Η Χριστίνα Ματθαίου, στο πρώτο σκηνοθετικό της εγχείρημα, μεταφέρει επί σκηνής το πρωτότυπο έργο «βάιζα» {ΕΤΥΜ. αρβαν. <κορίτσι, κόρη}. Αντλώντας από τα έργα του Παντελή Μπουκάλα, «Μηλιά μου αμίλητη» και «Ο Χριστός στα χιόνια» και εμπνεόμενη από τον μύθο της La Loba, όπως αυτός αποτυπώνεται στο βιβλίο της Clarissa Pinkola Estes, «Γυναίκες που τρέχουν με τους Λύκους», συνθέτει μια παράσταση που μιλάει για τη δύναμη της θηλυκότητας. Τη δύναμη να σπας, να εκτίθεσαι, να είσαι ατελής, να διαφέρεις, να αυτοκαθορίζεσαι, να νιώθεις, να εκφράζεσαι, να ζεις…
Μάνη, μέσα 19ου αιώναΜια νεαρή γυναίκα, η Μηλιά, δολοφονείται από τον πατέρα και τα αδέλφια της για να ξεπλυθεί η ντροπή της οικογένειας, αφού την πρώτη νύχτα του γάμου της βρέθηκε «χαλασμένη». Θάβεται ζωντανή σε λάκκο με πέτρες στην είσοδο του χωριού. Μόνο το κεφάλι της μένει έξω από το χώμα, μέχρι να πεθάνει. Τώρα η Μηλιά έχει φωνή. Τώρα η La Loba της δίνει τη δυνατότητα να πει την ιστορία της. Να αναγεννηθεί.
Χωρίς να περιορίζεται στην περιγραφή μιας ακόμα γυναικοκτονίας, το έργο εξερευνά την οπτική καθενός από τους εμπλεκόμενους. Έξι πρόσωπα που δεν μίλησαν ποτέ, δέσμιοι των κοινωνικών επιταγών και του τυπικού, τώρα μιλούν.
Αντλώντας υλικό από την ελληνική παράδοση και τη συνολικότερη ευρωπαϊκή και βαλκανική ιστορία, η παράσταση μιλάει για το σήμερα.
Θυμάσαι αυτόν τον ήχο που ακούς όταν βρίσκεσαι κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας; Και ενώ το οξυγόνο σου εξαντλείται, και η δύναμη του νερού σε τραβάει προς τα έξω, εσύ παλεύεις να κρατηθείς. Εκεί. Μέσα της. Να ακούσεις για λίγο ακόμα, τον πρωτόγονο αυτό ήχο που σε γυρίζει πίσω. Στη μήτρα της ζωής.
Λένε πως τα δάκρυα είναι φτιαγμένα από θαλασσινό νερό, για να μπορούν οι άνθρωποι, όταν κλαίνε, να φέρνουν κοντά τους τη θάλασσα. Κι αυτή, η μεγάλη μητέρα, να ‘ρχεται έτσι να τους συντροφεύει όταν τη χρειάζονται.
Όταν πονάνε, όταν θρηνούν μα κι όταν η ευτυχία τους είναι τόσο μεγάλη, που κάνει το νερό στο σώμα τους να αυξάνεται, τόσο που κινδυνεύουν να τους πνίξει. Και κλαίνε. Για να βγάλουν από μέσα τους τη θάλασσα που περισσεύει.
«Δάκρυ μη γίνει ό καημός, Κλάμα μη γίνει o πόνος…»
Πρόσεξες ποτέ σου τα μάγουλα των γυναικών που έχασαν παιδιά; Λες και τα καταράστηκε η θάλασσα να μην στεγνώσουνε ποτέ. Να την κρατούν εκεί για να τις συντροφεύει.
«Ούτε σταγόνα δεν θα σου ξεφύγει για την άτιμη! Μας ντρόπιασε και θα πληρώσει. Άκλαυτη να πάει.»
Και ο ιδρώτας; Τι είναι ο ιδρώτας;
Νερό κι αυτό. Θαλασσινό. Γιατί όταν η θάλασσα και η φωτιά του έρωτα βρεθούνε, ιδρώτας γίνονται. Που βγαίνει από τα ερωτευμένα σώματα, για να γνωρίσει το ένα του αλλουνού τη θάλασσα. Τη θάλασσα εκείνη που φουσκώνει μέσα τους.
Μα δεν είναι μονάχα από νερό ο άνθρωπος φτιαγμένος.
Είναι και χώμα. Γη. Που περιμένει να της επιστρέψεις τα παιδιά της, όταν η θάλασσα στερέψει μέσα τους. Και όταν στα σπλάχνα της τα κλείσει, πάλι, με θάλασσα ποτίζοντάς τα, τα ξαναγεννά.
«Το χώμα πρέπει να το ακούσεις. Να το μυρίσεις. Να το γευτείς.»
Και η στάχτη; Η στάχτη τι είναι;
Ερωτευμένων σκόνη είναι και αυτή. Σώματα που καήκανε, πριν τα ακουμπήσει η θάλασσα να τα δροσίσει. Φωνές. Που δεν τους περισσεύει ο αέρας. Και σωπαίνουν.
Απώλειες. Και παρουσίες που «υπάρχουν λείποντας».
«Είδες ποτέ σου τη φωτιά τα κάρβουνα ν’ απαγορεύει;»
Και το τέλος; Ο θάνατος;
«Το τέλος τον θάνατο δεν τον αναγνωρίζει»
Γιατί «σκοτώνεσαι, χάνεσαι, αν σε σκέπουν μυριάδες ονόματα;»
Νερό, χώμα και φωτιά συναντιούνται πάνω στη σκηνή. Σε μια τελετουργία θρήνου και αναγέννησης. Μια παράσταση φτιαγμένη με υλικά γης και παράδοσης. Ένα έργο μπλεγμένο μέσα σε ρίζες που το τραβούν στο παρελθόν. Και τέσσερις φωνές. Αέρας. Που μεταφέρει τις σκονισμένες μνήμες όλης της αιματηρής μας ιστορίας στο νερό. Που θα τις ξεπλύνει και θα τις οδηγήσει στην κάθαρση. Θα τις κάνει πάλι νερό.
«Γιατί ο χρόνος είναι νερό. Νερό που την πέτρα σμιλεύει όπως η θάλασσα τα βράχια
(…)
Και πιο πλούσιο νερό από τα δάκρυα, κανένα.»
Χριστίνα Ματθαίου