MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΤΡΙΤΗ
05
ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΠΗΓΑΜΕ / ΕΙΔΑΜΕ

Hot or Not #89: Όσα μας άρεσαν και όσα μας «χάλασαν» αυτή την εβδομάδα

Η ομάδα του Monopoli κάνει έναν απολογισμό της εβδομάδας που πέρασε και συγκεντρώνει όλα όσα της τράβηξαν το ενδιαφέρον.

Monopoli Team | 19.11.2023

Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!

(+) Κάτι που μάς άρεσε

(+) Γοητευτικός «Πλατόνωφ» στο «Θησείον»

Θα πρέπει να γυρίσω το χρόνο κοντά δέκα χρόνια πίσω στον «Πλατόνωφ» που σκηνοθέτησε με υψηλές αξιώσεις ο Ένκε Φεζολάρι – τότε για τη νεότευκτη σκηνή του Cartel – για να θυμηθώ την τελευταία εξαίρεση «επιζήσαντα» σκηνοθέτη από το παρθενικό έργο του Τσέχωφ. Να που σε αυτήν, προστίθεται η περίπτωση της Δανάης Σπηλιώτη, στη φετινή της προσέγγιση στο δύσκολο – και αν μας επιτρέπεται να πούμε το πιο ‘ανοικονόμητο’ έργο – καθότι δημιούργημα του μετεφηβικού του ενθουσιασμού του. Κι όμως, στην γενναία διασκευή της Σπηλιώτη και την διεισδυτική σκηνοθεσία της, γίνεται μεγάλη πύκνωση του υλικού, οι ήρωες διατηρούν το σχήμα τους με πρώτο τον Πλατόνωφ, «τον πιο αντιπροσωπευτικό ήρωα της σημερινής αβεβαιότητας» και όλα τα μοτίβα ανθρωπότυπων που απασχολούν τον Τσέχωφ είναι εκεί ευκρινή, να αναγγέλλουν τα επόμενα αριστουργήματα του: Ξεπεσμένοι αριστοκράτες που θρυμματίζονται στην έλευση μιας νέας εποχής ή στο βάλτο της μοναξιάς τους, πρόσωπα με όνειρα και φιλοδοξίες που έμειναν στάσιμοι σε μιαν καθημερινή ασημαντότητα, έρωτες που θυσιάστηκαν για το τίποτα, γοητευτικοί κυνικοί κήρυκες της γνώσης. Ανάμεσα στα ελάχιστα υπαινικτικά σκηνικά αντικείμενα – αλλά και τα πολυφορεμένα φερ φορζέ στις θεατροποιήσεις Τσέχωφ – και μέσα από τους ατμοσφαιρικούς φωτισμούς προβάλλουν με διαύγεια τα κουρασμένα πρόσωπα και οι, μεταξύ τους, συγκρούσεις. Ο θίασος διαθέτει ερμηνευτική συνοχή και όλοι συμβάλλουν στο καλό αποτέλεσμα (Νίκη Βακάλη, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Στέλιος Θεοδώρου, Κωστής Καλλιβρετάκης, Κλεοπάτρα Μάρκου, Κατερίνα Νταλιάνη, Ντίνος Ποντικόπουλος, Αντώνης Χρήστου) αλλά στο πρόσωπο της Κλεοπάτρας Μάρκου (στο ρόλο της Άννας Πετρόβνα) αναζωπυρώνεται μια γνήσια τσεχωφική περσόνα που καίγεται από ανεκπλήρωτες επιθυμίες.
Στέλλα Χαραμή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΘεατής: «Σεβάς Χανούμ» στο Θέατρο Σημείο12.09.2018

(+) Μανάδες δολοφονημένων κοριτσιών εξομολογούνται

@Πάτροκλος Σκαφιδάς.

Η προβολή στο φινάλε της παράστασης «Pieta», εστιάζει στα πρόσωπα των μητέρων που θρήνησαν τις κόρες τους, ούσες δολοφονημένες από αδίστακτους άνδρες. Πέντε θύματα γυναικοκτονιών, προβεβλημένα κατ’ επανάληψη από τα Μέσα Ενημέρωσης-  η Ελένη Τοπαλούδη, η Ερατώ Μανωλακέλη, η Ντόρα Ζαχαριά, η Γαρυφαλλιά Ψαράκου και η Σοφία Σαββίδου – ζωντανεύουν σαν σκιές μέσα από τις αναμνήσεις των μανάδων τους. Κι είναι αυτό το κινηματογραφημένο βλέμμα τους, η πιο βαθιά στιγμή της παράστασης – ντοκιμαντέρ που ερεύνησε και σκηνοθέτησε η Μάρθα Μπουζιούρη, ονομάζοντας την «Pieta». Ένα βλέμμα αμήχανο μπροστά στην τέχνη, μα τόσο αδιανόητα πονεμένο που συνοψίζει  το θάρρος αυτών των γυναικών να κρατήσουν τη μνήμη των παιδιών τους ζωντανή, να κρατήσουν το κουράγιο τους στην επιφάνεια και περισσότερο να μην σωπάσουν για τα επόμενα κορίτσια που θα κινδυνεύσουν. Δεν θα σταθώ στις ατέλειες αυτής της προσπάθειας γιατί είναι πιο σπουδαία η ίδια η χειρονομία, το θέατρο ως βήμα κοινωνικής ενδυνάμωσης, παρά η αναζήτηση των αψεγάδιαστων παραστάσεων που δεν μας σημαδεύουν τη σκέψη. Σ’ αυτό το επώδυνο σκηνικό εγχείρημα ανάμεσα στη λήθη και στο βίωμα, στο θάνατο και στη ζωή, πότε ως μανάδες και πότε ως κόρες παραδέρνουν με συνέπεια και ειλικρίνεια τέσσερις ηθοποιοί: Ελίνα Ρίζου, Μαρία Μοσχούρη, Νικολίτσα Αγγελακοπούλου, Μαριάνθη Παντελοπούλου. Η παράσταση μόλις ολοκλήρωσε τον πρώτο προγραμματισμένο κύκλο της στο Θέατρο Νέου Κόσμου αλλά σηματοδοτεί την πρώτη προσπάθεια αφομοίωσης μιας τραγικής πραγματικότητας σε θεατρικό γεγονός, χωρίς φεμινιστικές κορώνες. Γι’ αυτό και θα είχε αξία να επαναληφθεί.
Στέλλα Χαραμή

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑBella Ciao#3: Οικογενειακές Ιστορίες12.09.2018

(+) Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε: Ένα διαμαντάκι στο Netflix

Κυριακή απόγευμα και η καθιερωμένη συνήθεια του “Netflix and Chill” έχει γίνει πια λατρεία, παρέα με μια ζεστή κούπα καφέ. Το ψάξιμο δεν ήταν χρονοβόρο όπως άλλες φορές αφού αυτή η μίνι σειρά διαμαντάκι με μόνο τέσσερα επεισόδια ήδη βρίσκεται στο Top 10. Το βραβευμένο βιβλίο με Πούλιτζερ «Όλο το φως που δεν μπορούμε να δούμε» του Anthony Doerr μεταφέρθηκε στην μικρή οθόνη και δίνει μια πνοή αισιοδοξίας. Από την σκηνοθεσία του Σον Λέβι, το σενάριο του Στίβεν Νάιτ και την εξαιρετική φωτογραφία και μουσική μέχρι τις καθηλωτικές ερμηνείες των ηθοποιών η σειρά δικαίως βρίσκεται στο Top 10 και μάλιστα μάς δίνει το τυράκι για να διαβάσουμε και το βιβλίο. Η σειρά ακολουθεί την ιστορία της Μαρί Λορ (Άρια Μία Λομπέρτι), ενός τυφλού κοριτσιού από τη Γαλλία και του πατέρα της, Ντανιέλ Λεπλάν (Μαρκ Ραφάλο), οι οποίοι αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το Παρίσι όταν αυτό πέφτει τα χέρια των Γερμανών. Ένα θρυλικό διαμάντι που βρίσκεται στην κατοχή του πατέρα της Μαρί, προκειμένου να μην πέσει στα χέρια των Ναζί, θα γίνει η αφορμή της καταδίωξης τους από έναν ανελέητα σκληρό αξιωματικό της Γκεστάπο. Σύντομα οι δυο τους βρίσκουν καταφύγιο στο Σεν Μαλό όπου διαμένουν με τον απομονωμένο θείο Ετιέν Λεπλάν (Χιου Λώρι) που εκπέμπει παράνομα ραδιοφωνικές εκπομπές ως μέλος της αντίστασης. Παράλληλα εξελίσσεται στην Γερμάνια και η ιστορία του ορφανού Βέρνερ (Λούι Χόφμαν) ενός πανέξυπνου εφήβου που στρατολογήθηκε από το καθεστώς του Χίτλερ για να εντοπίζει παράνομες εκπομπές. Αυτός και η Μαρί Λορ συνδέονται με έναν κρυφό δεσμό καθώς και με την πίστη τους για ανθρωπιά και ελπίδα. Το μόνο που με “χάλασε” ήταν το τέλος της ιστορίας – spoiler όμως δεν κάνω – που μένεις μ’ ένα κενό αλλά εάν είσαι λάτρης του δράματος εποχής όπως εγώ τότε σίγουρα είναι ένα “must watch”.
Βασιλική Αγγελούδη

(+) New Blue Sun: Ο πρώτος solo δίσκος του Andre 3000 ήταν όσο ανατρεπτικός όσο (δεν) περίμενα

Από τη διάλυση των Outkast το 2006, περιμένουμε να έρθει αυτή η στιγμή – η στιγμή δηλαδή που ο Andre 3000 θα μας έδινε μια ολοκληρωμένη solo δισκογραφική δουλειά. Τα τελευταία 17 χρόνια, είχε κυκλοφορήσει μερικά singles, όπως το Life of the Party με τον Kanye West το 2021, ενώ πού και πού έκανε εμφανίσεις – έκπληξη σε κομμάτια άλλων καλλιτεχνών, όπως της Beyonce, του Frank Ocean, του Drake. Νομίζω οι περισσότεροι το είχαμε συνηθίσει, είχαμε αποδεχτεί ότι δεν θα ακούσουμε ξανά δίσκο από τον αγαπημένο μας καλλιτέχνη. Όταν λοιπόν μέσα στην εβδομάδα έγινε γνωστό ότι ο Andre 3000 θα κυκλοφορούσε νέο δίσκο – τον πρώτο solo της καριέρας του – μπορώ να πω πως ενθουσιάστηκα. Όταν διάβασα ότι θα είναι ένα εξ ολοκλήρου instrumental album (και έχοντας παρακολουθήσει στα social media την εμμονή του με το φλάουτο) ήξερα τι με περιμένει. Την Παρασκευή, λοιπόν, που κυκλοφόρησε και επισήμως το New Blue Sun, έτρεξα να το ακούσω. Ο τίτλος του πρώτου κομματιού; “I swear, I Really Wanted To Make A ‘Rap’ Album But This Is Literally The Way The Wind Blew Me This Time” (Το ορκίζομαι, ήθελα πολύ να κάνω ένα ραπ άλμπουμ, αλλά κυριολεκτικά αυτός είναι ο τρόπος που με φύσηξε ο άνεμος αυτή τη φορά). “Οκέι Andre, αποδέχομαι την σχεδόν – συγγνώμη σου” σκέφτηκα και έβαλα τα ακουστικά μου, για να ακούσω τι είχε ετοιμάσει αυτή τη φορά. Αυτό λοιπόν που άκουσα είναι τον Andre 3000 να παίζει φλάουτο  – πολύ φλάουτο (όπως διάβασα contrabass flute, Mayan flute, bamboo flute). Δεν θα πω ψέματα, θα προτιμούσα έναν δίσκο γεμάτο από τους πάντα ευρηματικούς στίχους του, αλλά αν έλεγα ότι δεν απόλαυσα κάθε ένα από τα 87 λεπτά αυτού του δίσκου, θα ήμουν άδικη. Νιώθω τυχερή που έχω την ευκαιρία να είμαι εδώ για κάθε νέο πειραματισμό αυτού του πάντα πρωτοποριακού καλλιτέχνη – και αν ο επόμενος πειραματισμός του είναι πιο πλούσιος στιχουργικά, θα είμαι εδώ γι’ αυτό.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου 

(+) «Τα τελευταία φεγγάρια» στο Θέατρο Coronet

Φωτογραφία: Αγγελική Κοκκοβέ

«Είναι ο κόσμος που σιγά-σιγά εξαφανίζεται… Πρώτα οι άνθρωποι… Μετά οι ιδέες… Μένουν μόνο οι μνήμες», η συνταρακτική αυτή φράση, ειπωμένη από τον ήρωα του Furio Bordon, έναν ηλικιωμένο άντρα που ετοιμάζεται να φύγει από το σπίτι του γιού του για να ζήσει σε έναν οίκο ευγηρίας, δεν με «άφηνε» σε ησυχία  καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης «Τα Τελευταία Φεγγάρια», που παρουσιάζεται, στο Θέατρο Coronet, σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ. Τον άντρα αυτόν -ο οποίος σκοπίμως δεν έχει όνομα- υποδύεται ο σπουδαίος ηθοποιός Στέφανος Κυριακίδης, σε μια στιβαρή ερμηνεία, «παλαιάς σχολής», που κάνει ορατό και διερευνά, με συναισθηματική ένταση και καθαρότητα, εκείνο το κομμάτι του κύκλου της ζωής που οι άνθρωποι, είτε οδηγούμενοι από φόβο είτε από ματαιοδοξία, προσπαθούμε να αγνοούμε.

Ο ήρωας του ζει με τα «φαντάσματα» του, κυρίως με εκείνο της γυναίκας του, που έφυγε νωρίς (Μαρία Παπαφωτίου), «κουβαλάει» μέσα του τη «θαλπωρή» και το «τραύμα» των αναμνήσεων του, οι λέξεις για όσα αισθάνεται και όσα επιθυμεί δεν καταφέρνουν να βγουν από το στόμα του, σαν ο ίδιος να μην πιστεύει πως, πλέον, έχει το δικαίωμα να αισθάνεται και να επιθυμεί. Ο «σκληρός» ρεαλισμός του μετατρέπεται συνάμα, από περηφάνεια και πείσμα, σε ασπίδα και όπλο με το οποίο προσπαθεί να πληγώσει τον εαυτό του πριν το κάνουν οι άλλοι για εκείνον. Και κυρίως ο γιός του (Δημήτρης Λιακόπουλος). Ο μεγαλύτερος εχθρός του, εκείνος ο «άγνωστος» που τον κοιτάζει από τον καθρέφτη, σαν να τον βασανίζει. Το «βασίλειο» του θανάτου τον φοβίζει, όπως τον φοβίζουν και οι μέρες/μήνες -ποιος ξέρει- πριν εισέλθει σε αυτό. Το προσωπείο της γενναιότητας που φορά τόσο απέναντι στους υπόλοιπους ήρωες, όσο και σε εμάς τους θεατές, μάς αποκαλύπτει τις «πληγές» που κρύβονται πίσω από τις ρωγμές του. Η αίσθηση θυμού, μοναξιάς, η κούραση, η μελαγχολία γίνονται το «δριμύ κατηγορώ» του προς όλους μας. Το «αόρατο», λοιπόν, γίνεται ορατό, εμείς μπαίνουμε σε σκέψεις για το πόσο «συγκεκαλλυμένος» ηλικιακός ρατσισμός μπορεί να κρύβεται πίσω και από τις πιο απλές καθημερινές πράξεις μας, για τις φορές που αποφύγαμε από δειλία να κάνουμε εκείνες τις επώδυνες συζητήσεις που μάς «τρώνε» από μέσα, για τα «σ’ αγαπώ», τα «μείνε», τα «θέλω να μείνω» που δεν είπαμε στους ανθρώπους γύρω μας.
Αριστούλα Ζαχαρίου

(-) Και κάτι που δεν μάς άρεσε

(-) Πραγματικά ποιον αφορά σήμερα αυτή η τηλεόραση;

Είναι πολλά τα χρόνια που η τηλεόραση του σπιτιού μου αποτελεί περισσότερο μέρος της διακόσμησης, παρά εξυπηρετεί τον σκοπό της. Κι αυτό γιατί σπάνια βρίσκω κάτι που να με αφορά από το περιεχόμενό της κι αυτό θα είναι περισσότερο κάποια σειρά (βλέπε Μαέστρο, Παραλία και τώρα Milky Way) ή κάποια συνέντευξη κάποιου προσώπου που με ενδιαφέρει η πορεία του. Λίγα πράγματα και πραγματικές οάσεις μέσα στη σήψη. Και εντάξει πρόκειται για μια καθαρά συνειδητή δική μου επιλογή, την οποία όμως στηρίζω με ακόμη μεγαλύτερο πάθος κάθε φορά που επιλέγω να την ανοίξω έτσι “για παρέα”. Πραγματικά καταφέρνει με έναν μαγικό τρόπο κάθε φορά να με κάνει να απορώ σε ποιον άνθρωπο του σήμερα απευθύνεται πραγματικά, αν αυτός ο άνθρωπος δεν έχει περάσει τα ογδόντα. Ειδικά τον τελευταίο καιρό – δεν ξέρω αν συμβαίνει παραπάνω καιρό, να με συγχωρέσετε αν ζω στον μικρόκοσμό μου, ή μήπως η τηλεόραση και οι άνθρωποι που την απαρτίζουν ζουν στον δικό τους; – παρακολουθώ μια απίστευτη αυτοαναφορικότητα που δεν καταλαβαίνω πραγματικά τι εξυπηρετεί από τις πραγματικές ανάγκες του κοινού. Υπάρχει κανείς που θέλει να κάτσει σπίτι του να χαλαρώσει χαζεύοντας στην τηλεόραση ανθρώπους να μιλούν μόνο για τους εαυτούς τους, για τις εκπομπές τους και πόσο καλύτερες είναι από των απέναντι και πόσο πιο “καθαροί” είναι οι ίδιοι σε σχέση με τη “βρομιά” των απέναντι και δώσ’ του σπόντες στη μία εκπομπή για την άλλη και γυρνάς κανάλι στην άλλη κι εκεί απαντούν στους πρώτους που τους σχολίασαν και ντίλι ντίλι ντίλι ντίλι το καντήλι, που έφεγγε και κένταγε η κόρη το μαντίλι… Και καμιά φορά οι τόνοι ανεβαίνουν και οι καταστάσεις ξεφεύγουν και είναι σαν να παρακολουθείς ένα παν-καναλικό ριάλιτι που δεν επέλεξες καν να δεις. Κι όταν δεν τσακώνονται μεταξύ τους κυνηγάνε τον Κασσελάκη και τον σύντροφό για να μάθουμε τι ώρα πάνε γυμναστήριο και πώς πίνουν τον καφέ τους, τον Πλεύρη για να μάθουμε αν του αρέσει να τρώει το κρέας του medium rare και πόσο πολύ είναι ερωτευμένος (εδώ γίνεται και το απαραίτητο ξέπλυμα των γνωστών προκλητικών του δηλώσεων και ναζισιτικών σόου του περελθόντος) και γύρω γύρω όλοι και στη μέση η τηλεόραση. Η οποία τελικά είχε πολύ σοβαρό λόγο να παραμένει κλειστή και από ό,τι φαίνεται θα συνεχίσει.
Ευδοκία Βαζούκη

Περισσότερα από ΕΙΔΑΜΕ / Παραστάσεις