Η παράσταση της Ζωής Χατζηαντωνίου μετά τη μεγάλη επιτυχία που σημείωσε τις δύο προηγούμενες θεατρικές σεζόν στο Δημοτικό Θέατρο του Πειραιά, επανέρχεται από 13 Δεκεμβρίου αυτή τη φορά στο Θεάτρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής.
Η σκηνή του θεάτρου μετατρέπεται σε αίθουσα μουσείου ανατομίας και η Έμιλυ Κολιανδρή, ως ζωντανό έκθεμα φυσικής και πολιτικής ιστορίας, ερμηνεύει την Αμαλία, τη μελαγχολική βασίλισσα των φοινίκων, δίπλα στη Ρίτα Λυτού.
Η ατεκνία, η αποτυχία και ο KήποςΟι σύγχρονες ιατρικές μελέτες αποδίδουν την ατεκνία της Αμαλίας σε μια αφανή απλασία, μια έλλειψη, η οποία αν γινόταν γνωστή εκείνη την εποχή, η πρώτη βασίλισσα της Ελλάδας θα θεωρούνταν ένα τέρας, ένας κακός οιωνός για τη λαμπρή επανεκκίνηση του ελληνισμού. Οι θεραπείες που της επέβαλλαν γιατροί, επιστημονικοί σύμβουλοι, σκιτζήδες και ιατροσοφιστές κράτησαν δεκαέξι χρόνια. Ακόμη και νεκρό, το σώμα της Αμαλίας υποβλήθηκε, κατόπιν εντολής, σε νεκροψία προκειμένου να διαλευκανθεί το ζήτημα. Ωστόσο, επίσημο έγγραφο δεν βρέθηκε ποτέ. Η εξέταση τής πενηνταεξάχρονης γυναίκας αποκάλυψε ευρήματα τα οποία κρίθηκε σκόπιμο να αποσιωπηθούν.
Η αποτυχία της να προσφέρει ένα παιδί στον λαό είχε επιπτώσεις στο ζήτημα της Παλιγγενεσίας και στην αποκατάσταση της πολιτικής σταθερότητας στο ταραχώδες νεογέννητο κράτος. Η απουσία του συνετέλεσε στην όξυνση της λαϊκής δυσαρέσκειας και στην έξωση του Όθωνα και της Αμαλίας από την Ελλάδα.
Ωστόσο, από το όραμα, την επιμονή και κυρίως την αγάπη της Αμαλίας γεννήθηκε ένα παιδί. Κανείς δεν πίστευε ότι ήταν δυνατόν να συμβεί ένα τέτοιο θαύμα στην κατάξερη και ρημαγμένη Αθήνα των μέσων του 19ου αιώνα. Αγαπούσε τα αειθαλή φυτά και τους φοίνικες, ιδίως τις ουασινγκτόνιες. Τις έφερε στην Ελλάδα για να ομορφύνει το μοναδικό παιδί που έκανε, τον σημερινό Εθνικό Κήπο. Μέσα σε αυτόν, παρά τις τόσες προτομές επιφανών ανδρών, δεν υπάρχει ούτε μία προτομή, ούτε μία επίσημη αναφορά, στη γυναίκα που τον ονειρεύτηκε και τον δημιούργησε.
Το κείμενο της παράστασης βασίζεται στις 887 επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας προς τον πατέρα της, σε μαρτυρίες που βρίσκονται διάσπαρτες στην εκτεταμένη βιβλιογραφία και στα απόρρητα έγγραφα των γιατρών που ασχολήθηκαν με την περίπτωσή της. Οι επιστολές μοιάζουν περισσότερο με προσωπικό ημερολόγιο, βρίσκονται στα κρατικά αρχεία της πόλης του Ολδεμβούργου και διαβάζονται σαν απολαυστικό μυθιστόρημα ενηλικίωσης.
Μια κόρη απευθύνεται στον πατέρα της. Του μιλάει για τις δυσκολίες προσαρμογής, το πολιτικό κλίμα, τη λαχτάρα για τη γέννηση ενός παιδιού, την αφοσίωση στον Όθωνα, το πάθος με τον μαγικό κόσμο των φυτών και των ζώων και, φυσικά, τη δημιουργία του Κήπου. Βλέπουμε την άγουρη, ενθουσιώδη, ρομαντική Αμαλία των δεκαοκτώ χρόνων να μεταμορφώνεται στην ενήλικη, επίμονη και πολιτικοποιημένη γυναίκα που αγάπησε την Ελλάδα αλλά η Ελλάδα δεν την αγάπησε ποτέ.
Σημειώνει η σκηνοθέτιδα της παράστασης:“Η Amalia melancholia είναι μια γυναίκα μεταξύ μυθοπλασίας και ιστορίας, μεταξύ νεότητας και γήρατος, μεταξύ στειρότητας και γονιμότητας. Ένα πλάσμα μεταξύ ζωντανού μουσειακού εκθέματος και ζώου υπό παρακολούθηση με σκοπό την αναπαραγωγή. Ένα γυναικείο σώμα σε μια κατάσταση δημιουργικής μελαγχολίας που βρίσκει τη δική του γραμμή φυγής προς μια άλλη διάσταση, πέραν των οικείων κοινωνικών συνόρων κι επιταγών.
Στην παράσταση η Αμαλία εκπληρώνει την αποστολή της και διαιωνίζει το είδος της, γίνεται Κήπος. Μπορεί η βασιλεία να μην ταιριάζει με τις καταβολές αυτού του τόπου και των ανθρώπων του, ας αναγνωρίσουμε όμως στην Αμαλία το αληθινό της βασίλειο και ας της δώσουμε, αυτό που η ίδια ευχήθηκε, τον τίτλο της βασίλισσας των φοινίκων.
Γιατί, βιογραφία δεν είναι μόνο τα πραγματικά – ιστορικά γεγονότα μιας ζωής. Δεν μπορεί να είναι μόνο αυτά. Βιογραφία είναι επίσης όσα φαντάστηκε κανείς, όσα άφησε ανεκπλήρωτα, όσα έχασε, όσα θυσίασε, όσα επιθύμησε με πάθος αλλά δεν τα απέκτησε ποτέ. Είναι τα σχέδια ζωής που εκπληρώθηκαν, τα σχέδια ζωής που απέτυχαν και αυτά που βγήκαν όλα πλάνες”.
Τα αποσπάσματα των επιστολών που ακούγονται στην παράσταση βασίζονται στις «Ανέκδοτες επιστολές της βασίλισσας Αμαλίας στον πατέρα της, 1836 – 1853» (δίτομο), μετάφραση Βάνα & Μίχαελ Μπούσε, εκδ. Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ.