά οι ήρωες , σε παραπλανούν με τα παιχνίδια φαντασίας που όταν τελειώνουν στην κυριολεξία σου παγώνουν το αίμα καθώς η ιστορία ακροβατεί αναμεσά στο τραγικό και το αστείο. Εγώ ξεχώρισα την συγκλονιστική ερμηνεία του Αντίνοου Αλμπάνη όπου σ αφήνει για μέρες να αναρωτιέσαι τι ακριβώς είδες. Από την αρχή σε παίρνουν μαζί τους στην προσπάθεια τους να αποδράσσουν έστω και νοερά. Οι μικρές δόσεις χιούμορ για να αποφορτίσουν την κατάσταση στην οποία βρίσκονται σε μουδιάζουν ακόμα περισσότερο γιατί θέλοντας και μη μπαίνεις για λίγο στην θέση τους, νιώθεις τον φόβο και την απελπισία και την όρεξη για ζωή και το ανίκητο ένστικτο επιβίωσης καθόλη την διάρκεια της παράστασης.
Βασιλική Αγγελούδη
Δεν είναι και λίγες οι φορές που στην καθημερινότητα μου -και πιστεύω ισχύει για όλους μας- αμφιταλαντεύομαι για το αν θα πρέπει να φέρω τον απέναντι μου σε δύσκολη θέση με το να είμαι ειλικρινής και να του ποτίσω την όποια ανασφαλεια που έχει, ή να του την χαρίσω με ένα ευγενικό κοπλιμεντο, ακόμα κι αν δεν το εννοω. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; Είναι καλό να είσαι υποκριτής, εάν είναι για “καλό σκοπό”; Εάν αυτό σημαίνει ότι δεν πληγώσεις τα αισθήματα κανενός; Τι κι αν τελικά δεν αξίζει και τόσο τον κόπο; Όλα αυτά -λογικά- αναρωτιόταν κι ο Μολιέρος στην Γαλλία του 17ου αιώνα και όλα αυτά αναρωτιόμουν κι εγώ στην Αθήνα του 2023 το βράδυ της Παρασκευής που μας πέρασε στο Θέατρο Εμπορικόν.
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησα, στο Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες, το «Πλατόνωφ» του Άντον Τσέχωφ, σε διασκευή – σκηνοθεσία Δανάης Σπηλιώτη. Ένα καλοκαιρινό πάρτι μεταξύ φίλων, στην αυλή ενός αρχοντικού, καταρρέει, ξετυλίγοντας ένα γαϊτανάκι περίπλοκων-δυσλειτουργικών σχέσεων, χαμένων ονείρων, κενών υποσχέσεων -κυρίως προς τον εαυτό- και ένα χρέος προς την ίδια τη ζωή που δεν πληρώθηκε ποτέ. Η Δανάη Σπηλιώτη παρουσιάζει μια «συμπυκνωμένη» εκδοχή του πρωτότυπου έργου -το οποίο υπολογίζεται πως κανονικά χρειάζεται 6-7 ώρες για να παρασταθεί- αναδεικνύοντας την ποιητική διάσταση του τσεχοφικού λόγου, τη φιλοσοφημένη μελαγχολία και τα τόσο γνώριμα μοτίβα της δραματουργίας του: Το «χρέος», η «δυσφορική» απραξία, η πλήξη μιας φαινομενικά «τακτοποιημένης» επαρχιακής ζωής, το υπαρξιακό αδιέξοδο, η αγωνιώδης αναζήτηση μιας πειστικής απάντησης σε ζητήματα που αφορούν τον έρωτα, την αγάπη, τη φιλία, τις έμφυλες σχέσεις, την ποίηση, την τέχνη, τον άνθρωπο, τη ζωή εν γένει.
