Bella Ciao#3: Οικογενειακές Ιστορίες
To Bella Ciao τριγυρίζει στην πόλη και αφουγκράζεται τον παλμό της, τρυπώνει σε εκθέσεις, βλέπει παραστάσεις και καταγράφει σκόρπια τις σκέψεις του σ’ ένα διαφορετικό ημερολόγιο.
Ακούγοντας κι εγώ τη συμβουλή του γιατρού «Bella πρέπει να περπατάς κι όχι μόνο να τρως» αλλά και επιμένοντας σε μια συνήθεια, κατάλοιπο της καραντίνας όπου έβγαζα τη γάτα μου βόλτα (Κατρίν Ντενέβ -επιρροές από την γαλλική μου παιδεία στον κινηματογράφο) ανηφόρισα τη Σταδίου, χωρίς τη γάτα απόψε, κατέληξα στην Πλατεία Καρύτση. Και εκεί έκατσα να ξαποστάσω στα πέτρινα πεζούλια του Αγίου Γεωργίου -μεγάλη η χάρη του, έκανα και το σταυρό μου, βοήθειά μου- οι νερατζιές στον περίβολο, είναι δεν είναι ανθισμένες, με κάποιον τρόπο μου υπενθυμίζουν την παρουσία τους γεμίζοντας τα ρουθούνια μου αρώματα και τον ουρανίσκο μου γλυκό του κουταλιού νεράντζι.
Άλλο και τούτο σκέφτηκα, αναθάρρηνα, σήκωσα το κεφάλι με αξιοπρέπεια και ήρθα αντιμέτωπ@ με τη φρεσκάδα των νέων που κάθονταν στα μπαρ απέναντι, κάπου ανάμεσά τους έψαχνα να βρω εμένα και τη χαμένη μου νιότη εκεί κοντά στο 2000, θυμάμαι τότε ήταν και για εμένα εκεί το στέκι μου, η πλατεία Καρύτση περνά μια δεύτερη νιότη σκέφτηκα,πέρασε η περίοδος παρακμής, με το κοινό να την επιλέγει ως άλλο ένα μέρος της πόλης για διασκέδαση.
Στη γωνία απέναντι ο Φιλολογικός σύλλογος Παρνασσός όπου κατά καιρούς έχω παρακολουθήσει καλλιτεχνικές εκδηλώσεις που σκοπό έχουν την πνευματική και κοινωνική βελτίωση των Αθηναίων. Τι να κάνει και ο σύλλογος θα μου πεις αν δεν το ‘χεις.
Αναρωτιέμαι, ενώ εσύ φεύγεις από το χωριό, πόσο εύκολο είναι να φύγει το χωριό από εσένα, αυτοσαρκάζομαι, μαλώνοντας τον εαυτό μου ως ψωνισμένη ψωνάρα, με αυτά και με τα άλλα το σκοτάδι πέφτει, τα φώτα ανάβουν και μαζί φωτίζεται το δεύτερο πιο ιστορικό θέατρο της Αθήνας μετά το Εθνικό Θέατρο (άλλοτε Βασιλικό διαβάζω στο google), με μια ιστορία κοντά 87 χρόνων, το θέατρο Μουσούρη, του Κώστα Μουσούρη.
Έχρισε πρωταγωνίστριες την Αλίκη Βουγιουκλάκη, την Τζένη Καρέζη, φιλοξένησε και άλλα μεγάλα ονόματα της ελληνικής θεατρικής σκηνής όπως τις Μαίρη Αρώνη, Αντιγόνη Βαλάκου, Τζένη Ρουσσέα, Βάσω Μανωλίδη. Για χρόνια δε, εκεί είχε στέγη το εκρηκτικό ζευγάρι Ελλη Λαμπέτη -Δημήτρη Χορν, με την Έλλη να γράφει για τον Κώστα Μουσούρη, παραποιώντας λίγο τα λόγια από ένα παλιό γνωστό τραγούδι, «Χρόνια αλησμόνητα, ευτυχισμένα, τα χρόνια που έζησα κοντά σε σένα»…
Και ενώ το κινητό μου υπενθυμίζει ότι η μπαταρία πεθαίνει, το τρίτο κουδούνι με επαναφέρει χωρίς να το σκεφτώ και χωρίς να ξέρω τι πάω να δω, βρέθηκα να κάθομαι σε ένα από εκείνα τα κόκκινα καθίσματα, με τα φώτα να σβήνουν και έξι άνθρωποι να ανεβαίνουν στη σκηνή, άρχισα να τους παρατηρώ με προσοχή.
Αντιλαμβάνομαι ότι είναι οικογένεια (η οικογένεια Μπλέικ) και ότι οι διάλογοι ακροβατούν μεταξύ γέλιου και θλίψης, οι παύσεις και το μουσικό χαλί που έχει επιβάλει η σκηνοθετική κατεύθυνση σου υπενθυμίζουν ότι εδώ έτσι είναι ή πρέπει να είναι γιατί το λέω εγώ, μασημένη τροφή, κάτι τόσο μα τόσο κατανοητό, γίνεται τόσο εκκωφαντικό.
Οικογενειακό δράμα λέει, για το δυτικό πολιτισμό γιατί για τον υπόλοιπο κόσμο χέστηκε η φοράδα στ’αλώνι, συσσωρευμένα βάσανα μιας οικογένειας από το Σκράντον της Πενσυλβάνια, την ημέρα των Ευχαριστιών στη Νέα Υόρκη, ουφ και ποιον τον νοιάζει, αν για καλή ή κακή σου τύχη έχεις φάει το σκατό μαζί με τις οικογένειες μεταναστών στο κέντρο της Αθήνας.
Η ανησυχία των δυο γονέων που οι κόρες τους αντί για την ασφάλεια της γενέτειράς τους, της θρησκείας και της οικογένειας, επαναστατούν και πηγαίνουν να ζήσουν στη Φιλαδέλφεια και στη Νέα Υόρκη πολύ κοντά στο Σημείο Μηδέν, τους παραλύει.
Τσουτσούριασα και βομβαρδίζομαι από τις αγωνίες της φτώχειας, της κριτικής, της αρρώστιας, της απώλειας, της αγάπης, το φόβο των γηρατειών και φυσικά το φόβο του θανάτου.
Το έργο δεν δίνει λύση, δεν έχει κορύφωση, γιατί κατά πως λέει ο ίδιος ο συγγραφέας Stephen Karam, αυτό που τον κάνει περήφανο είναι «ότι προσφέρει ένα είδος παρηγοριάς με τον τρόπο που αυτοί οι άνθρωποι βρίσκουν στήριγμα ο ένας στον άλλον, ακόμα και όταν πατάει ο ένας τον κάλλο του άλλου». Το παιχνίδι έγκειται στο ποιος πατάει τον κάλλο ποιανού.
Έψαξα στη Βικιπαίδεια να μάθω περισσότερα πράγματα για το σκηνοθέτη, με χαρά διαβάζω ότι τελείωσε το Κολλέγιο Αθηνών και πήρε μέρος σε σχολικές εκδηλώσεις όπως κι εγώ, απόφοιτος του Εθνικού όχι όπως εγώ, εμφανίσεις στο θέατρο όχι όπως εγώ, με μεγάλη καριέρα στην τηλεόραση και πολλούς φανς όχι οπως εγώ.
Η σκηνοθεσία βασίζεται κατά πως φαίνεται πάνω στις οδηγίες που έγραφε στις σημειώσεις του ο ίδιος ο συγγραφέας κάπως σαν την δικιά μας Μαντάμ Μπλάνς, την καθηγήτρια εικαστικών που είχε αναλάβει και τη θεατρική ομάδα στη Jeanne d’Arc που πήγαινα -κι έλεγα τι μου θυμίζει τι μου θυμίζει-.
Εδώ όμως έχουμε τη Μάμα που κουβαλάει μαζί της όλο το φυσικό χρόνο της ζωής, τα ατελείωτα χιλιόμετρα εμπειρίας, με αποτέλεσμα να ταυτιστείς μαζί της χωρίς προσπάθεια, να νιώσεις αγάπη, θαλπωρή. Την Ντίντρι, ευκολάκι, αβίαστα να ξεδιπλώνει το ρόλο παίζοντας μπάλα μόνη της. Τον Ριτσαρντ που δε χρειαζόταν να κάνει τίποτα για να νιώσουμε ότι έζησε, ζει και θα ζήσει χωρίς κανένα παρωχημένο σχέδιο υποκριτικής, ένας δεύτερος ρόλος έφτασε στη τελευταία σειρά σαν αεράκι χωρίς εμπόδια δροσίζοντας το είναι μας.
Η Μπρίτζετ, αν η υπερβολή στην κίνηση δήλωνε αμηχανία για τους επισκέπτες, αν το μπες βγες από την χαρά στη απόγνωση, ήταν ο ρόλος, δε λέω καλά μπορεί να το έκανε, γιατί της ζητήθηκε φαντάζομαι για να μας πείσει,
εμένα με άγχωσε χωρίς λόγο και αιτία, για την δική της σωματική υγεία και ακεραιότητα, πάντως να πορευτώ μαζί της, να νιώσω ενσυναίσθηση, μπα…
Η Ειμι αχ η Ειμι, με αυθεντική, ενδυματολογική προσέγγιση γιάπικης κουλτουροκουλτούρας, λεσβίας. Δε λέω ταυτίστηκα με το χέσιμο, μπες βγες στην τουαλέτα, αλλά αυτό έχει να κάνει με μένα, χρόνια ψυχοθεραπεία λόγω της αρρωστοφοβίας μου, σωσμό δεν έχω, αφού λίγο έλειψε να τα κάνω κι εγώ πάνω μου.
Ηρθε η στιγμή να ξεδιπλωθεί το φινάλε με το ατάλαντο ταλέντο του Έρικ, όπου κι αν τον έχω δει είναι ίδιος ένα πράγμα, από το πουθενά στην απόλυτη ησυχία, ο ηθοποιός ναρκισσιστικά προσπαθεί να μας πείσει ότι παίζει ίσως το σπουδαιότερο ρόλο της καριέρας του…
Θα πέσουν κάτι τετζερέδια, μην τρομάξετε όπως η διπλανή μου που την είχε πάρει ο ύπνος, έχουν χαμηλώσει τα φώτα, η μουσική ενισχύει το τσουτσούριασμα της τρίχας, μέχρι και οι ρώγες μου σκιάχτηκαν κάτι σαν θρίλερ ένα πράγμα. Ο ηθοποιός κάνει τα αδύνατα δυνατά να μας πετάξει κλοτσηδόν από τη συνθήκη και ως δια μαγείας κλείνει η πόρτα, η διπλανή ξαναπετάγεται τρομαγμένη από το βαθύ ύπνο κι εγώ ακούω το Χρόνη Εξαρχάκο να φωνάζει “Βαγγέλη!!! μπααμ!!!”
Το γέλιο μου εξατμίζεται στο χειροκρότημα
Καλά περάσαμε κι απόψε…