Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Είδα το πρώτο επεισόδιο του “Milky Way” και βρήκα (επιτέλους) έναν λόγο να ανοίξω φέτος τηλεόρασηΓράφω αυτό το “hot” με τα ακουστικά σφηνωμένα στα αυτιά να παίζουν ασταμάτητα από χθες το βράδυ όλο το άλμπουμ με τη μουσική της σειράς “Milky Way“ του Βασίλη Κεκάτου, που έκανε επιτέλους την πολυαναμενόμενη πρεμιέρα της. Μια μουσική υπέροχη, βάλσαμο για τα αυτιά μου, υπογεγραμμένη από τον Κωστή Μαραβέγια. Περίπου 20 θέματα απαρτίζουν το άλμπουμ κι ένα προς ένα “γρατζουνάνε” κάθε εσωτερική πληγή μου, ενώ ταυτόχρονα αναδύεται μία αισιοδοξία κι ένα φως. Ας πάμε όμως στη σειρά. Καλά και τα δράματα και οι ιστορίες εποχής που κατακλύζουν τα τελευταία χρόνια την ελληνική τηλεόραση, όμως μια τέτοια σύγχρονη πρόταση ειδομένη μέσα από την φρέσκια ματιά ενός νέου και βραβευμένου σκηνοθέτη πραγματικά μάς είχε λείψει. Επιτέλους μια σειρά που αναφέρεται στη δική μας εποχή και “ακουμπά” σε όλα όσα εμείς ζούμε ως κοινωνία σήμερα. Με παρωπίδες ή μη. Μια ιστορία ενηλικίωσης, δοσμένη με απόλυτη ειλικρίνεια και τόση ησυχία που κάνει κρότο, και με κάθε σκοτεινή πτυχή της να έρχεται στο φως. Σύγχρονοι προβληματισμοί και αδιέξοδα, γλώσσα οικεία (αν και σε σημεία εκνευριστική), αυτή που μιλάς εσύ κι εγώ σήμερα στα social media, σε μια συνάντηση από κοντά με φίλους. Χαρακτήρες που έχουν βάθος, που αναγνωρίζεις σε εκείνους δικές σου σκοτεινές πλευρές, που νιώθεις σαν να θες να τους πάρεις αγκαλιά, δείχνοντάς τους την κατανόηση και αγάπη που τόσο έχουν ανάγκη. Κι όλα αυτά πλαισιωμένα με μια φοβερή κινηματογραφική αισθητική και φωτογραφία που σε καθηλώνει. Σε μια σημερινή τηλεόραση βαθιά οπισθοδρομική, που παριστάνει την σοβαροφανή αλλά είναι γεμάτη τοξικότητα και προάγει μόνο την αποβλάκωση, η νέα αυτή μίνι σειρά του Κεκάτου – πραγματική τέχνη – έρχεται σαν ένας φωτεινός υπερρεαλιστικός γαλαξίας που σε καλεί να αφεθείς, να ταξιδέψεις και να τον γνωρίσεις, εγκαταλείποντας για λίγο τον δικό σου μικρόκοσμο.
Ευδοκία Βαζούκη
Ρομάντζο χωρίς κλισέ. Κι όμως γίνεται. Οι «Περασμένες ζωές», η ταινία της Σελίν Σονγκ είναι μια υποδειγματική εκδοχή του είδους του αισθηματικού δράματος, που κανείς πίστευε ότι είχε εκπέσει τα τελευταία χρόνια σε σαχλές, γλυκανάλατες προσπάθειες. Κι όμως, η δική της ματιά απέναντι σε έναν ανεπίδοτο παιδικό έρωτα που ενηλικιώνεται μέσα από πληγές, είναι ένα τρυφερό αριστούργημα που φέρει τα ωραιότερα αρώματα των ταινιών του Γούντι Άλεν (ένα μεγάλο μέρος της είναι γυρισμένο στη Νέα Υόρκη, εξάλλου) και την ψύχραιμη αποτύπωση του σπουδαίου κορεάτικου σινεμά.