Ρόλος-κλειδί που πυροδοτεί τις εξελίξεις ο Πλατώνοφ, ερμηνευμένος εξαιρετικά από τον Κωστή Καλλιβρετάκη, παρουσιάζεται στη σκηνή ως ένας «ενορχηστρωτής» της αμόσφαιρας και των διαθέσεων. Ο Πλατόνωφ του κουβαλάει μέσα του την οδύνη και το πένθος για μια ελαττωματική θνητότητα που την πέρασε για θεϊκή υπόσταση. Αντιμέτωπος με ένα «ανοίκειο» παρόν επιθυμεί να ξυπνήσει, τον ίδιο και τους άλλους, από τις αυταπάτες, μια και έξω, χωρίς «αναισθητικό», με μια ειλικρίνεια που αφήνει «μετέωρους» τους γύρω του για το αν πρέπει να αισθανθούν ευγνωμοσύνη, να εξαγριωθούν ή και τα δύο μαζί. Νίκη Βακάλη, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Στέλιος Θεοδώρου, Κλεοπάτρα Μάρκου, Κατερίνα Νταλιάνη, Ντίνος Ποντικόπουλος και Αντώνης Χρήστου πλοηγούνται, εξίσου με χάρη και ευχέρεια, σε ερμηνείες «κυκλοθυμικές». Τα σημεία των καιρών τους παγιδεύουν σε ένα «μεταίχμιο» στάδιο, μη ξέροντας που να «τοποθετήσουν» τους εαυτούς τους. Άλλες φορές επιθυμούν να διασκεδάσουν απλώς τον χρόνο που κυλάει και πίσω δεν γυρνάει, ενώ άλλες -σε ένα (αυτό) σαδιστικό παιχνίδι- προσπαθούν να βρουν τα τρωτά σημεία των υπόλοιπων, να στρίψουν το μαχαίρι στην πληγή, στην προσπάθεια να εκμαιεύσουν μια κάποια αντίδραση. Αδυσώπητα ειλικρινείς και ανειλικρινείς ταυτόχρονα, πληγώνουν και πληγώνονται, απορρίπτουν και απορρίπτονται. Προσπαθούν μάταια να «πιαστούν» από τον άλλον, σαν ναυαγοί αντιμέτωποι με τη φουρτούνα, με τον καθένα να εξωθείται -σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό- να μάς αποκαλύψει τη δική του «τραγωδία»: Τη συνειδητοποίηση πως αυτό το «κάτι» που περιμένουν, ούτε και οι ίδιοι είναι σε θέση να προσδιορίσουν ακριβώς τι, δεν θα έρθει ποτέ. Δειλιάζουν να κάνουν το βήμα παρακάτω, αγαπούν τη βεβαιότητα της ρουτίνας τους περισσότερο από τους εαυτούς τους. Και αυτό τους αφήνει «ρημαγμένους» και ανυπεράσπιστους απέναντι στην αίσθηση της εγκατάλειψης και της απουσίας. Στέκονται «μόνοι» και ας μην είναι πραγματικά.
Σκηνοθετικά, η Δανάη Σπηλιώτη καταφέρνει να αιχμαλωτίσει την καθολικότητα του ανθρώπινου βιώματος, τη διαχρονικότητα τσεχοφικού έργου και την ανθρώπινη ύπαρξη σαν μια αργή, κωμικοτραγική και βασανιστική πορεία προς τον θάνατο, με τη συνδρομή οπτικών συμβολισμών να υπερτονίζουν την αίσθηση του εγκλωβισμού και του τέλματος, να αποκαλύπτουν σταδιακά τις ρωγμές στην «πανοπλία» του καθενός, με την ένταση να κλιμακώνεται σταδιακά έως το μεγάλο «μπαμ» και τότε το ευχάριστο «σουαρέ» να μετατρέπεται σε «αρένα». Η μουσική του Δημήτρη Χατζηζήση (επίσης μουσικός επί σκηνής) άλλοτε συνοδεύει νωχελικές διαθέσεις, άλλοτε φιλοσοφικές αναζητήσεις, ενώ άλλες φορές -σε καίριες στιγμές- προσπαθεί να καλύψει το «εκκωφαντικό» υπαρξιακό κενό, την απόγνωση των ηρώων ή την αμήχανη σιωπή. Προσωπικά γοητεύτηκα από αυτούς τους «έκπτωτους αγγέλους» και από το γεγονός πως είχα την ευκαιρία, για ακόμη μια φορά, να παρασυρθώ στο σύμπαν του αγαπημένου μου Τσέχωφ, που ομολογώ δεν πρόκειται να το χορτάσω ποτέ.
Αριστούλα Ζαχαρίου
Το βράδυ της Παρασκευής άνοιξε και επίσημα η φθινοπωρινή συναυλιακή σεζόν, που πάντα για εμένα σηματοδοτείται με το πρώτο live στις αγαπημένες μου κλειστές σκηνές της Αθήνας. Μια από αυτές είναι και ο Σταύρος του Νότου. Έτσι, για εμένα η σεζόν άνοιξε με τους Γιαγκινηδες, το σχήμα των Παναγιώτη Σακαφλιδη και Σπύρο Ζήση που πριν από μία εβδομάδα ακριβώς μου είχαν πει σε συνέντευξή μας ότι σκοπεύουν να στήσουν ένα “αυθεντικό γλέντι παλιάς εποχής”. Και αν νομίζεις ότι αυτό δεν είναι κάτι που μπορούν εύκολα να κάνουν δύο 23χρονοι νέοι κάνεις μεγάλο λάθος. Μέσα σε περίπου τρεις ώρες – τελείωσε 2:30 το live και νομίζω κανείς δεν ήθελε να φύγει – ακούσαμε ένα πρόγραμμα με τραγούδια αγαπημένα, τραγούδια που μας ταξίδεψαν σε μια άλλη εποχή, τραγούδια που μας θυμίζουν πάντα την ομορφιά του ρεμπέτικου. Το μόνο που θα ήθελα ήταν να πουν περισσότερα δικά τους κομμάτια – πλέον ακούμε σπάνια τόσο επιτυχημένα σύγχρονα ρεμπέτικα και είμαι σίγουρη ότι θα τα απολάμβαναν όλοι (ακόμα κι εκείνοι που θα τα άκουγαν για πρώτη φορά). Αν δεν έχετε ακούσει τον δίσκο τους – με τίτλο “Άνθρωποι του Δρόμου” – μπορείτε να τον ακούσετε εδώ και πιστέψτε με δεν θα χάσετε.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου