Συν & Πλην: «The Humans» στο Θέατρο Μουσούρη
Μια σύνοψη των θετικών και αρνητικών σημείων για τον «Humans» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη που ανεβαίνει στο Θέατρο Μουσούρη.
Ημέρα των Ευχαριστιών, εμβληματική γιορτή για κάθε αμερικανική οικογένεια, που ξαναθυμάται πως είναι οικογένεια – σε περίπτωση που το είχε ξεχάσει, απωθήσει ή σε περίπτωση που τα μέλη της έχουν απομακρυνθεί χάρη στο πέρασμα του χρόνου. Οι κόρες της οικογένειας Μπλέικ, ιρλανδικής καταγωγής και με ισχυρό το καθολικό θρησκευτικό στίγμα, ζουν μακριά από τους γονείς τους Έρικ και Ντίντρη που κατοικούν σε μια συνηθισμένη κωμόπολη, το Σκράντον της Πενσυλβάνια · δυο ώρες οδήγησης μακριά από τη Νέα Υόρκη. Μαζί τους ζει και η Μόμο, η μητέρα του Έρικ – η οποία πάσχει από άνοια και η επικοινωνία με τους γύρω της γίνεται μόνο μέσα από ακατάληπτες κρίσεις και ελάχιστες στιγμές διαύγειας.
Αυτή η οικογένεια συναντιέται στην γειτονιά της Κινέζικης ψαραγοράς, εκεί όπου η μικρότερη κόρη Μπρίτζετ (μια μουσικός που εργάζεται ως σερβιτόρα) και ο σύντροφος της Ρίτσαρντ (ένας μεταπτυχιακός φοιτητής ψυχολογίας από ευκατάστατη οικογένεια) έχουν νοικιάσει, μόλις, μια μεζονέτα. Και παρότι είναι σκοτεινή σαν μπουντρούμι και στην καρδιά μιας κακόφημης γειτονιάς ευλογούν την τύχη τους που κατάφεραν να βρουν ένα δίπατο σπίτι στην πανάκριβη μεγαλούπολη. «Δεν θα έπρεπε να κοστίζει λιγότερο για να είσαι ζωντανός;» αναρωτιέται ο Έρικ Μπλέικ στην αρχή του έργου. Μαζί τους καταφτάνει και η Έϊμι, η μεγάλη κόρη της οικογένειας, μια επιτυχημένη δικηγόρος που ωστόσο ένα χρόνιο νόσημα την έχει θέσει σε δυσμένεια στην δικηγορική εταιρεία που εργάζεται – αφού προφανώς δεν είναι αρκετά παραγωγική. Το οικογενειακό τραπέζι γίνεται τόπος για τους Μπλέικ ν’ αγαπηθούν και να συγκρουστούν, να μονιάσουν αλλά και να κοιτάξουν κατάματα την οδύνη της καθημερινότητας.
Γεννημένος κι αυτός στο Σκράμτον της Πενσυλβάνια, ο 43χρονος Αμερικανός Στίβεν Κάραμ μεταφέρει (όπως φαίνεται) πτυχές μιας δικής του πραγματικότητας σ’ ένα έργο όπου, περίπου, δεν συμβαίνει τίποτα συνταρακτικό. Ωστόσο, οι χαρακτήρες και οι μεταξύ τους σχέσεις, δημιουργούν μια ρέουσα, δονούμενη δραματουργία, κάτω από έναν τσεχωφικό τρόπο σκέψης, όπου αναδεικνύεται το σύγχρονο πρόσωπο της δυτικής ανθρωπότητας και οι πάγιοι φόβοι του: Η φτώχεια, η αποτυχία, η μοναξιά, η αρρώστια η έλλειψη αγάπης, η έλλειψη πίστης.
Το έργο του Κάραμ ήταν υποψήφιο για βραβείο Πούλιτζερ μα τελικώς απέσπασε το θεατρικό «Όσκαρ» Tony Award στην κατηγορία του δραματικού έργου ενώ το 2021 μεταφέρθηκε στο σινεμά σε σκηνοθεσία του ίδιου του Κάραμ.
