Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) Θεατρόφιλε, θα σκότωνες ένα φασίστα; Και άλλα ρητορικά ερωτήματα που τέθηκαν στη ΣτέγηΘα μπορούσαν να τη λένε Αντιγόνη. Αλλά τη λένε Καταρίνα. Είναι μια από τις γυναίκες και τους άνδρες της οικογένειας της που εδώ και 73 χρόνια φέρουν – ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού – το ίδιο όνομα· τιμώντας την δολοφονία της αντιστασιακής Καταρίνα Εφεμία που δολοφονήθηκε από την πολιτοφυλακή της Πορτογαλικής Δικτατορίας, όταν ζήτησε να αμείβεται ισάξια με τους άνδρες εργάτες γης.
Θα μπορούσαν να τη λένε Αντιγόνη γιατί είναι η μοναδική των ζώντων συγγενών της που αρνείται να πολεμήσει το φασισμό με πράξεις φασισμού. Αρνείται, δηλαδή, να δολοφονήσει ένα φασίστα, όπως κάθε χρόνο εθιμοτυπικά και βαθέως πολιτικά, κάνουν άλλα μέλη της οικογένειας της επί 73ετίας. Όμως, ο καλοντυμένος κοστουμαρισμένος ακροδεξιός που βρίσκεται στο κρησφύγετο τους, αμίλητος, αιχμάλωτος, τρομοκρατημένος – πρεσβεύει μια δήλωση: Η Δημοκρατία δεν έχει τα εργαλεία για να πολεμήσει το φασισμό. Αυτό μας λέει, με κάθε επιχείρημα, επί δύο ώρες ο ευφυής σκηνοθέτης και καλλιτεχνικός διευθυντής της Αβινιόν, Τιάγκο Ροντρίγκεζ (και όπου δημοκρατία βλέπε την Καταρίνα όπου φασισμό βλέπε τον ατσαλάκωτο ακροδεξιό που, για ώρα, λουφάζει).
Η παράσταση «Η Καταρίνα και η ομορφιά να σκοτώνεις φασίστες» στηΣτέγη – που έγινε talk of the town σε μια νύχτα – αντλεί από τη δομή, τη διαλεκτική, τα αρχέτυπα, τους συμβολισμούς της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας. Και μόνο τους συνταρακτικούς διαλογικούς αγώνες με πρωταγωνίστρια την Καταρίνα και τη μητέρα της, την Καταρίνα και το θείο της, την αδερφή της κ.ο.κ. αντιλαμβάνεται κανείς πως ο Ροντρίγκεζ πατάει σε ένα στερεό έδαφος για να χτίσει το σύγχρονο μύθο του, ο οποίος εμφανίζει την, εξής, ειδοποιό διαφορά: Έχει χαρακτηριστικά απόλυτης πραγματικότητας.
Η πλοκή εκτυλίσσεται στα 2028, με την ακροδεξιά να έχει ανέλθει στην εξουσία της χώρας, αναπτύσσοντας όλη την απάνθρωπη ρητορική που έχουμε στ’ αυτιά μας τόσο από στελέχη της ελληνικής Βουλής όσο και της ελληνικής κυβέρνησης που, έχουν ‘μεταμφιεστεί’, σε κεντροδεξιούς. Θα μπορούσε, λοιπόν, να την λένε Αντιγόνη, γιατί αρνείται να θάψει έναν ακόμα νεκρό στο χωράφι σπαρμένο με φασίστες και επιλέγει να θυσιαστεί η ίδια στη θέση του.
Το φινάλε είναι απρόσμενα πραγματικό. Η αστυνομία μπουκάρει στο κρησφύγετο, ο φασίστας επιβιώνει και ξεδιπλώνει όλο τον αντιδημοκρατικό οχετό του μέσα σε μερικά λεπτά. Αίφνης, οι θεατές, με λιγότερο ευγενικά επιχειρήματα από εκείνα των εκτελεστών Καταρίνα, μπαίνουν σε playing role: Ζητούν από τον φασίστα – για την ακρίβεια από τον ηθοποιό που τον υποδύεται εκπληκτικά – να σκάσει, να φύγει ή, γιατί όχι, «να τον πυροβολήσουν» επιτέλους. Από την πλατεία ακούγεται και το γνωστό (όχι πολύ δημοκρατικό) σύνθημα «φασίστες, κουφάλες, έρχονται κρεμάλες». Κόσμος αποχωρεί, άλλοι όρθιοι παρακολουθούν μέχρι τέλους, γενικώς επικρατεί κομφούζιο. Το κοινό έχει εξεγερθεί στο μοναδικό δημόσιο χώρο που, στην πραγματικότητα, μπορεί να το κάνει ελεύθερα, στο θέατρο. Και συνάμα έχει εξεγερθεί στο πλαίσιο μιας ασφαλούς κατασκευασμένης συνθήκης, όπου κανείς δεν κινδυνεύει να τους λιντσάρει στο αίτημα του «σκοτώστε τον».