Η Σελίν Σονγκ είναι ΝοτιοΚορεάτισσα που, μαζί με την οικογένεια της – γονείς καλλιτέχνες – στα 12 της χρόνια μετακομίζει στον Καναδά για να κυνηγήσουν όλοι μαζί το όνειρο μια καλύτερης ζωής. Αυτό το προσωπικό βίωμα, η Σονγκ μοιράζεται στην οθόνη, κάνοντας το κινηματογραφικό ντεμπούτο της: Η ηρωίδα της, Νόρα Μουν σπουδάζει στα καλύτερα αμερικανικά πανεπιστήμια, έχει θέσει ως στόχο να γίνει επιτυχημένη συγγραφέας αλλά ένα κομμάτι της που έχει αφήσει πίσω – ο εφηβικός έρωτας για τον Χάε Σουνγκ – παραμένει ζωντανό. Τόσο που θα το συναντήσει σε διάφορες φάσεις της ενήλικης ζωής της και θα σταθεί καθοριστικό για την ωρίμανση και τη συναισθηματική χειραφέτηση της.
Η ποίηση, η συγκίνηση, το συναίσθημα που γεννιέται μέσα από την λιτή αλλά γειωμένη αφήγηση, ο έρωτας που αποτυπώνεται στα βλέμματα (ούτε καν στα λόγια), ο πολιτισμός της Ανατολής που αντιπαραβάλλεται με το κραταιό δυτικό όνειρο δημιουργούν μια υπέροχη αφηγηματική παρτιτούρα, που κατατάσσει τις «Περασμένες ζωές» ως μια από τις ωραιότερες και πιο ανθρώπινες ταινίες του 2023.
Στέλλα Χαραμή
Τι ήξερα για το Goodbye Lindita πριν βρεθώ στο Τσίλλερ του Εθνικού Θεάτρου για την απογευματινή παράσταση της Παρασκευής; Ήξερα ότι μιλά για το πένθος, ότι αποτελεί το πρωτότυπο έργο του Μάριου Μπανούσι, ενός σκηνοθέτη/δημιουργού μόλις 24 ετών, ότι είναι μία από τις πιο πολυσυζητημένες παραστάσεις της χρονιάς – και σύμφωνα με την κριτική της Στέλλας Χαραμή ένα “μικρό θαύμα πάνω στην απώλεια και το θάνατο” χωρίς κανένα απολύτως “πλην”.
Με αυτές τις σκέψεις στο μυαλό μου έκατσα στη θέση μου εκείνο το απόγευμα και καθώς περίμενα να ξεκινήσει η παράσταση, παρακολουθούσα τα σκηνικά: ένα μικρό δωμάτιο μιας “κλασικής” βαλκανικής οικογένειας, με όλα τα απαραίτητα: ένα παράθυρο, ενα τραπέζι, δυο καρέκλες, μία τηλεόραση που παίζει ασταμάτητα, μία συρταριέρα, ένα κρεβάτι, μία τεράστια εικόνα της Παναγίας με τον Χριστό στην αγκαλιά της. Σε αυτό το δωμάτιο, ο πόνος ήταν βουβός, αλλά διάχυτος. Το έβλεπες στις αυτοματοποιημένες κινήσεις της “αδερφής”, στην κούραση της “μάνας”, στο άβολο βλέμμα του “πατέρα”, που απέφευγε να αντιμετωπίσει τον θρήνο.
Όλα αυτά, στη σιωπή. Γιατί ο θάνατος δεν χωρά λόγια. Τι μπορείς να πεις για μία κατάσταση από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός; Ο,τι και να πεις δεν θα αλλάξουν τα πράγματα, και τα λόγια δεν έχουν πια καμία σημασία, γιατί αυτή είναι η ώρα του πόνου να εκφραστεί. Άλλοτε με μοιρολόγια και άλλοτε με ιεροτελεστίες, όπως εκείνη που τόσο περίτεχνα στήνει ο Μάριο Μπανούσι επί σκηνής – ιεροτελεστίες που σε φέρνουν πιο κοντά με το θείο, που σε κάνουν να νιώθεις ότι φρόντισες για τον απόντα, ακόμα κι αν αυτός δεν μπορεί να το νιώσει (εξάλλου όλα αυτά δεν προορίζονται για αυτόν που έφυγε, αλλά για εκείνους που έμειναν πίσω). Αυτό είναι το λιγότερο που μπορείς να κάνεις και το ξέρεις. Όταν εκπληρώσεις το “καθήκον” σου, θα βρεις ότι ακόμα πονάς – με έναν τρόπο που η Ευτυχία Στεφάνου σωματικοποιεί και ερμηνεύει συγκλονιστικά σε μία από τις πιο δυνατές στιγμές της παράστασης. Καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της επίπονης διαδικασίας, θα αναζητείς τη λύτρωση, όπως την αναζητούν και οι ήρωες, μπροστά σου.
Πώς λες “αντίο” σε ένα αγαπημένο πρόσωπο, λοιπόν; Αυτό ακόμα δεν το ξέρω, παρ’ ολο που νόμιζα ότι αυτό είναι ένα ένα από τα βασικά ερωτήματα του έργου. Νομίζω πως ξέρω, όμως, το “γιατί” λες αυτό το “αντίο”. Σύμφωνα με την περιγραφή της παράστασης “Στο Goodbye, Lindita ο αποχαιρετισμός είναι ένα τέλος και ταυτόχρονα μια νέα αρχή”. Και αυτό κατά κάποιον τρόπο με παρηγορεί.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Ξεκίνησαν ως ένας φόρος τιμής στις γυναίκες της γης Θεσσαλίας, τις αθόρυβες εργάτριες που σήκωσαν στην πλάτη και στην ψυχή τους τα βάρη ολόκληρου του κάμπου – τι ειρωνεία τώρα που ο κάμπος αυτός δεν υπάρχει πια. Η έρευνα και η σκηνοθεσία του Κωνσταντίνου Ντέλλα εστιάζουν στο δέσιμο των γυναικών με τη Γη – Φύση και πως αυτή αποτέλεσε φάρο παρηγοριάς για να υπομείνουν την αφόρητη ζωή τους από τα χωράφια έως το μεγάλωμα των παιδιών. Οι τοπικές παραδόσεις φιλτράρονται μέσα από την πραγματικότητα της πατριαρχικής κοινωνίας του 19ου και 20ου αιώνα, βασισμένες σε πραγματικές μαρτυρίες ηλικιωμένων γυναικών. Τρεις από αυτές, ανώνυμες, συνοψίζουν όλη τη γυναικεία εμπειρία και ζωντανεύουν επί σκηνής: Οι ηθοποιοί Μανούσος Γεωργόπουλος, Πλάτωνας Γιώργος Περλέρος, Γιάννης Σανιδάς – μεταμορφωμένοι σε παραμυθιακές γριές χάρη στις μάσκες της Μάρθας Φωκά και τα κοστούμια της Κωνσταντίνας Μαρδίκη – γίνονται φορείς μιας μη ειπωμένης, προφορικής ιστορίας που αναδύεται με τελετουργικό τρόπο.
Θα μπορούσε η παράσταση να μην έχει καταφέρει να υπερβεί το τοπικό όριο της Θεσσαλίας (περιόδευσε και στη Μακεδονία) γιατί οι ιδιωματισμοί και τα έθιμα που κοινωνούνται ακούγονται κάπως ανοίκεια στον άνθρωπο της πόλης. Ωστόσο – και παρά τα δραματουργικά προβλήματα – η παράσταση πετυχαίνει να υπογραμμίσει την αξία της μνήμης, την αξία της ρίζας με τρόπο, ειδικά προς το φινάλε, προσωπικό και συγκινητικό. Ενδιαφέρον, συνολικά, το εγχείρημα, χάρη και στους τρεις νέους ερμηνευτές με αξιοσημείωτες δυνατότητες.
Στέλλα Χαραμή
Βραδάκι Πέμπτης και βρέθηκα στα σοκάκια της οδού Κυψέλης για να παρακολουθήσω το Sexy Laundry της Μισέλ Ριλμ στο θέατρο Κάππα. Το έργο αποτελεί μια εντελώς αντικειμενική αναπαράσταση μιας πραγματικής συνθήκης μεταξύ δύο ανθρώπων, των οποίων η ερωτική ζωή, αλλά και η ουσιαστική επικοινωνία και συντροφικότητα έχουν ξεθωριάσει. Έτσι, λοιπόν, η Alice, μετά από αλλεπάλληλες διακριτικές προσπάθειες, παίρνει την κατάσταση στα χέρια της και αποφασίζει να αναζωπυρώσει τη χαμένη φλόγα, σε ένα πολυτελές δωμάτιο ξενοδοχείου και κυρίως με ένα εγχειρίδιο ονόματι «Σεξ για αρχάριους». Μετά από πολλές δοκιμασίες, ασκήσεις, μια τυφλόμυγα, μια κοκκινοσκουφίτσα κι έναν ανυποψίαστο λύκο, το ζευγάρι συνειδητοποιεί πως δεν χρειάζεται κάτι τόσο ιδιαίτερο και καινοτόμο για να ξαναθυμηθεί τους λόγους που τους ενώνουν.
Ο Σπύρος Παπαδόπουλος πλάι στη Ρένια Λουιζίδου, με μια φοβερή χημεία επί σκηνής αποδεικνύουν αν τελικά το να βγαίνεις από την ζώνη ασφαλείας σου σε μια σχέση – πόσο μάλλον σε έναν πολυετή γάμο, είναι η συνταγή της επιτυχίας. Η όλο τσαχπινιά και μπρίο Λουιζίδου, φέρνει την Alice στα μέτρα της και μάς χαρίζει μια ξεκαρδιστική ερμηνεία. Ταυτόχρονα, μάς προβληματίζει ελαφρώς θίγοντας πληγές που ταλανίζουν το μυαλό ουκ ολίγων γυναικών, όπως οι ορμονικές και σωματικές αλλαγές, η εξέλιξη του εαυτού που γίνεται ερήμην μας. Από την άλλη, ο συμπρωταγωνιστής της, Σπύρος Παπαδόπουλος, πιο απλός και χαλαρός (μέχρι να δει πόσο τον χρεώνουν), αντικατοπτρίζει στο έπακρο, τον μέσο 50άρη άντρα που δεν βγάζει άκρη με την δυναμική σύζυγό του, αγαπάει το συνηθισμένο και απεχθάνεται την αλλαγή. Ένα «Τι έγινε ρε παιδιά» πάντως, η αξέχαστη ατάκα από την εποχή των Απαράδεκτων, ταίριαζε σε πολλές περιπτώσεις, όπου ο Λάρυ έμενε άφωνος, μη μπορώντας να βρει το δίκιο του.
Οι διάλογοι μάς έφερναν δάκρυα γέλιου, ενώ αποτύπωσαν επακριβώς κάθε πιθανή διαφωνία και αφορμή για καβγά. Αν με ρωτάτε τι μου έμεινε, ήταν εκεί που το έργο άρχιζε να κάνει μια διακριτική «κοιλίτσα», και ο Σπύρος Παπαδόπουλος άρχιζε να χορεύει σε ποπ/ροκ ρυθμούς, φέρνοντας στο μυαλό μου το γνωστό meme. Αξέχαστο.
Ειρήνη Δεμιτζάκη
Η περασμένη Κυριακή μάς βρήκε να περιπλανιόμαστε στον ονειρικό κόσμο του Σαίξπηρ μέσα από την οπτική του Γιάννη Κακλεα. Σ’ έναν μαύρο κενό χώρο στο υπόγειο του Θεάτρου Τέχνης ανεβαίνει η παράσταση «Δωδέκατη Νύχτα» μια κωμωδία παρεξηγήσεων που θίγει ζητήματα όπως αυτά της σεξουαλικής ταυτότητας και της ρευστότητας των φύλων που τόσο έντονα απασχολούν στην εποχή μας. Σ’ αυτή την κωμωδία που ακροβατεί μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, που μιλά για την δύναμη, τα πάθη και την τρέλα του έρωτα, όλα τα προβλήματα φωτίζονται με ιδανικό τρόπο μέσα από την παραμικρή λεπτομέρεια έως την αυθεντική αισθητική της παράστασης.
Τα εντυπωσιακά κουστούμια της Ηλενιας Δουλαδίρη αναδεικνύονται μαγικά μέσα στο μαύρο κενό σκηνικό που φωτίζεται περίτεχνα με τους φωτισμούς της Στέλλας Κάλτσου. Η «κλαμπίστικη» αισθητική που ακροβατεί από queer και Drag Show χαρακτηριστικά αναδεικνύει τον χαρακτήρα της παράστασης που εστιάζει ιδιαίτερα στο κοινωνικό κομμάτι του έργου. Αναδεικνύει περίτεχνα την δυσφορία που μπορεί να αισθάνεται ένας άνθρωπος παγιδευμένος σε λάθος σώμα. Το κωμικό στοιχείο έρχεται σε δεύτερη μοίρα, ωστόσο με αρκετές δόσεις γέλιου. Οι ερμηνείες των ηθοποιών εξαιρετικές τόσο, που τις «κουβαλάς» μαζί σου και μετά το τέλος της παράστασης!
Βασιλική Αγγελούδη
Την εβδομάδα που μάς πέρασε παρακολούθησαν την παράσταση της ομάδας 812:Coal Theatre Company, «Κωσταλέξι», στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων – Λευτέρης Βογιατζής, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μωραΐτη. Αφορά τη συγκλονιστική ιστορία της Ελένης Καρυώτη η οποία για 29 χρόνια βρισκόταν έγκλειστη από τα αδέρφια της, στο υπόγειο του σπιτιού τους, στο χωριό Κωσταλέξι της Φθιώτιδας. Για την υπόθεση αυτή, η οποία όσο περνάνε τα χρόνια αποκτά τις διαστάσεις ενός «φολκλορικού μύθου», πολλά έχουν ειπωθεί και πολλά έχουν ακουστεί, ποτέ όμως από την οπτική του ανθρώπου που μετράει περισσότερο, της ίδιας της Ελένης. Το κείμενο της παράστασης από τους Κωνσταντίνο Μωραΐτη, Έλενα Τριανταφυλλοπούλου και Άρτεμης Ψιλοπούλου, μέσα από ένα παιχνίδι με τη μνήμη, μια σύγκρουση του «εγώ» και του «εσείς», προσπαθεί να ανασυνθέσει εκείνα τα κομμάτια της ιστορίας που λείπουν. Να μάς γνωρίσει την Ελένη, να της δώσει πίσω τη «φωνή» που η βαρβαρότητα του κόσμου της στέρησε. Και παράλληλα να μάς αφηγηθεί στιγμιότυπα ενός «βίου – αβίωτου», δείχνοντας με το δάχτυλο προς εμάς, την ίδια την κοινωνία που εξακολουθεί να διαιωνίζει την αδικία με τα βέλη της φαρέτρας της έτοιμα να σημαδέψουν τις/τους «Ελένες» αυτού του κόσμου. Η βία, η προδοσία των οικογενειακών δεσμών, η έλλειψη αγάπης, κατανόησης, συμπόνιας, το στίγμα της ψυχικής ασθένειας, η αδιαφορία, η σιωπή, η συγκάλυψη, η συνενοχή κάνουν την εμφάνιση τους πίσω από το «ειδυλλιακό προσωπείο» της ελληνικής επαρχίας, πίσω από το ψέμα ενός «αυθεντικού» και «αγνού» τρόπου ζωής, για να αποκαλύψουν την πραγματική ασχήμια, αυτή που «φωλιάζει» στις καρδιές των ανθρώπων. Η κοινωνία «ψυχορραγεί» αργά και βασανιστικά όπως και η ζωή της Ελένης Καρυώτη που πλάσθηκε, ερήμην της, με υλικά τη σκληρότητα και τη «δυστυχία» των άλλων, έως ότου δεν απέμεινε παρά μόνο ένα καχεκτικό, κυρτό πλάσμα, μια «σκιά» που αναπνέει μηχανικά χωρίς να ζει. Όχι, όμως, στη σκηνή της Οδού Κυκλάδων. Εκεί η Ελένη θα μάς κοιτάξει με βλέμμα γεμάτο από «δριμύ κατηγορώ», θα θελήσει η φωτιά που καίει μέσα της να εξαπλωθεί και να κάψει κάθε τι «σάπιο». Θα πενθήσει για τη χαμένη ζωή της όπως κανένας δεν το έκανε ποτέ για λογαριασμό της.
Η ομάδα 812:Coal Theatre Company και ο Κωνσταντίνος Μωραΐτης με προσεκτικά σχεδιασμένα λιτά σκηνικά μέσα και την καθηλωτική δύναμη του λόγου έστησαν, επί σκηνής, ένα σύμπαν γεμάτο αλληγορίες, συμβολισμούς και πικρές αλήθειες, με τον σεβασμό και την ευαισθησία που αρμόζει σε ένα τέτοιο θέμα, με σκηνικά που οπτικοποιούν τα συντρίμμια μιας ψυχής και ενός σώματος που φέρει τις πληγές όλης της ανθρωπότητας, με μουσική που άλλοτε μέσα από μια «ειρωνική αντίθεση» υπογραμμίζει τον αποκρουστικό κόσμο στον οποίο ζούμε και άλλοτε αποτελεί την ηχώ των ονείρων που δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ, με κοστούμια που μάς υπενθυμίζουν πως όλα αυτά είναι μια κατασκευή. Πως δεν έχουμε έρθει εδώ για να αναπαραστήσουμε πειστικά ένα «τραύμα», αλλά μέσα από τη λυτρωτική εμπειρία της τέχνης να δικαιώσουμε μια πληγωμένη ύπαρξη. Με τις ερμηνείες και τη σκηνική παρουσία της Άλκηστης Νικολαΐδη, Ζωγραφιάς Μεντεσίδου, Κωνσταντίνου Μωραΐτη -σαν σε αποστολή- να γίνονται το «όχημα» μιας τέτοιας αργοπορημένης δικαίωσης.
Αριστούλα Ζαχαρίου