MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΔΕΥΤΕΡΑ
23
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Στέφανος Κυριακίδης: Δουλειά του ηθοποιού είναι να ανακαλύπτει τα ανομολόγητα πράγματα μέσα του

Με αφορμή την παράσταση «Τα Τελευταία Φεγγάρια» στο Θέατρο Coronet, ο καταξιωμένος ηθοποιός ξετυλίγει το κουβάρι των αναμνήσεων μιας 60χρονης συναρπαστικής πορείας στο θέατρο.

Αριστούλα Ζαχαρίου | 23.11.2023

Ο Στέφανος Κυριακίδης έχει διανύσει μια μακρά και εμβληματική πορεία στο ελληνικό θέατρο. Την αρχή την έκανε από τύχη, ομολογεί ο ίδιος, όταν αντικατέστησε έναν ηθοποιό του χορού, στην εναρκτήρια παράσταση του ΚΘΒΕ, «Οιδίπους Τύραννος», το 1961. Αν και η “γνωριμία” του με το θέατρο ξεκίνησε από πολύ μικρή ηλικία, όταν και ο παππούς του φιλοξενούσε, στο σπίτι του στο χωριό, θεατρικά μπουλούκια, ήταν εκείνο το καλοκαίρι του 1961 που παραδέχτηκε, ίσως για πρώτη φορά μέσα του, πως θέλει να παίξει.

Ακολούθησαν σπουδές στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, μεγάλοι «δάσκαλοι» του θεάτρου και συνεργάτες που έβαλαν ο καθένας το λιθαράκι του στην εξέλιξη του ως ηθοποιός, περισσότεροι από 120 ρόλοι -έως σήμερα- τους οποίους αγάπησε και για τους οποίους ουδέποτε μετάνιωσε, δυσκολίες, εντάσεις, αστείες στιγμές, φιλίες, αλλά και μια ανυπολόγιστη χαρά και δοτικότητα γι΄αυτό που έκανε. Και, φυσικά, μια απεριόριστη αγάπη για την Επίδαυρο. Εκείνον τον «ιερό» χώρο που σημάδεψε την καριέρα του, καλλιέργησε το σεβασμό του για το αρχαίο δράμα, έγινε κομμάτι του.

Όταν έχεις την ευκαιρία να τον συναντήσεις από κοντά, δεν αισθάνεσαι απλώς δέος γιατί έχεις απέναντι σου έναν σπουδαίο και έμπειρο ηθοποιό, από εκείνους που συναντάς στις σελίδες της ιστορίας του μεταπολεμικού ελληνικού θεάτρου και έχουν να σου διηγηθούν πολλές υπέροχες ιστορίες, αλλά και επειδή έχεις απέναντι σου έναν ευγενικό άνθρωπο, στον οποίο ανακαλύπτεις αγάπη και νοιάξιμο για τη νεότερη γενιά ηθοποιών, καθώς και τη σοφία να ξέρει πότε πρέπει να προβληματιστεί, να αμφιβάλλει, ακόμη και να υποχωρήσει, όταν οι συνθήκες το απαιτούν.

Οι νεότεροι, τα τελευταία χρόνια, σίγουρα τον έχουμε δει στη μικρή οθόνη. Σε επιτυχημένες τηλεοπτικές σειρές όπως το «Κόκκινο Ποτάμι», η «Γη της Ελιάς» και οι «Παγιδευμένοι». Φέτος, όμως, έχουμε μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να τον απολαύσουμε και στη σκηνή, στα «Τελευταία Φεγγάρια», ένα έργο του Furio Bordon, που παρουσιάζεται, στο Θέατρο Coronet, σε σκηνοθεσία Ρέινας Εσκενάζυ, έχοντας στο πλευρό του δύο νέους ηθοποιούς, τη Μαρία Παπαφωτίου και τον Δημήτρη Λιακόπουλο. Εκεί υποδύεται έναν ηλικιωμένο άντρα που ετοιμάζεται να φύγει από το σπίτι του γιού του για να ζήσει σε έναν οίκο ευγηρίας. Ένας ρόλος που του επέτρεψε να πραγματοποιήσει, για μια ακόμη φορά, “καταβύθιση” σε όλα εκείνα τα “άγνωστα” και “ανομολόγητα” που κρύβουμε μέσα μας.

Με αυτή την αφορμή, αποκαλύπτει, σε μια απολαυστική συζήτηση, τη συναρπαστική ζωή του εντός και εκτός σκηνής…

Ποια ήταν η πρώτη σας επαφή με το θέατρο;

Γνώρισα το θέατρο χάρη στον παππού μου που συνήθιζε να φιλοξενεί στο σπίτι του στο χωριό θεατρικά μπουλούκια! Κάτι που εκνεύριζε πολύ την γιαγιά μου. «Τι μου τους μαζεύεις όλους αυτούς εδώ», τον μάλωνε. Κακά τα ψέματα, μου άρεσε να βλέπω τα περίφημα μπουλούκια, ερχόντουσαν σε τσαντίρια και παίζανε. Θυμάμαι παραστάσεις όπως η «Ωραία του Πέραν» και η «Γκόλφω». Ήτανε μια μαγεία. Ο παππούς μου ήταν κάτι σαν τον «Αριστοφάνη» του χωριού. Καθόντουσαν γύρω γύρω όλοι στον καφενέ και του έλεγαν «Μπάρμπα Νικόλα, για πες μας εκείνη την ιστορία». Μάλιστα, ο ίδιος μου έδωσε και τις πρώτες υποκριτικές συμβουλές, όταν ήμουν 7-8 χρονών. Θυμάμαι να μου λέει «Παιδί μου, όταν κάνεις εσύ αστεία να μη γελάς ποτέ πρώτος».

Από τότε σας μπήκε στο μυαλό η ιδέα να γίνετε ηθοποιός;

Εγώ ήθελα να γίνω αρχαιολόγος ή ναυτικός, αλλά δεν υπήρχαν τότε λεφτά για να πάω στο πανεπιστήμιο. Κάποια στιγμή ήρθαν τα πράγματα έτσι, 16 χρονών, επισκέφτηκα τον αδερφό μου στη Θεσσαλονίκη. Εκεί, έτυχε να σπάσει ένας από τους ηθοποιούς το πόδι του και μου λέει ο σκηνοθέτης «Θέλεις να παίξεις στον χορό»; Επρόκειτο για την εναρκτήρια παράσταση του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, το 1961, με τον «Οιδίποδα Τύραννο». «Θέλω», του απαντάω. Ποτέ δεν κάθισα να σκεφτώ τις δυσκολίες. Έκανα κάποιες πρόβες και με βάλανε στον χορό. Το αποτέλεσμα; Όταν πρωτοπήγα να τραγουδήσω -γιατί τραγουδάγαμε τότε- δεν έβγαινε η φωνή μου. Μετά πήρα θάρρος. Έπαιρνα πρωτοβουλίες και με “μάζευε” ο αδερφός μου. Μου άρεσε τόσο πολύ, όμως, που εκεί είπα, για πρώτη φορά, ίσως, «Θέλω να παίξω». Και, μάλιστα, κάπου μέσα μου είπα ότι θέλω να παίξω αυτό το έργο, τον «Οιδίποδα». Τα κατάφερα μετά από χρόνια.

Δηλαδή, αν δεν είχε σπάσει εκείνος ο ηθοποιός το πόδι του, μπορεί να μην είχατε ασχοληθεί με το θέατρο;

Μάλλον θα γινόμουνα, γιατί τότε δεν το θεωρούσα πολύ δύσκολο. Δεν καταλάβαινα τον κίνδυνο. Και από θέση και από δυναμική. Όταν μένεις από τα έξι χρόνια σου χωρίς πατέρα, με άλλα δύο παιδιά, 11 και 12, με μια μάνα η οποία σκιζόντανε, κυριολεκτικά, για να μάς προσφέρει τα πάντα, δεν σε φοβίζουν μετά τα πράγματα. Τα θεωρούσα όλα φυσικά και τα θεωρώ ακόμα φυσικά. Και γι’ αυτό, καμιά φορά, τα θεωρώ και δώρο. Γι’ αυτό πολλές φορές λέω στους νεότερους, «όταν σας δίνεται ένα δώρο, ρε παιδιά, μη το φτύνετε». Υπήρχαν παιδιά, τα έβλεπα ως καθηγητής στις σχολές, παίζανε τηλεόραση, γκρινιάζανε. «Ρε σεις», τους λέω, «δεν καταλαβαίνεται κάτι; Αγαπήστε αυτό που κάνετε και αυτό θα σας αποζημιώσει». Εκεί είναι η ουσία. Και σιγά σιγά πήραμε την πορεία μας.

Η σύγκρουση, κατ’ εμέ, δεν είναι μεταξύ πολιτείας και παιδιών, αλλά μεταξύ πολιτείας και σχολών.

Αποφοιτήσατε από τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου. Πώς βλέπετε τη θεατρική εκπαίδευση στην Ελλάδα σήμερα σε σχέση με τότε;

Καθόλου καλή. Τότε είχαμε τρεις – τέσσερις δραματικές σχολές στην Αθήνα. Κουν, Εθνικό, Κατσέλη, Θεοδοσιάδη και κάποιες άλλες. Και τότε, βέβαια, υπήρχαν δυσκολίες, υπήρχε, ωστόσο, και αυστηρότητα. Εγώ ήξερα ότι πήγαινα από το πρωί μέχρι τις δέκα το βράδυ. Αργότερα, όταν τις έζησα ως δάσκαλος τις σχολές -όχι δάσκαλος, μεγάλη λέξη, ως διδάσκων- είδα μερακλήδες σχολάρχες, που αγαπούσαν τη δουλειά τους. Εκεί αισθανόσουν πως κάνεις κάτι. Ακόμη και σε περιπτώσεις που έβλεπες πως τα παιδιά είχαν άγνοια, έλεγες «πρέπει να το βάλω αυτό το παιδί μέσα, να αγαπήσει, στην πορεία, τη δουλειά του». Γιατί δουλειά σου είναι, για εμένα, αν θέλεις να λέγεσαι διδάσκων, να βοηθήσεις το παιδί να βρει τον δρόμο του, να το μάθεις να αγαπάει. Διδάσκεται η αγάπη.

Τι ήταν εκείνο που τους ζητούσατε εσείς, από τη μεριά σας, ως διδάσκων;

Ένα πράγμα ζητούσα. Τα παιδιά να αισθάνονται όσο περισσότερη ασφάλεια με αυτό που παίζουν. Πρόκειται για πολύ λεπτή δουλειά. Η υποκριτική είναι θέμα ασφάλειας. Να μπορείς, δηλαδή, να εκφραστείς, να καταλάβεις ότι γίνεται κάτι.

Πώς είδατε το περιβόητο Προεδρικό Διάταγμα σε σχέση με τον τίτλο σπουδών των δραματικών σχολών πέρσι;

Υπάρχουν και από τις δύο πλευρές υποχρεώσεις. Πρέπει να μπούνε όρια. Από την πλευρά της, η κυβέρνηση, πριν ζητήσει τον “λογαριασμό” από τα παιδιά, οφείλει να δώσει και αυτή κάτι, να τους εξασφαλίσει όλα τα εχέγγυα. Τα παιδιά καλά κάνουν και ζητάνε γιατί τους βγαίνει η ψυχή για να κάνουν αυτό που αγαπάνε. Και δεν φταίνε τα ίδια. Αυτά είναι ενδιάμεσα κάπου. Η σύγκρουση κατ΄ εμέ δεν είναι μεταξύ πολιτείας και παιδιών, αλλά μεταξύ πολιτείας και σχολών. Και από την άλλη, βέβαια, όταν δίνεται σε κάποιον η ευκαιρία να διαβάσει και να κάνει κάτι, πρέπει να είναι έτοιμος και να δουλέψει. Να την αξιοποιήσει αυτή την ευκαιρία. Γιατί πάντα σου δίνεται μια.

Το “βάρος” να μεταλαμπαδεύσετε τη γνώση και στη νεότερη γενιά το αισθάνεσθε και όταν δουλεύετε μαζί τους;

Δεν βρίσκομαι σε κάποια “αποστολή” να μεταλαμπαδεύσω. Δεν πιστεύω στα μεγάλα οράματα. Η αγωνία μου πάντα ήταν, τα παιδιά, μέσα από τον εαυτό τους, να οδηγηθούν στο παίξιμο. Δεν είναι εύκολο. Και το κυριότερο για εμένα ήταν, όταν παίζανε, να είναι αυτά τα ίδια. Και για τον λόγο αυτό ακριβώς αποφεύγω και τον ρόλο του δασκάλου. Το να πεις ότι είσαι δάσκαλος, είσαι πλάστης ψυχών, ενέχει τεράστια ευθύνη. Δεν ξέρεις αν την αντέχεις τόση ευθύνη. Γι’ αυτό όταν δεν μπορείς να είσαι εντάξει απέναντι στα παιδιά, αποχωρείς. Βεβαίως, όταν παίζω, πιστεύω ότι δια του παιξίματος μου μπορεί να με μιμηθούν όπως μιμήθηκα και εγώ, στην αρχή, κάποιους άλλους, “μεταλαμπάδευση”, ωστόσο, γίνεται με το να να ανοίξεις δρόμους στα παιδιά. Και εκείνα να πάρουν και τα ρίσκα τους. Να κάνουν το πρώτο βήμα σε μια θάλασσα που έχει ένα μονοπάτι, πάνω πάνω, να αρχίσουν περπατάνε, να αρχίσουν να δοκιμάζουνε, να δούνε και άλλα μέρη, να φάνε τα μούτρα τους, να πέσουνε. Αυτό είναι. Η αναζήτηση. Θεωρώ πως πρόκειται για προσωπική “μεταλαμπάδευση”.

Πώς αποτιμάτε, την δική σας πορεία στο θέατρο;

Δεν έχω παράπονο. Δεν μπορώ να κάνω αποτίμηση. Ευχαριστημένος είμαι. Έπαιξα, γκρίνιαξα, μάλωσα, διαφώνησα, έψαξα. Έτσι είναι η ζωή. Δεν μπορώ να πω ότι απογοητεύτηκα ποτέ. Αν τα δω τα πράγματα με μια στενή λογική, πέρασα δυσκολίες, ωστόσο, χαιρόμουνα με αυτό που έκανα. Πρέπει να υποδύθηκα, μέχρι σήμερα, 120 με 130 ρόλους. Φυσικά, κρατάω την πορεία μου στο αρχαίο δράμα, η οποία ξεκίνησε από τον χορό, τον στρατιώτη, τον αξιωματικό, τον αγγελιοφόρο και έφτασε στους πρώτους ρόλους. Δεν έχω πικρίες, δεν μου λείπει κάτι, ούτε εκφράζω παράπονα.

Δυστυχώς, όταν δίνουμε μόνο απαντήσεις, η ανθρωπότητα κάποια στιγμή θα πλήξει.

Έχετε δηλώσει τη μεγάλη αγάπη σας για την Επίδαυρο. Τι είναι εκείνο που σας γοητεύει τόσο;

Έχω παίξει 32 χρόνια στην Επίδαυρο, κατέχω ένα ρεκορ. Ήξερα το κάθε πετραδάκι, είχα γίνει ένα με τον χώρο. Την αγαπώ την Επίδαυρο γιατί έχει αυτό το “κάτι άλλο”. Αυτό που με πειράζει είναι οι παρεμβάσεις σε αυτό το πανέμορφο θέατρο. Το μικρόφωνο, για παράδειγμα, είναι μια μορφή παρέμβασης που αλλοιώνει την ομορφιά του χώρου. Είναι σαν ντουντούκα, σαν συλλαλητήριο, σε εμποδίζει να έχεις επαφή με τον κόσμο, μιλάς σαν να συμμετέχεις σε διαφημιστικό σποτ. Αυτό είναι μια παρέμβαση. Εγώ δεν τη βλέπω την Επίδαυρο ως δοκιμαστήριο. Ο χώρος έχει κανόνες. Η ζωή μας έχει κανόνες. Μπορείς να πας σε κάποιον άλλον χώρο, δεν έχω καμία αντίρρηση επ’ αυτού. Γιατί και τα νέα παιδιά και οι νέες προτάσεις χρειάζονται, αλλά μετά από βάσανο.

Μιλώντας για την Επίδαυρο. Πώς βλέπετε στο σήμερα τη διάδραση του κοινού με αυτό που εκτυλίσσονται επί σκηνής;

Και παλιά υπήρχαν αντιδράσεις, αλλά είχε διαμορφωθεί και μια άλλη κουλτούρα πάνω στο κοίλον, στις κερκίδες, δεν είχε αυτή την τόσο μεγάλη βιαιότητα. Δεν θα πω ότι αντιδρούσε τότε ο κόσμος πολιτισμένα, είχε τις αντιδράσεις του. Ωστόσο, η πρόκληση τώρα είναι μεγάλη. Και δεν είναι κακό να προκαλείς, αλλά δεν πρέπει να είναι το ζητούμενο η πρόκληση. Οι καινούριες προτάσεις – όχι όλες- μου στερούν τη δυνατότητα ως θεατής να μπω στο “παιχνίδι”. Δηλαδή μου δίνουν το φαΐ, μου δίνουν το κουτάλι και με ταΐζουν και από πάνω. Δεν είναι δυνατόν να λες «δεν με απασχολεί εμένα το κείμενο». Ως σκηνοθέτης δώσε μου την ευκαιρία εμένα, ως θεατή, να ψάξω τη δική μου απάντηση. Δίνουν λύσεις, δεν κάνουν ερωτήσεις πια. Αυτό είναι το θέμα. Σταματήσαμε να ρωτάμε. Και, δυστυχώς, όταν δίνουμε μόνο απαντήσεις, η ανθρωπότητα κάποια στιγμή θα πλήξει.

Η αγάπη σας για την Επίδαυρο συνοδεύεται από αγάπη για τους κλασσικούς. Τι κρατάτε εσείς από εκείνους για το σήμερα; Για την εποχή που ζούμε τώρα;

Τα πάντα. Οι ερωτήσεις που θέτουν τα κλασικά κείμενα -και όχι μόνο οι αρχαίες τραγωδίες, αλλά οτιδήποτε θεωρείται κλασικό, ακόμη και μοντέρνα κείμενα που θέτουν εκείνες τις ερωτήσεις που με βάζουν να σκεφτώ. Έναν Σαίξπηρ, έναν Μάρλοου, έναν Τσέχοφ, για παράδειγμα- σε οδηγούν να ψάξεις, να βρεις, να ζήσεις μέσα από αυτό, όχι απλά να παρακολουθείς. Αν ο καθένας το έψαχνε λίγο παραπάνω με τα αρχαία κείμενα, θα καλυπτόταν σε πάρα πολλά. Είναι λιγάκι βάσανο, αλλά καλύπτεσαι.

Και όσον αφορά το νεοελληνικό ρεπερτόριο;

Το νεοελληνικό ρεπερτόριο το έχω γνωρίσει -κυρίως μέσα από τον Κουν-, το έχω ζήσει και το έχω παίξει πάρα πολύ. Έχω παίξει συγγραφείς της εποχής μου κατά κάποιο τρόπο. Τον Καμπανέλλη, τον Σκούρτη, τον Κεχαΐδη. Έχω παρακολουθήσει και πιο νέα έργα. Έχουν ένα ενδιαφέρον, δεν μπορώ να πω. Έχουν και το “βάσανο” το τωρινό. Θα έλεγα πως έχουμε πολύ καλή δραματολογία και ευτύχησα να παίξω σε τέτοια έργα. Πάρα πολλά. Όμως, πλέον, έχω χάσει αυτή την “τρέλα” του ηθοποιού, αυτό το “σύνδρομο” του “θέλω να τα παίξω όλα”.

Από τους ρόλους που έχετε ερμηνεύσει, ποιοι θα λέγατε πως είναι οι πιο αγαπημένοι σας;

Όλοι. Και αν δεν τους αγάπησα στην αρχή, τους αγάπησα κατά τη διάρκεια. Με τα χρόνια κατάλαβα το γιατί. Αλλά οι πιο αγαπημένοι, εκείνοι που μου έμειναν, είναι το «Φιντανάκι», μετά ο «Φιλοκτήτης» και ο «Οιδίπους» που τον λάτρεψα από την πρώτη στιγμή. Είναι πολλοί οι ρόλοι. Και ο ένας ήταν συνδεδεμένος με τον άλλον. Και ο πιο μικρός που είχα παίξει. Όπως έλεγα και στους μαθητές μου «Παιδία το νου σας. Ο πρωταγωνιστής κάθε σκηνής είναι εκείνος που μιλάει. Έχετε έναν ρόλο, μια σελίδα, είστε ο πρωταγωνιστής εκείνη τη στιγμή. Ο πρώτος ρόλος μπορεί να έχει τα περισσότερα λόγια, ωστόσο, κανείς δεν «πολεμάει» μόνος του. Μπορεί να είσαι ο πρώτος «πολεμιστής» σε ένα έργο, αλλά, από πίσω, σε στηρίζει ολόκληρο «στράτευμα».

Δεν μπορώ να μετανιώνω γι’ αυτό που είμαι.

Άρα στο θέατρο το “εμείς” υπερισχύει του “εγώ”;

Έχουμε ανάγκη από τους άλλους, στηριζόμαστε στους άλλους. Είτε πρόκειται για προσωπικές μας σχέσεις, είτε για τους ηθοποιούς με τους οποίους παίζουμε μαζί. Αντλώ από εσένα και δίνω κάτι πίσω. Κάθε άνθρωπος έχει να πει κάτι. Δεν παίζω για εμένα αλλά για τον άλλον. Γι’ αυτό και το θέατρο είναι αγάπη και όχι έρωτας. Ο έρωτας θολώνει, δέχεται τον άλλον όπως είναι, τον κάνει όπως τον θέλει.

Ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που επέδρασαν καταλυτικά στην εξέιξή σας;

Είχα την χαρά να δουλέψω με πάρα πολλούς ανθρώπους, ο καθένας από τους οποίους πρόσθεσε κάτι. Με μεγάλους ηθοποιούς όπως η Παξινού, ο Μινωτής και ο Κατράκης, αλλά και μεγάλους δασκάλους που αφιέρωναν χρόνο στον ηθοποιό. Ο πρώτος καθηγητής που με έμαθε να δουλεύω ήταν ο Τάκης Μουζενίδης, ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες, ο οποίος, όταν κάποτε τον ρώτησα «Κύριε Μουζενίδη, ποιο είναι το σύστημα σας»;, εκείνος μου απάντησε «Αγόρι μου, είναι πολύ απλό το σύστημα μου. Να ασχολείσαι με τον ρόλο». Ο δεύτερος άνθρωπος, ο οποίος άλλαξε την υποκριτική μου προσέγγιση, στα 44 μου χρόνια παρακαλώ, ήταν ο Μίνως Βολανάκης. Μια κουβέντα μου είπε και με αιφνιδίασε: «Στέφανε, θέλω να παίξεις το “άσπρο” “μαύρο” και το “α” “ω”». Η ασφάλεια και η αγάπη που έδινε σε αυτή τη δουλειά με ενέπνεαν. Δοκίμαζα και αισθανόμουν να πατώ πιο γερά στα πόδια μου. Κάποια στιγμή γνώρισα και τον Βουτσινά. Μαζί κάναμε δύο-τρία έργα και τον θεωρώ έναν από τους καλούς δασκάλους και προπονητές ρόλων. Και, φυσικά, ο Κουν. Τρία χρόνια στο Θέατρο Τέχνης. Είχα την χαρά, επίσης, να συμμετέχω στο Αμφιθέατρο του Σπύρου Ευαγγελάτου. Με τον Σπύρο ήμασταν κοντά στην ηλικία, είχαμε άλλη “τρέλα”. Ο Σπύρος ήταν δάσκαλος “τρέλας”, γι΄ αυτό έκανε και τόσο ωραίες παραστάσεις. Την “τρέλα”, βέβαια, την κουβαλάμε πάντα. Κάποια στιγμή μεγαλώνουμε, αποκτάμε σοφία και γαλήνη.  Και βεβαίως οι μεγάλοι δάσκαλοί μου, και τώρα ακόμη, είναι η οικογένεια μου. Η μητέρα και τα αδέρφια μου πρωτύτερα, η γυναίκα, τα παιδιά και τα εγγόνια μου αργότερα. Σε κάνουν να σκεφτείς. Σου ανοίγουνε άλλους δρόμους σκέψης τα παιδιά και η οικογένεια. Αρκεί να έχεις ανοιχτά τα μυαλά σου και τα μάτια σου.

Υπήρξανε στιγμές «τρόμου» στη διάρκεια της καριέρας σας;

Τρόμου ποτέ. Δεν φοβάμαι, αν και έχω ζήσει έντονες στιγμές. Θυμάμαι μια φορά, ήταν η παράσταση «Ψηλά απ’ τη Γέφυρα», στο Θέατρο Βρετάνια, με τον Γρηγόρη Βαλτινό. Είχε σπάσει ο Πέτρος Φυσούν το πόδι του και μου ζήτησαν να τον αντικαταστήσω. Στην αρχή του είπα ότι χρειάζομαι δέκα μέρες για πρόβα. Μετά από πιέσεις, οι δέκα μέρες έγιναν μια εβδομάδα. Αργότερα από Τρίτη για Παρασκευή. Όταν Τετάρτη πρωί, λοιπόν, πήγα στο θέατρο για να πάρω το κείμενο, παίρνω τη μεγάλη απόφαση. Τους ρωτάω “τι ώρα είναι η παράσταση”. “Γύρω στις 19:00”, μου απαντάνε, ήταν λαϊκή απογευματινή. Θα την κάνουμε. Διάβασα το κείμενο στον ηλεκτρικό, καθώς πήγαινα από το σπίτι για να πάρω ρούχα και να γυρίσω πίσω. Φτάνω εκεί κατά τις 17:00, τους λέω να κάνουμε πρόβα, ώστε να δω τις θέσεις -πάντα με το κείμενο στο χέρι. Λίγο πριν ξεκινήσει η παράσταση, όταν ο Γρηγόρης βγήκε να εξηγήσει την παρουσία μου, τότε μόνο συνειδητοποίησα τι έχω κάνει. Είχα διαβάσει πολύ καλά το κείμενο και έλεγα στον εαυτό μου “πρώτον δεν θα παίξεις. Θα επικοινωνήσεις το θέμα του”. Τελειώνει η παράσταση και καθώς βγαίνουμε για την υπόκλιση γίνεται χαμός από το χειροκρότημα του κόσμου. Ύστερα από δύο-τρεις μέρες το έμαθα (το έργο) και συνέχισα. Δεν φοβήθηκα. Είμαι και κομματάκι παρορμητικός.

Ένα μεροκάματο μπορεί να βγει, αλλά όχι για ένα μεροκάματο να φθείρουμε συνειδήσεις και παιδιά.

Έχετε μετανιώσει ποτέ για κάποια παρόρμηση σας;

Όχι, γιατί ανά πάσα στιγμή ήμουν εγώ. Δεν μπορώ να μετανιώνω γι’ αυτό που είμαι. Σίγουρα το φιλτράριζα, σίγουρα το σκεφτόμουν, και σίγουρα επιθυμούσα να μην το ξανακάνω. Έμαθα να μετράω από μέσα μου μέχρι το δέκα. Έχω καταφέρει να είμαι στο πέντε αυτή τη στιγμή, στο έξι ξεσπάω, μα δεν έχω μετανιώσει. Θα ήταν κρίμα να έχω μετανιώσει. Δεν πάει να πει ότι οτιδήποτε έκανα ήθελα να το κάνω οπωσδήποτε. Από την ώρα, όμως, που επέλεξα να το κάνω, προσπάθησα να βρω τρόπους για να το αγαπήσω. Και τα κατάφερα.

Είστε πολλά χρόνια στο ελληνικό θέατρο. Θα έχετε ζήσει πολλές κρίσεις, όπως η περίοδος της πανδημίας. Πώς ελίσσεται ένας ηθοποιός σε τέτοιες καταστάσεις;

Πέρασε άσχημα το θέατρο. Το βασικό πρόβλημα σε τέτοιες εποχές είναι το να ζεις από τη δουλειά σου. Εκεί δεν χωράνε ούτε κριτικές, ούτε συζητήσεις, ούτε μεγάλα όνειρα. Η ανάγκη ήτανε πολύ μεγαλύτερη από τη φιλοδοξία. Εγώ, μετά από τόσα χρόνια παρουσίας, μπορούσα να μείνω και χωρίς αυτό, τα νέα παιδιά σκεφτόμουνα που δεν είχανε πως να κινηθούν. Και δυστυχώς από ότι βλέπω συνεχίζεται η «επιδημία» πάνω τους. Βλέπω τις δουλειές. Για πέντε, έξι, δέκα παραστάσεις. Πώς αμείβονται αυτά τα παιδιά; Πώς θα κατοχυρωθούν αυτά τα παιδιά;  Μπορεί να κόβονται εισιτήρια στα θέατρα αλλά η ουσία παραμένει. Είναι ακάλυπτοι οι ηθοποιοί. Και πάνω στην αγάπη που έχουν γι’ αυτό, τους εκμεταλλεύονται. Τι να πω. Ένα μεροκάματο μπορεί να βγει, αλλά όχι για ένα μεροκάματο να φθείρουμε συνειδήσεις και παιδιά.

Θεωρείτε πως έχετε εκπληρώσει τα όνειρα σας σε σχέση με τους ρόλους που θα θέλατε να έχετε ερμηνεύσει;

Μια χαρά. Καλά είμαι. Αν έχεις και πολλά όνειρα ξεχνιέσαι καμιά φορά. Και αν τα καλλιεργείς αυτά τα όνειρα γίνονται και εφιάλτες. Ήθελα πράγματα. Ό,τι μου τύχαινε, το φιλτράριζα. Έλεγα ναι. Έλεγα όχι. Έβαζα τις ανάγκες μου πρώτα. Έχω κάνει πράγματα που θα μπορούσα να μην τα κάνω, αλλά σε μια δεδομένη στιγμή τα έκανα. Δηλαδή πράγματα της δουλειάς μου. Να μην παίξω κάτι και να παίξω κάτι άλλο. Ήταν θέμα συνθηκών πάντα. Κάλυπτε και την αλαζονεία μου και τον ναρκισσισμό μου. Γιατί αυτό είναι ένα γνώρισμα του ηθοποιού. Κάνεις αγώνα για να το αποβάλεις αυτό. Δεν ξέρω ακόμα αν το έχω αποβάλει.

Μέσα από τους ρόλους σας -ακόμα και τώρα- ανακαλύπτετε καινούρια πράγματα για τον εαυτό σας;

Συνέχεια. Για μένα η δουλειά του ηθοποιού, η δουλειά μου, είναι να ανακαλύπτω τα ανομολόγητα πράγματα που έχω μέσα μου. Ακόμα και την ώρα που παίζω. Όταν σου έρχεται μια σκέψη ξαφνικά, αιφνιδιάζεσαι και με τον ίδιο σου τον εαυτό. Η διαφορά ποια είναι, ότι αυτό που σου συμβαίνει το ψάχνεις και το μετατρέπεις σε ένα μέσο επικοινωνίας με τον κόσμα, για να θίξεις έστω κάποια πράγματα. Εσύ έχεις υποχρέωση να εξερευνήσεις αυτό που ανακάλυψες ακόμη και αν σε τρομοκράτησε. Αυτό τον πλούτο, την προίκα που έχουμε μέσα μας, πρέπει να την εξερευνούμε. Επομένως, όσο περισσότερη η πνευματική τροφή μέσα μας, τόσο πιο πολύ προσεγγίζουμε τα μεγάλα κείμενα και τους ρόλους.

Πώς προέκυψε η πρόσφατη συνεργασία σας με τη Ρέινα Εσκενάζυ στην παράσταση «Τα Τελευταία Φεγγάρια», που παρουσιάζεται, φέτος, στο Θέατρο Coronet;

Τα «Τελευταία Φεγγάρια» είναι ένα έργο που μου το είχε προτείνει ένας πολύ καλός μου φίλος, ο Γιάννης Κανελλόπουλος, και μου άρεσε από την αρχή. Ήμουνα και πιο μικρός. 69 χρονών περίπου. Για πολλούς λόγους δεν έγινε τότε. Πέρασαν τα χρόνια και κάποια στιγμή με παίρνει τηλέφωνο η Ρέινα και με ρωτάει «Στέφανε θες να κάνουμε μαζί “Τα Τελευταία Φεγγάρια”» -γιατί μαζί είχαμε πει ότι θα το κάνουμε. Έτσι και έγινε.

Τι είναι αυτό που σας γοητεύει στο έργο του Furio Bordon;

«Τα τελευταία φεγγάρια» τα αγάπησα πάρα πολύ. Πρόκειται κυριολεκτικά για μια καταβύθιση. Γιατί άλλο τα 69, άλλο τα 79 που είμαι τώρα. Βρίσκεις πράγματα. Βεβαίως, χαίρομαι πάρα πολύ όταν ο κόσμος απ’ έξω μου λέει «Κύριε Κυριακίδη, βγάλατε στη φόρα πράγματα που δεν τολμούσαμε να τα πούμε. Μας τα είπατε εσείς». Αυτό είναι μια λύτρωση. Και γιατί τα δεχτήκανε αλλά και γιατί σταμάτησαν να τα πνίγουνε. Εάν οι άνθρωποι μιλούσαν εξ΄αρχής δεν θα υπήρχε ανάγκη για αυτό το έργο. Και δεν θα υπήρχε αυτή η αιώνια διαμάχη μεταξύ γενεών, φίλων και ευθυνών. Είναι θέμα συνεννόησης. Έτσι είναι ο άνθρωπος, τι να κάνουμε, ανταγωνιστής. Καμιά φορά ακόμη και απέναντι στο παιδί του. Και χαίρομαι, επίσης, πάρα πολύ για τη μεγάλη ανταπόκριση του έργου και στις νεότερες ηλικίες.

Υποδύεστε έναν ηλικιωμένο ήρωα ο οποίος προβαίνει σε έναν απολογισμό καθώς ετοιμάζεται να μετακομίσει από το σπίτι του γιού του σε έναν οίκο ευγηρίας. Βρήκατε ομοιότητες και διαφορές με τον ρόλο που ενσαρκώνετε επί σκηνής;

Η πρώτη ομοιότητα, φυσικά, είναι αυτή της ηλικίας. Γι’ αυτό και ο ρόλος δεν έχει όνομα. Είναι ο πατέρας. Αισθάνθηκα όπως ακριβώς και ο θεατής. Τα κοινά είναι τα κοινά ενός ανθρώπου αυτής της ηλικίας. Που τον απασχολούν πράγματα πέρα από τον εαυτό του. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω, αγωνίζεται. Μάλιστα, ο τελευταίος του μονόλογος είναι μια απαίτηση να δούμε καλύτερα τα πράγματα. Δεν θέλω να με λυπούνται σαν ήρωα αλλά να σκεφτούνε. Από αυτό το έργο πρέπει να καταλάβουν μικροί και μεγάλοι. Οι μεγάλοι να μην γκρινιάζουν και οι νέοι να ξέρουν τι πάνε να κάνουνε. Οι μεν να μη σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν και οι δε να είμαστε λιγάκι πιο συγκρατημένοι. Δεν μπορείς να έχεις την αξίωση από έναν άνθρωπο μιας τέτοιας ηλικίας να συμπεριφέρεται ως ένας μεσήλικας. Και αν υπάρχει μια διαφορά είναι η εξής. Ο ήρωας μου λέει ότι ξυπνάει το βράδυ βλέπει τα αυτοκόλλητα του Πλούτο να του χαμογελάνε και ηρεμεί. Εγώ από την άλλη, όταν ξυπνάω το βράδυ, βλέπω ότι ζω, και ξανακοιμάμαι πάλι. Γι’ αυτό ξυπνάω, για να διαπιστώσω ότι ζω. Γιατί είναι δώρο η ζωή.

Μια από τις κεντρικές θεματικές του έργου είναι και ο ηλικιακός ρατσισμός. Όσον αφορά το ελληνικό θέατρο παρατηρείται να υπάρχει;

Υπάρχει. Φοβάμαι, όμως, ότι υπάρχει και από τους μεγάλους προς τους μικρότερους. Απλώς έκαστος εφ’ ω ετάχθη, που λένε. Και καλό είναι οι γέροι να φεύγουμε σιγά σιγά, να δίνουμε χώρους στους νέους. Να μην κατσικώνεσαι σε μια καρέκλα και να παίζεις. Όχι. Πρέπει να έχεις και λίγο το μυαλό σου και ανθρώπους μιας κάποιας εμπιστοσύνης που θα σου πούνε «Στέφανε, νομίζω σταμάτα». Σίγουρα τώρα δεν αισθάνομαι έτσι. Αλλά αν ξεφύγω θα μου το πει ο στενός οικογενειακός μου κύκλος. Καταλαβαίνεις και εσύ τις δυνάμεις σου και μετράς. Αντέχεις; Δεν αντέχεις; Έπεσες κάτω; Καθάρισες. Λέω κρατήσου, το κάθε νέο παιδί θέλει τον χώρο του. Να ξέρουμε πότε να αποτραβιόμαστε και να ξέρουμε να μη ζητάμε και τα ρέστα μετά.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΤα τελευταία φεγγάρια, του Furio Bordon στο Θέατρο Coronet12.09.2018

Πώς θα περιγράφατε τη συνεργασία σας με τους συμπρωταγωνιστές σας στην παράσταση; Τη Μαρία Παπαφωτίου και τον Δημήτρη Λιακόπουλο;

Πρόκειται για δύο νέα παιδιά, πολύ εντάξει στη συνεργασία. Και δεν τους κάνω ούτε τον δάσκαλο, ούτε τον αυστηρό ή το οτιδήποτε. Τα παιδιά ψάχνονται, μην τα απομονώνουμε. Είναι σαν να λέμε ότι το παιδάκι 2-3 ετών δεν καταλαβαίνει. Μωρέ καταλαβαίνει. Και ο νέος ηθοποιός καταλαβαίνει, δεν χρειάζεται το “δάχτυλο”.

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Τα τελευταία φεγγάρια του Furio Bordon στο Θέατρο Coronet

Συγγραφέας: Φούριο Μπορντόν
Μετάφραση: Έλενα Μουνδρούβαλη
Σκηνοθεσία: Ρέινα Σ. Εσκενάζυ
Σκηνικά: Ντέιβιντ Νεγρίν
Κοστούμια: Ντέιβιντ Νεγρίν
Μουσική: Ελντίνα Παπαναστασίου
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Παίζουν: Στέφανος Κυριακίδης, Μαρία Παπαφωτίου, Δημήτρης Λιακόπουλος
Τιμές Εισιτηρίων: Α’ Ζώνη: 18, Eκπτωτικά: 15, Β’ Ζώνη: 15, εκπτωτικά: 12, Εξώστης: 12
Πληροφορίες: 210 7012123
Παραστάσεις: Παρασκευή, Σάββατο στις 21:00, Κυριακή στις 19:00
Βοηθός Σκηνοθετη: Ανδρομάχη Παπαδοπούλου
Link Εισιτηρίων:https://www.more.com/theater/ta-teleutaia-feggaria/
Πληροφορίες Χώρου: Θέατρο Coronet, Φρύνης 11 και Υμηττού, Παγκράτι, Αθήνα. Τηλ: 210 7012123 | https://www.coronettheater.gr/
Περισσότερα από Πρόσωπα