Η σκηνοθετική απόπειρα του Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη στο είδος της σύγχρονης κοινωνικής, βαθιά ανθρώπινης, δραμεντί δικαιώνεται για μια ακόμα φορά. Ασφαλώς, έχει στα χέρια του ένα καλογραμμένο έργο με έμφαση στους χαρακτήρες και μια πρωταγωνιστική ομάδα – Μπαζάκα, Γεωργακόπουλος, Καλογεροπούλου, Ασπιώτης, Μακρή, Πετεβή – που το απογειώνει στη σφαίρα της απτής πραγματικότητας. Κι αυτό είναι ένα, στ’ αλήθεια, δύσκολο επίτευγμα.
Έργα όπως το «Humans» – τόσο καθηλωτικά γήινα και ανθρώπινα – μοιάζουν να εξαρτώνται απόλυτα από την σύνθεση του θιάσου, τις, επί σκηνής, σχέσεις που θα αναπτυχθούν και την αλήθεια των ερμηνειών. Το, καταρχήν, πλεονέκτημα της παράστασης, λοιπόν, είναι η διανομή της από σημαντικούς ηθοποιούς τριών γενεών που έχουν κάνει πραγματικότητα όλα τα παραπάνω στην, μεταξύ τους συνέργεια, καθιστώντας την παράσταση ως μια φέτα ζωής που εξελίσσεται εμπρός σου.
Θα ξεκινήσουμε οπωσδήποτε από τη Θέμιδα Μπαζάκα, σε μια τόσο ειλικρινή απόδοση μιας βαθιάς καταπιεσμένης μικροαστής γυναίκας, που έχει αναδείξει τις θρησκευτικές της αρχές ως μοναδική λύτρωση και παρηγοριά σ’ έναν κόσμο όπου τίποτα δεν της χαρίζεται. «Η πίστη είναι καλό αντικαταθλιπτικό» λέει και το ασπάζεται πλήρως. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος αξιοποιεί δεόντως τον ιδιαίτερο τονισμό του λόγου σε ένα έργο ελλειπτικών διαλόγων, αποτυπώνοντας θαυμάσια τον γονιό που ‘παραβιάζει’ τις αρχές με τις οποίες έχει θεμελιώσει την οικογένεια του. Η Μαρία Πετεβή που, παρότι, δεν έχει μεγάλη εμπειρία στο θέατρο διαθέτει μια ζηλευτή αμεσότητα και φυσικότητα, τουλάχιστον ως προς την ερμηνεία της μικρής κόρης των Μπλέικ, μιας νεαρής γυναίκας η οποία παρασύρεται από την λάμψη της αστικής ζωής, ενώ στην πραγματικότητα δεν γεύεται και πολλά από αυτήν. Η Ειρήνη Μακρή που έχει από καιρό αποδείξει τις υπολογίσιμες δυνατότητες της (και έξω από το προστατευτικό κουκούλι της ομάδας C for Circus) εδώ πλάθει την εικόνα μιας εντελώς κατακρημνισμένης ηρωίδας: Μιας γυναίκας που σωματοποιεί πολλά από τα δεινά της σύγχρονης ζωής, όπως είναι η μοναξιά και η ανεργία. Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης, στο ρόλο του γαμπρού των Μπλέικ, είναι μεστός και δεν επαναπαύεται. Προσδίδει ειδικό βάρος στις στιγμές απογύμνωσης του ήρωα του ως ζωντανό παράδειγμα της εκδοχής πως τα χρήματα δεν φέρνουν την ευτυχία. Για το τέλος, όχι τυχαία, η Ξένια Καλογεροπούλου. Υποδύεται την γιαγιά Mόμο, μια ανοϊκή ασθενή που ακόμα και μέσα στη σιωπή ή τις εξάρσεις της λειτουργεί ως συνεκτικός κρίκος για τα πρόσωπα της παράστασης. Είναι η μοναδική ηρωίδα του Κάραμ η οποία παραδέχεται πως «μεταμορφώνεται σε κάποια που δεν ξέρει» ενώ τελικά όλοι βρίσκονται στη δίνη της ίδιας πραγματικότητας με άλλη αφετηρία – κι όχι μια εκφυλιστική ασθένεια του νου. Ως προς δε, την καθαυτή ερμηνεία της πάνω στην άνοια – αυτές τις λίγες στιγμές που της δίνονται – είναι σπαρακτική. Ένας πολύ αξιόλογος θίασος, εν κατακλείδι.
Η σκηνοθεσίαΣτο είδος των κοινωνικών δραμεντί όπου έχει ασκηθεί σκηνοθετικά – περισσότερο από άλλα – ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης μοιάζει να επιδεικνύει τον καλύτερο του εαυτό. Κυρίως, γιατί η ματιά του πάνω στην παράσταση είναι τόσο ελαφριά ώστε οι παρτιτούρες του ασχολούνται με την λεπτή καθοδήγηση, την ανάδειξη των μικροστιγμών – που, ωστόσο, έχουν βαρύτητα – την έμφαση στην ροή των ελλειπτικών διαλόγων. Και τέλος, με την καλή ισορροπία ανάμεσα στο δραματικό τόνο και την κωμική εκτόνωση του. Φυσικά, έχει διαβάσει (και πιστέψει) πολύ καλά τους καλοδουλεμένους ήρωες του Κάραμ και τους έχει ‘αναγνωρίσει’ στους ηθοποιούς του. Αυτή, μάλλον, είναι και η πιο σημαντική αξία της σκηνοθεσίας του.
Η επιλογή του έργουΚινούμενος σε ένα υφολογικό safe zone κοινωνικών έργων («Αύγουστος», «Ο θεός της σφαγής») όπου η δραματουργία δεν αφορά τόσο στα γεγονότα αλλά στις συναισθηματικές εκρήξεις των ηρώων και την ολοκληρωμένη δομή των χαρακτήρων, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επιλέγει ένα ακόμα κείμενο με παρόμοιες αξίες: Η σύγχρονη κοινωνία μέσα από τον οικογενειακό πυρήνα, το χιούμορ που εμβαπτίζεται στο δράμα και το ανάποδο, οι άνθρωποι μέσα από την τρυφερότητα όσο και την σκληρότητα τους είναι πεδία στα οποία ο Μαρκουλάκης έχει αποδείξει πως μπορεί να εμβαθύνει επί της ουσίας. Αυτό πράττει και φέτος, μέσα από ένα ενδιαφέρον νεόκοπο κείμενο που φέρει τσεχωφικές ατμόσφαιρες ποιητικού νατουραλισμού ακόμα και στοιχεία από την πινακοθήκη ηρώων του Γούντι Άλεν.
Πιθανότατα να ευθύνεται η αρχιτεκτονική του θεάτρου Μουσούρη: Ένα ιστορικό θέατρο, με μικρή πλατεία, χαμηλό εξώστη, όπου η ανάγκη να απεικονιστεί ένα δίπατο σπίτι «μπουκώνει» τη σκηνή. Η σκηνογραφία της Αθανασίας Σμαραγδή πιθανότατα να ήταν πολύ πιο ταιριαστή σε μιαν άλλη σκηνή· πάντως, εδώ περιορίζεται μόνο στη λειτουργικότητα.
Το άθροισμα (=)Ένα ενδιαφέρον νεόκοπο έργο πάνω στις σύγχρονες αγωνίες (και στο πως αυτές διαμορφώνουν τις ανθρώπινες σχέσεις) λάμπει χάρη στις ερμηνείες αξιώσεων και την καλά δομημένη σκηνοθετική καθοδήγηση.