Ήταν στην αγκαλιά της μάνας της, όταν ανέβηκε στους πρόποδες του Ψηλορείτη, στο χωριό του πατέρα της. Εκεί, νήπιο ακόμα, θα γινόταν η αφορμή ώστε η μητέρα της να υπομείνει προσβλητικά σχόλια από γυναίκες συγγενείς του συζύγου της. Την κατηγορούσαν καθώς, η Εύα (η Εύα Νάθενα) ήταν το δεύτερο κορίτσι που έφερνε στον κόσμο. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια, ώστε η μητέρα της, Μαρία, να εκμυστηρευτεί στην έφηβη πια κόρη της, εκείνο το αποτρόπαιο συμβάν. Και να της μεταφέρει άθελα της – όπως εκείνη το ονομάζει σήμερα – το διαγενεακό τραύμα.
Όμως, το 2023 η Εύα Νάθενα αναμετριέται μ’ αυτήν την κυοφορία, το δικό της τραύμα, μέσα από την «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Την, ήδη, πολυβραβευμένη ταινία στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που μόλις βγήκε στις αίθουσες, μεταφορά της κλασικής ιστορίας της Φραγκογιαννούς: Της γυναίκας που δολοφονεί κορίτσια πριν βηματίσουν σ’ αυτόν τον κόσμο για να ‘λυτρωθούν’ από την ακραία φτώχεια και την κακοποίηση.
Πολύχρονη έρευναΌπως και να χαρακτηρίσει κανείς τη συνάντηση της Εύας Νάθενα με την «Φόνισσα» του Παπαδιαμάντη θα πρέπει να συμπεριλάβει την αίσθηση του μοιραίου. Το 2009 ξεκίνησε να δουλεύει μόνη της στο υλικό του Σκιαθίτη συγγραφέα – σ’ αυτήν την ομιλούσα λαϊκή και συνάμα λόγια γλώσσα του – να ανατρέχει σε μελέτες και διατριβές πάνω στο έργο του, σε αρχεία, σημειώσεις και καταγραφές. Η πιθανότητα της κινηματογραφικής μεταφοράς του την βασάνιζε. Τόσο ώστε, συναντώντας αργότερα (το 2013) τον Ελληνοαμερικανό οσκαρικό σκηνοθέτη Αλεξάντερ Πέιν, θα τον προέτρεπε να το σκηνοθετήσει. «Πίστευα ακράδαντα στην τρέλα της ταινίας» παραδέχεται· μια πίστη που εκδηλώθηκε ακόμα πιο δυναμικά στα χρόνια του εγκλεισμού και διαδόθηκε για να βρει κι άλλους πιστούς.
Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στον ομώνυμο ρόλο της Παπαδιαμαντικής ηρωίδας, ήταν η πρώτη και αμετανόητη – όπως και η Μαρία Πρωτόπαππα που δέχθηκε να συμμετέχει πριν καν της κοινοποιηθεί ο ρόλος της. Έχοντας εμπλακεί σε όλα τα στάδια προετοιμασίας αυτού του εγχειρήματος (ως creative producer και creative designer), η Εύα Νάθενα κερδίζει την εμπιστοσύνη ενός ακόμα: Του κινηματογραφικού παραγωγού Διονύση Σαμιώτη που, χωρίς δισταγμό, της προτείνει ν’ αναλάβει και την σκηνοθεσία της ταινίας. «Μπήκα στην σκηνοθεσία γιατί περισσότερο μιλούσε το πάθος μου γι’ αυτήν την ιστορία κι όχι εγώ. Δεν είχα καμιά φιλοδοξία πέραν από το να αναδειχθούν όλα όσα είχα καταλάβει για το έργο του Παπαδιαμάντη. Και όταν οι καταγεγραμμένες απόψεις των ακαδημαϊκών έρχονταν να επιβεβαιώσουν τη σκέψη μου με ανατριχιαστική ακρίβεια, τόσο ενισχυόταν αυτή η επιθυμία» εξηγεί.
Στις οκτώ γραφές του σεναρίου της ταινίας (από την Κατερίνα Μπέη), η Νάθενα επέμενε στην υπογράμμιση της ίδιας ανάγνωσης: Στο εδραιωμένο φαινόμενο της κακοποίησης από γυναίκα σε γυναίκα. Στη βία που ασκούσαν οι πρεσβύτερες γυναίκες στις κόρες και στα κορίτσια του περιβάλλοντος τους προκειμένου, όπως πίστευαν, να τις σκληραγωγήσουν για να ανταποκριθούν στην δυσοίωνη ζωή που τις καρτερούσε· να πεινάσουν, να γίνουν καλόγριες, ίσως και ψυχοκόρες. Η Φραγκογιαννού πριν γίνει θύτης, έχει υπάρξει θύμα. Έχει μεγαλώσει στα κακοποιητικά χέρια της μάνας της, φτύνοντας το γάλα που την θήλασε.
Στη Φόνισσα η βία έχει γυναικείο dna. Λες και είναι αναγκασμένες οι μανάδες να κληροδοτήσουν κακοποιητικά αντισώματα τα κορίτσια τους
«Ο Παπαδιαμάντης είχε τη γενναιότητα να αφουγκραστεί το τώρα του. Στο έργο του είπε όσα μπορούσε να αντέξει η εποχή του κι έκρυψε όσα δεν του επιτρέπονταν – όπως τα περιστατικά ενδοοικογενειακής βίας. Υπήρξε, όμως, απίστευτα διορατικός, τόσο ώστε να σηκώσει ψηλά έναν καθρέφτη σε ό,τι αποστράφηκε στην κοινωνία όπου ζούσε. Ακόμα και ο Ελύτης – μελετητής και μέγας θαυμαστής του – είχε γράψει, το 1976, πως ‘μια μέρα το παρελθόν θα μας αιφνιδιάσει με την δύναμη της επικαιρότητας του’. Ακολούθησα, λοιπόν, την σκέψη του Ελύτη για τον Παπαδιαμάντη, πως θα πρέπει να είμαστε πολύ πρωτόγονοι καθώς διαχειριζόμαστε το έργο του – χωρίς να το κατανοούμε».
Δομή τραγωδίαςΤο 1903 η «Φόνισσα» δημοσιεύεται σε συνέχειες στο φημισμένο λογοτεχνικό περιοδικό της εποχής «Παναθήναια». Είχαν περάσει κοντά 70 χρόνια από την στιγμή (1836) που οι δημογέροντες της Σκοπέλου (γειτονικού νησιού του Σκιαθίτη πεζογράφου) απηυθύναν επιστολή στην ελληνική κυβέρνηση ζητώντας να καταργηθεί ο νόμος της προίκας ώστε να πάψουν οι ανομολόγητοι φόνοι θηλέων βρεφών. Οι συνθήκες φτώχειας δεν επέτρεπαν στις οικογένειες τους να τις προικίσουν για να μπορούν να παντρευτούν. Και οι εναλλακτικές ήταν φρικώδεις. Εν ολίγοις, η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη, αναδύεται ως μια τραγική ηρωίδα που, όπως σε κάθε τραγωδία, συμπυκνώνει πολλά πρόσωπα του δράματος. «Ο Παπαδιαμάντης γνώριζε καλά τους αρχαίους μύθους, γι’ αυτό και έγραφε, όπως και οι μεγάλοι τραγικοί, για να καταλάβουμε από τι συνίσταται ο άνθρωπος», επισημαίνει η Εύα Νάθενα. Δεν είναι τυχαίο, παρατηρεί, πως στην «Φόνισσα» η μοναδική κόρη της Φραγκογιαννούς που μένει γεροντοκόρη ονομάζεται Αμέρσα: Ένα όνομα – παράφραση της Αρτέμιδος, της θεάς ελεύθερης από τον ανδρικό ζυγό. Της δίνεται αυτό το όνομα ως ευχή να μην παντρευτεί, να μην ζήσει και την ‘άλλη’ βία.
Η βία των ανδρών προς τις γυναίκες είναι δεδομένη, αλλά δεν είναι ο κόσμος από όπου αντλεί η «Φόνισσα» της Νάθενα. «Εδώ κοιτάζουμε την δομή της κοινωνίας: Η βία έχει γυναικείο dna. Λες και είναι αναγκασμένες οι μανάδες να κληροδοτήσουν κακοποιητικά αντισώματα τα κορίτσια τους. Κι αυτό, δεν θα μπορούσε παρά να λειτουργήσει ως κατάρα και για τα αγόρια τους. Ποια θα ήταν άραγε η θέση των ανδρών σε μια τέτοια συνθήκη; Οι άνδρες ανατρέφονται κι αυτοί ως ένα ακόμα κακοφορμισμένο τραύμα. Πρέπει να είναι σκληροί γιατί αυτό έμαθαν να είναι. Κι αν τυχόν, ήταν πιο ευαίσθητοι θα είχαν την τύχη της απαξίωσης από την τοπική κοινωνία. Ο Παπαδιαμάντης, συνεπώς, λέει όσα θα πει ο Φρόιντ μερικές δεκαετίες αργότερα κι όσα έχουν πει αιώνες νωρίτερα οι αρχαίοι μύθοι: Είμαστε οι καταγραφές μας. Η ταινία και η δημιουργική μου σκέψη δεν θέλησε να απομακρυνθεί από αυτόν τον πλακούντα», ομολογεί η σκηνοθέτρια της.
Φυσικά, και η ίδια η Εύα Νάθενα αγωνίστηκε για να πολεμήσει «τις καταγραφές» της. Αξιώθηκε, τουλάχιστον, να τις κατανοήσει – όπως κι ο Παπαδιαμάντης αξιώθηκε να αιτιολογήσει τους φόνους της Χαδούλας, της γυναίκας που δεν έζησε χάδι. «Κατάφερα, με την βοήθεια ειδικών, ν’ αναλάβω το δικό μου τραύμα, να εξηγήσω γιατί απείχα από την επιθυμία ν’ αποκτήσω παιδιά για ένα μεγάλο διάστημα και γιατί παραλίγο δεν μετακύλησα το ίδιο φορτίο στην κόρη μου», τονίζει η ίδια.
Σε ανδροκρατούμενο χώροΜε αφορμή την πρώτη της σκηνοθεσία, η Εύα Νάθενα ανακαλεί την εποχή που ξεκίνησε να εργάζεται ως σκηνογράφος – ενδυματολόγος σ’ έναν, τότε, ανδροκρατούμενο χώρο. «Δεν φέρθηκα ποτέ σαν γυναίκα, μέχρι την στιγμή που με παραδέχθηκαν κάποιοι μάστορες λέγοντας μου ‘αφεντικό, που στήνουμε;’. Έκτοτε υπάρχω ως επαγγελματίας με τη θηλυκότητα μου, αν και δουλεύοντας την ‘Φόνισσα’ συνειδητοποίησα πως και πάλι ήταν οι άνδρες που μου έδωσαν την σκυτάλη. Και πάλι δημιούργησα χάρη σε Πυγμαλίωνες. Καθησύχασα τον εαυτό μου πως τους έπεισα να δημιουργήσουμε και σε αυτό συνέβαλλε τρομερά η πίστη των γυναικών που είχα δίπλα μου. Όπως είπε και ο Διονύσης Σαμιώτης ‘εμείς δεν κάναμε τίποτα. Απλώς βοηθήσαμε μια ομάδα γυναικών να δημιουργήσουν κάτι. Τελικά, σκέφτομαι πως όλοι κάναμε ένα βήμα μπροστά».
Στη δουλειά μου δεν φέρθηκα ποτέ σαν γυναίκα, μέχρι την στιγμή που με παραδέχθηκαν κάποιοι μάστορες λέγοντας μου ‘αφεντικό, που στήνουμε;
Και είναι, σχεδόν, μοίρα να έχει επιτευχθεί αυτό με την «Φόνισσα»: Μια ταινία που αποκαλύπτει όλες τις πιθανές εκδοχές της αδιανόητης καταπίεσης, του εκφοβισμού, του αποκλεισμού και της βίας με τις οποίες έχει επιφορτιστεί διαχρονικά ο γυναικείος βίος και διαχρονικά η κοινωνική δομή.
Γι’ αυτό και η αισθητική της ταινίας είναι εξίσου άκαμπτη. Αντανακλώντας τις ανθρώπινες συμπεριφορές, τα πλάνα της Νάθενα είναι σκληρά σαν πέτρα. Η σκηνοθέτρια θυμάται το οδοιπορικό στο οποίο την ακολούθησε και η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, στα 2.500 μέτρα του Ψηλορείτη, όπου το μοναδικό ανθρώπινο ίχνος είναι ένα εκκλησάκι του Τιμίου Σταυρού. «Ήθελα να αναμετρηθώ με το τοπίο. Οι άγριοι τόποι διαμορφώνουν και επιβάλλονται στους ανθρώπους. Είναι πολύ δύσκολο ζώντας σε άγρια τοπία, ο άνθρωπος να εξημερωθεί. Κι ήταν αυτά τα τοπία που με έκαναν να ξέρω που ακριβώς θα στήσω την κάμερα, που θα σταθούν οι ηθοποιοί, ποια θα ήταν να κάδρα μου».
Κι, όμως, η «Φόνισσα» δεν ήταν η πρώτη φορά που η Νάθενα θα έδινε το σύνθημα του «μοτέρ». Μια μικρού μήκους ταινία στο πλαίσιο ενός εικαστικού εργαστηρίου που εκπονεί εδώ και χρόνια στις φυλακές Νέων Αυλώνα, την έκανε να συνειδητοποιήσει πως από καιρό ανήκε στο σινεμά. Μέχρι τότε, είχε εργαστεί για ταινίες με την ιδιότητα της σκηνογράφου και ενδυματολόγου (δηλώνοντας απιστία στο θέατρο) μέχρι που γνώρισε τον άνδρα της, επίσης κινηματογραφικό παραγωγό, Κώστα Λαμπρόπουλο. Τότε, για ηθικούς λόγους, θέλησε να πάρει αποστάσεις από το χώρο, υποκύπτοντας σε ελάχιστες εξαιρέσεις, στα καλέσματα του Τάσου Μπουλμέτη και της Γέλενα Πόποβιτς.
Σήμερα, πάντως, συνειδητοποιεί πως η «Φόνισσα» είναι η αρχή. «Το σίγουρο είναι πως θα μελετήσω ξανά για τον κινηματογράφο. Θέλω ν’ αποκτήσω την κατάλληλη γνώση, παρότι πολλοί μου λένε πως την κατέχω ήδη».
Η «Φόνισσα» προβάλλεται στους κινηματογράφους από την Πέμπτη 30 Νοεμβρίου σε διανομή της Tanweer.
Σκηνοθεσία–Production Design-Koστούμια, Concept Development- Script Editor: Εύα Νάθενα
Σενάριο: Κατερίνα Μπέη
Historical & Scientific consultant: Μαρία Τουγιανίδου
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Παναγιώτης Βασιλάκης
Casting: Σωτηρία Μαρίνη, Άκης Γουρζουλίδης
Μοντάζ: Αγγέλα Δεσποτίδου
Μουσική: Δημήτρης Παπαδημητρίου
Μιξάζ: Κώστας Βαρυμποπιώτης
Μακιγιάζ: Εύη Ζαφειροπούλου
Hair Stylist: Χρόνης Τζήμος
Ήχος: Μαρίνος Αθανασόπουλος
Πρωταγωνιστούν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Μαρία Πρωτόπαππα, Έλενα Τοπαλίδου, Πηνελόπη Τσιλίκα, Γεωργιάννα Νταλάρα, Χρήστος Στέργιογλου, Στάθης Σταμουλακάτος, Δημήτρης Ήμελλος, Χριστίνα Μαξούρη, Όλγα Δαμάνη, Έρση Μαλικένζου, Αντώνης Τσιοτσιόπουλος, Αγορίτσα Οικονόμου, Μιχάλης Οικονόμου, Βερόνικα Δαβάκη, Νίκη Παπανδρέου, Μάνια Παπαδημητρίου, Μαρία Σκουλά, Γιάννης Τσορτέκης, Γαλήνη Χατζηπασχάλη, Ρίτα Λυτού, Λωξάντρα Λούκας, Αριάδνη Βελλή
Παραγωγοί: Διονύσης Σαμιώτης, Κώστας Λαμπρόπουλος
Παραγωγή: Tanweer Productions σε συμπαραγωγή με τη View Master Films
Συμπαραγωγοί: COSMOTE TV, EΛΛΗΝΙΚΟ ΚΕΝΤΡΟ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ (ΕΚΚ)