MENU
Κερδίστε Προσκλήσεις
ΠΕΜΠΤΗ
26
ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ
ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΙ
ΣΤΗΝ ΠΡΟΒΑ

Στην πρόβα: «Ο Γλάρος» στο θέατρο Προσκήνιο

Λίγες ημέρες πριν από την πρεμιέρα του «Γλάρου», στο «Προσκήνιο» ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς και η ομάδα συντελεστών της παράστασης αναρωτιούνται που αρχίζει η ζωή και που τελειώνει το θέατρο.

Στέλλα Χαραμή | 04.12.2023 Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα

Η επιστροφή του Δημήτρη Καραντζά στο τσεχωφικό σύμπαν ήταν η συντομότερη δυνατή. Αμέσως μετά τον υπέροχο «Θείο Βάνια» της περσινής σεζόν, οι τσεχωφικές προβληματικές έρχονται να ‘βασανίσουν’ παλιούς και γνώριμους συνεργάτες του επί σκηνής. Θεοδώρα Τζήμου, Μανώλης Μαυροματάκης, Αινείας Τσαμάτης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Δρόσος Σκώτης, Μαρία Φιλίνη, Γιώργος Ζυγούρης ανοίγουν την ξύλινη πόρτα του «Προσκηνίου» για να εκτεθούν στα μεγάλα συμβάντα της ζωής. Αφού και ο «Γλάρος» δεν είναι παρά μια χαμηλή πτήση από τον ένα, στον άλλο κόσμο.

Η Θεοδώρα Τζήμου στο ρόλο της Αρκάντινα.

 Γεύση από πρόβα

Θα μπορούσε να είναι μια θεατρική αποθήκη ή τα παρασκήνια ενός θεάτρου. Είναι όμως το σκηνικό του «Γλάρου», όπως το έχει φανταστεί ο Κωνσταντίνος Σκουρλέτης. Εκεί όπου ο Φιντέλ Ταλαμπούκας εξάρει τα νιάτα, εκεί όπου η Νατάσσα Εξηνταβελώνη δηλώνει πως υποφέρει και γι’ αυτό «θα εξευτελίσει τη ζωή της». Εκεί που η Θεοδώρα Τζήμου χοροπηδάει ανέμελα και ο χορογράφος Τάσος Καραχάλιος την αποκαλεί «περδικούλα». Εκεί που η Δήμητρα Βλαγκοπούλου σκαρφαλώνει σ’ ένα ξύλινο βάθρο για ν’ απαγγείλει ένα θεατρικό απόσπασμα. Εκεί που ο Αινείας Τσαμάτης ομολογεί την μεγάλη δυστυχία του. Εκεί που η Μαρία Φιλίνη κλαίει στην αγκαλιά του Ταλαμπούκα «γιατί τα χρόνια περνούν». Εκεί που ο Μανώλης Μαυροματάκης γράφει με παράλογη μανία «σαν να τρέχει να προλάβει κάτι».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣυν & Πλην: «Θείος Βάνιας» στο Θέατρο Προσκήνιο12.09.2018

Στην τρίτη πράξη του «Γλάρου», οι ήρωες του Αντόν Τσέχωφ ή απλώς οι ηθοποιοί του Δημήτρη Καραντζά – τα όρια εξάλλου σ’ αυτήν την ανάγνωση είναι θολά και δυσδιάκριτα – είναι κουρασμένοι και αναζητούν επίμονα ένα νόημα. Το κάλεσμα του σκηνοθέτη σε διάλειμμα δεν ξέρεις αν σε έχει βάλει στον κόσμο του πραγματικού ή αν το θέατρο συνεχίζει να παίζεται γύρω σου.  

Νατάσσα Εξηνταβελώνη και Μαρία Φιλίνη: Υποδύονται τη Μάσα και την Πωλίνα, αντίστοιχα.

Το έργο

Δεν απομακρύνθηκε ούτε ένα χρόνο από τον κόσμο του Τσέχωφ, καθώς μετά τον αριστουργηματικό «Θείο Βάνια», ο Δημήτρης Καραντζας δίνει τον τόνο στο Προσκήνιο, ξανά μέσα από το μεγαλείο του Ρώσου δραματουργού, το συγγραφικό μέγεθος του οποίου ωστόσο, δεν τρομάζει. Είναι το τέταρτο κείμενο του με το οποίο καταπιάνεται (είχαν προηγηθεί οι «Τρεις αδερφές» και παλαιότερα ο «Ιβάνοφ») και ομολογεί πως – αν δεν υπολόγιζε τον κίνδυνο της επανάληψης – θα μπορούσε να σκηνοθετήσει όλα τα έργα του non stop καθώς τον αφυπνίζουν, τον διαπερνούν οι σκέψεις του. Παραδέχεται, ωστόσο, πως ο «Γλάρος» εμφανίζει τη μεγαλύτερη δυσκολία «καθώς σπάει τη φόρμα. Πειραματίζεται ως προς το συγγραφικό του ύφος. Επιπλέον, η αφήγηση της ιστορίας του Τσέχωφ προκύπτει μέσα από δέκα φωνές ενώ την ίδια ώρα και δομικά – το πέρασμα από τη μια σκηνή στην άλλη – ελλοχεύει εκπλήξεις. Θέλω να πω, ότι είναι πολλές οι αφετηρίες του έργου για να καταλήξεις σε μία» εξηγεί ο Δημήτρης Καραντζάς.

Η Μαρία Φιλίνη – προερχόμενη κι αυτή από το περσινό εγχείρημα του Καραντζά στο «Θείο Βάνια» – διακρίνει πως εδώ ο Τσέχωφ τοποθετεί έναν ήρωα, τον Τρέπλιεφ για να αποκαλύψει μια πλευρά του συγγραφικού εαυτού του που κρατούσε στην αφάνεια. «Μέσω του Τρέπλιεφ ο Τσέχωφ, γράφει αυτά που ποτέ δεν είχε ξαναγράψει. Δοκιμάζει μια νέα φόρμα, στην οποία εμπλέκει και τον εαυτό του και στην πραγματικότητα το έργο λειτουργεί ως αναρώτηση για το τι είναι θέατρο, που και πως παίζεται και δια μέσου αυτής της σκέψης ωριμάζουν οι μορφές και οι σκέψεις των ηρώων του».

Στον «Γλάρο» ο Τσέχωφ επανέρχεται σε γνώριμα μοτίβα – ρωσική εξοχή, πλήξη, ματαιωμένοι έρωτες, δημιουργία, θάνατος – μέσα από μια καλοκαιρινή σύναξη ανθρώπων που συναγελάζεται στις όχθες μιας γραφικής λίμνης. Οι μεν νεότεροι ονειροπολούν, επιθυμώντας διακαώς ν’ αφήσουν το στίγμα τους στην τέχνη, και οι δε μεγαλύτεροι αγωνιούν προκειμένου να περιφρουρήσουν τα κεκτημένα τους. Ζουν μικρές και μεγάλες τραγωδίες, πενθούν και γιορτάζουν, βουλιάζουν στην θλίψη, την επιθυμία. Χαρακτηρισμένη ως «κωμωδία σε τέσσερις πράξεις» ο «Γλάρος» αντανακλά την φιλοσοφία του Τσέχοφ για τη ζωή, όπως τη συγχέει με την θεατρική τέχνη. Κατασκευάζει, δηλαδή, ένα θέατρο μέσα στο θέατρο ή μια ζωή μέσα στη ζωή. Οι όροι είναι, εξάλλου, πολλοί συγγενικοί. «Μοιάζει με μια παράξενη ένωση της ζωής και της τέχνης. Είναι μια προσέγγιση που απασχολεί το θέατρο και εμάς που ασχολούμαστε με αυτό διαχρονικά. Ο Τσέχωφ εδώ πετυχαίνει να δει πως το θέατρο βρίσκεται παντού πάνω και κάτω από τη σκηνή, όπως και ότι η ζωή εισβάλλει στο θέατρο ανά πάσα στιγμή», συμφωνεί η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, που υποδύεται την ονειροπόλα για τέχνη, Νίνα. Για πολλούς, η Νίνα είναι ο νεκρός γλάρος της πλοκής, αφού η ζωή την διαψεύδει και τελικά την τσακίζει.

Ο Δημήτρης Καραντζας εντοπίζει ένα σκληρό συμβολισμό πίσω από τον τίτλο- σύμβολο του έργου. Αναγνωρίζει στο γλάρο ένα θηρευτή κι ένα θήραμα, «ιδιότητες που είναι μοιρασμένες σε όλα τα πρόσωπα του έργου, μέσα από ένα διαρκές παιχνίδι ιδιοτήτων. Όλοι φλερτάρουν με την ιδέα της καταστροφής, του θανάτου και της ματαίωσης και η πιθανότητα κάτι τέτοιο να τους συμβεί τους τρομοκρατεί. Ο Τσέχωφ δημιουργεί ένα περιβάλλον, όπου ο ένας ρημάζει τη ζωή του άλλου, μέσα σε ένα πλαίσιο επιθυμιών, συχνά ματαιωμένων». Γι’ αυτό και εκτιμά πως εδώ, ο συγγραφέας δείχνει το πιο σκληρό του πρόσωπο καθώς ψηλαφίζει την ανθρώπινη ψυχή. «Αισθάνομαι πως προσπαθεί να δώσει απάντηση στο τι σημαίνει συλλογική συνείδηση» προσθέτει.

Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου και ο Μανώλης Μαυροματάκης σε μια σκηνή ανάμεσα στη Νίνα και τον Τριγκόριν.

Η σκηνοθεσία

Καθισμένος απέναντι από το σκηνικό του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη, τα πολυκαιρισμένα παρασκήνια ενός θεάτρου, ο Δημήτρης Καραντζας παραδέχεται πως ποτέ δεν έχει επιχειρήσει μια σκηνοθεσία τόσο «εκτεθειμένη». Τί σημαίνει αυτό; Εκτεθειμένη ως εικόνα αλλά και ως σχέση (διδασκαλία) με τους ηθοποιούς. «Η διαδικασία της πρόβας στηρίχτηκε πάρα πολύ στην προσωπική εμπλοκή και τις προτάσεις των ηθοποιών. Αυτό εξελίχθηκε σε μια παραστασιακή ροή καθόλου ‘κατασκευασμένη’ που ορίζει τον πυρήνα της σκηνοθεσίας. Υιοθετήσαμε αρκετούς από τους αυτοσχεδιασμούς των ηθοποιών, κρατήσαμε πολλές προτάσεις γιατί έχω την αίσθηση πως η πρόβα στον Τσέχωφ, δεν προχωράει χωρίς προσωπική επιλογή», εξηγεί και ακούγεται αρκετά μετακινημένος από τον συνήθη τρόπο εργασίας του που επιβάλλει μια απαρέγκλιτη παρτιτούρα σκηνικών οδηγιών. Επηρεασμένος από την περιοχή που αποδίδεται στον Αντόν Τσέχωφ, ως πατέρα του ποιητικού ρεαλισμού, ο Καραντζάς αναρωτήθηκε πολύ στο πως «η σκηνοθεσία μπορεί να δώσει την εντύπωση του ρεαλισμού, ενώ την ίδια ώρα αφηγείται βαθιά πράγματα». Έτσι, η ματιά του στον «Γλάρο» φέρνει τα χαρακτηριστικά μιας ανοιχτής πρόβας  – όπου οι πρωταγωνιστές του μοιάζουν να έχουν ξεμείνει στο θέατρο παίζοντας, όπως οι ήρωες του Τσέχωφ έχουν ξεμείνει γύρω από τη λίμνη.

Στις πρώτες πράξεις αυτή η υφολογική επιλογή να συνομιλήσει με την συνθήκη του θεάτρου εν θεάτρω είναι δυναμικά υπογραμμισμένη· αλλά προς την τρίτη πράξη οι ηθοποιοί αρχίζουν να ‘ενδύονται’ τους ρόλους τους· για να φτάσει η κορύφωση του επιλόγου της τέταρτης πράξης, όπου η παράσταση μετατρέπεται σε ένα θέατρο εποχής – λες και όντως η ζωή αφομοιώνεται από την τέχνη.

Γιώργος Ζυγούρης και Φιντέλ Ταλαμπούκας ως Μεντβεντένκο και Ντορν.

Οι ήρωες – Οι ηθοποιοί

Ακροβατώντας στην επικίνδυνη ισορροπία που θέτει, από γραφής, ο Τσέχωφ και την υπογραμμίζει ακόμα πιο έντονα η σκηνοθεσία του Δημήτρη Καραντζά, η πρωταγωνιστική ομάδα του «Γλάρου» – οι περισσότεροι γνώριμοι ηθοποιοί του σκηνοθέτη – αναγνωρίζει μια ισχυρή πρόκληση σ’ αυτό το εγχείρημα. Η Θεοδώρα Τζήμου από τον ρόλο της σπουδαίας πρωταγωνίστριας του θεάτρου, Αρκάντινα, ομολογεί πως η εμπειρία έχει μεγάλο ρίσκο αλλά και χαρακτηριστικά μιας ιδανικής συνθήκης. «Παίζουμε με τα όρια μεταξύ θεάτρου και ζωής και αυτό το πήγαινε – έλα, μπορεί να βγει εκτός ελέγχου. Ο ηθοποιός φέρει κάτι δικό του και ο ρόλος του το επιστρέφει. Αν αφεθείς σε αυτήν την διαδικασία είναι απολαυστικό, αλλά σε κάθε περίπτωση είναι μια δύσκολη πάλη. Γιατί είναι αυτό με το οποίο παλεύει πάντα ο ηθοποιός» παρατηρεί.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑΣτο “Σπίτι” που ο Δημήτρης Καραντζάς γίνεται (και) συγγραφέας12.09.2018

Ο Μανώλης Μαυροματάκης, υποδυόμενος τον καταξιωμένο συγγραφέα Τριγκόριν, ακούγεται σαν να μην φοβάται τόσο τον Τσέχωφ. «Συνειδητοποιώ πόσο ίδιοι είμαστε όλοι με αυτούς τους ήρωες. Αναλύοντας την στάση τους, βλέπεις ολόκληρη της ζωή και τη ζωή μέσα στο θέατρο, να ορθώνεται μπροστά σου. Πολλά από αυτά που τίθεται στο κείμενο μου έχουν συμβεί προσωπικά – και τα καλά και τα κακά. Εκτιμώ, λοιπόν, πολύ αυτήν την ψυχαναλυτική διάθεση που εξάλλου είναι και ο πυρήνας του συγγραφέα» σημειώνει. Οι εσωτερικές αναμετρήσεις συγκινούν και τον Αινεία Τσαμάτη, καθώς ερμηνεύει τον Τρέπλιεφ, το νέο συγγραφέα που αγωνιά να διαφοροποιηθεί μέσα στο θεατρικό χώρο. «Για μένα η συγκίνηση προκύπτει κυρίως γιατί όλοι οι ήρωες του έργου, χωρίς εξαίρεση, κυνηγούν το λάθος. Κυνηγούν το λάθος πρόσωπο, θέλουν να εκπληρώσουν την λάθος επιθυμία, ενώ αν γυρίσουν το βλέμμα πίσω από την πλάτη τους θα νιώσουν την ανάσα της σωστής επιλογής. Και οι δέκα ήρωες του Τσέχωφ προσπαθούν να πετάξουν, άσχετα αν δεν το κατορθώνουν» λέει, για να συμπληρώσει η Δήμητρα Βλαγκοπούλου πως όλοι προσπαθούν «να κατακτήσουν μια ελευθερία, την ελευθερία της βούλησης».

Λίγο πιο μακριά από τα κεντρικά διακυβεύματα των ηρώων, η Νατάσσα Εξηνταβελώνη – υποδύεται τη Μάσα – ενεργοποιείται από ένα κομμάτι θαυμασμού γι’ αυτούς, που σχετίζεται με την «πνευματικότητα που διαρκώς εκπλείπει. Είναι άνθρωποι που τολμούν να κάνουν αυτή τη βουτιά κι ας χαθούν. Μας πείθουν πως έχουμε ανάγκη να υπάρχει ένας χώρος αναστοχασμού, μια εσωτερική φωνή κι ένας εσωτερικός χρόνος που μας βοηθά να μεγαλώσουμε μέσα μας».

Από τον ρόλο του Τρέπλιεφ ο Αινείας Τσαμάτης, με την Αρκάντινα της Θεοδώρα Τζήμου.

Η κινησιολογία

Το δίπολο ζωής και θεάτρου, δηλαδή φυσικότητας και κατασκευής, προβλημάτισε έντονα τον κινησιολόγο της παράστασης και σταθερό συνεργάτη του Δημήτρη Καραντζά, Τάσο Καραχάλιο. «Φαντάσου ένα σχήμα όπου τα σώματα να μην είναι στυλιζαρισμένα και η κίνηση τους να μοιάζει αδόμητη – ενώ δεν είναι. Ήταν ένα μεγάλο στοίχημα να αποφύγουμε την κατασκευασμένη κινησιολογία, όσα πράττουν πάνω στη σκηνή να μην ανακουφίζουν ούτε τα μάτια των θεατών, μα ούτε και τους χαρακτήρες του έργου» σημειώνει ο Καραχάλιος, που εδώ συμμετέχει και ως συνεργάτης του σκηνοθέτη στην σύνθεση. Η δουλειά μοιάζει να γίνεται ευκολότερη στην τέταρτη πράξη, όπου το θέατρο καταλαμβάνει την συνθήκη «κι εμείς έχουμε γνωρίσει τόσο καλά τους ηθοποιούς, ώστε μπορούμε να τους αντιμετωπίσουμε πια σε μια σύμβαση και σε ένα περιβάλλον ισχυρής θεατρικότητας».

Άποψη του σκηνικού της τέταρτης πράξης.

Η αισθητική της παράστασης

Η εικαστική ταυτότητα του «Γλάρου» συνομιλεί, όπως και κάθε άλλη πτυχή της παράστασης με την ακροβασία ανάμεσα στον κόσμο του θεάτρου και του αληθινού βιώματος. Αυτό είναι άμεσα ορατό στην σκηνογραφία του Κωνσταντίνου Σκουρλέτη που απεικονίζει ένα θέατρο «από την γυμνή του πλευρά, ένα σκελετό θεάτρου». Δημιουργεί, λοιπόν, έναν παρασκηνιακό χώρο που μοιάζει ερειπωμένος – ανοίγει ακόμα και τα παρασκήνια του Προσκηνίου ώστε να είναι εκτεθειμένα στο βλέμμα των θεατών – και μόνο στο τέλος της παράστασης η σκηνογραφία του μεταμορφώνεται σε μια συμβατική θεατρική σκηνή. «Μ’ έναν τρόπο, οι τρεις προηγούμενες πράξεις προοικονομούν την έξοδο μας προς την κατασκευή και τελικά την σκέψη του συγγραφέα» εξηγεί.

Το ίδιο μονοπάτι βαδίζει και ο φωτιστής της παράστασης Δημήτρης Κασιμάτης αφού μας καλεί να παρατηρήσουμε πως ειδικά στις δύο πρώτες πράξεις, απουσιάζει ο «στημένος» θεατρικός φωτισμός. Αντ’ αυτού, έχει επιφορτίσει τους ηθοποιούς με αυτήν την ευθύνη, δίνοντας τους με φωτιστικά εργαλεία και την ελευθερία να τα διαχειριστούν κατά το δοκούν. «Αυτό είναι ιντριγκαδόρικο, όσο και δύσκολο. Έδωσα εργαλεία φωτός στους ηθοποιούς τα οποία διαχειρίστηκαν μόνοι επί 1.5 μήνα. Τα έκαναν δικά τους, τα χρησιμοποίησαν και τα χρησιμοποιούν ως σκηνικά αντικείμενα» εξηγεί για να συμμορφωθεί κιο ίδιος με την κορύφωση της τέταρτης πράξης όπου υπάρχει η διακριτή διαφορά του φωτιστικού σχεδιασμού. Από το όλο πνεύμα δεν θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί και η ενδυματολόγος Ιωάννα Τσάμη που ντύνει τους ηθοποιούς της με σύγχρονα κοστούμια «και σταδιακά περνάμε στις μικρές υπομνήσεις και τελικά στα κοστούμια εποχής».

 

ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ

Ο “Γλάρος κάνει πρεμιέρα στο Θέατρο Προσκήνιο (Καπνοκοπτηρίου 8) στις 15 Δεκεμβρίου.

Μετάφραση: Ξένια Καλογεροπούλου
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς
Συνεργασία στη σύνθεση – Κίνηση: Τάσος Καραχάλιος
Σκηνικό: Κωνσταντίνος Σκουρλέτης
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Φωτισμοί: Δημήτρης Κασιμάτης
Βοηθός σκηνοθέτη: Παναγιώτης Γκιζώτης

Παίζουν: Θεοδώρα Τζήμου, Μανώλης Μαυροματάκης, Αινείας Τσαμάτης, Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Νατάσα Εξηνταβελώνη, Φιντέλ Ταλαμπούκας, Δρόσος Σκώτης, Μαρία Φιλίνη,  Γιώργος Ζυγούρης.

Πρόγραμμα παραστάσεων: Τετάρτη 19:00, Πέμπτη 20:00, Παρασκευή 21:00, Σάββατο 18:00 & 21:15, Κυριακή 20:00
Εισιτήρια more.com

Περισσότερα από Art & Culture