Ο Τιάγκο Ροντρίγκεζ έχει πετύχει, μέχρι κεραίας, το στόχο του: Έχει αφυπνίσει ένα κοινό. Του έχει πει πως «δεν αρκεί να είσαι εναντίον, πρέπει να δρας εναντίον». Το έχει αναγκάσει να αναρωτηθεί για την ανοχή του στη βία του καθημερινού πολιτικού λόγου. Του έχει ζητήσει να σκεφτεί αν είναι διατεθειμένο να πάρει ρίσκα αν θέλει να υπερασπιστεί την Δημοκρατία: Εκτός κι όχι εντός σκηνής. Και τελικά, το έχει φέρει σε επαφή με ένα νέο πολιτικό, συμμετοχικό θέατρο που αναρωτιέται για το πολίτευμα και την Πολιτεία στη νέα κοινωνία. Λογικά, μετά από αυτήν την εμφάνιση, ο Τιάγκο Ροντρίγκεζ θα επιστρέψει.
Στέλλα Χαραμή
Την προηγούμενη Κυριακή βρέθηκα σε μια ακόμη μικρή σκηνή της Αθήνας – από αυτές που αγαπώ ιδιαίτερα – για μια ακόμη παράσταση με τη σκηνοθετική υπογραφή της Γιώτας Σερεμέτη (πρόσφατα είδα και Το Μαράκι έκλασε, μία ακόμη εξαιρετική δουλειά της που ακόμη κουβαλώ μέσα μου). Ο λόγος αυτή τη φορά για το Μιστέρο Μπούφο του Ντάριο Φο, από την το Sussurus Theatre Group, μία ομάδα νέων ανθρώπων που αμέσως καταλαβαίνεις πόση αγάπη και μεράκι έχουν γι’ αυτό που κάνουν. Σε μια λιτή σκηνή χωρίς σκηνικά, με μοναδικά υλικά μερικά χρωματιστά μαξιλάρια και φουλάρια δεμένα με διαφορετικούς τρόπους πάνω στα σώματα, ένα αρμόνιο, ένα μπαγλαμαδάκι, μερικά κρουστά, ένα σκαμπό και τα “μαγικά” του φωτισμού, η ομάδα αυτών των τεσσάρων ηθοποιών είχε πραγματικά όλα όσα χρειαζόταν για να μάς αφηγηθεί έξι ιστορίες μέσα σε 70 λεπτά. Ιστορίες εμπνευσμένες από τη ζωή και τα πάθη του Χριστού, αναμιγμένες με την καταγγελτική και συνάμα τρυφερή ποίηση του Θανάση Τριαρίδη. Η κωμωδία και η τραγωδία μπλέκονται αριστοτεχνικά μέσα σε ένα κείμενο απλό, μα συνάμα ουσιώδες. Ο Φο, μέσα από αυτή τη σειρά σύντομων και αυτοτελών ιστοριών της ζωής του Χριστού θέλησε να “καταγγείλει” την κοινωνική αδικία και την κατάχρηση της εξουσίας, χρησιμοποιώντας ένα ύφος τόσο σοβαρό όσο και ιλαρό, επιδιώκοντας τελικά να ξυπνήσει συνειδήσεις. Μετά από κάθε ιστορία ακολουθεί ένα μουσικό, φωνητικό ιντερμέδιο κι ένα ποίημα του Τριαρίδη, το οποίο απαγγέλουν οι ηθοποιοί καθισμένοι εκ περιτροπής στο σκαμπό. Μια αγνά «χειροποίητη» παράσταση που συνδυάζει μοναδικά το γέλιο, αλλά και τη σκληρή κριτική στους θεσμούς και το πετυχαίνει μέσα από μία άμεση και πιο ουσιαστική επικοινωνία μαζί μας ως κοινό. “Δυνατό” το τέλος όπου ακούγεται το τραγούδι του Γιάννη Αγγελάκα, “Σιγά μην κλάψω σιγά μην φοβηθώ”. Γράφω εδώ και τα ονόματα των ηθοποιών που αξίζει να τα γνωρίζουμε: Χριστίνα Κουρλίτη, Σταύρος Μόσχης, Αλέξανδρος Σάουκ και Αλεξάνδρα Σταμούλη.
Ευδοκία Βαζούκη
Στο θέατρο Ημέρας η θεατρική ζύμωση «Όλοι στα καζάνια σας» έρχεται κάθε Σάββατο από τον κάτω Κόσμο… στη σκηνή. Μια σουρεαλιστική κωμωδία που υπογράφει ο Πέτρος Καφαντόγιας, με πρωταγωνιστές χαρακτήρες που ξέρουμε. Ο Σαίξπηρ, ο Άμλετ, ο λόρδος Έλγιν, ο Άδης και οι υπόλοιποι μπλέκονται σε ένα κωμικό κυνηγητό ξεχρεώματος μέσα από αστείες σκηνές. Οι προθέσεις της παράστασης είναι καλές: μέσα από το έμμετρο ανομοιοκατάληκτο κείμενο επιχειρείται μια κωμωδία με θέμα τα κλοπιμαία μάρμαρα του Παρθενώνα, μια κριτική στο Βρετανικό Μουσείο και τον Έλγιν που απασχολεί την επικαιρότητα. Μέσα σε όλο το κείμενο προσπαθείς να εντοπίσεις σκηνές που ισορροπούν σε κάποιο συμπέρασμα.
Aπό το σκηνικό με τους τέσσερις κίονες και το μεγάλο καζάνι στη μέση γίνεται μια δήλωση. Η υπεξαίρεση των μαρμάρων και η κριτική που παρουσιάστηκε μπορεί ίσως να αποτελέσει ένα εφαλτήριο συζήτησης και ο στόχος ήταν η παράσταση να δώσει ένα μικρό έναυσμα ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης. Μπαίνοντας ήδη στο θέατρο μια θεατής ρώτησε αν το κείμενο άλλαξε λόγω της επικαιρότητας και η απάντηση ήταν ότι εκείνο παρέμεινε το ίδιο, πριν το ζήτημα της επιστροφής των μαρμάρων να έρθει εντονότερα στο προσκήνιο. Οι ηθοποιοί στην υπόκλιση μάς αναφέρουν ότι η παράσταση αποτελεί μέρος μια τριλογίας έργων που αποζητούν την ενημέρωση και τη καλλιέργεια του αισθήματος τα μάρμαρα να επιστρέψουν στο σπίτι τους. Η παρούσα παράσταση ως το τρίτο μέρος και ύστερα από εφτά χρόνια προσπάθειας είναι η κατακλείδα αυτής της (θεατρικής) αποστολής. Καμιά φορά το θέατρο μπορεί να συγχρονιστεί εξαιρετικά επίκαιρα με την πραγματικότητα.
Λίνα Ρόκα
Το απόγευμα της Τρίτης μάς βρήκε να κάνουμε βόλτες στην στολισμένη Αθήνα και να καταλήγουμε στο θέατρο Μικρό Χορν για να παρακολουθήσουμε το έργο της Σοφίας Αδαμίδου, «Σωτηρία με λένε» σε σκηνοθεσία Γιώργου Παπαγεωργίου με την συγκλονιστική Κάτια Γκουλιώνη να υποδύεται τον ρόλο της Σωτηρίας Μπέλλου. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στην μνήμη της Ντίνας Κώνστα και της Σοφίας Αδαμίδου.
Η ιστορία της Σωτηρίας Μπέλλου αποτυπώνει την ίδια τη ζωή με τα πάνω και τα κάτω της. Η ίδια ήταν μια γυναίκα που έζησε μια σκληρή ζωή που περιγράφεται αναλυτικά στο βιβλίο «Σωτηρία Μπέλλου – Πότε Ντορτια, Πότε Εξάρες», το οποίο έχει γράψει η Σοφία Αδαμίδου, η ίδια που υπογράφει και το θεατρικό έργο. Η μεταφορα του βιβλιου σε θεατρικο εργο δεν δίναται να καλύψει και να παρουσιάσει όλες τις λεπτομέρειες της Μπέλλου. Και γι’ αυτό τον λόγο περιορίζεται σε εκείνες τις στιγμές που είναι αρκετές για να μεταφέρουν στο θεατή την συγκλονιστική ιστορία της τραγουδίστριας.
Το έργο εξελίσσεται σ ένα δωμάτιο νοσοκομείου, όπου βρίσκει την μεγάλη ρεμπέτισσα να αφηγείται όσα δεν πρόλαβε να πει, πριν από την κρίσιμη επέμβαση της η οποία θα της στερήσει την φωνή της. Μέσα από μια γραμμική αφήγηση από τον παρελθόν στο παρόν, θυμάται, αναπολεί, θυμώνει και ευχαριστιέται ξανά τις στιγμές μιας ζωής, με τα καλά και τα κακά της. Μέσα από την εξαιρετική σκηνοθεσία του Γιώργου Παπαγεωργίου, το απλό σκηνικό του Πάρι Μέξη που δημιουργεί την κατάλληλη ατμόσφαιρα νοσοκομείου με την επιλογή πράσινου παστέλ χρώματος και την επιλογή των κουστουμιών που μας μεταφέρουν ακριβώς την αισθητική της εποχής και της ίδιας της Μπέλλου, η Κάτια Γκουλιώνη ξεδιπλώνει το μοναδικό ταλέντο της. Από την αρχη που μας περιμένει πάνω στο κρεβάτι του νοσοκομείου μέχρι τους αυτοσχεδιασμούς και την διάδραση με το κοινό, διατηρώντας το ύφος της Μπέλλου, δίνει στο έργο μια ανεπανάληπτη ζωντάνια μαζί με ένα περίεργο μούδιασμα που δεν σ’ αφήνει να χαρείς πλήρως. Δεν σου επιτρέπει μόνο να χαρείς ή να συγκινηθείς, μέσα από την ερμηνεία της σου δημιουργεί ένα κοκτέιλ συναισθημάτων που σε βγάζει από την θέση του απλού θεατή και συμπάσχεις με την ίδια ηρωίδα. Πολλοί είπαν ότι το νεαρό της ηλικίας της ηθοποιού βαραίνει αρνητικά την κατά τα άλλα άψογη ερμηνεία της, αλλά εδώ θα διαφωνήσω, καθώς ούτε μια στιγμή δεν αισθάνθηκα ότι αποκλίνει από τον ρόλο της. Παράλληλα οι μουσικοί, Αντώνης και Θοδωρής Ξηντάρης καθώς και η Ιωάννα Μονέδας στο ρόλο της ευγενικής νοσοκόμας που συντροφεύουν την Γκουλιώνη στην παράσταση αποφορτίζουν μ ένα πολύ ήπιο τρόπο την αφήγηση, που είναι απαραίτητο. Τέλος, κρατάει για το φινάλε -την πιο δυνατή στιγμή- την μουσική της Μπέλλου και έτσι την αποχαιρετά.
Βασιλική Αγγελούδη
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Άλλο ένα μαγαζάκι που άργησα να ανακαλύψω στον Πειραιά. Αυτή την περίοδο, μιας και μπαίνουμε σιγα-σιγα σε γιορτινό κλίμα, το μάτιμου τραβάνε μαγαζάκια με πολλά πολλά φωτάκια (βεβαια,τώρα που το σκέφτομαι πάντα έτσι γίνεται). Σε μια χαλαρή απογευματινή βολτουλα, λοιπόν, στην πλατεία Τερψιθέας πάνω από το Πασαλιμάνι, πετύχαμε το East Coast Concept Store. Μια ζεστή και φιλική γωνιτσα, ένα εναλλακτικό και eco friendly project. Λευκά τραπεζάκια, φωτάκια, αναμμένα κεράκια, φιλικό προσωπικό και ένα πολύ ενδιαφέρον και διαφορετικό μένου. Είτε θέλει κανείς τα καθιερωμένα, καφεδάκι brunch με ορισμένες καινοτόμες πιτσιλιές, είτε δροσερούς χυμούς και ζεστά ροφήματα, το East Coast καλύπτει όλα τα γούστα και κάθε περίσταση. Προσωπικά είχε τύχει να παραγγείλω μια φορά στο παρελθόν από το συγκεκριμένο και αυτό που με είχε εντυπωσιάσει ήταν το packaging του καφέ σε cup τύπου κουτάκι αναψυκτικού. Μια τάση που κυκλοφορεί αρκετά τελευταία και δηλώνω φαν. Πίσω στο χαλαρό απογευματάκι, εγώ κι η παρέα μου προτιμησαμε τις διαφορές σπιτικές λεμονάδες που υπήρχαν στο μενού: ροζ με τζίντζερ, και κανονική με μέντα, καθώς και λίγο από το λαχταριστι carrot cake. Η όλη εμπειρία μας ήταν ευχάριστη. Ανάλαφρη μουσική, άριστη εξυπηρέτηση και πολύ θετικά vibes, τόσο που μπορω με ασφάλεια να πω πως άνετα θα γίνει το επόμενο στέκι μας.
Ειρήνη Δερμιτζάκη
Πριν από μερικές εβδομάδες είχα επισκεφτεί το ΚΠΙΣΝ, για να δω από κοντά τις φετινές φωτιστικές εγκαταστάσεις, που συμπληρώνουν το έτσι κι αλλιώς γιορτινό κλίμα στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Μια από τις πιο εντυπωσιακές απο αυτές τις εγκαταστάσεις ήταν σίγουρα το έργο των Βέλγων Tom & Lien Dekyvere, “Rhizome”, το οποίο μετατρέπει το εσωτερικό του Θόλου σε έναν “ιστό” από τεντωμένα σχοινιά, τα οποία θυμίζουν χορδές και δημιουργούν την αίσθηση ενός δικτύου – κάτι που νομίζω πως αντικατοπτρίζει πολύ ξεκάθαρα την σύγχρονη επικοινωνία.
Αυτό λοιπόν το πολύ υποβλητικό «κουκούλι» φιλοξένησε το βράδυ του Σαββάτου ένα πολύ ιδιαίτερο πάρτι: τη Silent Disco του SNFCC Youth Council – και επειδή λογικά θα ρωτάς “τι είναι αυτό;” θα σου εξηγήσω αμέσως. Αυτό το πάρτυ είχε δύο DJ, τους εξίσου υπέροχους DJ Bellas και DJ Floba, ο μεν έπαιζε ηλεκτρονική μουσική, ο δε ελληνικά και ξένα pop anthems. Παρόλο που ήταν στον ίδιο χώρο, τον καθένα τον άκουγες ξεχωριστά κι αυτό χάρη στα ακουστικά που φορούσαν όλοι οι συμμετέχοντες. Αν ήσουν στο Ξέφωτο, για παράδειγμα, δεν θα φαντάζοσουν ότι λιγα μέτρα πιο κάτω λάμβανε χώρα ένα ξέφρενο πάρτι. Ενώ αν ήσουν στην είσοδο του Θόλου, θα έβλεπες κόσμο να χορεύει και να τραγουδά τους στίχους από το αγαπημένο του τραγούδι – και το καλύτερο ήταν ότι δεν σε ένοιαζε αν είσαι παραφωνος, αφού δεν σε άκουγε κανείς! Για εμένα, το ιδανικό ήταν ότι μπόρεσα σε ένα πάρτι να χωρέσω την αγάπη μου για την Καίτη Γαρμπή και τους Mikro, την Britney Spears και τον Pan Pan, την Eurovision αλλά και την underground electro. Και αν δεν σου άρεσε ένα κομμάτι, κανένα πρόβλημα, απλά άλλαζες “σταθμό” και άκουγες κάτι διαφορετικό. Στο τέλος της βραδιάς, είχαμε όλοι χορτάσει χορό, αλλά δεν θέλαμε να τελειώσει το party. Το μόνο που με παρηγορεί είναι ότι καθ’όλη τη διάρκεια των γιορτών, το SNFCC Youth Council έχει ετοιμάσει μια σειρά από εκδηλώσεις (από open air gigs μέχρι εργαστήρια) που θα μας βάλουν σε κλίμα γιορτινό.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου