Την εβδομάδα που πέρασε κάναμε βόλτες στην πόλη, πήγαμε θέατρο, είδαμε ταινίες, ακούσαμε μουσική, παρακολουθήσαμε την επικαιρότητα – και κάποια από αυτά θέλουμε να τα μοιραστούμε μαζί σας. Συγκεντρώσαμε ότι μάς κέντρισε το ενδιαφέρον και μάς ενθουσίασε ή μας απογοήτευσε!
(+) Κάτι που μάς άρεσε (+) «Πεσμένα φύλλα», ψυχές στα ύψηΚι εκεί που έχεις απελπισμένα ανάγκη κάτι να σου γλυκάνει την καρδιά, κόβεις εισιτήριο για την τελευταία ταινία του Άκι Καουρισμάκι. Παίζεται, ήδη, τρεις εβδομάδες στις αίθουσες, το νέο έχει διαδοθεί στους σινεφίλ, αλλά δεν κάνει κακό να τ’ ακούσετε άλλη μία φορά. Γιατί υπάρχουν και τα ωραία ταπεινά ρομάντζα στους κινηματογράφους, αυτά που έχουν happy end, έχουν πολλή τρυφερότητα, λίγα λόγια και σπουδαία κινηματογράφιση. Δηλαδή, καμία σχέση με τις αντίστοιχες φλύαρες, κενές ‘αμερικανιές’ που βγαίνουν σωρηδόν, με παρόμοια θεματολογία. Με τα «Πεσμένα φύλλα», ο Καουρισμάκι μας πάει ταξίδι στην πατρίδα του, την Φινλανδία.
Στο Ελσίνκι πλησιάζει το φθινόπωρο, τα φύλλα έχουν κιτρινίσει, η μοναξιά σαρώνει σαν επιδημία, οι άνθρωποι είναι ψυχροί και θλιμμένοι, ειδικά εκεί που συνυπάρχουν με την φτώχεια. Στην εργατική τάξη ανήκουν (όπως πάντα) και οι ήρωες του σπουδαίου Φινλανδού που ανταλλάσσουν ματιές σε ένα θλιβερό καραόκε μπαρ κι αυτό μέλει να αλλάξει τη ζωή τους. Στο ραδιόφωνο τα νέα για τον πόλεμο της Ουκρανίας ουρλιάζουν και μόνο η αγάπη μπορεί (αν μπορεί) κάτι να θεραπεύσει. Συγκινεί, παρηγορεί, σαρκάζει γλυκά, έχει την επίδραση ενός παυσίλυπου η ταινία του Καουρισμάκι για να σε κάνει να πιστέψεις ότι οι άνθρωποι αξίζει να ενώνονται με τον κόσμο γύρω τους μόνο μέσα από την καλοσύνη και τον έρωτα. Θα θυμάμαι για καιρό το τελευταίο πλάνο του φιλμ σαν πίνακα του Ρενουάρ.
Στέλλα Χαραμή
Πόσο στ’ αλήθεια γνωρίζουμε την Gen Z; Και πόσο ακούμε και κυρίως καταλαβαίνουμε τις αγωνίες της σήμερα; Αυτά είναι δύο ερωτήματα που θα κουβαλάς μέσα σου όταν περάσεις την πόρτα του Θεάτρου Άλφα και αφού έχεις παρακολουθήσει τη νέα παράσταση του Τάσου Ιορδανίδη, με τίτλο «Φακντ-απ». Ένα έργο που δεν θέλει να μιλήσει μόνο στην ίδια τη γενιά στην οποία αναφέρεται, αλλά σε κάθε γενιά που δυσκολεύεται (αλλά θέλει να προσπαθήσει) να καταλάβει τις ανησυχίες των σημερινών νέων, τους προβληματισμούς τους, τους φόβους τους και τα ερωτηματικά τους, χωρίς να ψάχνει σε αυτούς όλα όσα στα οποία οι προηγούμενες γενιές απέτυχαν και χωρίς να βλέπουν σε αυτή όλα όσα φοβούνται πως θα έρθουν. Απλά με ανοιχτή τη σκέψη αλλά και την καρδιά, αφήνεις τους δύο ήρωες που ενσαρκώνουν δύο νέοι ηθοποιοί, η Αφροδίτη Λιάντου και ο Διονύσης Παπανδρέου, να σου αφηγηθούν την ιστορία τους, να σου συστήσουν αυτή την άλλη πλευρά της γενιάς που εκπροσωπούν. Αυτή την πιο τρυφερή και ευάλωτη πλευρά που δεν σταματά να ονειρεύεται, να ελπίζει και να αναζητά την ταυτότητά της σε μια εποχή που γενικώς είναι… φακντ απ. Αυτός είναι ο «Κεφάλας» κι εκείνη το «Βλήμα» και οι δύο μαζί είμαστε εμείς. Εσύ, εγώ και όλοι εμείς σε μια φακντ-απ φάση της ζωής μας. Δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι ψάχνουν να βρουν τον τρόπο να επικοινωνήσουν, να έρθουν κοντά και ίσως και να πιστέψουν πως «η ζωή είναι ωραία», όπως έχει πει κι ο Ρομπέρτο Μπενίνι. Μπορεί όμως να υπάρξει «ζωή» μέσα σε μια κλινική αντιμετώπισης ψυχικών νοσημάτων; Ένα πραγματικά συγκινητικό μοίρασμα, μια εσωτερικευμένη κραυγή και ανάγκη για ζωή, για αγάπη, παλεύει να βγει έξω από τα σώματα των δύο παιδιών και να φτάσει όσο πιο μακριά μπορεί. Σε ταρακουνάει. Γιατί σε έναν κόσμο που τρέχει γρήγορα, που κρίνει εύκολα, που βάζει ταμπέλες, που ζει μέσα από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, υπάρχει πάντα ελπίδα για ζωή, για αγάπη, για κατανόηση, για μοίρασμα. Για κάθε γενιά και σε όποια κατηγορία κι αν αυτή ανήκει. Ίσως έτσι, και με αυτό το «μαζί», να καταφέρουμε να γιατρέψουμε συλλογικά όλα όσα μάς πονάνε. Όσα κουβαλάμε και καμιά φορά άθελά μας. Σημερινοί και ευάλωτοι οι δυο ήρωες αποκαλύπτουν, ενώπιόν μας, όλα τα τραύματα και τις αρετές τους. Αισθάνονται, πονούν, χαίρονται, αγαπούν. Όπως ακριβώς εσύ κι εγώ…
Ευδοκία Βαζούκη
Όταν περνάς μια εβδομάδα κλεισμένος στο σπίτι με κρύωμα, the FOMO is real και κάπως έτσι καταλήγεις να μην μπορείς να πεις “όχι” σε καμία δραστηριότητα που είχες σημειώσει στην ατζέντα σου. Και καμιά φορά αυτό δεν είναι καθόλου κακό – τουλάχιστον εγώ δεν το μετάνιωσα καθόλου – ειδικά όταν συμβαίνουν τόσα δημιουργικά πράγματα στην πόλη σου. Κάπως έτσι, την Πέμπτη και την Παρασκευή βρέθηκα στον Πευκώνα του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος για δύο εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους δράσεις, που βέβαια είχαν ένα μεγάλο κοινό: ότι έφεραν κοντά ανθρώπους μέσα από την δημιουργία.
Την Πέμπτη, λοιπόν, στο “Jazz & Collage” αφήσαμε την δημιουργικότητά μας ελεύθερη και δημιουργήσαμε τα πιο ευφάνταστα κολάζ υπό την καθοδήγηση και ενθάρρυνση της Ελένης Σπαθή, ενώ μας ταξίδευαν jazz ήχοι από το DJ set του Μιχάλη Καμάκα. Αν κάτι μου έμεινε από αυτή τη βραδιά είναι το πόσο όμορφο και λυτρωτικό είναι να αφήνεις τον εαυτό σου ελεύθερο να δημιουργήσει μια εικόνα, που μπορεί να μην ξέρεις καν που θα καταλήξει, μέχρι να το δεις ολοκληρωμένο – και τότε ξέρεις ακριβώς ποια “ιστορία” ήθελες να πεις εξαρχής! Με αυτό το mood πήγα στο Open Air Gig – και αυτό μια δράση του SNFCC Youth Council – την Παρασκευή, στο οποίο έπαιξαν δύο πολύ ενδιαφέροντα σχήματα παραδοσιακής μουσικής, τα Boforia και το Pozavli Band. Τι κι αν ο χειμώνας έχει μπει για τα καλά; Τι κι αν ήμασταν στην Αθήνα; Η ατμόσφαιρα δεν γινόταν να μην σε παρασύρει και μου φαίνεται ότι όλοι κάποια στιγμή πρέπει να ένιωσαν ότι βρισκόμασταν σε κάποιο γλέντι, καλοκαίρι, σε νησί. Πραγματικά χάρηκα πάρα πολύ που είχα την ευκαιρία να ανακαλύψω αυτά τα δύο πολύ ενδιαφέροντα σχήματα παραδοσιακής μουσικής, τα οποία αποτελούνται και τα δύο από νέους, δημιουργικούς ανθρώπους και ανυπομονώ για τις επόμενες δράσεις που θα δώσουν ζωή στον Πευκώνα του ΚΠΙΣΝ – και μπορείτε να τις ανακαλύψετε εδώ.
Τατιάνα Γεωργακοπούλου
Ένα βιβλίο που διάβασα αυτή την εβδομάδα και μου έκανε εξαιρετικά θετική εντύπωση ήταν το “Θα γίνω ποτάμι” της Shelley Read, στις σελίδες του οποίου οι εκδόσεις Μεταίχμιο υπόσχονται πως θα ανακαλύψουμε μία αξέχαστη συγκινητική ιστορία για την απώλεια, αλλά και για το πώς μπορούμε να ξανά βρούμε τη δύναμή μας εκεί που δεν το περιμένουμε. Πράγματι, ακριβώς όσα αναφέρουν οι εκδόσεις τα βρήκα στις λέξεις της συγγραφέως, η οποία αν και πρωτοεμφανιζόμενη, κατάφερε να χειριστεί με μία ιδανική άνεση τον λόγο της και να δημιουργήσει τις πιο κατάλληλες εικόνες για να μας ταξιδέψει στην Αϊόλα, του Κολοράντο, και όχι μόνο. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να μη περιγράψει με απόλυτη επιτυχία μία πόλη, η ιστορία της οποίας την ενέπνευσε από νωρίς και την οδήγησε σε μία εκτεταμένη έρευνα, καθώς το 1956 η Κυβέρνηση αποφάσισε να μετατρέψει όλη την περιοχή και ακόμα δύο, στην τεχνητή λίμνη “Μπλε Οροπέδιο”, γεγονότα που περιγράφονται και στο βιβλίο.
Στο “Θα γίνω ποτάμι”, γνωρίζουμε τη Βικτόρια Νας, μοναδική εναπομείνασα γυναίκα της οικογένειάς της. Τις μέρες της τις μοιράζει ανάμεσα στις δουλειές του σπιτιού και στη φροντίδα του φημισμένου οικογενειακού της οπωρώνα, τα ροδάκινα του οποίου όλοι λατρεύουν. Η καθημερινότητά της θα αλλάξει ξαφνικά, όταν ένας ξένος βρεθεί στην πόλη. Τότε είναι που θα ενωθούν τυχαία οι δρόμοι αλλά και οι ζωές τους, και η ίδια δε θα είναι πια ποτέ όπως παλιά. Ειδικότερα όταν τη μοίρα της σκοτεινιάσουν τα σύννεφα μίας ακόμα απώλειας, και έπειτα πολλών που θα ακολουθήσουν, θα προσπαθήσει να αναθεωρήσει και να θυμηθεί ξανά μία φράση που όλα αυτά τα χρόνια φωτίζει την πορεία της, και να γίνει ποτάμι, κυλώντας στην επόμενη σελίδα της ύπαρξής της, μέχρι αυτή να την οδηγήσει σε μία νέα αρχή. Πάνω από όλα όμως, η Βικτόρια, και μαζί της και εμείς, θα καταλάβει πως η δύναμη και η αγάπη μπορούν να βρεθούν στις πιο απρόσμενες στιγμές, αρκεί πάντα να εμπιστευόμαστε την καρδιά μας και τη δύναμη του εσωτερικού μας “ποταμού”. Ιδανικό ανάγνωσμα για να μας κρατήσει συντροφιά αυτές τις γιορτινές ημέρες, δίπλα στη θαλπωρή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου μας!
Ειρήνη Μωραΐτη
Άλλη μια Κυριακή πρωί που με βρίσκει στο ίδιο μέρος, στο αγαπημένο μου σποτ στην Αθήνα. Ένα μέρος, που εδώ και ένα χρόνο έχει γίνει το στέκι μου για πολλούς και διαφορετικούς λόγους. Την Κυριακή μου θέλω να την επενδύω σωστά, να την περνώ με άτομα που αγαπώ και φυσικά να είμαι εκεί που «θέλω να είμαι». Δηλαδή, στο «me kolonaki», ένα all day café που βρίσκεται στο κέντρο του Κολωνακίου, στην οδό Κάψαλη, σε ένα πανέμορφο και ολόφρεσκο χώρο με μινιμαλιστικά στοιχεία και λευκά μάρμαρα. Τα καταπράσινα φυτά που στολίζουν τον χώρο με εντυπωσιάζουν κάθε φορά που απολαμβάνω εκεί τον πρώτο καφέ της ημέρας. Οι σερβιτόροι πάντα ευγενέστατοι και με χαμόγελο, μου ετοιμάζουν τον καφέ ακόμη και όταν τον θέλω on the gο. Το φαγητό και ο καφές είναι τα highlights του μαγαζιού, ενώ όλο το μενού βασίζεται στην ελληνική κουζίνα. Ο Ηλίας Σταυρόπουλος, σεφ του μαγαζιού, υπόσχεται πάντα μια συναρπαστική γευστική εμπειρία, με τα πιο healthy πιάτα να παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο στο μενού. Τα πιάτα, πάντα όμορφα και προσεγμένα συνδυάζουν εμφάνιση αλλά κυρίως γεύση, ενώ δεν λείπουν οι vegan επιλογές. Για εμένα ξεκάθαρα το «me kolonaki» σερβίρει από τα καλύτερα brunch στην πόλη. Ξεχωρίζω το τοστ με μανιτάρια, μοτσαρέλα και κατσικίσιο τυρί και το English muffin. Όταν πάλι θέλω ένα καλό και υγιεινό μεσημεριανό πάλι θα το προτιμήσω για τον φρέσκο σολομό με τα ψητά κολοκυθάκια, τις πίκλες παντζαριών και το γιαούρτι με μπαχαρικά, που αγαπώ. Όπως και να έχει, εμένα πάντα η Κυριακή μου θα με βρίσκει στο «me» για καλό φαγητό, «κλείνοντας» την εβδομάδα ιδανικά, πάντα με καλή παρέα!
Μαργαρίτα Ψυχή
Τρίτη απόγευμα και μετά από μια αρκετά εξαντλητική ημέρα, ήλπιζα να βρω την όαση σε μια καλή παράσταση που θα με αντέμειβε Το Closer του Πάτρικ Μάρμ είχε επίσημη πρεμιέρα κι εγω βρέθηκα λίγο πριν τις εννιά έξω από το θέατρο Χώρα με υψηλές προσδοκίες. Διαβάζοντας την υπόθεση του έργου πριν το δω, είχα στο μυαλό μου πως πρόκειται για κάτι ελαφρώς διαφορετικό. Ένα ερωτικό τετράγωνο που μέσα από την ανάγκη για ουσιαστική ένωση, οδηγούνται σε ατασθαλίες και δεν καταφέρνουν ποτέ να νιώσουν το απόλυτο. Ανασφάλειες, ορμές, εσωτερικά κενά, εμφανώς χαμηλή συναισθηματική νοημοσύνη είναι μερικοί από τους παράγοντες που παρά την μεγάλη τους επιθυμία να βρουν το άλλο τους μισό, αποτυγχάνουν παταγωδώς ξανά και ξανά. Στα θετικά θα συμπεριλάβω μονάχα την σκηνοθεσία και τα σκηνικά. Η σκηνοθετική ματιά του Δημήτρη Αγιοπετρίτη – Μπογδάνου αποδίδει επάξια την ουσία του closer, που ουσιαστικά μας αποδεικνύει το ακριβώς αντίθετο: όσο πιο κοντά φαίνονται να είναι τα ζευγάρια, τόσο κυριολεκτικά ο ένας με τον άλλον, όσο και μεταξύ τους, όπως βρίσκονται σε όμοιες καταστάσεις, ταυτοχρόνως βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά. Τα συναισθηματικά κενά υπερβαίνουν, και οδηγούν τους πρωταγωνιστές σε παρορμητικός αποφάσεις που καταστρέφουν κάθε πιθανό σενάριο μελλοντικής ευτυχίας. Τα σκηνικά της Λίνας Πηγαδιώτη, δίνουν μια διαφορετική, ευχάριστη πινελιά, με τους πελώριους στύλους που άλλοτε εξυπηρετούν ως φώτα του δρόμου και άλλοτε ως μπάρα σε strip club. Επιπλέον, η μουσική και τα απολαυστικά cover αγαπημένων τραγουδιών κάθε φορά που αλλάζει το χρονικό πλαίσιο και σκηνικό ταιριάζει απόλυτα με το aesthetic του έργου, ενώ η φορητή κάμερα που κρατούν ενίοτε οι χαρακτήρες, δίνοντας μας περισσότερες από μία οπτικές γωνίες, προσδίδει μια άλλη διάσταση στο έργο, αφήνοντας μας να εισβαλλουμε λίγο παραπάνω στα δρώμενα.
Παρόλα αυτά, η υπόθεση και κυρίως η ροή με την οποία κυλούσε το έργο ήταν για μένα ένα πλην. Οι χαρακτήρες γίνονται απότομα ζευγάρια, και καθώς αλλάζουν οι σκηνές, τις χωρίζουν μήνες και χρόνια. Οι καταστάσεις και τα σκηνικά, αλλάζουν ραγδαία, χωρίς περιθώριο περαιτέρω εξηγήσεων. Μια αρκετά συγχυσμένη υπόθεση, με σχεδόν ανύπαρκτη ροή, σε ένα πλαίσιο όπου οι χαρακτήρες φαίνονται απολύτως ρηχοί χωρίς καμία εξέλιξη, και μετά από ένα σημείο χωρίς καμία ελπίδα για οποιουδήποτε είδους λύτρωση. Αυτό πάει και για τους πρωταγωνιστές και για εμάς που ψάχναμε απεγνωσμένα κάποιο βαθύτερο νόημα σε όλο αυτό. Η απουσία κάποιου στοιχειώδους build up, η ρηχότητα που πρέσβευε τους χαρακτήρες και τις εκφράσεις τους, η παράβλεψη της γνωστοποίησης των πραγματικών συναισθημάτων των χαρακτήρων, τα οποία κρύβονται πίσω από τις απερίσκεπτες πράξεις τους, έκλεψαν πολυ από το έργο και μας έκαναν να αναζητάμε εμμονικά ένα νόημα, μια βαθύτερη εξήγηση που δεν ήρθε ποτε. Ίσως αυτό να ήταν το point τελικά. Να υπογραμμιστεί η ρηχοτητα και η -πολλες φορές επιλεκτική- ανωριμότητα, η οποία βασιλεύει στις σύγχρονες σχέσεις. Η εκτέλεση ωστόσο, μου άφησε πικρή γεύση κι έμεινα με ένα τεράστιο και παραπονεμένο”γιατί” να αιωρείται στο μυαλό μου.
Ερήνη Δερμιτζάκη